Και μόνον για το «Τρίτο στεφάνι» αξίζει να μνημονεύεται ο Κώστας Ταχτσής ως ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της γενιάς του. Ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στα κείμενα του Ταχτσή είναι η ομοφυλοφιλία του, που άλλοτε την αποδέχεται και άλλοτε τη θεωρεί σαν μόνιμη κατάρα. Σχετικά με το θέμα είχε αναφέρει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Κράξιμο ότι «Ο ομοφυλόφιλος έρωτας έχει μια ποιητικότητα, αν θέλεις, ακριβώς επειδή δεν οδηγεί πουθενά. Εχει μια τραγική διάσταση. Ακριβώς γιατί ούτε παιδί γεννιέται, ούτε η κοινωνία πρόκειται ποτέ να τον αναγνωρίσει» [Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 17 Απριλίου 2008] .
Κώστας Ταχτσής [Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 – Αθήνα, πιθανόν 25 Αυγούστου 1988]. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Είχε προηγηθεί μια αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιήματα». Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η «Συμφωνία του ‘Μπραζίλιαν'» (1954) και το «Καφενείο ‘Το Βυζάντιο'» (1956). Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Αντρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνι Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία. Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Πάλι» (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη «Δήλωση των 18» κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων. Το ποιητικό έργο του Κώστα Ταχτσή κινείται στα πλαίσια της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, διάθεση η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του. Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι«, μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης.
Το κορυφαίο έργο του Κώστα Ταχτσή είναι το μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι, που από το 1970 και μετά εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στα πλέον ευπώλητα βιβλία και το οποίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το βιβλίο εκτυλίσσεται στα χρόνια πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τη ρέουσα προσωπική αφήγηση δύο γυναικών: της Εκάβης και της Νίνας, οι οποίες με άμεση και καθημερινή γλώσσα μιλάνε για όσα έζησαν. Οι διηγήσεις γίνονται σε γλώσσα «καθημερινή, ρέουσα, ανθρώπινη και οικεία», αναφέρει ο Γιώργος Μανιώτης. Σύμφωνα με τον ίδιο, όλα σχεδόν τα πρόσωπα έχουν διαμορφωθεί επάνω σε πρότυπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος.
Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα αφηγούμενα καλύπτει τις πέντε πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, πράγμα που επιτρέπει στο μύθο να εστιάζεται και να κορυφώνεται, από την άποψη της δραματικότητας, σε σημεία-σταθμούς της νεοελληνικής ιστορίας: Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Καταστροφή, 4η Αυγούστου, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Κατοχή, Δεκεμβριανά, είναι τα εκάστοτε ιστορικά επίκεντρα —κατά τη διάρκεια της αφήγησης— που καθορίζουν, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση, την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία συμβαίνουν τα δρώμενα αλλά και τα απλώς υπονοούμενα του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή.
Ο κεντρικός κορμός της αφήγησης στο Τρίτο στεφάνι αποτελείται από δύο γυναικείες μορφές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Από την Νίνα και την κυρα-Εκάβη, οι οποίες αφηγούνται, διηγούνται σε πρώτο πρόσωπο —η μία στην άλλη χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται ότι συζητούν τα διάφορα καθέκαστα της ζωής τους: έρωτες, γάμους, διαζύγια, εγκαταλείψεις, θανάτους, οικονομικές καταστροφές, οικογενειακά βάσανα ή δράματα κλπ. Οι δύο αυτές διηγήσεις, της Νίνας και της κυρα-Εκάβης (που ως γυναικείες μορφές του πνεύματος του νεοελληνικού μικροαστισμού), φτάνουν, σταδιακά, ως τα παιδικά τους χρόνια, πράγμα που παρέχει τη δυνατότητα να παρελαύνουν, κατά τη διάρκεια των διηγήσεων, πολλά και διάφορα πρόσωπα, μερικά από τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικότατους τύπους της σύγχρονης ζωής. [Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Ζ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 255].
«Με το «Τρίτο στεφάνι» ο Κώστας Ταχτσής κατόρθωσε να δώσει λόγο και αξιοπρέπεια στον συγχυσμένο και εν πολλοίς ανυπόληπτο μικροαστικό κόσμο της μεταπολεμικής Ελλάδας», λέει στην «Κ», ο Τάκης Καγιαλής, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. «Αποτύπωσε πειστικά, αλλά συγχρόνως εξευγένισε και μυθοποίησε, την ψυχική δυναμική και το ιστορικό βάθος αυτού του μητριαρχικού κόσμου. Η επιτυχία που γνώρισε το έργο στα χρόνια της μεταπολίτευσης δείχνει ότι η κοινωνία στην οποία απευθύνθηκε το είχε ανάγκη: ο Ταχτσής της πρόσφερε κάθαρση και μνημείωση, το έπος του μικροαστισμού της. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι το μυθιστόρημα δεν δείχνει να παλιώνει δεν οφείλεται μόνο στις αδιαμφισβήτητες λογοτεχνικές του αρετές, αλλά και στην εντυπωσιακή ανθεκτικότητα του ηθικού και ψυχικού τοπίου που απεικονίζει. Μισό αιώνα ύστερα από την πρώτη τους εμφάνιση, και ενώ η μικροαστική Ελλάδα συνεχίζει να μεταμορφώνεται χωρίς να αλλάζει, οι παραληρηματικές αφηγήσεις του Ταχτσή εξακολουθούν να ιστορούν το ήθος της καταγωγής μας», συμπληρώνει. [«Ο Κώστας Ταχτσής γοητεύει ακόμη», Της Ολγας Σελλά, Η Καθημερινή, 03-05-2009]
Το Τρίτο στεφάνι δραματοποιήθηκε από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας το 1979 σε παραγωγή του Γιώργου Παυριανού. Τους ρόλους της Εκάβης και της Νίνας ενσάρκωσαν αντίστοιχα η Σμάρω Στεφανίδου και η Ρένα Βλαχοπούλου. Η ραδιοφωνική παραγωγή του βιβλίου αποτέλεσε και αυτή σημείο σύγκρουσης του συγγραφέα με την παραγωγή. Αρχικά οι ρόλοι της Εκάβης και της Νίνας είχαν προταθεί στη Μελίνα Μερκούρη και την Δέσπω Διαμαντίδου, οι οποίες αρνήθηκαν. Αργότερα ο ρόλος της Εκάβης δόθηκε στη Γεωργία Βασιλειάδου, αλλά μετά από ενστάσεις του συγγραφέα το ρόλο τελικά πήρε η Στεφανίδου. Ο Ταχτσής είχε αντιρρήσεις και για την συμμετοχή της Βλαχοπούλου στο ρόλο της Νίνας…
Ο συν-εκδότης του περιοδικού «Πάλι» Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό «Αντί», τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο: «Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου»: «Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. […] Και, παρόλο που ήταν με κάποιον τρόπο «αριστοφανικός», δεν ήταν ποτέ «παρωδικός». Παρωδία ήταν η ζωή του. Εκεί έπαιζε θέατρο, ενώ το γράψιμο ήταν στα ίσια, σοβαρή υπόθεση, που δε χωρούσε θεατρινισμούς.»
Νοέμβριος 1969, μέγαρο Αρσάκειου (Εφετείο). Στο διάλειμμα της δίκης για «Το αρμένισμα» του Μένη Κουμανταρέα (στο μέσον). Ο συγγραφέας του βιβλίου είχε κατηγορηθεί για «προσβολή της δημοσίας αιδούς» και οι Κώστας Ταχτσής (δεξιά) και Βάσος Βαρίκας (αριστερά) είχαν καταθέσει ως μάρτυρες υπεράσπισης (πηγή: Κώστας Ταχτσής «Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;»· Εξώφυλλο: Αλέκος Φασιανός· Επιμέλεια: Θανάσης Νιάρχος, Κώστας Σταμάτης· εκδόσεις Πατάκη)
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ταχτσή βλ. Αλέξης Ζήρας, «Ταχτσής Κώστας», στο «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό», τ. 9β, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής», στο «Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67», Ζ΄, σ. 250-289, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Αλέξης Ζήρας, Γεωργία Θεοφάνη, «Ταχτσής Κώστας», στο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα, Πατάκης, 2007 και την αυτοβιογραφία του: «Το φοβερό βήμα», Αθήνα, Εξάντας, 1989. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
[…] Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στομφώδεις χαρακτήρες τείνουν να χρησιμοποιούν στοιχεία της καθαρεύουσας στην ομιλία τους, ενώ η γλώσσα των εφημερίδων, καθώς και η επίσημη γλώσσα της γραφειοκρατίας, παρατίθεται ή ακόμη και παρωδείται. Παρ’ όλο που οι εξελίξεις αυτές έγιναν σταδιακά, τα αποτελέσματά τους υπήρξαν ορατά και πολυσυζητημένα με αφορμή ένα μυθιστόρημα πρωτοδημοσιευμένο το 1962: Το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Η γλώσσα αυτού του βιβλίου έχει συζητηθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πλευρά του, και στο πλαίσιο του θέματος που μας απασχολεί αξίζει να θεωρήσουμε Το Τρίτο Στεφάνι σαν ένα κωμικό αριστούργημα, ανάλογο με τα επιτεύγματα του δέκατου ένατου αιώνα στην κωμωδία, η οποία αξιοποίησε χιουμοριστικά το Γλωσσικό Ζήτημα ως στόχο αστεϊσμών. Στα Κορακιστικά και στη Βαβυλωνία το χιούμορ προερχόταν από την ακατάλληλη χρήση του γραπτού ύφους στην προφορική επικοινωνία. Ο Ταχτσής αντέστρεψε αυτή την κωμική εξίσωση για να παραγάγει μια υποθετικά προφορική αφήγηση (δύο μικροαστές γυναίκες λένε τις ιστορίες τους), στην οποία ο λόγος και οι αφηγηματικοί τρόποι των γυναικών είναι γεμάτοι από κλισέ, που έχουν φιλτραριστεί μέσα από την επίσημη γραπτή γλώσσα για να γίνουν ένα αδιάσπαστο κομμάτι της καθημερινής ομιλίας. Το αστείο στην περίπτωση αυτή, όσον αφορά στη γλωσσική πλευρά, είναι ότι τα στοιχεία αυτά του προφορικού λόγου των μυθιστορηματικών γυναικών δε συνιστούν μιαν αταίριαστη κατάχρηση, αλλά αποτελούν ουσιαστικό μέρος τόσο του κόσμου που κατανοούν όσο και της εξαιρετικά ζωντανής προφορικής ανταπόκρισής τους προς αυτόν. Ο Ταχτσής, σύμφωνα με έναν από τους σημαντικότερους πανεπιστημιακούς κριτικούς, «απελευθέρωσε την ελληνική γλώσσα από την τυραννία της δημοτικής». Το μυθιστόρημα αυτό ασφαλώς παρείχε πειστικά τεκμήρια ότι η πραγματική ζωή δεν μπορούσε να δεσμεύεται από τις τεχνητές κατηγορίες της διγλωσσίας, ενώ παρείχε επίσης μια απόδειξη ότι η αφηγηματική πεζογραφία δε χρειάζεται να ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη μορφή της γλώσσας. [Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 424-425].
[…] Όσοι, εκ των υστέρων, επιχείρησαν να μιμηθούν το ύφος του Ταχτσή έσπασαν τα μούτρα τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπόλιασε την κατοπινή πεζογραφία με το παράδειγμά του. Απελευθέρωσε τους νεότερους πεζογράφους από τα δεσμά της καλλιγραφίας και της φιλολογίας. Και σαν τέτοιους θεωρώ πρώτους και καλύτερους τους πεζογράφους της γενιάς του ’80. Τους αποδέσμευσε από την τυραννία της καλλιγραφίας και τη δουλεία της μεταφοράς και της παρομοίωσης. Τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν κι εκείνοι, με τη σειρά τους, μια προφορικότητα προσαρμοσμένη στην ηλικία τους και στην εποχή τους. Σήμερα πια με τη[ν] πληθωριστική τάση να γράφουν όπως μιλάνε, φτάσαμε στο άλλο άκρο, την ευκολία και την προχειρότητα. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η αμεσότητα της γραφής στον Ταχτσή δεν προέρχεται μόνο από τον τρόπο που ο ίδιος μιλούσε, αλλά είναι αποτέλεσμα επίπονης επεξεργασίας. Η πρόζα του δεν είναι απλή απομαγνητοφώνηση κι ας μοιάζει να έχει αποσπαστεί από τα χείλη των ηρώων. […] [Μένης Κουμανταρέας, «Ο τρίτος γύρος». Ξεχασμένη φρουρά. Τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010, 94].
ΕΡΓΑ
(2011) Το τρίτο στεφάνι, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2009) Τα ρέστα, Γαβριηλίδης. Ο τίτλος «Τα ρέστα», μοιάζει να θέλει να πιστέψουμε ότι δεν έχουμε μπροστά μας παρά «μαζέματα», υπολείμματα της συγγραφικής παραγωγής του Κώστα Ταχτσή, ή ιστορίες πρόχειρα συγκεντρωμένες κάτω από το ίδιο εξώφυλλο. Πρόκειται, βεβαίως, για παγίδα – και, όπως ανακαλύπτει γρήγορα ο αναγνώστης, δεν είναι η μόνη παγίδα που του έχει στήσει ο συγγραφέας. Τα ρέστα δεν είναι απλά ιστορίες που περίσσεψαν στο συγγραφικό εργαστήρι, όσο και αν κάποιοι χαρακτήρες (η επιβλητική γιαγιά, ο θείος, η μητέρα) και, λεπτομέρειες (οι δυο χειροβομβίδες στο μπάνιο, η δουλειά του θείου σε εφημερίδα, η σχέση μητέρας-γιαγιάς) μοιάζουν να έχουν βγει κατευθείαν από το πασίγνωστο μυθιστόρημα του συγγραφέα «Το τρίτο στεφάνι». […] «Τα ρέστα» δεν είναι όμως ούτε ακριβώς αυτοβιογραφία, αν και παίζουν οργανικά και με αυτή την ιδέα. […] Συναρτώντας το βιβλίο όχι μόνο από ήδη δημοσιευμένα διηγήματα, αλλά και από αρκετά μέχρι τότε αδημοσίευτα, ο Ταχτσής ακολούθησε με τρόπο ευρηματικό το μοντέλο του κύκλου διηγημάτων – αυτό που ο ίδιος αργότερα θα ονόμαζε «μυθιστόρημα αλυσίδα». [από το επίμετρο του Δημήτρη Παπανικολάου]
(2009) Το τρίτο στεφάνι, Γαβριηλίδης
(2002) Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο, Εκδόσεις Καστανιώτη. Ο Κώστας ο Ταχτσής χαρακτηρίζεται, πέρα βέβαια από τα λογοτεχνικά του προσόντα, που τα συνάγουμε από τη μελέτη των βιβλίων του, από μεγάλη εξυπνάδα. Είναι πανθομολογουμένως ένας εύστροφος άνθρωπος, τολμηρός, με ιδιαίτερη παρρησία. Όταν βλέπει το στραβό, αυτό με το οποίο δεν συμφωνεί, το λέει κατάμουτρα κι ας γίνει ό,τι θέλει. Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα για την παρρησία του. Αλλά θα ήθελα κάπως ιστορικότερα να μιλήσω για το πρόσωπό του. Με τον Ταχτσή έχουμε πολλά κοινά σημεία. Είχαμε, προτού γνωριστούμε, πολλά κοινά σημεία. Πρώτα πρώτα είμαστε γεννημένοι και οι δυο στη Θεσσαλονίκη, τον ίδιο χρόνο. Το 1927. Ο Ταχτσής είναι λίγο μεγαλύτερός μου. Αυτό μου το έχει πει, αλλά το έχω κιόλας σημειωμένο. Το σημείωσα σε μια ευκαιρία που δόθηκε. Δηλαδή προ ετών, προ δώδεκα συγκεκριμένα ετών, ο Ταχτσής μου έστειλε ένα γράμμα στη Θεσσαλονίκη και μου έλεγε: » Βγάλε μου, σε παρακαλώ, ένα πιστοποιητικό από το ληξιαρχείο, γιατί το θέλω». Έτρεξα εγώ, έβγαλα το πιστοποιητικό, αλλά όταν είδα την τόσο κοντινή ηλικία μας, σημείωσα τα στοιχεία σ’ ένα τετράδιο το οποίο ακόμα χρησιμοποιώ. Σ’ ένα τετράδιο όπου έχω τηλέφωνα και διευθύνσεις φίλων, γνωστών κ.λπ. [Γιώργος Ιωάννου].
(2002) Το τρίτο στεφάνι από τη μεριά της Νίνας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1996) Τετράδιον εκθέσεων Κωνστ. Γρηγ. Ταχτσή, Εκδόσεις Πατάκη
(1995) Η γιαγιά μου η Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη. Συλλογή δεκατεσσάρων κειμένων. Κείμενα αυτοβιογραφικά, κριτικά, αυτοκριτικά, σχολιαστικά, που αναφέρονται σε πρόσωπα και πράγματα της νεοελληνικής πνευματικής και κοινωνικής ζωής στην περίοδο 1960-1980.
(1994) Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής;, Εκδόσεις Πατάκη
(1992) Από τη χαμηλή σκοπιά, Εξάντας
(1989) Το φοβερό βήμα, Εξάντας. Όταν μέναν μόνοι τους άφηναν να φανούν και τα δικά τους τα αισθήματα, κοιτάζανε με περιφρόνηση, σχεδόν με μίσος προς το μέρος που ‘χε φύγει η κοπέλα, κούναγαν το κεφάλι τους σα να θρηνούσαν την κατάντια τους, έδιναν μπάτσες στο πεσμένο πέος τους σα να ‘ταν κάτι ανεξάρτητο απ’ αυτούς, υπεύθυνο για την κατρακύλα τους… Όλ’ αυτά, καταλαβαίνεις, άρχισαν να με βάζουν σε σκέψεις. Πρώτα-πρώτα, όλοι αυτοί οι ημίθεοι, που ως τότε έβλεπα με δέος και θεωρούσα απρόσιτους, ήταν εξίσου ευάλωτοι, κι ίσως ακόμα πιο χαζοί, κι απ’ τους άλλους. Πιο πολύ καβαλούσαν την ιδέα της γυναίκας παρά την ίδια τη γυναίκα, αν δηλαδή συνέτρεχαν ορισμένοι όροι, αν, λόγου χάρη, νόμιζαν ότι πήγαιναν με γυναίκα, και δεν υπήρχε φως μέσα στο δωμάτιο, θα μπορούσες να τους πιάσεις αυτό το περήφανο αλλά θεόστραβο κομμάτι σάρκας που ‘χανε στα σκέλια τους και να το βάλεις σ’ οποιαδήποτε ζεστή, γλοιώδη τρύπα – τα υπόλοιπα ήταν θέμα υποβολής. […]
(1988) Τα ρέστα, Εξάντας
(1987) Το τρίτο στεφάνι, Εξάντας
(1986) Καφενείο το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα, Ερμής
(1985) The Third Wedding Wreath, Ερμής
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
(2011) Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Πατάκη
(2011) Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Πατάκη
No comments:
Post a Comment