Monday, November 15, 2010

Ο Αράπης του Πικρού


  • Τουμπεκί
  • εισαγωγή-επιμέλεια: Χριστίνα Ντουνιά
  • εκδόσεις Αγρα, σ. 440, ευρώ 21,10
Το αστικό μυθιστόρημα του υπόκοσμου θεωρήθηκε ανέκαθεν υποδεέστερο, τουλάχιστον λογοτεχνικά. Τα πρώτα μυθιστορήματα αυτού του είδους, με την προσωνυμία απόκρυφα, εντάχτηκαν συλλήβδην στα λαϊκά αναγνώσματα. Ετσι, αποκαθαρμένος, ο όρος αστικό μυθιστόρημα προσδιορίζει μάλλον τα μυθιστορήματα της αστικής τάξης παρά τα έχοντα θέμα διαδραματιζόμενο στο άστυ. Το αστικής παραβατικότητας μυθιστόρημα κάνει σταδιακά την εμφάνισή του, όταν «οι βασιλείς των ορέων» κατεβαίνουν και εγκλιματίζονται στο κλεινόν άστυ. Μία τεσσαρακονταετία χωρίζει τον «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά από τους «Αθλίους των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ο εισηγητής αυτού του λογοτεχνικού είδους. Προηγείται το μίνι μυθιστόρημα «Η μάγκα του Ωρολογίου», του Νικόλαου Β. Βωτυρά, που μένει, ακόμη και γραμματολογικά, μία αφανής περίπτωση. Το πέρασμα από τις φυλακές του Μεντρεσέ των Αθηνών, όπου διατρίβουν μοσχόμαγκες και κουτσαβάκηδες, στις φυλακές Συγγρού των εγκληματιών και των πρώτων πολιτικών κρατούμενων και από τα «καλά σπίτια» στη Γούβα του Βάβουλα, όπου εκτυλίσσεται το δράμα της Μαριώρας, της τηνιακιάς ηρωίδας του Κονδυλάκη, στα αθηναϊκά «σπίτια» του κέντρου γίνεται με το «Τουμπεκί», που διεκδικεί μια μοναδική θέση στο μυθιστόρημα του άστεως. Επίσης, μοναδική θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα του Μεσοπολέμου διεκδικεί και ο συγγραφέας του, Πέτρος Πικρός. Κωνσταντινουπολίτης, μεγαλωμένος στη Γενεύη, σπουδασμένος στο Παρίσι, κατατάσσεται στο πιο ριζοσπαστικό τμήμα της κομμουνιστικής Αριστεράς και -γιατί όχι- στο πιο ριζοσπαστικό και ενδιαφέρον κεφάλαιο της ρεαλιστικής πεζογραφίας.

Το «Τουμπεκί» θα μπορούσε να έχει ως υπότιτλο «σκηνές από τη ζωή ενός εγκληματία». Κι αυτό, λόγω της θεατρόμορφης εντύπωσης που δημιουργούν οι εκτενείς διάλογοι, αλλά και της αφηγηματικής ασυνέχειας από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, η οποία, ωστόσο, δεν διαταράσσει τη χρονική αλληλουχία των συμβάντων. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια, όπου, στα εννέα, πρωταγωνιστεί ο Αράπης, ένας σκληρός και βίαιος άντρας. Ως προς τα γνωρίσματα θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους πλέον καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες του ελληνικού υπόκοσμου. Στη σημερινή, μάλιστα, συγκυρία, που η βία, ως θέμα μυθιστορήματος, δελεάζει όλο και περισσότερους συγγραφείς, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οσο για τις περιγραφές φόνων και λοιπών εγκληματικών πράξεων, δίνονται με τόσες εξονυχιστικές λεπτομέρειες, που, μπροστά τους, ωχριούν οι αντίστοιχες προσπάθειες της τρεχούσης μυθιστοριογραφίας. Τεχνίτης στη δουλειά του ο Αράπης, αναπτύσσει το σκεπτικό του παλιού μάστορα. Αφενός, τον σεβασμό στην παράδοση της τέχνης του, που περνάει από το αφεντικό στον παραγιό, και αφετέρου, το δέος μπροστά στην τεχνολογική πρόοδο, που καθιστά παρωχημένα τα δικά του τεχνικά μέσα. Οπως τον κάθε καλό τεχνίτη, έτσι κι αυτόν, τον παρηγορεί μόνον η σκέψη πως τα έργα της μηχανής δεν συγκρίνονται μ' εκείνα που δουλεύονται στο χέρι.

Πυρήνας του μυθιστορήματος είναι η διάρρηξη πλούσιας κατοικίας του Κολωνακίου, που καταλήγει σε ληστεία μετά δύο φόνων. Απρόβλεπτες συγκυρίες εξωθούν στο τελευταίο, αλλά και γιατί ο συνήθως τόσο προνοητικός μάστορας έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του, καθώς αναμετριέται νοερά με τους γραμματισμένους, που ανοίγουν νέους ορίζοντες στο επάγγελμα. Γι' αυτό και βάζει στην επιχείρηση έναν αμούστακο φοιτητή. Λάθος, για το οποίο δεν θα πληρώσει, αφού το μυθιστόρημα θέλει τις ανακριτικές αρχές θεόστραβες, να εκπροσωπούνται από έναν «κορδωμένο» ανακριτή, εξ Εσπερίας ερχόμενο. Ωστόσο, θα συλληφθεί, αφού η κατεξοχήν επικράτεια, που ζητά να περιγράψει το μυθιστόρημα, είναι αυτή της φυλακής. Μόνο που η σύλληψή του θα γίνει για άλλο έγκλημα από εκείνο που διέπραξε, οπότε και είναι σίγουρο ότι, τελικά, θα αθωωθεί, καθώς η Δικαιοσύνη είναι πολλαπλώς χειραγωγούμενη. Το μυθιστόρημα, πάντως, καταλήγει με τον Αράπη στη φυλακή. Δυστυχή, όχι γιατί βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα, αλλά γιατί διαβάζει στις εφημερίδες για τη βιομηχανική επέλαση. Επωδός του μυθιστορήματος είναι ο καημός του μάστορα, που αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πια να είναι ο πρώτος και ο καλύτερος.

Αυτή είναι μία πλευρά της ελληνικής κοινωνίας την επομένη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που επιχειρεί να σκιαγραφήσει το μυθιστόρημα. Μια άλλη, είναι η παρουσίαση της εξουσίας ως μιας πυραμίδας, που στοχεύει σ' ένα και μοναδικό σημείο, το χρήμα. Η πρωτοτυπία βρίσκεται στο ότι, αντί να δείξει κεφαλαιοκράτες και προλετάριους, προβάλλει το αντεστραμμένο, αλλά πιστό είδωλό τους στη διαστρωμάτωση του υπόκοσμου. Οταν ο εγκληματίας αντιλαμβάνεται την ηθική μόνον ως επαγγελματική ηθική, δεν απέχει και πολύ από τον οιονδήποτε επιχειρηματία, που θεωρεί ηθικό καθετί που δεν απαγορεύει ο νόμος. Αυτήν την επίκαιρη, ιδίως σήμερα, κοινωνική σύλληψη την αποδυναμώνει κάπως ο συγγραφέας με τις αφηγηματικές του παρεμβάσεις, πιθανώς επειδή ανησυχεί, μήπως η εικόνα δεν γίνει αρκούντως αντιληπτή.

Σε πρώτο πλάνο, στις αντιστοιχίες ανάμεσα στους δύο κόσμους, μπαίνει η γυναίκα. Εκτός από τη φυλακή, ο άλλος σκηνογραφικός χώρος είναι το σπίτι του Αράπη. Πρόκειται για έναν οίκο ανοχής, τον οποίο «κουμαντάρει» η γυναίκα του. Ενα «καλό σπίτι», με τα όλα του: τον αγιασμό, τα εικονίσματα, τα κορίτσια να δουλεύουν και το μερτικό του σπιτιού από κάθε δουλειά του αφεντικού, όπως, αντίστοιχα, ο κάθε καλός νοικοκύρης κόβει κομμάτι της βασιλόπιττας για το σπίτι.

«Μάστορας, άντρας και παλικάρι» ο Αράπης, κι αυτό, όπως επαίρεται, γιατί μαθήτευσε δίπλα σε μεγάλους δασκάλους του υπόκοσμου της Κωνσταντινούπολης. Καθώς ανακαλεί τα ανατριχιαστικά ανδραγαθήματά του, που μπορούν να καταταχθούν στις καλύτερες σελίδες των «απόκρυφων» αναγνωσμάτων, δίνει μια μοναδική εικόνα της πορνείας στις πόλεις της Ανατολής. Οι πάσης φύσεως προύχοντες που πλήρωναν όσο όσο για τον «ανθό» των κοριτσιών, αλλά και το «σφάξιμό» τους κατά τη στιγμή της κορύφωσης της πράξης, ανακαλούν «τους έρωτες ενός οσποδάρου» του Απολλιναίρ. Οπως κι αν το χαρακτηρίσουμε, κτηνώδες ή διαστροφή, πάντως κάπου γειτνιάζει με την ηδονή, που μπορεί να προσφέρουν σήμερα οι ταινίες σναφ. Τη διαφορά την κάνουν μόνον «οι νέοι ορίζοντες της τεχνολογίας», όπως θα έλεγε και ο Αράπης. Αντιθέτως, τα έργα των γυναικών, όπως εκτρώσεις και θανατώσεις νεογνών, που δεν υστερούν σε εγκληματικότητα, υπακούουν στον έτερο πόλο του περιγραφόμενου κόσμου, στη λογική του χρήματος.

Το «Τουμπεκί» συνιστά μαρτυρία, εκτός όλων των άλλων, για τα ήθη, τις νοοτροπίες και τις πρακτικές μιας εποχής. Το παράδοξο είναι ότι αυτή η μαρτυρία δεν έχει μόνον ιστορική αξία. Τρόφιμος των φυλακών ο συγγραφέας ως πολιτικός κρατούμενος, αλλά και δημοσιογράφος επιδιδόμενος από τους πρώτους στο κοινωνικό ρεπορτάζ, κατορθώνει να δώσει μια εκ των ένδον εικόνα του υπόκοσμου. Απαράμιλλη ως λογοτεχνική καταγραφή αλλά και ενδιαφέρουσα, όσον αφορά τα πραγματολογικά στοιχεία, αφού, στις οκτώ δεκαετίες που μας χωρίζουν από την πρώτη έκδοση του 1927, πολλές καταστάσεις μένουν αναλλοίωτες ή κάπως μεταλλαγμένες. Πρόκειται, βεβαίως, για άλλες εποχές, αλλά αρκετές παρατηρήσεις εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Παράδειγμα, το πόσο βοηθούν τα παχυλά δημοσιογραφικά ρεπορτάζ τους υπόδικους εγκληματίες να προετοιμάσουν καλύτερα τη νομική τους άμυνα κατά τη διεξαγωγή της δίκης.

Ταυτόχρονα, «Το Τουμπεκί», με τους ήρωες να μιλούν τη δική τους γλώσσα, δίνει μια σπάνια μαρτυρία για τη γλώσσα και τον μετωνυμικό πλούτο της, καθώς οι σημασίες των λέξεων μετακυλούν από εύσημες σε κακόσημες και τούμπαλιν. Τέλος, όσον αφορά τη φιλολογική επιμέλεια, παρατηρούμε: 1) Παραλείπεται το μότο του μυθιστορήματος, «δεν υπάρχει καλύτερος δάσκαλος από τη ζωή», που στάθηκε βασικός κανόνας τόσο για τον Πικρό όσο και για τον ήρωά του, τον Αράπη. 2) Στην αρχική έκδοση ορισμένες λέξεις τυπώνονται με μαύρα στοιχεία, καθώς ο συγγραφέας επιζητεί να τονίσει περαιτέρω τον προφορικό λόγο. Αντιθέτως, οι λέξεις στο γλωσσάρι δεν σημειώνονται μέσα στο κείμενο με ξεχωριστά στοιχεία. Στην πρόσφατη έκδοση τυπώνονται με πλάγιους χαρακτήρες τόσο οι επισημασμένες από τον συγγραφέα λέξεις όσο και οι λέξεις στο επαυξημένο γλωσσάρι, δεδομένου ότι η επιμελήτρια κάνει προσθήκες προς διευκόλυνση του σημερινού αναγνώστη. 3) Πιστεύουμε ότι το μυθιστόρημα για να λειτουργήσει και ως μαρτυρία εποχής, θα χρειαζόταν κάποιες υποσελίδιες σημειώσεις. Αντ' αυτών, την καινούρια έκδοση συμπληρώνουν εισαγωγή και επίμετρο με ανθολόγιο κριτικών και βιο-εργογραφικά του συγγραφέα.

Πολλά ακόμη θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε. Περιοριζόμαστε μόνο στην παρατήρηση ότι η επιμελήτρια φαίνεται να έχει άλυτο πρόβλημα με τα ονόματα και τα ψευδώνυμα. Οπως είχαμε γράψει στην παρουσίαση των δύο πρώτων τόμων των Απάντων Πικρού («Βιβλιοθήκη» «Ελευθεροτυπίας», 10.7.2009), η επιμελήτρια, σε κάθε καινούριο βιβλίο της για τον Πικρό, αλλάζει το πραγματικό του όνομα: Γουναρόπουλος, Γιανναρόπουλος, Γενναρόπουλος. Αρνούμενη πεισματικά να καταλήξει στο Γεναρόπουλος, με το οποίο έχει καταχωριστεί σε εγκυκλοπαίδειες και γραμματολογίες. Ενα δεύτερο παράδειγμα επ' αυτού δίνει η εκτενέστερη από τις αναδημοσιευόμενες κριτικές, που φέρει υπογραφή Γ. ΒΟΥΓΑΣ. Η επιμελήτρια εικάζει ότι πρόκειται για αταύτιστο ψευδώνυμο, όπως και όσοι άλλοι έχουν ασχοληθεί. Είναι, πράγματι, απορίας άξιο πώς και διέλαθε η πραγματική ταυτότητα του κριτικού, όταν πρόκειται για τον «κολοσσό» Γιώργο Κατσίμπαλη. Για περαιτέρω διευκρινίσεις θα επανέλθουμε αλλού. *

No comments: