Monday, November 22, 2010

Με τη μοναδική πένα του Στυλιανού Αλεξίου

  • Στυλιανός Αλεξίου
  • Ελληνική Λογοτεχνία. Από τον Ομηρο στον 20ό αιώνα
  • εκδόσεις Στιγμή, σ. 560
Μία πολυεδρική μελέτη απόσταγμα σοφίας, πολύπλευρης γνώσης σε διαφορετικά πεδία και γνωστικά αντικείμενα, βαρύνουσα κατάθεση στη συλλογική αυτογνωσία, που αναδεικνύει το καίριο, το διαχρονικό και το ουσιώδες, απορρίπτοντας τις τεχνικές φιλολογικής εξειδίκευσης που συνήθως μπαίνουν στις λεπτομέρειες και χάνουν ή υποβαθμίζουν το πρωτεύον, είναι το βιβλίο-σταθμός στη μελέτη του ελληνικού πολιτισμού Ελληνική λογοτεχνία από τον Ομηρο στον 2οό αιώνα του Στυλιανού Αλεξίου, εκδόσεις Στιγμή.

Ο συγγραφέας εκτός από τα λογοτεχνικά κείμενα, τουλάχιστον για την αρχαιοελληνική περίοδο και τη βυζαντινή, αναλύει επιτυχώς ακόμα και τα φιλοσοφικά κείμενα, πραγματοποιώντας σημαντικότατες επισημάνσεις, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του ειδικού της λογοτεχνίας.

Ο μελετητής ξεκαθαρίζει εξαρχής πως η μέθοδος εργασίας του είναι τι λένε τα ίδια τα έργα των συγγραφέων και όχι «οι θεωρίες ανάλυσης και λογοτεχνικής κριτικής, που έρχονται και παρέρχονται στην εποχή μας, όπως οι μόδες, και κρατήθηκαν μακριά από την οπτική της παρούσης μελέτης».

Ο τόμος «αφιερώνεται στη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη, που γνώρισε και εκτίμησε την ελληνική λογοτεχνία τριάντα αιώνων στο σύνολό της».

Ταυτόχρονα, με άξονα τη διαχρονική χρήση της ελληνικής γλώσσας στον γραπτό και προφορικό λόγο από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως σήμερα, η οποία αποτελεί το πολυεπίπεδο και συνθετικό ζωντανό πνευματικό σώμα ενός λαού, ο Στυλιανός Αλεξίου λύνει σοφά το σχήμα «συνέχειας» ή «ασυνέχειας», αφού πέρα από οποιοδήποτε ιδεολόγημα υπάρχει ένα κορυφαίο κριτήριο αποτίμησης της λογοτεχνικής και ευρύτερης πνευματικής δημιουργίας του ελληνικού λαού.

Πολύ περισσότερο μάλιστα, όπως τονίζει ο ίδιος χαρακτηριστικά, που, «αντίθετα από τις λατινογενείς γλώσσες, τα νέα ελληνικά διατήρησαν την ίδια κλίση των ονομάτων και των ρημάτων, τη μονολεκτική μέση και παθητική φωνή, τα τρία γένη, και χιλιάδες αρχαίες λέξεις και τύπους, κυρίως της κοινής των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η προφορά άλλαξε , αλλά όσοι κάνουν λόγο για "νεοελληνική προφορά", αγνοούν ότι μ' αυτή διάβαζαν και μ' αυτή δίδαξαν στη Δύση τα αρχαία ελληνικά οι Βυζαντινοί».

Στο ακρογωνιαίο θεμέλιο της γλώσσας ο Στυλιανός Αλεξίου προσθέτει τη συνέχεια της παιδείας , όντας βαθύς γνώστης ο ίδιος το βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού, επισημαίνει στον Πρόλογο και επιχειρηματολογεί, μέσω της ανάλυσης των έργων αργότερα, πως «επί χίλια χρόνια διατηρήθηκε, αποκλειστικά στον ελληνικό και βυζαντινό χώρο, ο πλούτος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, με αγάπη και μόχθο».

Αντιτιθέμενος στην «αμφισβήτηση της ελληνικής συνέχειας» με το γνωστό επιχείρημα πως το Βυζάντιο δήθεν ήταν κράτος ισοτίμως πολυεθνικό, και ότι ο όρος Ρωμαίοι εδήλωνε όλους τους ορθοδόξους λαούς της Βαλκανικής , ο μελετητής θεωρεί πως οφείλεται στην άγνοια του γεγονότος «ότι όχι μόνον οι δυτικοί λαοί, αλλά και οι Βούλγαροι του Μεσαίωνα ονόμαζαν Γραικούς τους Βυζαντινούς (ΓΡΕΚ)».

Μάλιστα πραγματοποιεί μία καίρια επισήμανση για τα σημερινά τεκταινόμενα στον πνευματικό χώρο και στα εκφραζόμενα ρεύματα σκέψης που κυριαρχούν στην «ασυνέχεια» και στο μεταμοντέρνο, πως «όσοι μιλούν για μεγάλες τομές στην Ιστορία της Ελλάδας στο παρελθόν, δεν αντιλαμβάνονται ότι η μεγάλη τομή γίνεται σήμερα».

Ως προς τον τρόπο παρουσίασης της τεράστιας παραγωγής λόγου τριάντα χρόνων της ελληνικής δημιουργίας με κριτήριο τη λιτότητα, τη συντομία και την κριτική σύνθεση, αναφέρεται μόνο στους κορυφαίους δημιουργούς και στα αντιπροσωπευτικά έργα, ενώ οι συγγραφείς εξετάζονται ως πρόσωπα σχετιζόμενα με το ιστορικό και κοινωνικό τους περιβάλλον.

Εκπλήσσει η κριτική άποψη με ουσιαστικά επιχειρήματα που επιχειρεί ο Στυλιανός Αλεξίου πάνω σε κείμενα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά της αρχαιότητας, δημιουργώντας ένα υπόδειγμα προσέγγισης μακριά από στειρότητες φιλολογικών, τεχνικών στοιχείων που υποβαθμίζουν το αξιακό υπόβαθρο και την πραγματική ομορφιά των έργων.

Ο ίδιος θεωρεί ότι στην ελληνιστική περίοδο στους χριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους δημιουργήθηκαν «αξιόλογα έργα, συχνά υποτιμημένα στο παρελθόν».

Ειδικώς για το Βυζάντιο εκτιμά πως η κύρια δημιουργία, που είναι η ηρωική ποίηση και έχει χρονολογηθεί από τον Η.G. Beck στη μέση βυζαντινή περίοδο, ο Διγενής Ακρίτας, ο Αρμούρης, ο Ανδρόνικος κ.λ.π. «έχουν εκτιμηθεί κυρίως από νεοελληνιστές, Ελληνες και ξένους, δυστυχώς όχι ακόμη από ειδικούς της "λογίας" βυζαντινής γραμματείας».

Για τις μεταβατικές περιόδους από τη μια εποχή στην άλλη, ιδιαίτερα όμως για την αμφισβήτηση της πολύπλευρης πολιτιστικής προσφοράς του Βυζαντίου καθώς και την αμφισβήτηση της σχέσης μεταξύ του Βυζαντίου με την αρχαία και νεότερη Ελλάδα με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, που αντλεί από την πλούσια και κατασταλαγμένη γνώση του, την κριτική και συνθετική του ικανότητα, επικεντρωμένος πάντα στα κείμενα, αποδεικνύει τη βαθύτερη και πολυδιάστατη σχέση αυτής της περιόδου, σε συνάρτηση μάλιστα με τη δημιουργία της Δύσης, όταν η τελευταία αναδύεται ως πνευματική οντότητα.
Εξαιρετική είναι η παρουσίαση των έργων της Κρητικής Λογοτεχνίας του 16ου και 17ου αιώνων, αφού υπήρξε από τους πρωτοπόρους μελετητές διεθνώς, ανοίγοντας δρόμο σε νεότερους φιλολόγους, αναφέροντας πως ο Ερωτόκριτος και το Κρητικό Θέατρο «έχουν διεθνώς αναγνωρισθεί ως μεγάλες δημιουργίες, και έχουν πάρει ισάξια τη θέση τους δίπλα στις άλλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες της Αναγέννησης, του Μανιερισμού και του Barock».

Πολυσήμαντη είναι και η παρουσίαση, μέσα στο πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής, της Κυπριακής Λογοτεχνίας ως τμήματος της συνολικότερης λογοτεχνικής δημιουργίας του Ελληνισμού, καθώς επίσης και του δημοτικού τραγουδιού.

Φτάνοντας στη νεότερη λογοτεχνική παραγωγή προβάλλει ως κορυφαίο ποιητή τον Διονύσιο Σολωμό -άλλωστε η μελέτη του Αλεξίου για το έργο του συγκεκριμένου ποιητή είναι μνημειακή- τονίζοντας εμφαντικά ότι «ο Σολωμός θεωρείται σήμερα μία από τις κορυφαίες μορφές του 19ου αιώνα, ποιητής ιδεών, αλλά και πρόδρομος του "πεζού ποιήματος" και εν μέρει της "καθαρής ποίησης"».

Στο ίδιο ύψος τοποθετεί τον Κωνσταντίνο Καβάφη «με την απλή και βαθιά φιλοσοφία της καθημερινής ζωής και της ελληνικής ιστορίας· έχει τοποθετηθεί σήμερα πλάι στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, τον Rilke, τον Valery, τον Eliot».

Στους μεγάλους ποιητές συμπεριλαμβάνει τον Κάλβο, το Σικελιανό, τον Παλαμά, τον Καρυωτάκη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, ενώ στους πεζογράφους εκτός από τον Μακρυγιάννη, αποκαθιστά ως μεγάλους δημιουργούς τον πολύπλευρο και προφητικό Καζαντζάκη (και ως ποιητή), τον Παπαδιαμάντη, τους οποίους είχε υποβαθμίσει ο Δημαράς, αναφέρεται στην αξία του Βιζυηνού, του Κονδυλάκη και του Πρεβελάκη.

Προβάλλει τον πρωτοπόρο Δημοσθένη Βουτυρά: «ο σημαντικότερος, πλάι στον Παπαδιαμάντη, διηγηματογράφος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα», επίσης υποβαθμισμένο κυρίως από τον Δημαρά αλλά και κριτικούς της γενιάς του.

Ο Αλεξίου, στο τέλος, πραγματοποιεί αποτίμηση της πολιτισμικής προσφοράς της Ελλάδας σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμώντας πως «η νεότερη Ελλάδα, σε προφανή επαφή με το παρελθόν και προς τα ρεύματα της δυτικής Ευρώπης, συνέβαλε, με τους ποιητές και τους συγγραφείς της, κυρίως με τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη, στην παγκόσμια λογοτεχνία και σκέψη. Το ίδιο ισχύει για τη μουσική: η Μαρία Κάλας, όπως γενικά αναγνωρίζεται, ανανέωσε τους εκφραστικούς τρόπους της ιταλικής όπερας. Ο Σκαλκώτας απέκτησε επίσης διεθνή φήμη, ενώ, σωστότερα ίσως, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και άλλοι επέλεξαν να μείνουν περισσότερο κοντά στον τόπο και στον λαό τους, και ανέβασαν ψηλά το τραγούδι». Αποτιμά ακόμα τη μεγάλη προσφορά στον κινηματογράφο διεθνώς του Αγγελόπουλου, του Γαβρά και του Κακογιάννη, καταλήγοντας πως «αν κάποτε ξεπεραστεί η πολιτική κακοδαιμονία, το μέλλον θα είναι και από πνευματική άποψη καλύτερο».

Για την Ελλάδα ο Αλεξίου με τόλμη και πόνο ασκεί και πολιτική κριτική. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην ποίηση του Ρίτσου και στη στράτευσή του στην Αριστερά σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, τονίζει με διεισδυτικότητα πολιτικού και πνευματικού αναλυτή: «Η Αριστερά, παγιδευμένη από τη βρετανική πολιτική, παρασύρθηκε στην ένοπλη σύγκρουση, με αποτέλεσμα την παλινόρθωση του βασιλικού πολιτεύματος, της καθαρεύουσας στην εκπαίδευση και κάθε είδους σκοταδισμού στην κοινωνική ζωή . Περιέργως, από κορυφαίο ηγέτη της Αριστεράς ελέχθη το "Ευτυχώς ηττηθήκαμε"» (!) -αναφέρεται στον Λεωνίδα Κύρκο- και συνεχίζει: «Ωστόσο σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι στην πραγματικότητα δεν θα ήταν δυστύχημα για την Ελλάδα αν περνούσε ένα διάστημα χωρίς προεκλογικές "νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων", εμπρησμούς δασών, ψηφοθηρία, χαριστικούς διορισμούς υπεράριθμων υπαλλήλων, "έργα" τύπου Αχελώου, τεράστια δάνεια από το εξωτερικό, διάλυση των πανεπιστημίων και των σχολείων, ερήμωση των χωριών, ληστείες, βόμβες και ιδιωτικά κανάλια τηλεόρασης. Πιθανώς η Αριστερά θα είχε χειρισθεί καλύτερα τα θέματα της Κύπρου και των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αυτά δικαιώνουν ακόμη και σήμερα τις πολιτικές επιλογές του Ρίτσου και άλλων συγγραφέων της Αριστεράς». *

No comments: