Sunday, November 14, 2010

Τα φαντάσματα του Ζαχαριάδη και η πολιτικότητα της μεταμυθοπλασίας

  • Η ΑΥΓΗ: 14/11/2010



  • ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
    • ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ, Πορφυρά γέλια, μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 248
    Ένας ανυποψίαστος αναγνώστης, ανοίγοντας το βιβλίο του Φάις, μάλλον θα εκπλαγεί: ξεκινά με ένα θεατρικό έργο, το οποίο φθάνει μέχρι τη μέση του βιβλίου, όπου εγκιβωτίζεται μία «πραγματολογική» φωτογραφία του βασικού μυθιστορηματικού ήρωα, του Νίκου Ζαχαριάδη, ενώ το υπόλοιπο μισό συνίσταται από τέσσερις παράλληλες αφηγήσεις, «προσώπων» μάλιστα του θεατρικού έργου, ενώ οι δύο εξ αυτών των αφηγήσεων εκφέρονται από το ίδιο αφηγηματικό πρόσωπο. Δομή αντισυμβατική για μυθιστόρημα, αλλά ακριβώς έτσι φτιάχνεται μια ανοιχτή «εξήγηση», ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Γιατί το μυθιστόρημα του Φάις, ήδη από την πρώτη του σελίδα, θέτει στον αναγνώστη το μεγάλο ερώτημα, το βασικότερο σε κάθε τέχνη: σε ποια γλώσσα, δηλαδή σε ποια μορφή θα μιλήσει το θέμα του; Το «θέμα» του βέβαια είναι ερεθιστικό, και ο ήρωας, αρνητικός ήρωας αν προτιμάτε, διάσημος: ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο «αρχηγός» του ΚΚΕ. Μάλιστα το πραγματολογικό υλικό που συγκέντρωσε ο συγγραφέας περιέχει πλείστα όσα στοιχεία και λεπτομέρειες, ενώ το αφηγηματικό υλικό του θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μια ευθύγραμμη, τυπική μυθιστορηματική αφήγηση (με τα αναμενόμενα φλας-μπακ και τις απαραίτητες παρεκκλίσεις και ανατροπές...), με κεντρικό ήρωα ένα πρόσωπο που συνοψίζει μια ολόκληρη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας, ενώ «έτοιμοι» ήταν και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, καθώς και μια ενδιαφέρουσα πλοκή, όπως επίσης έτοιμα ήσαν και τα λαμπερά στιγμιότυπα, που θα διάνθιζαν τη ροή της αφήγησης με απαράμιλλη χάρη, ενώ οι στοχαστικές ατάκες, αν τοποθετούντο «σοφά», δηλαδή στην κατάλληλη απόσταση από τα σημεία της δραματικής έντασης, θα πρόσθεταν και την απαραίτητη αίσθηση «βάθους». Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο, παρά μόνο μια τεχνική, μάλλον ένας μηχανισμός ευφυών υπεκφυγών, για να διεξέλθει τα πάντα ακανθώδη πολιτικά σημεία, όπου δημιουργούνται οι εντυπώσεις, τόσο κρίσιμες για ένα τέτοιο θέμα, αφού η «θέση» που παίρνει τελικά ο συγγραφέας αποτελεί ένα από τα κριτήρια του αναγνώστη και εν πολλοίς καθορίζει την εμπορική τύχη του βιβλίου. Με λίγα λόγια, ο Φάις είχε στα χέρια του ένα υλικό, φυσικά και τη συγγραφική δυνατότητα, να γράφει ένα μπεστ σέλερ, σαν τα δυο τρία που κάθε χρονιά επιτυγχάνουν εξαψήφια νούμερα πωλήσεων, και μάλιστα όχι αισθηματικό ή έστω ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά ευθέως «πολιτικό». Μια δυνατότητα που μπορούσε να την κάνει πράξη χωρίς να «εκτεθεί»∙ απλώς θα έπρεπε να ακολουθήσει την πεπατημένη, όπως σχεδόν όλοι γύρω του. Και αν το έκανε, ο αριθμός των ανθρώπων που θα πικραίνοντο, που θα ένιωθαν «αισθητικά» προδομένοι, σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία του Φάις που διάβασαν, θα ήταν σίγουρα διψήφιος...

    Όχι, δεν πρόκειται για ένα βιβλίο στριφνό ή δυσνόητο, που καταλήγει έρμαιο κάποιων αδιάφορων, για τον αναγνώστη, πειραματισμών του συγγραφέα. Απλώς, σεβόμενο την τέχνη στην οποία εγγράφεται, σεβόμενο επιπλέον το θέμα του, αλλά σεβόμενο και τον αναγνώστη του, κοπιάζει να βρει μια μορφή που, π.χ., να αντιστοιχεί στο χρόνο που μεσολάβησε από την εποχή του Ζαχαριάδη, δηλαδή μια μορφή που να συνυπολογίζει και να διαχειρίζεται τον ιστορικό, αλλά και τον «αισθητικό χρόνο» που μεσολάβησε. Γιατί η εποχή του Ζαχαριάδη είναι πια τόσο μακρινή, που καμιά «ρεαλιστική» ή «ιστορική» λογοτεχνική αφήγηση δεν μπορεί να μας την «μεταφέρει», με τους γνωστούς τρόπους. Γιατί μετά το 1989 δεν άλλαξε η πολιτική γεωγραφία και τα λογοτεχνικά γούστα, αλλά ο ρυθμός του κόσμου. Σε αυτό το ρυθμό ζούμε, έστω και αν, από «μαχμουρλίκι και συνήθεια», βολευόμαστε σε μπαγιάτικες συνταγές και καλλιτεχνικά προϊόντα. Ο συγγραφέας, και κάθε καλλιτέχνης που σέβεται την τέχνη του, οφείλει να ανταποκρίνεται σε αυτό, το πρωταρχικό αίτημά της, δηλαδή στο επόμενο βήμα της. Το ανάλογο θα έπρεπε ενδεχομένως να πράττει και ο αναγνώστης, αν και αυτός δεν οφείλει τίποτα σε κανέναν, παρά μόνο, ίσως, στον εαυτό του.

    Όντας όχι μόνο ομότεχνος του Φάις αλλά και συνοδοιπόρος στο ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, θα ήταν εξ αρχής άκυρη κάθε προσπάθεια κριτικής, άρα και αξιολογικής αποτίμησης του βιβλίου εκ μέρους μου. Νομίζω όμως ότι δικαιούμαι να το «παρουσιάσω»∙ όχι φυσικά να παρουσιάσω το «θέμα» του και την πλοκή του, κατά τον γνωστό ιμπρεσσιονιστικό τρόπο, αφού η ίδια η μορφή της μεταμυθοπλασίας αποτελεί άρνηση και υπέρβαση τέτοιου είδους «παρουσιάσεων», δηλαδή άρνηση ολόκληρης αυτής της αφηγηματικής συνθήκης. Υποχρεούμαι όμως να αναφερθώ στην πολιτικότητά του. Και πάλι, όχι στη «θέση» που παίρνει ο συγγραφέας σε σχέση με την αντίσταση, τον εμφύλιο, τον Ζαχαριάδη, την αριστερά, κλπ κλπ. Αυτά αφορούν μυθιστορήματα μιας άλλης εποχής, ενός άλλου ρυθμού του κόσμου: η κορύφωση της πεζογραφίας μας με το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου έχει ήδη συμβεί, στην προηγούμενη εποχή, όπου το κιβώτιο υπήρχε, όντας για κάποιους άδειο και για κάποιους άλλους ξέχειλο, και ο συγγραφέας «δικαιούτο» να έχει την αφέλεια, ή και την πονηράδα (αφού ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπαχτίν είχαν προϋπάρξει και ο Αλεξάνδρου τους είχε συναντήσει στο δρόμο του...) να παριστάνει τον ανυποψίαστο, μοναχικό αθώο, και να κινεί τα νήματα, βέβαιος για την προνομιακή θέση του σε σχέση με την ιστορία, με την άνεση να την θεάται από την ασφαλή θέση που του παρείχε η τέχνη, κλείνοντας αδιόρατα το αριστερό ή το δεξιό ή και τα δύο μάτια στον αναγνώστη. Σήμερα, αυτή η ψευδαίσθηση του συγγραφέα για τη θέση του μέσα στον κόσμο και στα πράγματα, αν την πάρουμε στα σοβαρά, είναι απλώς γελοία.

    No comments: