Tuesday, November 30, 2010

Σε δύο συγγραφείς από την Τουρκία και την Αλβανία τα βραβεία Balkanika

Στη Σεμά Καϊγκουσούζ από την Τουρκία και στον Αλβανό συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ τα βραβεία Balkanika για το 2008 και το 2009


 

Η συγγραφέας, Σεμά Καϊγκουσούζ (γενν. 1972 Σαμψούντα, στη φωτο), από την Τουρκία και ο Αλβανός συγγραφέας, Ισμαήλ Κανταρέ, κέρδισαν τα βραβεία λογοτεχνίας «Balkanika» για το 2008 και το 2009, η απονομή των οποίων έγινε σε τελετή, στον Αυλώνα της Αλβανίας. Η Τουρκάλα συγγραφέας βραβεύθηκε για το έργο της «La chute des priers» και ο υποψήφιος για Νόμπελ Λογοτεχνίας, Αλβανός συγγραφέας έλαβε βραβείο για το έργο του «L'entravee». Οι δύο νικητές επιλέχθηκαν μεταξύ 14 διαγωνιζόμενων, που ορίστηκαν από τις κριτικές επιτροπές των χωρών, που μετέχουν στο διαγωνισμό.

Στην τελετή απονομής των βραβείων για το καλύτερο λογοτεχνικό έργο στα Βαλκάνια το 2008 και το 2009 παρέστησαν προσωπικότητες της πολιτιστικής ζωής της Αλβανίας και άλλων χωρών. Η απονομή λογοτεχνικών βραβείων διοργανώνεται από το διεθνές ίδρυμα «Balkanika», με έδρα τη Βουλγαρία, στο οποίο μετέχουν εκδότες από την Ελλάδα, την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σερβία, την Τουρκία και την ΠΓΔΜ.

Το βραβείο για το καλύτερο λογοτεχνικό έργο το 2008 απονεμήθηκε φέτος, εξαιτίας προβλημάτων.
Από την Ελλάδα, υποψήφιοι για το 2008 ήταν ο Ηλίας Μαγκλίνης για τη νουβέλα «Η Ανάκριση» (εκδ. Κέδρος, 2008) και ο Δημήτρης Νόλλας για τη νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» (εκδ. Κέδρος, 2009).

Monday, November 29, 2010

Η τεχνολογική επανάσταση του διαρκούς διαλόγου

  • ΟΙ «ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ» ΕΔΩΣΑΝ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟ 2014
Πενήντα χιλιάδες άτομα παρακολούθησαν μέσω web casting σε live χρόνο, από διάφορα σημεία του πλανήτη, τους τετραήμερους «Διαλόγους των Αθηνών», που έληξαν στην κατάμεστη αίθουσα της νέας Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση το βράδυ του Σαββάτου.
 
Κατάμεστη η αίθουσα με απορροφημένους επισήμους και με συνέδρους, ανάμεσά τους και πολλούς φοιτητές 
Κατάμεστη η αίθουσα με απορροφημένους επισήμους και με συνέδρους, ανάμεσά τους και πολλούς φοιτητές  
Το γεγονός ότι, σε εποχές δύσκολες για τη χώρα, σταρ ακαδημαϊκοί, όπως ο Ρόντρικ Μπίτον και ο Σάιμον Κρίτσλεϊ, δήλωσαν «παρών» δημιουργώντας ένα εν δυνάμει δίκτυο διανοουμένων με κέντρο την Αθήνα, ήταν μια επιτυχία των διοργανωτών. Το γεγονός ότι ο διάλογος συνεχίζεται ακόμη μέσω της e-journal του συνεδρίου, όπου υπάρχουν όλες οι εισηγήσεις αλλά και τα βίντεο των ομιλιών, είναι μια επιπλέον επιτυχία της διοργάνωσης, που ανανεώνει το ραντεβού της με το κοινό το 2014. 

«Το ταξίδι δεν τελειώνει εδώ», τόνισε στον αποχαιρετισμό του ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση Αντώνης Παπαδημητρίου, 86ος ομιλητής των «Διαλόγων των Αθηνών». Παραφράζοντας τη διαρκή Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, πρότεινε την «επανάσταση του διαρκούς διαλόγου». 

«Διάλογος σημαίνει μια θέση και μια απάντηση. Τι πετύχαμε εμείς με τους διαλόγους μας;», ρώτησε ο πρόεδρος, που παραδέχτηκε πάντως ότι παρέμεινε με «πολλά ερωτήματα αναπάντητα». Η απάντηση που έδωσε ήταν η πλέον εύγλωττη. Αριθμοί: 1.600 άτομα επισκέφθηκαν τη Στέγη έως την Παρασκευή, 10.500 επισκέπτες μπήκαν στην e-journal, 50.000 από 32 διαφορετικά ιδρύματα του κόσμου παρακολούθησαν τις εργασίες μέσω live streaming. 

«Την εναρκτήρια ημέρα στους "Διαλόγους", εκτός από την υπουργό Παιδείας, πληροφορήθηκα ότι ήταν παρόντες μόνο δύο βουλευτές. Η πρότασή μου για να αντιμετωπίσετε την κρίση είναι να κλείσετε τη Βουλή. Και να φέρετε όλους τους βουλευτές εδώ. Ισως κάτι μάθουν», πρότεινε εκ των υστέρων ο πάντα αιρετικός Σάιμον Κρίτσλεϊ, ο οποίος δεν θεωρεί το διάλογο απλή ανταλλαγή απόψεων, αλλά «κυνήγι της αλήθειας» και «αλλαγή στον τρόπο σκέψης μας». 

«Σας θέτω το ερώτημα: πόσο αλλάξατε απόψεις αυτές τις 4 ημέρες;», προκάλεσε στο Σαββατόβραδο ομιλητές και κοινό. «Μόνο αν μετακινηθήκατε στον τρόπο που σκέφτεστε, πέτυχαν οι "Διάλογοι"». 

Και όμως. Αν κάποιος αποπειραθεί ένα σχηματικό απολογισμό του τετραημέρου, νικητής δεν θα αναδειχθεί ακριβώς ο... διάλογος. Το πρόβλημα ξεκινούσε εν μέρει από τα τεράστια σε αριθμό ομιλητών πάνελ και τις κουραστικές -από τις 9 το πρωί ώς τις 9 το βράδυ, με τα διαλείμματα ασφαλώς- εργασίες των συνεδριών. 

«Ο διάλογος δεν "πέτυχε" στο κομμάτι που αφορούσε τους ομιλητές και τους συνομιλητές Διότι εμφανίστηκαν όλοι σαν ομιλητές», παραδέχτηκε η υπεύθυνη ακαδημαϊκού συντονισμού του συνεδρίου, Νίκη Τσιρώνη. «Ναι μεν προσπαθήσαμε να σπάσουμε τις συντηρητικές φόρμες, ωστόσο όντως πρέπει να βρούμε έναν πιο φρέσκο τρόπο προκειμένου να προαγάγουμε το διάλογο. Το κομμάτι όμως των ερωτήσεων δούλεψε καλά». Ανάμεσα στις επιτυχίες της διοργάνωσης, αναφέρει πρώτη την ενεργό συμμετοχή όλων των γενεών, «από 20 ετών μέχρι 80», μαζί με το «τεχνολογικό θαύμα». «Το web casting είναι μια καινοτομία στην οποία στοιχηματίσαμε, παίξαμε και τελικά κερδίσαμε», λέει η Νίκη Τσιρώνη. 

Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει και το ότι η παρθενική πολυεθνική διοργάνωση κύλησε ρολόι στο απαιτητικό πρακτικό σκέλος, παρόλο που δοκιμαζόταν για πρώτη φορά η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Το κτίριο, ενώ ακόμη υπήρχαν μάστοροι για τα τελευταία μερεμέτια, αποδείχθηκε λειτουργικότατο. Το συνέδριο ήταν το καλύτερο crash test για τα επίσημα θυρανοίξια στις 7 Δεκεμβρίου, με τη θεατρικοποιημένη πραγματικότητα που στήνει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.*

Saturday, November 27, 2010

Οι μάνες είναι ο εύκολος «στόχος»

  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

  • Πόσο μάλλον η Βιβή στα «Σακιά», το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη. «Ανατρέφει» έναν βιαστή και φονιά. Η συγγραφέας, όμως, δεν καθάρισε μαζί της χρίζοντάς την αυτουργό. «Την ακολούθησα και μέτρησα πολλούς φταίχτες», μας λέει
 Η Ιωάννα Καρυστιάνη έχει γράψει ένα μυθιστόρημα, που σου ξεσχίζει τα σωθικά. Μύθος και γλώσσα στα «Σακιά» («Καστανιώτης») συγκλίνουν, για να στερεώσουν και να υπηρετήσουν τον ήρωά της: ένα σημερινό παιδί στο χείλος του ψυχολογικού και συναισθηματικού γκρεμού, που φτάνει να βιάσει τρεις γυναίκες και να σκοτώσει μία. Απελπισμένο, ορφανό από τα οκτώ του, μεγαλώνει με το φάντασμα του αριστερού νεκρού πατέρα.
Η μάνα Βιβή, παρούσα-απούσα, τρελαίνεται με τις ενοχές της για όσα δεν μπόρεσε να προσφέρει στον μοναχογιό της. Μια σύγχρονη γυναίκα του εικοστού αιώνα -μια φιγούρα που βρίσκεται γύρω μας, δίπλα μας-, προτού ακυρώσει τη ζωή του γιου της Λίνου, είχε ακυρώσει τη δική της αντί «πινακίου» γάμου: παρατάει την Ιατρική, παντρεύεται, ανοίγει ένα μαγαζάκι με είδη δώρων για να κρατήσει το σπιτικό της.
Σ' αυτή την «πριονισμένη» σχέση μάνας και γιου, μπαίνει η νονά, η Ρόδω, η «διανοούμενη». Ο ρόλος της, όμως, είναι αρνητικός, γιατί αν και προσφέρει αφειδώς παραινέσεις, συμβουλές και δώρα περνάει πολλά και πολλαπλά -αντιφατικά- μηνύματα στον βαφτισιμιό της.
Από το πέμπτο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη απουσιάζει οτιδήποτε μελιστάλαχτο, γι' αυτό δεν εκτρέπεται σε μελόδραμα. Η συγγραφέας δεν συμπονεί τους ήρωές της, ούτε τους φέρεται άπονα, δεν παρεμβάλλεται στην αφήγηση, δεν σχολιάζει, δεν παρεμβαίνει, δεν παίρνει θέση. Οι ήρωές της δεν είναι ούτε θύτες ούτε θύματα, είναι και τα δύο. Γι' αυτό ο αναγνώστης δεν χαλαρώνει, δεν ανακουφίζεται, δεν εκτονώνεται.
- Τι προσπαθείτε να θάψετε ή να ξεθάψετε; Ισως το οικείο και το ανοίκειο παρελθόν της γενιάς σας, που σας έχει γίνει ξένο, φορτικό;
«Στο δικό μου σακί κουβαλώ τα δικά μου και κάποια μπήκαν μέσα εκεί στη διαδρομή της γενιάς μου. Ομως, δεν μπορώ να την εκπροσωπώ. Μαστορεύουμε το παρελθόν μας κατόπιν εορτής. 'Η το ξεχαρβαλώνουμε κιόλας. Η μυθοπλασία ωστόσο για να συμβάλει σε πιο συνολική θέαση μιας εποχής στέλνει τον συγγραφέα και σε άγνωστα μονοπάτια, δρόμους, ερημιές. Εστησα μια πλοκή που ελίσσεται και εξελίσσεται μέσα από ακραίες εμπειρίες. Τα "Σακιά" είναι μια ιστορία μοναχικής ήττας, δίχως δόξα, δίχως ίχνος περηφάνιας. Στη σημερινή δεινή οικονομική, πολιτική και πολιτισμική μας πραγματικότητα, οι ήρωες των "Σακιών" σαν να περισσεύουν. Σκέφτομαι όμως ότι όσα ζούμε συλλογικά και κατά μόνας τον τελευταίο καιρό, ακραία βία είναι κι αυτά».
- Η Βιβή πόσα κομμάτια του εαυτού σας χωράει; Είναι η ενοχική μητέρα, η υπεύθυνη για το κατρακύλισμα του γιου της; Πώς αυτός οδηγείται από την απόρριψη των γυναικών στον τριπλό βιασμό και πώς αποφασίζει να φτάσει στον φόνο;
«Πολλά κομμάτια μου χωράει. Και στα προηγούμενα βιβλία μου "περιποιούμαι" τις μανάδες και μεταφέρω αυτοφυείς ή μετασκευασμένες ή επισκευασμένες δικές μου ενοχές, έχω μπόλικες. Επειδή όμως οι μάνες είναι "στόχος" και σε πολλές περιπτώσεις εύκολος και μοναδικός, προσπαθώ να μένω μαζί τους πολύ. Περπατώ όλη τους τη ζωή, σημειώνω πώς ξέφυγαν, βλέπω πόσο ακριβά το πληρώνουν. Η τρομερή κατάληξη του παιδιού είναι η κορυφαία τιμωρία. Στη Βιβή φόρτωσα πολλά, αλλά δεν καθαρίζω μαζί της χρίζοντάς την ηθικό αυτουργό και τέρμα. Την ακολούθησα και μέτρησα πολλούς φταίχτες. Ετσι κάνω μάλλον μέχρι να φτάσω στην πάντα ποθητή επιείκεια. Δεν είναι δουλειά μου να καταδικάζω. Προσπαθώ να δω, να καταλάβω και κυρίως να σκεφτώ παραπέρα. Κι εδώ, υπάρχουν ελαφρυντικά που όμως είναι άχρηστα, δεν ανακουφίζουν. Αν διάλεγα βέβαια την πλευρά των θυμάτων για να πω την ιστορία μου, όλα θα ήταν πιο ξεκάθαρα και πιο σίγουρα, με την καρδιά στη θέση της. Τράβηξα απέναντι και τρόμαξα και βασανίστηκα σε διαρκή σύγκρουση με τον εαυτό μου».
- Θα θέλατε να διαβαστεί σαν μια σημερινή «Ορέστεια», χωρίς κάθαρση, όπου ο γιος φονεύει συμβολικά την μητέρα;
«Η "Ορέστεια" δεν υπήρχε στο κεφάλι μου. Η παρανάγνωση βέβαια ίσως λειτουργεί υποσυνείδητα. Ωστόσο οι ιστορίες μου δεν συμβολίζουν, δεν είναι αλληγορίες, δεν ονειρεύονται μεγαλειώδεις συνομιλητές».
- Επιλέξατε να δώσετε στον γιο το αρχαιοελληνικό όνομα Λίνος. Ομως, δεν έχει σχέση με τον ιδρυτή της μελωδίας και του ρυθμού. Αν έπρεπε να ακούγεται ένα σάουντρακ στο βιβλίο σας, ποια μουσική θα διαλέγατε;
«Το σάουντρακ της ζωής του Λίνου όμως δεν είναι καν ένα ροκ κομμάτι. Από τα οκτώ του τον στοιχειώνουν τα ζντουπ και τα γκουπ, ο ήχος των φτυαριών που ρίχνουν χώμα στον τάφο του μπαμπά του. Κανονικά, αυτός είναι ο θλιβερός και μονότονος ήχος, που αντηχεί σ' όλο το βιβλίο. Αλλά επειδή στα "Σακιά" απίστησα στα αγαπημένα μου πελάγη, που περιβρέχουν τα προηγούμενα μυθιστορήματα, ενέταξα την προσμονή ενός μπάνιου στη θάλασσα και κάπου κάπου ακούγεται ένα απαλό κυματάκι».
- Για τους δύο κεντρικούς ήρωές σας δεν είστε συναισθηματικά φορτισμένη, όπως σε άλλα βιβλία. Το μυθιστόρημα είναι σε πολλά σημεία του εκρηκτικό και σ' αυτά η γλώσσα επιταχύνεται ποιητικά μέχρι το παραλήρημα, ιδιαίτερα όταν περιγράφετε την ψυχολογική κατάσταση του γιου. Γιατί επιλέξατε αυτές τις συγγραφικές τακτικές;
«Το συναίσθημα που "χρωματίζει" ένα μυθιστόρημα δεν μου αρέσει να δηλώνεται εξαρχής αλλά να προκύπτει σιγά σιγά, να δουλεύεται παράλληλα με την εξέλιξη της ιστορίας και τη σταδιακή ολοκλήρωση των χαρακτήρων. Εδώ, οι δύο βασικοί ήρωες παραξενεύουν, ενοχλούν, φοβίζουν. Μας ενθαρρύνει όμως κιόλας να σκαλίσουμε μέσα μας. Τα "Σακιά" είναι μια πρόταση στοχασμών πάνω σ' ένα θέμα που προκαλεί αποστροφή ή αμηχανία γιατί δεν είναι στα μέτρα μας για να έχουμε μια προφανή τοποθέτηση. Είναι πρόταση δοκιμασίας στην περιοχή των μη αυτονόητων αισθημάτων. Η γλώσσα του βιβλίου είναι τραχιά, δεν είναι "Η Μελωδία της Ευτυχίας". Είναι εργαλείο καταγραφής εγκλημάτων και συντελεστής συνθηκών μιας καθημερινότητας, όπου πολλαπλασιάζονται οι λοξές ματιές της δυσπιστίας, τα μισόλογα της καχυποψίας, τα μονοσύλλαβα της αποδοκιμασίας, τα επιφωνήματα της ειρωνείας, οι σιωπές του βουβού θυμού. Είναι μια γλώσσα δυσαρέσκειας που περιγράφει, νομίζω, την εποχή μας. Πολιτικοί αλαλαγμοί και αντισυντροφικοί καβγάδες. Δεν κουβεντιάζουμε ήσυχα και απλά. Πλακωνόμαστε με περισσή ευφράδεια στις μπηχτές. Ξεφτέρια να ηλεκτρίζουμε, ανίκανοι να αποηλεκτρίζουμε τις εντάσεις. Μοιραία και όταν μονολογούμε, το ξέσπασμα δεν αφήνει τίποτα όρθιο εντός μας, σαρώνει κι εμάς τους ίδιους. Ο Λίνος είναι μια ακραία εκδοχή του φαινομένου. Ακολουθεί την τούμπα του μυαλού του».
- Επιμένετε στην ορφάνια του γιου και στο αριστερό παρελθόν του νεκρού πατέρα. Είναι τυχαίο ότι ο γιος, όταν κάνει τον φόνο, φοράει μια ρωσική σάπκα του παππού του, χωρίς ποτέ να έχει σχέση με τις κομμουνιστικές ιδέες;
«Ενα "αριστερό" σπίτι δεν είναι εξ ορισμού απρόσβλητο από τα μαύρα σκοτάδια. Οι αριστερές καταβολές, ως μερικό φόντο παρελθόντος στην περίπτωση του βιβλίου, δεν καθιστούν τους απογόνους άτρωτους και ατρόμητους. Εξάλλου οι πληγές των πολύχρονων απηνών διώξεων έχουν σοβαρές επιπτώσεις στα παιδιά, όπως στον πατέρα του Λίνου. Μετά, η αίσθηση ότι το ωραίο δίχως βάσανα μέλλον αργεί πολύ και η επανάσταση δεν τρέχει, αποτελειώνει μερικούς πολύ χτυπημένους. Με τα χρόνια η καθημερινότητα εξομοίωσε κάπως πολλούς αριστερούς με τους λοιπούς. Πλήττουν κι αυτούς η κόπωση, η σύγχυση, η ακύρωση, η αργοπορία ανασυγκρότησης, η αγριάδα της σφοδρής εσωτερικής μοναξιάς. Στα "Σακιά" υπάρχουν μόνο σποραδικές νύξεις. Η πολιτική δεν είναι η ραχοκοκαλιά της πλοκής. Οσο για τη σάπκα, δεν μπήγω σύμβολα στα βιβλία. Για τον νεαρό είναι το καπέλο του μπαμπά του. Αυτόν έχει ανάγκη και όχι ένα κειμήλιο αριστερών περιπετειών».*
Δεν βλέπω λύπη ή ντροπή στα μάτια των πολιτικών μας
- Η Ελλάδα πώς θα ανασηκώσει το ανάστημα που της απέμεινε, για να αντιμετωπίσει την κρίση; Θ' αντέξει ή θα διολισθήσει σ' ένα τριτοκοσμικό μοντέλο;
«Η διατύπωση "τριτοκοσμικό μοντέλο" είναι όλα τα -ψευτισμένα- λεφτά. Για αρχή, ας αποσύρουμε τη λέξη "μοντέλο", μας τρέλαναν πότε με το ιρλανδικό, πότε με το δανέζικο, και να τα αποτελέσματα. Δεν είμαι πολιτικός ή οικονομολόγος, οπότε μπορώ να πω μόνον ό,τι μου αναλογεί. Πως δεν βλέπω λύπη ή ντροπή στα μάτια των πολιτικών μας, μόνο ζόρι για την πολιτική τους τύχη. Πως μας φόρτωσαν τα δικά τους "Σακιά". Αποποποιούνται τη διαφθορά τους χρεώνοντας ως διεφθαρμένους συλλήβδην τους Ελληνες και ζητώντας τους καπάκι να πληρώσουν το μαύρο πολιτικό χρήμα και το κόστος της δικής τους υποταγής σε συμφέροντα. Πως προκαλεί η ανανδρεία τους να εξισώνουν τις δικές τους τεράστιες ευθύνες με αυτές των πολιτών, μαζί και των χιλιάδων νέων που δεν πρόλαβαν να φτιάξουν το παραμικρό, μαζί και των χιλιάδων μεγάλων και γερόντων που βολοδέρνουν μεταξύ ανεργίας και πενιχρής σύνταξης. Για την ώρα "περπατάει" ο βασικός όρος του Μνημονίου, η διάσωση του οικονομικοπολιτικού συστήματος. Μας βάζουν σεκιουριτάδες των τραπεζών και των κομματικών αξιωματούχων. Αν ανοίξουμε τους "άκοπους" τόμους και τους διαβάσουμε, αν στρέψουμε επιτέλους το βλέμμα στα παιδιά μας και φανταστούμε τι ζωή τα περιμένει, θα βρούμε το κουράγιο να αντέξουμε και τους τρόπους να αγωνιστούμε για χάρη τους».
- Η Αριστερά, κατακερματισμένη πια, πέρα από τον καταγγελτικό της λόγο, πού μπορεί να αναζητήσει επιχειρήματα για να φανεί η σημερινή της ταυτότητα;
«Δεν είναι μόνον η Αριστερά στην Ελλάδα και παντού που έχει πρόβλημα. Εχουν και οι Απέναντι. Η κατάσταση μοιάζει εκτός ελέγχου και δεν υπάρχουν λύσεις στα τσεπάκια. Πειράματα γίνονται. Θα πιάσει το ροκάνισμα του κοινωνικού κράτους; Θα πιάσουν οι (δραματικές) αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις; Τώρα που ξηλώνουν θεμέλια, ο κατακερματισμός της Αριστεράς τούς πέφτει λουκούμι. Οι αριστερές δυνάμεις οφείλουν να στηρίξουν τον κόσμο με ενότητα στη δράση. Αυτό επείγει και στις παρούσες συνθήκες, μόνον αυτό παρέχει "ταυτότητα" σοβαρότητας. Θα πάρουν άλλες στροφές και τα μυαλά για περαιτέρω».
- Τι εκτιμάτε, η Ευρώπη κατρακυλάει προς έναν υφέρποντα φασισμό, που θα οδηγήσει μόνο σε οικονομικό πόλεμο;
«Η ταπείνωση σε δόσεις, ο φόβος σε δόσεις, ο φασισμός σε δόσεις. Εκρηκτικός ο λογαριασμός. Η Ιστορία κρατάει στα λογιστικά της βιβλία πολλές ζημίες και χρεοκοπίες της ανθρωπότητας. Να μην αφεθούμε σε επαναλήψεις».

Friday, November 26, 2010

Απέσυρε τη συμμετοχή του ο Νάιπολ

Απέσυρε τη συμμετοχή του ο Νάιπολ

O νομπελίστας συγγραφέας Β.Σ. Νάιπολ απέσυρε τη συμμετοχή του από το Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα από αντιδράσεις για την κριτική που είχε ασκήσει ο ίδιος στο Ισλάμ.

Ολα ξεκίνησαν όταν οι Τούρκοι σύνεδροι απείλησαν να μποϊκοτάρουν το συνέδριο εάν ερχόταν ο Νάιπολ, ισχυριζόμενοι ότι αυτό θα αποτελούσε προσβολή για το Ισλάμ. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε «πολιτικοποίηση» της συμμετοχής του στα τουρκικά μίντια, κι έτσι οι οργανωτές υποχρεώθηκαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Νάιπολ και ύστερα από αμοιβαία συμφωνία ο ινδικής καταγωγής συγγραφέας ακύρωσε τη συμμετοχή του.

Thursday, November 25, 2010

Σαν σήμερα (25/11/1970) αυτοκτόνησε ο Γιούκιο Μισίμα


Νέος όταν ακόμη ήταν υπέρμαχος του εξευρωπαϊσμού της Ιαπωνίας
Στις 25 Νοεμβρίου 1970, ο Γιούκιο Μισίμα ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα συγκλόνισε τη χώρα του όταν πήρε όμηρο έναν κορυφαίο στρατηγό και προέτρεψε τους στρατιώτες της Jietai (των Δυνάμεων Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας) να υποκινήσουν ένα πραξικόπημα_νωρίτερα είχε παραδώσει το τελευταίο του έργο «Εκπεσών Άγγελος».

Οταν το σχέδιό του απέτυχε, πήρε μέρος σε ένα shinju (μια τελετουργική διπλή ερωτική αυτοκτονία). Ήταν μια εντυπωσιακά τραγική δημόσια επίδειξη, που οι συμπολίτες του ακόμα δυσκολεύονται να κατανοήσουν. Ο Μισίμα, που κάποτε υπήρξε υπέρμαχος του εξευρωπαϊσμού της ιαπωνικής τέχνης και κοινωνίας, προς το τέλος της ζωής του προωθούσε τα κλασικά ιαπωνικά ιδεώδη.

Ο Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima) ήταν Ιάπωνας συγγραφέας και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1925 και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κιμτάκε Χιραόκα. Είχε εκπαιδευτεί στο στρατό στις δυνάμεις αυτοάμυνας. Εκτός από το μεγαλο λογοτεχνικό έργο του σκηνοθέτησε την ταινία Τελετουργία του έρωτα και του θανάτου το 1965.
  • Τα έργα του
Γιαπωνέζικος τίτλος Αγγλικός τίτλος Ελληνικός τίτλος Χρονιά
Kamen no Kokuhaku Confessions of a Mask Εξομολογήσεις μιάς μάσκας' 1948
Ai no Kawaki Thirst for Love Δίψα για έρωτα 1950
Kinjiki Forbidden Colors Απαγορευμένα χρώματα 1953
Shiosai The Sound of Waves Ο ήχος των κυμάτων 1954
Kinkaku-ji* The Temple of the Golden Pavilion Ο ναός του χρυσού περιπτέρου 1956
Kyoko no ie Kyoko's House Σπίτι του Kyoko 1959
Utage no Ato After the Banquet Μετά από το συμπόσιο 1960
Gogo no Eiko The Sailor Who Fell from Grace with the Sea Ο ναυτικός που έπεσε στην Θάλασσα 1963
Kinu to Meisatsu Silk and Insight Μετάξι και διορατικότητα 1964
Mikumano Mode
(short story)
Acts of Worship Πράξεις της λατρείας 1965
Sado Koshaku Fujin
(play)
Madame de Sade Η κυρία ντε Σαντ 1965
Yukoku (short story) Patriotism Πατριωτισμός 1966
Manatsu no Shi Death in Midsummer and other stories Θάνατος στο θερινό ηλιοστάσιο και άλλες ιστορίες 1966
Hagakure Nyumon The Way of the Samurai: Yukio Mishima on Hagakure in modern life Ο τρόπος του Σαμουράι 1967
Waga Tomo Hittora
(play)
My Friend Hitler and other plays Ο φίλος μου Χίτλερ και άλλα έργα 1968
Taiyo to Tetsu Sun and Steel Ήλιος και χάλυβας 1970
Hojo no Umi The Sea of Fertility (τετραλογία) Η θάλασσα της γονιμότητας 1964-
1970
Part 1: Haru no Yuki Spring Snow "Ανοιξιάτικο Χιόνι 1968
Part 2: Honba Runaway Horses Αφηνιασμένα Άλογα 1969
Part 3: Akatsuki no Tera The Temple of Dawn Ο Ναός της Αυγής 1970
Part 4: Tennin Gosui
The Decay of the Angel
Εκπεσών Άγγελος 1970

Ο Καζαντζάκης για τη γλώσσα


«(...) Εμάς οι λέξεις μυρίζουν ακόμα χώμα, χόρτο κι ανθρώπινο ιδρώτα (...)». Πέντε χειρόγραφες και μία δακτυλογραφημένη επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς τον αρχαιολόγο και αντεπιστέλλον μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Πιερ Αμαντρύ, απέκτησε το Μουσείο Καζαντζάκη στη σημερινή Μυρτιά του Ηρακλείου, από τη χήρα του Αμαντρύ, Αγγελική Αμαντρύ-Παυλίδη.

Την περίοδο που ο Καζαντζάκης αλληλογραφεί με τον Αμαντρύ, από τον Δεκέμβριο του 1953 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1954, ο τελευταίος μεταφράζει στα γαλλικά το μυθιστόρημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Καζαντζάκης κάνει παρατηρήσεις στα μεταφρασμένα κεφάλαια που του στέλνει ο Αμαντρύ, συστήνοντάς του, κάθε τόσο, λέξεις που θα μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα το ύφος του πρωτότυπου. Επισημαίνει, μάλιστα, ο ίδιος τη δυσκολία να μεταφραστεί τέλεια ένα νεοελληνικό κείμενο στη γαλλική γλώσσα. Γράφει στον Αμαντρύ στις 17/3/54: «(...) Εμάς οι λέξεις μυρίζουν ακόμα χώμα, χόρτο κι ανθρώπινο ιδρώτα, οι γαλλικές λέξεις είναι πια πολύ εξευγενισμένες». Και σε άλλη επιστολή: «(...) φυσικά η γαλλική γλώσσα σήμερα δεν μπορεί να αποδώσει όλο το πρωτόγονο της νεοελληνικής, μονάχα στην εποχή του Rabelais, μπορούσε κι ιδιαίτερα η γλώσσα η δική μου είναι πολύ τραχιά, ο ρυθμός πολύ ορμητικός, καθόλου πολιτισμένος και γλαφυρός, όπως λένε...». Ετσι περιγράφει την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα του λαού μας και όχι του «λογιοτατισμού», ο Νίκος Καζαντζάκης. Ετσι αντιλαμβανόταν τον λόγο του και αυτόν υπεράσπιζε. Οχι μόνο στην πρόζα του, αλλά ακόμη και στην αλληλογραφία του.
 
Σε ανακοίνωσή της η διοίκηση του Μουσείου εκφράζει τις ευχαριστίες της για τη σημαντική αυτή προσφορά και την ελπίδα ότι το παράδειγμά της θα ακολουθήσουν και άλλοι που πιθανόν κατέχουν ντοκουμέντα του σπουδαίου λογοτέχνη. Το αρχείο του Μουσείου αριθμεί 4.500 επιστολές με αποστολέα και παραλήπτη τον Νίκο Καζαντζάκη και η πολιτική εμπλουτισμού του είναι σήμερα μια από τις προτεραιότητες του Μουσείου. «Αρκετοί μελετητές του Καζαντζάκη, έχουν επισημάνει τη λογοτεχνική αξία της επιστολογραφίας του και την ανάγκη να συγκεντρωθεί σε Ιδρύματα και Φορείς, όπου οι ερευνητές μπορούν να έχουν πρόσβαση. Καταστατική ευθύνη του Μουσείου Καζαντζάκη είναι η συγκέντρωση, συντήρηση, φύλαξη και ανάδειξη κάθε "καζαντζακικού" υλικού και η διευκόλυνση της ερευνητικής κοινότητας για τη μελέτη και δημοσίευσή του» σημειώνεται στην ανακοίνωση.

«Ταξίδι και Λογοτεχνία» από το ΑΠΘ

Το «ταξίδι στη λογοτεχνία» είναι το θέμα της διεπιστημονικής ημερίδας που διοργανώνε,ι την Παρασκευή, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην αίθουσα εκδηλώσεων της κεντρικής δημοτικής βιβλιοθήκης (Εθνικής Αμύνης 27). Στην ημερίδα, ομιλητές θα είναι οι: Γαβριηλίδου Σοφία, Δαμουλή-Φίλια Ευαγγελία, Ζωγραφίδου Ζώζη, Λαλαγιάννη Βασιλική, Λιτσαρδάκη Μαρία, Μακροπούλου Μαίρη, Μαρκάτη Αγάθη, Μποτουροπούλου Ιφιγένεια, Πετροπούλου Εύη, Πλουμιστάκη Καλλιόπη, Πολυκανδριώτη Ουρανία, Ρασιδάκη Αλεξάνδρα, Σταυρακοπούλου Σωτηρία, Τσούπρου Σταυρούλα. Η εκδήλωση, που διοργανώνεται από το εργαστήριο συγκριτικής γραμματολογίας του ΑΠΘ, θα λάβει χώρα στις 09.30.

Θερβάντες σε γυναίκα

  • Χαρακτηριστική φιγούρα των ισπανικών γραμμάτων η Αννα-Μαρία Ματούτε, στα 85 της χρόνια κέρδισε, χθες, το Θερβάντες, το μέγιστο βραβείο του ισπανόφωνου λογοτεχνικού κόσμου -συνοδεύεται από 125.000 ευρώ.
  • Οταν ήταν τετράχρονη, κόντεψε να πεθάνει από λοίμωξη στα νεφρά. Για να αναρρώσει οι γονείς της την έστειλαν στο χωριό των παππούδων της, στο Σαν Μανσίγια ντε λα Σιέρα. Αυτός ο τόπος στοίχειωσε τις πρώτες συγγραφικές της καταθέσεις, που στη συνέχεια μπολιάστηκαν και ωρίμασαν με τα πιο σκληρά υλικά του ισπανικού εμφυλίου. Η Αννα-Μαρία Ματούτε σ' όλο το έργο της δεν έκρυψε ποτέ τη συμπόνια της απέναντι στα παιδιά και στους εφήβους όταν τα προδίδουν και τα οδηγούν στην απομόνωση. [Β.Κ.Κ.
Και το άρθρο της El Pais για τους Ισπανόφωνους:
Ana María Matute

Ana María Matute

SCIAMMARELLA | 25-11-201

Ana María Matute, Premio Cervantes 2010

Se convierte en la tercera mujer en conseguirlo tras María Zambrano y Dulce María Loynaz

JAVIER RODRÍGUEZ MARCOS / ROSA MORA - Madrid / Barcelona - 24/11/2010 

Ana María Matute es Premio Cervantes 2010. La ministra de Cultura, Ángeles González-Sinde, ha sido la encargada de anunciar el nombre de la ganadora del Premio Cervantes , el más prestigioso de las letras en lengua española. Hay una regla no escrita que dice que, después de que el año pasado lo recibiera el mexicano José Emilio Pacheco, este año tocaba español.

Ana María Matute tiene 85 años y no 84 como dicen buena parte de sus biografías. "Nací en 1925", dijo recientemente a este diario. El Premio Cervantes reconoce su obra, 12 novelas y varios volúmenes de cuentos, ahora reunidos en La puerta de la Luna, desde los primeros textos de 1947 hasta 1998. "Si me dan el Cervantes daré saltos de alegría, saltos de alegría espirituales", dijo en la entrevista. Matute, una mujer fuerte de salud frágil se apoya en una muleta para andar.

Es el premio que le faltaba. Los ha tenido casi todos, dos nacionales de Literatura Infantil; el Nacional de las Letras (2007); el Nacional de Literatura y el de la Crítica por Los hijos muertos; el Nadal 1959 por Primera memoria; el Planeta 1954, por Pequeño teatro, e incluso el Ciutat de Barcelona 1966 por un relato maravilloso, El verdadero final de la Bella Durmiente.

"Nací cuando mis padres ya no se querían". Es la primera frase de su última novela, Paraíso inhabitado, quizá la más autobiográfica de sus obras. Esta historia, como Olvidado Rey Gudú, Aranmanoth, La torre vigía, Los soldados lloran de noche, La Trampa o tantos otros títulos, muestran su capacidad extraordinaria para fabular y conmover. Su estilo literario y su imaginación conquistan a los lectores, a veces, mucho más que a la crítica.

Fallado por primera vez en 1976 -se lo llevó Jorge Guillén- el Premio Cervantes solo contaba con dos mujeres en su palmarés: la pensadora malagueña María Zambrano (1988) y la poeta cubana Dulce María Loynaz (1992). Cada año se recuerda esa cifra y cada dos, cuando toca español, se recuerda el nombre de Ana María Matute, tal vez la única persona del parnaso literario nacional que ha dicho abiertamente que le gustaría ganar el premio.

La tendencia de los últimos fallos apuntaba al menos a que le había llegado el turno a su generación, la de los años 50, la de los niños de la Guerra Civil, un puñado de autores a la altura ya de la otra gran generación clásica del siglo XX, la del 27. Ahí están los premios a Juan Marsé, Antonio Gamoneda o Rafael Sánchez Ferlosio, los últimos españoles en lograrlo.

Tuesday, November 23, 2010

Οι επιτροπές των επιχορηγήσεων

Ανακοινώθηκαν χτες από το υπουργείο Πολιτισμού Τουρισμού οι «ομάδες εργασίας» για τις επιχορηγήσεις μέσω του «Μητρώου Πολιτιστικών Φορέων», επτά μήνες μετά την πρώτη ανακοίνωση για τη σύστασή του. Τριμελείς ομάδες εργασίας, συμβουλευτικές για θέματα σύγχρονου πολιτισμού (εικαστικά, γράμματα, κινηματογράφος, θέατρο, χορός, μουσική), συγκροτήθηκαν από το ΥΠΠΟΤ, στο πλαίσιο της νέας πολιτικής επιχορηγήσεων που εφαρμόζει το υπουργείο, μετά και τη δημιουργία και λειτουργία του Μητρώου Πολιτιστικών Φορέων. Έργο των ομάδων είναι να αξιολογήσουν τα αιτήματα που υποβλήθηκαν κατά την πιλοτική λειτουργία του Μητρώου, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΠΟΤ, και να συμβάλουν με τις προτάσεις τους, οι οποίες θα προκύψουν και από τη μεταξύ τους συνεργασία, στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου επιχορηγήσεων – πλαίσιο που ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε το Υπουργείο.
Βιβλίο
Πρόεδρος
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κριτικός λογοτεχνίας Μέλη
Χρήστος Χρυσόπουλος, συγγραφέας
Δέσποινα Τσούμα, δικηγόρος, σύμβουλος επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων εκδοτικών επιχειρήσεων
Εικαστικά
Πρόεδρος
Ντένης Ζαχαρόπουλος, κριτικός και ιστορικός της τέχνης
Μέλη
Μαρία Παναγίδου, αρχιτέκτων και επιμελήτρια
Πάνος Χαραλάμπους, ζωγράφος και αντιπρύτανης Σχολής Καλών Τεχνών
Μουσική
Πρόεδρος:
Γιώργος Κουρουπός, συνθέτης, ομότιμος καθηγητής Ιονίου Πανεπιστημίου
Μέλη
Γιώργος Κουμεντάκης, συνθέτης
Λάμπρος Λιάβας, μουσικολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Θέατρο
Πρόεδρος
Θωμάς Μοσχόπουλος, σκηνοθέτης
Μέλη
Ματίνα Καλτάκη, κριτικός θεάτρου, δημοσιογράφος
Δήμητρα Κονδυλάκη, δραματολόγος, υπεύθυνη θεατρικών εκδόσεων
Χορός
Πρόεδρος
Σοφία Σπυράτου, χορεύτρια και χορογράφος
Μέλη
Κυριάκος Κοσμίδης, χορευτής και χορογράφος
Χριστίνα Πολυχρονιάδου, σύμβουλος επικοινωνίας και πολιτιστικής διαχείρισης
Κινηματογράφος
Πρόεδρος
Μισέλ Δημόπουλος, κριτικός κινηματογράφου και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Μέλη
Γιώργος Τσεμπερόπουλος, σκηνοθέτης
Αλέξανδρος Παπαηλιού, σκηνοθέτης

Ημερίδα για τις ψηφιακές βιβλιοθήκες

  • Ημερίδα με τίτλο «Θεωρία και πρακτική στις Ψηφιακές Βιβλιοθήκες: μια ευρωπαϊκή προσέγγιση» διοργανώνεται στις 13 Δεκεμβρίου 2010, από τις 9.30 π.μ. έως τις 5 μ.μ., στην Αίθουσα «Κωστής Παλαμάς» του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η ημερίδα διοργανώνεται από το ευρωπαϊκό έργο «DL.org:Digital Library Interoperability, Best Practices and Modelling Foundations», μέσω του Τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ψηφιακών Βιβλιοθηκών και Ηλεκτρονικής Δημοσίευσης του τμήματος Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας.
Κατά τη διάρκεια της ημερίδας θα παρουσιαστούν οι δυνατότητες και οι προκλήσεις των ψηφιακών βιβλιοθηκών, θα συζητηθούν θέματα διαλειτουργικότητας στις ψηφιακές βιβλιοθήκες και θα παρουσιαστεί το «Μοντέλο Αναφοράς για Ψηφιακές Βιβλιοθήκες» (Reference Model for Digital Libraries), το οποίο έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του DL.org. Oι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να δουν πώς λειτουργούν στην πράξη υπάρχουσες ψηφιακές βιβλιοθήκες. Η ημερίδα απευθύνεται σε βιβλιοθηκονόμους, υποψήφιους διδάκτορες και ερευνητές και θα κλείσει με ανοιχτή συζήτηση.

Monday, November 22, 2010

Η μάσκα του κόκκινου θανάτου

Τα διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόε κυκλοφορούν σε ποικίλες συλλογές και εκδόσεις και σε διάφορες μεταφράσεις, με αξεπέραστη εκείνη του Κοσμά Πολίτη, που προχώρησε πολύ βαθιά σε μια σκέψη και μια γραφή παραληρηματική. 

Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια, στο σπίτι ενός φίλου που επιχείρησα να τον φέρω σε μια πρώτη επαφή με τον συγγραφέα. Στην παρέα ήταν και ένα πεκινουά, λίγο νευρικό, αλλά γενικά φρόνιμο. Αρχισα να του διαβάζω ένα από τα πλέον εντυπωσιακά αποσπάσματα του «Μαύρου γάτου» και όταν έφτασα στο σημείο που ο γάτος δέχτηκε μια τρομερή επίθεση από το αφεντικό του, το πεκινουά τινάχτηκε στον αέρα γαβγίζοντας με λύσσα και μπήκε στη μέση έτοιμο να μου επιτεθεί. Δεν είχα ξαναδεί έτσι τη χαριτωμένη μούρη του, τόσο παραμορφωμένη. 

Κατόπιν συνεννοήσεως με τον φίλο μου, άφησα το βιβλίο και το πεκινουά ηρέμησε, αν και όχι απόλυτα. Πότε πότε μου 'ριχνε κάτι πλάγιες ματιές... Δεν θα 'θελα να πω περισσότερο σχετικά μ' αυτό το συμβάν. Ενιωσα ότι είχαμε γίνει μάρτυρες κάποιας τουλάχιστον περίεργης κατάστασης, που είχε να κάνει με τον σκύλο, με μένα και πάνω απ' όλα με το κείμενο. Εχουν γραφτεί πολλά για το κείμενο αυτό, αλλά νομίζω πως εκείνο το γεγονός μάς πήγε ένα βήμα παραπέρα, στην προσέγγιση της ουσίας του συγγραφέα... 

Απ' όλα τα διηγήματά του, διάλεξα να επισημάνω χωριστά τη «Μάσκα του κόκκινου θανάτου», γιατί πιστεύω πως στάθηκε προφητική σε σχέση με τον ερχομό της περίφημης παγκοσμιοποίησης και τη μόνιμη απειλή μιας ακόμη «νέας τάξης πραγμάτων». Μου θυμίζει έντονα τα πυρηνικά καταφύγια που κατά καιρούς λέγεται πως κατασκευάζουν, για καλό και για κακό, οι κορυφαίοι της παγκόσμιας πλουτοκρατίας. Στο διήγημα οι άρχοντες κλείνονται σ' έναν πύργο όπου διασκεδάζουν με ποικίλους τρόπους συνεχώς, επί 24ώρου βάσεως, ενώ παράλληλα προστατεύονται από το μικρόβιο μιας τρομερής αρρώστιας που έχει απλωθεί στην περιοχή, θερίζοντας όσους δυστυχείς έχουν μείνει απ' έξω. Ετσι και σήμερα, και για να μιλήσω μόνο για τον δυτικό κόσμο, τα πράγματα έχουν ξεχωρίσει, μπήκαν τα όρια ανάμεσα σ' εκείνους που θα περνάνε καλά και στους άλλους που θα τους τρώει το άγχος της επιβίωσης όλο και περισσότερο με το πέρασμα του καιρού. 

Αυτό που μένει να δούμε είναι αν θα προκύψει το φινάλε που έβαλε ο συγγραφέας στο διήγημά του. Αλλά καλύτερα να το διαβάσετε...

Με τη μοναδική πένα του Στυλιανού Αλεξίου

  • Στυλιανός Αλεξίου
  • Ελληνική Λογοτεχνία. Από τον Ομηρο στον 20ό αιώνα
  • εκδόσεις Στιγμή, σ. 560
Μία πολυεδρική μελέτη απόσταγμα σοφίας, πολύπλευρης γνώσης σε διαφορετικά πεδία και γνωστικά αντικείμενα, βαρύνουσα κατάθεση στη συλλογική αυτογνωσία, που αναδεικνύει το καίριο, το διαχρονικό και το ουσιώδες, απορρίπτοντας τις τεχνικές φιλολογικής εξειδίκευσης που συνήθως μπαίνουν στις λεπτομέρειες και χάνουν ή υποβαθμίζουν το πρωτεύον, είναι το βιβλίο-σταθμός στη μελέτη του ελληνικού πολιτισμού Ελληνική λογοτεχνία από τον Ομηρο στον 2οό αιώνα του Στυλιανού Αλεξίου, εκδόσεις Στιγμή.

Ο συγγραφέας εκτός από τα λογοτεχνικά κείμενα, τουλάχιστον για την αρχαιοελληνική περίοδο και τη βυζαντινή, αναλύει επιτυχώς ακόμα και τα φιλοσοφικά κείμενα, πραγματοποιώντας σημαντικότατες επισημάνσεις, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του ειδικού της λογοτεχνίας.

Ο μελετητής ξεκαθαρίζει εξαρχής πως η μέθοδος εργασίας του είναι τι λένε τα ίδια τα έργα των συγγραφέων και όχι «οι θεωρίες ανάλυσης και λογοτεχνικής κριτικής, που έρχονται και παρέρχονται στην εποχή μας, όπως οι μόδες, και κρατήθηκαν μακριά από την οπτική της παρούσης μελέτης».

Ο τόμος «αφιερώνεται στη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη, που γνώρισε και εκτίμησε την ελληνική λογοτεχνία τριάντα αιώνων στο σύνολό της».

Ταυτόχρονα, με άξονα τη διαχρονική χρήση της ελληνικής γλώσσας στον γραπτό και προφορικό λόγο από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως σήμερα, η οποία αποτελεί το πολυεπίπεδο και συνθετικό ζωντανό πνευματικό σώμα ενός λαού, ο Στυλιανός Αλεξίου λύνει σοφά το σχήμα «συνέχειας» ή «ασυνέχειας», αφού πέρα από οποιοδήποτε ιδεολόγημα υπάρχει ένα κορυφαίο κριτήριο αποτίμησης της λογοτεχνικής και ευρύτερης πνευματικής δημιουργίας του ελληνικού λαού.

Πολύ περισσότερο μάλιστα, όπως τονίζει ο ίδιος χαρακτηριστικά, που, «αντίθετα από τις λατινογενείς γλώσσες, τα νέα ελληνικά διατήρησαν την ίδια κλίση των ονομάτων και των ρημάτων, τη μονολεκτική μέση και παθητική φωνή, τα τρία γένη, και χιλιάδες αρχαίες λέξεις και τύπους, κυρίως της κοινής των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η προφορά άλλαξε , αλλά όσοι κάνουν λόγο για "νεοελληνική προφορά", αγνοούν ότι μ' αυτή διάβαζαν και μ' αυτή δίδαξαν στη Δύση τα αρχαία ελληνικά οι Βυζαντινοί».

Στο ακρογωνιαίο θεμέλιο της γλώσσας ο Στυλιανός Αλεξίου προσθέτει τη συνέχεια της παιδείας , όντας βαθύς γνώστης ο ίδιος το βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού, επισημαίνει στον Πρόλογο και επιχειρηματολογεί, μέσω της ανάλυσης των έργων αργότερα, πως «επί χίλια χρόνια διατηρήθηκε, αποκλειστικά στον ελληνικό και βυζαντινό χώρο, ο πλούτος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, με αγάπη και μόχθο».

Αντιτιθέμενος στην «αμφισβήτηση της ελληνικής συνέχειας» με το γνωστό επιχείρημα πως το Βυζάντιο δήθεν ήταν κράτος ισοτίμως πολυεθνικό, και ότι ο όρος Ρωμαίοι εδήλωνε όλους τους ορθοδόξους λαούς της Βαλκανικής , ο μελετητής θεωρεί πως οφείλεται στην άγνοια του γεγονότος «ότι όχι μόνον οι δυτικοί λαοί, αλλά και οι Βούλγαροι του Μεσαίωνα ονόμαζαν Γραικούς τους Βυζαντινούς (ΓΡΕΚ)».

Μάλιστα πραγματοποιεί μία καίρια επισήμανση για τα σημερινά τεκταινόμενα στον πνευματικό χώρο και στα εκφραζόμενα ρεύματα σκέψης που κυριαρχούν στην «ασυνέχεια» και στο μεταμοντέρνο, πως «όσοι μιλούν για μεγάλες τομές στην Ιστορία της Ελλάδας στο παρελθόν, δεν αντιλαμβάνονται ότι η μεγάλη τομή γίνεται σήμερα».

Ως προς τον τρόπο παρουσίασης της τεράστιας παραγωγής λόγου τριάντα χρόνων της ελληνικής δημιουργίας με κριτήριο τη λιτότητα, τη συντομία και την κριτική σύνθεση, αναφέρεται μόνο στους κορυφαίους δημιουργούς και στα αντιπροσωπευτικά έργα, ενώ οι συγγραφείς εξετάζονται ως πρόσωπα σχετιζόμενα με το ιστορικό και κοινωνικό τους περιβάλλον.

Εκπλήσσει η κριτική άποψη με ουσιαστικά επιχειρήματα που επιχειρεί ο Στυλιανός Αλεξίου πάνω σε κείμενα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά της αρχαιότητας, δημιουργώντας ένα υπόδειγμα προσέγγισης μακριά από στειρότητες φιλολογικών, τεχνικών στοιχείων που υποβαθμίζουν το αξιακό υπόβαθρο και την πραγματική ομορφιά των έργων.

Ο ίδιος θεωρεί ότι στην ελληνιστική περίοδο στους χριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους δημιουργήθηκαν «αξιόλογα έργα, συχνά υποτιμημένα στο παρελθόν».

Ειδικώς για το Βυζάντιο εκτιμά πως η κύρια δημιουργία, που είναι η ηρωική ποίηση και έχει χρονολογηθεί από τον Η.G. Beck στη μέση βυζαντινή περίοδο, ο Διγενής Ακρίτας, ο Αρμούρης, ο Ανδρόνικος κ.λ.π. «έχουν εκτιμηθεί κυρίως από νεοελληνιστές, Ελληνες και ξένους, δυστυχώς όχι ακόμη από ειδικούς της "λογίας" βυζαντινής γραμματείας».

Για τις μεταβατικές περιόδους από τη μια εποχή στην άλλη, ιδιαίτερα όμως για την αμφισβήτηση της πολύπλευρης πολιτιστικής προσφοράς του Βυζαντίου καθώς και την αμφισβήτηση της σχέσης μεταξύ του Βυζαντίου με την αρχαία και νεότερη Ελλάδα με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, που αντλεί από την πλούσια και κατασταλαγμένη γνώση του, την κριτική και συνθετική του ικανότητα, επικεντρωμένος πάντα στα κείμενα, αποδεικνύει τη βαθύτερη και πολυδιάστατη σχέση αυτής της περιόδου, σε συνάρτηση μάλιστα με τη δημιουργία της Δύσης, όταν η τελευταία αναδύεται ως πνευματική οντότητα.
Εξαιρετική είναι η παρουσίαση των έργων της Κρητικής Λογοτεχνίας του 16ου και 17ου αιώνων, αφού υπήρξε από τους πρωτοπόρους μελετητές διεθνώς, ανοίγοντας δρόμο σε νεότερους φιλολόγους, αναφέροντας πως ο Ερωτόκριτος και το Κρητικό Θέατρο «έχουν διεθνώς αναγνωρισθεί ως μεγάλες δημιουργίες, και έχουν πάρει ισάξια τη θέση τους δίπλα στις άλλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες της Αναγέννησης, του Μανιερισμού και του Barock».

Πολυσήμαντη είναι και η παρουσίαση, μέσα στο πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής, της Κυπριακής Λογοτεχνίας ως τμήματος της συνολικότερης λογοτεχνικής δημιουργίας του Ελληνισμού, καθώς επίσης και του δημοτικού τραγουδιού.

Φτάνοντας στη νεότερη λογοτεχνική παραγωγή προβάλλει ως κορυφαίο ποιητή τον Διονύσιο Σολωμό -άλλωστε η μελέτη του Αλεξίου για το έργο του συγκεκριμένου ποιητή είναι μνημειακή- τονίζοντας εμφαντικά ότι «ο Σολωμός θεωρείται σήμερα μία από τις κορυφαίες μορφές του 19ου αιώνα, ποιητής ιδεών, αλλά και πρόδρομος του "πεζού ποιήματος" και εν μέρει της "καθαρής ποίησης"».

Στο ίδιο ύψος τοποθετεί τον Κωνσταντίνο Καβάφη «με την απλή και βαθιά φιλοσοφία της καθημερινής ζωής και της ελληνικής ιστορίας· έχει τοποθετηθεί σήμερα πλάι στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, τον Rilke, τον Valery, τον Eliot».

Στους μεγάλους ποιητές συμπεριλαμβάνει τον Κάλβο, το Σικελιανό, τον Παλαμά, τον Καρυωτάκη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, ενώ στους πεζογράφους εκτός από τον Μακρυγιάννη, αποκαθιστά ως μεγάλους δημιουργούς τον πολύπλευρο και προφητικό Καζαντζάκη (και ως ποιητή), τον Παπαδιαμάντη, τους οποίους είχε υποβαθμίσει ο Δημαράς, αναφέρεται στην αξία του Βιζυηνού, του Κονδυλάκη και του Πρεβελάκη.

Προβάλλει τον πρωτοπόρο Δημοσθένη Βουτυρά: «ο σημαντικότερος, πλάι στον Παπαδιαμάντη, διηγηματογράφος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα», επίσης υποβαθμισμένο κυρίως από τον Δημαρά αλλά και κριτικούς της γενιάς του.

Ο Αλεξίου, στο τέλος, πραγματοποιεί αποτίμηση της πολιτισμικής προσφοράς της Ελλάδας σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμώντας πως «η νεότερη Ελλάδα, σε προφανή επαφή με το παρελθόν και προς τα ρεύματα της δυτικής Ευρώπης, συνέβαλε, με τους ποιητές και τους συγγραφείς της, κυρίως με τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη, στην παγκόσμια λογοτεχνία και σκέψη. Το ίδιο ισχύει για τη μουσική: η Μαρία Κάλας, όπως γενικά αναγνωρίζεται, ανανέωσε τους εκφραστικούς τρόπους της ιταλικής όπερας. Ο Σκαλκώτας απέκτησε επίσης διεθνή φήμη, ενώ, σωστότερα ίσως, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και άλλοι επέλεξαν να μείνουν περισσότερο κοντά στον τόπο και στον λαό τους, και ανέβασαν ψηλά το τραγούδι». Αποτιμά ακόμα τη μεγάλη προσφορά στον κινηματογράφο διεθνώς του Αγγελόπουλου, του Γαβρά και του Κακογιάννη, καταλήγοντας πως «αν κάποτε ξεπεραστεί η πολιτική κακοδαιμονία, το μέλλον θα είναι και από πνευματική άποψη καλύτερο».

Για την Ελλάδα ο Αλεξίου με τόλμη και πόνο ασκεί και πολιτική κριτική. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην ποίηση του Ρίτσου και στη στράτευσή του στην Αριστερά σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, τονίζει με διεισδυτικότητα πολιτικού και πνευματικού αναλυτή: «Η Αριστερά, παγιδευμένη από τη βρετανική πολιτική, παρασύρθηκε στην ένοπλη σύγκρουση, με αποτέλεσμα την παλινόρθωση του βασιλικού πολιτεύματος, της καθαρεύουσας στην εκπαίδευση και κάθε είδους σκοταδισμού στην κοινωνική ζωή . Περιέργως, από κορυφαίο ηγέτη της Αριστεράς ελέχθη το "Ευτυχώς ηττηθήκαμε"» (!) -αναφέρεται στον Λεωνίδα Κύρκο- και συνεχίζει: «Ωστόσο σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι στην πραγματικότητα δεν θα ήταν δυστύχημα για την Ελλάδα αν περνούσε ένα διάστημα χωρίς προεκλογικές "νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων", εμπρησμούς δασών, ψηφοθηρία, χαριστικούς διορισμούς υπεράριθμων υπαλλήλων, "έργα" τύπου Αχελώου, τεράστια δάνεια από το εξωτερικό, διάλυση των πανεπιστημίων και των σχολείων, ερήμωση των χωριών, ληστείες, βόμβες και ιδιωτικά κανάλια τηλεόρασης. Πιθανώς η Αριστερά θα είχε χειρισθεί καλύτερα τα θέματα της Κύπρου και των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Αυτά δικαιώνουν ακόμη και σήμερα τις πολιτικές επιλογές του Ρίτσου και άλλων συγγραφέων της Αριστεράς». *

75 χρόνια εκδοτικής παρουσίας

«Οι εκδόσεις Χάρη Πάτση», μάς αφηγείται ο ιδρυτής τους, «ξεκίνησαν το 1935, με την έκδοση της σειράς των Παιδαγωγικών και Σχολικών Βιβλίων. Συστηματοποιήθηκαν όμως και δραστηριοποιήθηκαν το 1945 με την ίδρυση του Εκδοτικού Οίκου Χάρη Πάτση, ο οποίος πραγματοποίησε ένα κολοσσιαίο εκδοτικό πρόγραμμα σε όλους σχεδόν τους θεματικούς τομείς (κυκλοφορώντας εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, σχολικά και παιδικά βιβλία, μεθόδους ξένων γλωσσών, Απαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων κ.λπ.)». 

Ολα αυτά τα έργα, όπως τονίζει ο εκδότης, αριθμούν περίπου 650 χρυσόδετους τόμους και έχουν γνωρίσει αλλεπάλληλες επανεκδόσεις, κοσμώντας σήμερα όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας. Ο ίδιος πρωτοστάτησε και στο γλωσσικό ζήτημα των νεότερων χρόνων. «Ημουν ο πρώτος», μας λέει, που «τόλμησα να παρουσιάσω όλες μου τις εκδόσεις στη ζωντανή δημοτική γλώσσα, σε μια εποχή που η επίσημη κυριαρχία της καθαρεύουσας κρατούσε τα λαϊκά στρώματα στο πνευματικό σκοτάδι». Το 1960, μάλιστα, συνέταξε και εξέδωσε το πρώτο Λεξικό της Δημοτικής, για να προστεθεί το όνομά του πλάι στους δύο μεγάλους πρωτεργάτες της δημοτικής, Μανόλη Τριανταφυλλίδη και Αχιλλέα Τζάρτζανο, που προηγήθηκαν με τη συγγραφή της Γραμματικής και του Συντακτικού, αντίστοιχα. Το 1966 εμπνεύστηκε και κυκλοφόρησε το «μεγάλο έργο της ζωής του», όπως αποκαλεί τη «Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» - 24 μεγάλοι και ογκώδεις τόμοι, με 22.000 δίστηλες σελίδες.

Την ίδια χρονιά εκδίδει και τη «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (Μ.Ε.Ν.Λ.), ένα έργο το οποίο στις μέρες μας επανεκδίδεται βελτιωμένο και ανανεωμένο σε 24 τόμους (από τους 12 αρχικούς). Ομως, πόσο εύκολη είναι σήμερα μια τέτοια προσπάθεια; Ο Χάρης Πάτσης απαντά: «Η Μ.Ε.Ν.Λ., όπως και όλες οι μεγάλες εγκυκλοπαίδειες, είναι έργο αναφοράς και δεν κινδυνεύει από την κυριαρχία της ηλεκτρονικής - ψηφιακής τεχνολογίας. Το ρίσκο, ωστόσο, που ενέχει η έκδοση τόσο μεγάλων έργων έγκειται στις υψηλές αρχικές δαπάνες ως προς την υλοποίησή τους, που συνδυάζονται με τη χαμηλού ρυθμού οικονομική απόσβεσή τους».

Σήμερα, την εκδοτική του προσπάθεια κατά βάση συνεχίζει ο γιος και διάδοχός του, Χάρης-Τζο Πάτσης, ο οποίος το 1996 ίδρυσε το «Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση», το οποίο εκτός από ανατυπώσεις των παλαιών έργων, έχει πραγματοποιήσει και πολλές νέες εκδόσεις και έχει προγραμματίσει την επέκταση της εκδοτικής του δραστηριότητας στον τομέα των ψηφιακών εκδόσεων. Για το μέλλον πάντως των εκδόσεων, γενικά, ο Χάρης Πάτσης μάς λέει χαρακτηριστικά: «Θα σας απαντούσα μαζί με τον Μπερνάρ Φοβρέλ λέγοντας πως: "Ο,τι συμβουλευόμαστε για μια σύντομη ενημέρωση, θα γίνεται ηλεκτρονικά, ό,τι όμως διαβάζουμε, θα παραμείνει κυριολεκτικά επί χάρτου". Σε ό,τι αφορά το μελλοντικό πρόγραμμα των εκδόσεών τα σχέδια ως προς το λογοτεχνικό τομέα είναι να συνεχίσουμε να εκδίδουμε κάθε χρόνο ένα "ΕΤΗΣΙΟ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ" της Μ.Ε.Ν.Λ., επειδή το έργο είναι διαχρονικό και στόχος μας είναι να συγκεντρώνουμε και να προβάλλουμε, μαζί με τους παλαιούς, και τους νέους συγγραφείς και λογοτέχνες που αναφαίνονται στα Γράμματα κάθε έτος.

Σε ό,τι, δε, αφορά τις υπόλοιπες εκδόσεις, θα συνδυάσουμε και τις δύο μορφές παρουσίασής τους: την έντυπη και την ψηφιακή». Και στο ερώτημα ποια είναι η αναγνώριση της Πολιτείας απέναντι στην πολύχρονη και πολυμορφική του προσφορά, εμφανίζεται ευχαριστημένος: «Η Πολιτεία αναγνώρισε και επίσημα το έργο και την πνευματική προσφορά μου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου (ο πρεσβύτερος) μού απένειμε το Α' Χρυσό Μετάλλιο Παιδείας, "για την προσφορά μου στην Παιδεία και τα Ελληνικά Γράμματα", το Παιδαγωγικό Τμήμα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστήμιο Αθηνών μού απένειμε τιμής ένεκεν το "Αριστείο για την πολυετή προσφορά μου στα δρώμενα της Ελληνικής Παιδείας", το υπουργείο Βορείου Ελλάδος με έχει βραβεύσει με Χρυσή πλακέτα στις εκδηλώσεις τού "Πνευματικού Μάη", η Ενωση Ελλήνων Λογοτεχνών μού έχει απονείμει το "Χρυσό Βραβείο Α' Τάξης" για την προσφορά μου στην ελληνική λογοτεχνία κ.ά.». «Η μεγαλύτερη όμως τιμή», όπως μας ομολογεί, «είναι η αγάπη του λαού μας και οι συγκινητικές εκδηλώσεις των Ελληνόπουλων προς το πρόσωπό μου, που μου δίνουν τη δύναμη ώστε και σήμερα ακόμη, σχεδόν αιωνόβιος, να εξακολουθώ να εργάζομαι και να προσφέρω πνευματικό έργο». *

Πώς να ερμηνεύσουμε τη λογοτεχνία;

  • Mark Angenot, Jean Bessiere, Douwe Fokkema, Eva Kushner (επιμελητές)
  • Θεωρία της λογοτεχνίας. Προβλήματα και προοπτικές
  • μτφρ.: Τιτίκα Δημητρούλια.
  • εκδόσεις Gutenberg, σ. 633, ευρώ 39
Ο τόμος Θεωρία της λογοτεχνίας εγκαινιάζει τη σειρά Σύγκριση και θεωρία της λογοτεχνίας, την οποία έχει αναλάβει για λογαριασμό των εκδόσεων Gutenberg ο Ζ. Ι. Σιαφλέκης. Το έργο έχει μιαν ορισμένη ηλικία (κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1989), και αφήνει εκ των πραγμάτων έξω από τη συζήτηση τάσεις και ρεύματα που αναπτύχθηκαν στο πεδίο της θεωρίας της λογοτεχνίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας (κυρίως τον προβληματισμό των μετααποικιακών σπουδών, αν και ούτε οι σαφώς γηραιότερες πολιτισμικές σπουδές καταλαμβάνουν κάποια διακριτή θέση στις σελίδες του). Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ρίχνει την παραμικρή σκιά στις ποικιλώνυμες προσεγγίσεις του, οι οποίες μοιάζουν να μην έχουν χάσει ούτε κατ' ελάχιστον τη ζωντάνια τους στις μέρες μας, σχηματίζοντας έναν περιεκτικό χάρτη των ιδεών και των συστημάτων που απασχόλησαν τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και την προτελευταία δεκαετία του 21ου αιώνα.

Γραμμένα από πανεπιστημιακούς της Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ρωσίας, τα κείμενα της Θεωρίας της λογοτεχνίας βγαίνουν από την καρδιά της συγκριτικής φιλολογίας και κινούνται γύρω από τέσσερις κεντρικούς άξονες, που διαμορφώνουν και τις ισάριθμες ενότητες του έργου. Ο πρώτος άξονας αναφέρεται στην ταυτότητα του λογοτεχνικού γεγονότος, στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τη λογοτεχνία και στις έννοιες τις οποίες συγκροτούμε προκειμένου να την ορίσουμε (Ταυτοποίηση και ταυτότητες του λογοτεχνικού γεγονότος). Ο δεύτερος άξονας καλύπτει τα λογοτεχνικά συστήματα: τη σχέση της λογοτεχνίας με τα γένη της, αλλά και με την Ιστορία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό, όχι μόνο στην πολλαπλώς εξερευνημένη Δύση, αλλά και στην πολλαχώς αγνοημένη Ανατολή (Το λογοτεχνικό σύστημα). Ο τρίτος άξονας έχει να κάνει με το παιχνίδι επικοινωνίας, το οποίο γεννά ή στο οποίο μετέχει η λογοτεχνία (Κείμενο και λογοτεχνική επικοινωνία). Ο τέταρτος, τέλος, άξονας είναι ο κρισιμότερος και θέτει ένα καίριο, διπλό ερώτημα: το ερώτημα του πώς να ερμηνεύσουμε τη λογοτεχνία, όπως και του τι προσφέρει η λογοτεχνία προς ερμηνεία (Δρόμοι και τρόποι της κριτικής). Η ερμηνεία αυτήν καθεαυτήν αποτελεί πρόβλημα, όπως γράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους, και χρειάζεται να τη σκεφτούμε ξανά και ξανά, ακόμη κι αν ξέρουμε πως δεν έχουμε πολλές πιθανότητες να φτάσουμε σε κάποια συμφωνία ή σ' ένα κοινό συμπέρασμα.
  • Ταυτότητα, λογοτεχνικά συστήματα και επικοινωνία
Κανένας από τους συνεργάτες του τόμου δεν προσέρχεται στο τραπέζι με την οποιαδήποτε βεβαιότητα για το παρόν ή για το παρελθόν του αντικειμένου του. Ξεκινώντας από τον πρώτο άξονα, τον άξονα για την ταυτότητα της λογοτεχνίας, καθίσταται αμέσως φανερό πως ενώ οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες, ειδικότερα δε η συγκριτική φιλολογία, ένιωθαν στα πρώτα τους βήματα κολακευμένες γιατί μπορούσαν να ανοίξουν έναν δρόμο για τη μετάβαση από το επιμέρους και το ειδικό προς το γενικό και το καθολικό, αντανακλώντας μιαν επιστημολογική αναζήτηση (και φιλοδοξία) που είχε ξεκινήσει από τον Μεσαίωνα, στην πορεία συνειδητοποίησαν πως έπρεπε να επιχειρήσουν μια σύνθεση (μια ταυτοχρονία) ειδικού και γενικού, η οποία δεν έχει πάψει να συνιστά ζητούμενο της έρευνας μέχρι και σήμερα (Pierre Laurette). Και ως προς τους δεσμούς, ωστόσο, της λογοτεχνίας με την Ιστορία και την κοινωνία, οι οποίοι εξετάζονται στη δεύτερη ενότητα, την ενότητα για τα λογοτεχνικά συστήματα, η κουβέντα γίνεται γύρω από τις αμφιβολίες που εγείρονται από έναν επανερχόμενο δυϊσμό. Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, όπου τον κυρίαρχο ρόλο αναλαμβάνουν οι παράγοντες εκτός ή προ του λογοτεχνικού κειμένου (οι λογοτεχνικοί θεσμοί, για παράδειγμα, σε συνάρτηση με τους κρατικούς μηχανισμούς και την ιδεολογία) ή κοινωνιοκριτική, όπου στην επιφάνεια ανεβαίνουν τα ενδοκειμενικά και τα διακειμενικά στοιχεία; Η μόνη δυνατή απάντηση είναι και πάλι μια σύνθεση, με τους δύο κλάδους «να διαρθρώνονται ο ένας επί του άλλου» και να μη μας επιτρέπουν να διανοηθούμε ότι μπορούν να προοδεύσουν ξεχωριστά (Edmond Cros).

Οι αμφιβολίες κατακλύζουν και την τρίτη ενότητα, την ενότητα για το επικοινωνιακό παιχνίδι της λογοτεχνίας, που έχει τραβήξει την προσοχή όλων των θεωριών της πρόσληψης. Ποιος είναι εδώ ο πομπός και ποιος είναι ο δέκτης; Το κείμενο ή ο αναγνώστης; Ενα λογοτεχνικό κείμενο που υπερασπίζεται την ιστορική του φόρτιση ή μια νεότερη αναγνωστική εποχή που αλλάζει με τις σύγχρονες έγνοιες της τον ορίζοντα της παραδομένης σημασίας του; Και τι είναι η λογοτεχνία που διαβάζουμε; Ενα κείμενο διαφορετικό από τα μη λογοτεχνικά κείμενα ή ένα σημειοδοτικό και σημασιολογικό σύνολο που ορίζει με σαφήνεια τη διαφορά του από τα υπόλοιπα όμορα σύνολα; Η όποια απάντηση ή λύση δεν μπορεί παρά να έχει, για άλλη μία φορά, διερευνητικό χαρακτήρα: κάνουμε παραδοχές, δεν αρνούμαστε τις διαψεύσεις, είμαστε υποχρεωμένοι να διατυπώνουμε διαρκώς καινούριες υποθέσεις (Elrond Birch).
  • Το τέλος του κριτικού-τρισμέγιστου ιερέα-ερμηνευτή
Η έλλειψη βεβαιοτήτων βρίσκει, όπως είναι αναμενόμενο, την αποθέωσή της στην τέταρτη ενότητα, την ενότητα για τη λογοτεχνική ερμηνεία. Σίγουρα ο κριτικός-μέγας ιερέας-ερμηνευτής, που επωμίζεται την ευθύνη να μεταφράσει το θέλημα ενός επτασφράγιστου θεϊκού μηνύματος, έχει απέλθει οριστικά από τη σκηνή. Το μόνο που είναι σε θέση να διεκδικήσει ο κριτικός του καιρού μας είναι όχι να αποκαλύψει και να θεμελιώσει ένα συγκεκριμένο νόημα, αλλά να θέσει το πλαίσιο για να κυκλοφορήσουν προς έγκριση πολλά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους νοήματα. Αλλά κι αυτό αμφισβητείται. Οι θεωρητικοί αντιτάσσουν στην τέχνη της ερμηνείας του κριτικού, που συνιστά μια προικισμένη προσωπική περιπέτεια, την επιστήμη της λογοτεχνίας, που λειτουργεί και προάγεται μέσα από τις ερευνητικές της εργασίες. Θεωρητικοί, όμως, και κριτικοί μοιάζουν αναπόφευκτα πιασμένοι στο δίχτυ της ερμηνείας. Χωρίς την ερμηνεία (εκτός κι αν ακούσουμε τους αποδομιστές, που κηρύσσουν το ερμηνευτικό ανέφικτο), κανένας δεν θα καταλάβει και δεν θα κατανοήσει το παραμικρό στο λογοτεχνία. Αρκεί η ερμηνεία να σπάσει τα όρια του υποκειμενικού και να πάει προς το διυποκειμενικό, μεταδίδοντας το νόημα το οποίο έχει οικειοποιηθεί και στους άλλους (Mario Valdes).


Και η αξιολόγηση; Η αξιολόγηση είναι ύποπτη, παραπλανητική και επικίνδυνη γιατί παραπέμπει στην υψηλή λογοτεχνία, που προσπαθεί να αντιπαραβάλει στον κατακερματισμένο κόσμο του ύστερου καπιταλισμού μιαν ανεύρετη, μυθολογική ενότητα: η έννοια της υψηλής τέχνης και της αισθητικής κρύβει τη χειραγώγηση της λογοτεχνίας από την πολιτική και την κοινωνική εξουσία (Jochen Schulte-Sasse). Σύμφωνοι, αλλά κι έτσι υπάρχει κίνδυνος να παραπλανηθούμε. Επειδή η άρνηση της αξιολόγησης κρύβει τη δυνατότητα της λογοτεχνίας να αμφισβητεί τις κατεστημένες αξίες, φωτίζοντας μ' έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο τις προϋποθέσεις της ισχύος τους. Τα πράγματα, ας μην το ξεχνάμε, έχουν πάντα διπλή και τριπλή όψη.

Η μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια, που έχει προσέξει εξαντλητικά την ορολογία και τις αναφορές των κειμένων του τόμου, καταφέρνει να δείξει ακόμη και στον μη προϊδεασμένο αναγνώστη πως η θεωρία της λογοτεχνίας δεν είναι γλωσσικό τέρας ούτε εννοιολογική Βαβέλ, αλλά ζωντανή, λογική και επαγωγική έκφραση. Αξιος ο κόπος της. *

Sunday, November 21, 2010

Η αριστοκρατικότητα της τέχνης και της αριστεράς

  • Βούλγαρης Κ., ΑΥΓΗ: 21/11/2010
Με προεκλογικές δηλώσεις τους, ο στιχουργός και μυθιστοριογράφος Μάνος Ελευθερίου και η ποιήτρια Κική Δημουλά ετάχθησαν δημοσίως υπέρ της υποψηφιότητας του Ηλία Ψινάκη, ο οποίος, ως ήτο φυσικό, με τέτοια υποστήριξη, επρώτευσε κατά τη σταυροδοσία στο συνδυασμό του κ. Κακλαμάνη, ενώ αν επρώτευε και ο συνδυασμός, ο πνευματώδης ανήρ ήτο βέβαιο ότι θα κατελάμβανε, αυτοδικαίως, τη θέση του Αντιδημάρχου επί θεμάτων Πολιτισμού.


Όταν ο Μάνος Ελευθερίου και η Κική Δημουλά ψηφίζουν Ηλία Ψινάκη...
Μετά όμως την (μη αναμενόμενη...) ήττα του συνδυασμού Κακλαμάνη, θα πρέπει να πάψουμε να ανησυχούμε. Η δημοκρατική και αισθητική τάξη απεκατεστάθη και μπορούμε πλέον να κοιμούμαστε ήσυχοι. Ο πολιτιστικός μας πολιτισμός δεν κινδυνεύει. Άλλωστε, το εγγυώνται η ποιότητα του έργου των δύο δημιουργών, του Μάνου Ελευθερίου και της Κικής Δημουλά.

Έτσι δεν είναι; Μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το έργο τους; Ποιος θα τολμήσει κάτι τέτοιο, αφού αυτό έχει ήδη εγγραφεί με χρυσά γράμματα στις σελίδες του νεοελληνικού πολιτισμού; Ποιος έχει το κουράγιο να πάει κόντρα στην πάνδημη λαϊκή αποδοχή τού εν λόγω έργου; Με τι κουράγιο θα αρθρώσει τον αντιρρητικό λόγο του;

Επιπλέον δε, είναι δυνατόν κάποιος, σήμερα, να συνδέσει τη δημόσια στάση ενός συγγραφέα με το έργο του; Εκατομμύρια σελίδες τυπωμένου χαρτιού χρειάστηκαν για να γίνει αυτή διάκριση. Είναι δυνατόν κάποιος, σήμερα, να απαιτεί από έναν συγγραφέα, και εν γένει καλλιτέχνη, να έχει σαφή πολιτική τοποθέτηση, ακόμα και στις δημοτικές εκλογές; Άλλα τόσα εκατομμύρια σελίδων έχουν γραφεί για την «ελευθερία» του καλλιτέχνη. Και, τέλος πάντων, δεν παίζουν ρόλο οι διαπροσωπικές σχέσεις; Και, κυρίως, ο καλλιτέχνης δεν δικαιούται να έχει τη δικιά του, «προσωπική» γωνία θέασης των πολιτικών και κοινωνικών δρώμενων;

Να λοιπόν που όλα συνηγορούν υπέρ της ελευθερίας του λόγου και των προσωπικών πολιτικών προτιμήσεων των συγγραφέων, και δη του Ελευθερίου και της Δημουλά. Μάλιστα, είναι τόση μεγάλη η ισχύς αυτής της «ελευθερίας», που θα ήταν μάταια, και ιδεολογικά «ύποπτη», κάθε απόπειρα να εισαγάγει κάποιος και άλλες παραμέτρους για να εξηγήσει τη στάση των δύο συγγραφέων. Δηλαδή, παραμέτρους κοινωνικές, δημοσίων σχέσεων, καιροσκοπισμού και άλλες συναφείς.

Και το έργο τους; Δεν συνεχίζει να λάμπει; Αμαυρώθηκε, έστω και λίγο, από αυτή τη στάση τους; Δεν νομίζω. Άλλωστε, συνηθίζεται οι συγγραφείς, στο πλαίσιο της «πολυσημίας» του έργου τους, να έχουν και μια «πολύσημη» δημόσια στάση. Π.χ., πριν από λίγο καιρό ο Ελευθερίου υπέγραφε υπέρ της Δημοκρατικής Αριστεράς, ενώ οι σχέσεις και επαφές της «αποστασιοποιημένης» ποιήτριας με τους εκάστοτε κυβερνώντες είναι παροιμιώδεις.

Ναι, αλλά η κοινωνία θα συνεχίζει να διαβάζει, να εκτιμά και να τιμά τον Ελευθερίου και τη Δημουλά. Έτσι είναι. Είμαστε όλοι συνένοχοι λοιπόν; Όχι, αλλά το μόνο που μπορώ να επικαλεστώ είναι πως εδώ, στις «Αναγνώσεις», στα οκτώ χρόνια που υπάρχουν, για τα πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του Μάνου Ελευθερίου δεν έχει γραφεί ούτε λέξη (καθ' ότι πρόκειται για παραλογοτεχνία και κανείς συνεργάτης μας δεν προσφέρθηκε να κάνει και τη στοιχειωδέστερη κριτική...), ενώ για το όλο έργο και τα εκδοθέντα βιβλία της Κικής Δημουλά υπάρχει μόνο ένα, κι αυτό αντιρρητικό κείμενο, που αμφισβητεί ευθέως την ποιητική τους αξία.

Και τι έγινε; θα μπορούσε να πει κάποιος. Οι αναγνώστες, φυσικά και πολλοί αναγνώστες της Αυγής, τους διαβάζουν, και η κοινωνία τούς επιδαψιλεύει τιμές. Το δε έργο τους είναι τόσο σημαίνον, για τη σύγχρονη νεοελληνική κουλτούρα, που η σιωπή κάποιων σελίδων είναι ασήμαντη. Ναι, έτσι είναι.

Ναι, έτσι θα ήταν, αν η συνθήκη της τέχνης ήταν «δημοκρατική». Η κυρία Λένα Μαντά (των 150.000 αντιτύπων για κάθε βιβλίο της) θα ήταν ήδη κάτοχος του Νόμπελ, και όχι η κ. Δημουλά, που επί έτη πολλά πασχίζει. Ο δε Μάνος Ελευθερίου θα έπρεπε, με τα τόσα πολυτραγουδισμένα στιχάκια του, να έχει ήδη ανακηρυχθεί ύπατος των ποιητών, έστω μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ο δε κ. Ψινάκης θα δικαιούτο όχι τη θέση του Αντιδημάρχου Πολιτισμού, αλλά τον ίδιο το θώκο του Δημάρχου Αθηναίων, αφού αυτό επιτάσσουν τα νούμερα της τηλεθέασης και, όπως έλεγαν παλιά, «βοή λαού»...

Μόνο που η συνθήκη της τέχνης δεν είναι «δημοκρατική», αλλά αριστοκρατική, χωρίς εισαγωγικά. Ναι, λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες του Ελευθερίου και της Δημουλά, η καλλιτεχνική αξία του όποιου έργου τους δεν κρίνεται από τη δικιά σας αποδοχή, αλλά από τις κριτικές αποτιμήσεις του, και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Η δικιά σας αποδοχή αποτελεί απλώς έναν δείκτη της νεοελληνικής ιδεολογίας, των αισθητικών προτιμήσεων της κοινωνίας στα χρόνια αυτά κλπ κλπ. Σίγουρα, δε, αυτή η αποδοχή θα αποτελέσει το αντικείμενο μιας σχετικής διδακτορικής διατριβής, σε ένα Τμήμα Πολιτισμικών Σπουδών κάποιου Πανεπιστημίου. Και μιας ακόμη διατριβής, γιατί η δικιά σας αποδοχή συνιστά ένα ισχυρό τεκμήριο της σημερινής, γενικευμένης κρίσης της νεοελληνικής κοινωνίας.

Ναι, αλλά οι σελίδες βιβλίου μιας εφημερίδας της αριστεράς, ακόμα κι αυτό εδώ το κείμενο, πώς μπορεί να αδιαφορούν για τη γνώμη της κοινωνίας, πόσο μάλλον να τη χλευάζουν; Μπορούν, αλλά η απάντηση δεν βρίσκεται στα πολιτικά κιτάπια αλλά μόνο στο χώρο της τέχνης. Ο φίλος μου πεζογράφος Τάσος Γουδέλης μου έλεγε προσφάτως οι αριστεροί είναι εξ ορισμού εστέτ, η δε σχέση τους με την κοινωνία αριστοκρατική. Γιατί, απλούστατα, δεν αποδέχονται και δεν σέβονται την εικόνα που έχει η κοινωνία για τον εαυτό της, δεν την «εκφράζουν», όπως κάνουν οι άλλοι πολιτικοί χώροι, αλλά επιχειρούν να της αλλάξουν αυτή την εικόνα που έχει για τον εαυτό της...

Γι' αυτό άλλωστε η σχέση της αριστεράς με την κοινωνία, άλλοτε ισχυρή άλλοτε αναιμική, είναι μια ποιοτικά διαφορετική πολιτική σχέση. Η σχέση της αριστεράς με την τέχνη; Ας το αφήσουμε... ίσως για μια άλλη φορά...

Οι πιπεριές, η «Επιθεώρηση Τέχνης» και το Μνημόνιο...

  • Του Β.Π. Καραγιάννη, Η ΑΥΓΗ: 21/11/2010
Ολόκληρη η σειρά αυτού του σπουδαίου, πνευματικού περιοδικού, στον μικρό μας τόπο υπάρχει, αργούσα, ήγουν αχρησιμοποίητη είναι και η μοναδική, σε μια βιβλιοθήκη οίκου, στο σπίτι του αλήστου (αλησμόνητου δηλονότι,) Κυριάκου Σιδηρόπουλου στο Μαυροδένδρι. Αυτός πριν από 22 χρόνια άνοιξε τα φτερά της μηχανής του και πέρασε τα όρια του επέκεινα, χάθηκε δε στο μέγα τίποτα της ύλης και στο ελάχιστο πλέον της μνήμης
Μια επίσκεψή μου, ξέχασα τον λόγο, στο σπίτι της μεγάλης κυρίας της πόλεώς μας στην επιστήμη, τον πολιτισμό, στην κοινωνική της συμμετοχή, (στον Σύλλογο Γυναικών Κοζάνης, 30 τόσα χρόνια ύπαρξης, και ζωή να έχει ο θεσμός) ιατρό οδόντων Αίγλης (τι ωραίο όνομα) Γκατζογιάννη, με έφερε κατέναντι της βιβλιοθήκης της. Γνωρίζοντας το πάθος επί των βιβλίων και τα εξ αυτών πάθη, όπως αυτά της διαρπαγής και κατακράτησης, «Πάρε ό,τι θες» με προέτρεψε. Προς τι όμως αυτές οι περισυλλογές, διαρπαγές, μανικές τελικά καταστάσεις; Το πέλαγος των βιβλίων ποτέ δεν θα διαπεραστεί ή να διασχιστεί από άνθρωπο. Λιγοστός ο χρόνος επί γης και ζωής κι αυτό μεγαλώνει έως απείρου.

Από την άλλη το ανικανοποίητο επ’ αυτών (ανάγνωση, απόκτηση, φύλαξη) ούτε κι αυτό κατευνάζεται αλλά αφήνει τον υποτελή του σε μια διαρκή κατάσταση χαρμάνη, αξεχαρμάνιαστου. Ως εκ τούτου δέσμιος των ημών παθών γιατί όχι και των λαθών (η καταβύθισή μου στις γραμμένες και τυπωμένες λέξεις μ’ έκανε να θεωρώ τα ορθογραφικά και τυπογραφικά μου λάθη οδυνηρότερα και να ντρέπομαι γι' αυτά περισσότερο από τα λάθη επί του προσωπικού), διάλεξα, άρπαξα δηλαδή, ένα δεμένο τόμο με τα αφιερώματα της «Επιθεώρησης Τέχνης», τα οποία όλα σχεδόν είχα κατά μόνας, αλλά αυτός ήταν δεμένος από παλιά, άρα λίαν ελκτικός. Οπότε; Με την ευκαιρία, ολόκληρη η σειρά αυτού του σπουδαίου, πνευματικού περιοδικού, στον μικρό μας τόπο υπάρχει, αργούσα, ήγουν αχρησιμοποίητη είναι και η μοναδική, σε μια βιβλιοθήκη οίκου, στο σπίτι του αλήστου (αλησμόνητου δηλονότι,) Κυριάκου Σιδηρόπουλου στο Μαυροδένδρι.

Αυτός πριν από 22 χρόνια άνοιξε τα φτερά της μηχανής του και πέρασε τα όρια του επέκεινα, χάθηκε δε στο μέγα τίποτα της ύλης και στο ελάχιστο πλέον της μνήμης. Μάζευε στάγδην τα τεύχη της από τα παλαιοπωλεία της Αθήνας και ολοκλήρωσε τη σειρά λίγο πριν ολοκληρώσει την επί γης, τόσο σύντομη ουσία του. Μάζευε και για μένα αλλά δεν νομίζω πως την ολοκλήρωσα. Γι αυτό και την ψάχνω ακόμα! Ματαιότητες φυσικά. Το δείχνει η αδόκητη τότε φυγή του και η «απαρηγόρητη» (αλίμονο, λέξεις λέξεις μόνον) ανάμνησή του. Με τ’ όνομά του συστήθηκε και υπάρχει, κάπου κάπου δε εμπλουτίζεται με βιβλία τα οποία στέλνουν ή φέρνουν οι άλλοτε φίλοι του (επώνυμοι της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της πολιτικής) από την Αθήνα σε μια χειρονομία αναζήτησης της περασμένης (μήπως και «χαμένης» τους) νιότης. Λειτουργεί σποραδικά υπό την εποπτεία του προέδρου του Μορφωτικού (λίαν δραστήριου) Συλλόγου του χωριού. Η μνήμη του ξεθωριάζει, απομακρύνεται στο βάθος του καιρού, όμως ο αέρας του, σε όσους τον έζησαν, ακόμα διατηρεί μιαν «δρόσο» Βαρναλική, αυτός ο τελεσίδικα (τότε) ανιδιοτελής ενεργός πολίτης της επιστήμης (χημικός) των γραμμάτων, κι ο Καβάφης τον έθελγε (αν και χημικός τον δίδασκε στην τάξη του, κι έφυγε κατά τον τρόπο του): «Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη». Πρωτίστως δε ο αγόγγυστος κι αγονάτιστος της πολιτικής και της πολιτισμένης (νυν διαλυμένης σε δεκάδες τρίμματα, όχι δεν θα πω ακόμα περιτρίμματα) αριστεράς.

Το άλλο βιβλίο που «χτύπησα» από το ευγενικό σαλόνι της κυρίας Αίγλης και τη βιβλιοθήκη της ήταν άγνωστο σε μένα ως τίτλος «Ο δρομάκος με την πιπεριά» (1959-1960) και συγγραφέας Δήμος Ρεντής (1925-1996), αλλά οικείο ως έκδοση κι αυτό απόρροια της συλλεκτικής μου πάθησης. Ήταν έκδοση των ΠΛΕ ήγουν «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» των πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία μετά τον εμφύλιο, που εξέδιδαν σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, εκδόσεις φυσικά απαγορευμένες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του διχασμού και της πέτρινης, ιδεολογικής απελπισίας.

Τις μάζευα κατά καιρούς από τα υπόγεια στα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης αργότερα τις βρήκα στα τοπικά γραφεία της ολιγοήμερης ...«Ενωμένης Αριστεράς» κι αμέσως μετά από τα πολυχρόνια γραφεία του θρυλικού ΚΚΕ Εσωτερικού. Διάβασα σε ηλεκτρονικές σελίδες για τον συγγραφέα, έναν τίμιο κι άδολο εργάτη του πνεύματος της αριστερής, λαϊκής γραφής και πάντα στην υπηρεσία του κόμματος και της ιδεολογίας του. Άλλα πεζά του έργα: «Τα δύο τάγματα», «Τα παιδιά της Αθήνας», «Το κουτί με τα σπίρτα», «Οι Θεοί κατεβαίνουν απ’ τον Όλυμπο», «Ψίχα ροδιού». Ήταν η εποχή που η «Επιθεώρηση Τέχνης» όριζε, με όλες τις δυσκολίες και ιδεολογικές δυσκαμψίες, τα πνευματικά ζητήματα της αριστεράς. Δεν το διάβασα, ασήκωτες πια οι 688 σελίδες του. Όμως το αισθάνομαι σαν κάτι γλυκό που έρχεται από έναν άλλοτε χρόνο, τον οποίο ναι μεν δεν γνώρισα λόγω ηλικίας, όμως θροΐζει μέσα μου ευεργετικά (θα ‘λεγα αδόκιμα, νοσταλγικά) καθώς βιώνουμε το ιδεολογικό ρημαδιό, τη σύνθλιψη επί του προσωπικού, την πολιτική φτήνια, τη δυσκολία εφ’ όλης της ύλης των ανθρώπων και των τρόπων τους.
Προς τι όλα αυτά;

Αφορμή στάθηκαν οι πιπεριές στο χωριό και στη Μάνα-πηγή νερού, όπου η μάνα-μητέρα διαπίστωσε ένα απόγευμα ήσυχο του Σεπτεμβρίου, ότι ο κήπος της εκεί παραβιάστηκε και εκλάπησαν οι πιπεριές του. Όλες! Μόνο οι πιπεριές, όχι οι ντομάτες. Σχεδόν τρυγήθηκαν. Άκουσα παλιότερα στην περιοχή μας το πως κάποιοι, «ευγενείς» πολίτες της (γνήσιοι στην καταγωγή) έκλεψαν όλα τα σταφύλια, αφού μπήκαν νύκτωρ σε ξένο αμπέλι σαν νοικοκυρές. Το τρύγησαν κανονικά. Το λοιπόν, εδώ ο κύριος κλέπτης πήρε όλες τις κάπως στρόγγυλες, που είναι κατάλληλες για τα γεμιστά, αλλά χωρίς κιμά, φαγητόν εξαίσιο.

«Να του μαζευτεί το χέρι σαν το πιπέρι» τον καταράστηκε η μάνα. Της είπα να αλλάξει τον λόγο κι άλλη «ευχή» να δώσει, ότι οι καιροί είναι δύσκολοι, σε λίγοι θα αρχίσουμε να τρώμε ο ένας τα δάχτυλα του άλλου. Οπότε το δάχτυλα θα του φάνε! Αμετάπιστη. Όλο το καλοκαίρι της περιποιούνταν και τις μεγάλωνε ευλαβώς. Ως εκ τούτου όποιος δει πολίτη του Δημοτικού Διαμερίσματος Λευκοπηγής κατά τη διάρκεια των νυν εκλογών, με χέρι σουφρωμένο αμέσως θα καταλάβει πως είναι το χέρι που σούφρωσε τις πιπεριές. Ας τον συγχωρέσει όμως αν για λόγους πείνης το έκανε. Έπεσε τόση πείνα εκ του αμνημόνευτου Μνημονίου ή απλώς το κλεπτικό έθος των Νεοελλήνων βρίσκεται σε έξαρση και έξαψη;

Των πολιτικών του κυρίως οι οποίοι δεν άφησαν τίποτε το άκλεπτον, εφόσον του παίρνει εννοείται - αλλά πως τυχαίνει στην πλειονοψηφία τους να τους παίρνει λίγο πολύ. Αναρωτιέται ο καλόπιστος ή ο ολιγόπιστος γείτων, ο περαστικός ή κι ο άγνωστος: «όλοι κλέβουν ατιμωρητί γιατί όχι κι εγώ;» Πιπεριές; Πιπεριές... Μήπως, όμως τις έβαλε στο χέρι και κανείς εξαρτημένος να τις πουλήσει, να πάρει τα ψυχία της επιούσιας δόσης του. Καθόλου απίθανο αν και τραγικά σπαρταριστό. Σε συνθήκες άγριας οικονομικής περιστολής μια κατηγορία που θα πληγεί θανάσιμα κι ως εκ τούτου θα ξεσαλώσουν είναι και οι ποικίλης φύσεως εξαρτημένοι -δεν εξαιρώ κι εκείνους των βιβλίων. Ήδη πουλούν τα σπιτικά τενεκέδια με το λάδι για το ολίγον της δόσης και το πλατωνικόν «δόσις δ’ ολίγην, φίλην τε» να γίνεται όμως γι’ αυτούς φίδι αμετάκλητα φαρμακερό. Θα αυξηθεί η παραβατικότητα η οποία πλην των άλλων σε οδηγεί μετά θάνατον κατευθείαν στην κοινή ζεματιστή κόλαση όλων (εν ζωή συνυπάρχουμε με την επιλεκτική των άλλων).

Δραγάτες στην ουσία μάλλον δεν έχουμε αν και οι μόλις πριν, τους επανέφεραν στη φύλαξη της υπαίθρου! Ποιος ξέρει πού υπάρχουν και σε τι γραφεία και πρωτόκολλα είναι χωμένοι και λανθάνουν ως τη ριμαδοσύνταξη. Ξέφραγα τα χωράφια και τ’ αμπέλια βορά σε κάθε πεινασμένο. Βέβαια ο κλέφτης των πιπεριών (μου θύμισε τον αντίστοιχο της Βαγδάτης ή τον αριστουργηματικό συγγενή του εκ Βουλγαρίας «Κλέφτη των ροδακίνων» που βλέπαμε στις αίθουσες τέχνης) πήρε μόνον τις κάπως στρουμπουλές, τις μυτερές και μικρές τις άφησε μεταξύ των οποίων και λίγες καυτερές. Έστω!

Απαγγέλλοντας Σαπφώ με τη γλώσσα του Ελύτη


Ανθολόγιο με σπαράγματα αρχαίων λυρικών ποιητών διασκευασμένα στη νεοελληνική
Tης Μαριας Tοπαλη, , Η Καθημερινή, Kυριακή, 21 Nοεμβρίου 2010
  • ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
    Πιο μουσική απ’ τη μουσική
    Μικρό λυρικό ανθολόγιο
    εκδ. Νεφέλη
Τι δεν βρίσκει κανείς σε τούτα τα ολιγόστιχα, ως επί το πλείστον, θραύσματα του «Μικρού Λυρικού Ανθολόγιου». Αραγε υπάρχουν στίχοι που να εκφράζουν το «λαϊκό αίσθημα» πιο επίκαιρα από εκείνους του Αθηναίου Σόλωνα: «Μα οι ίδιοι πάνε να την καταστρέψουν οι πολίτες/ ανόσια τη μεγάλη πόλη, υπακούοντας στο κέρδος,/ και των πολιτικών μας ηγετών η άδικη σκέψη/ που την ωθεί σε συμφορές η τόση αλαζονεία τους./ Γιατί δεν ξέρουνε την απληστία τους να συγκρατούνε/ ούτε σεμνά τις απολαύσεις να ποικίλλουν της ζωής τους./…

Υπάρχει νόστος πιο σπαραχτικός από αυτόν στο δίστιχο του Μεγαρέα Θέογνι: «Στον τόπο μου πια με καλεί ένα άψυχο κοχύλι,/ που μου μιλά σαν ζωντανό, κι ας το ’χουνε σκοτώσει»;

Κάποτε ο αναγνώστης, παρασυρμένος από τη γοητεία του πράγματος, θα γυρίσει τις σελίδες αναζητώντας το πρωτότυπο (υπάρχει ως παράρτημα, στο τέλος του βιβλίου). Θα υποκύψει στον εκμαυλισμό των παλαιών λέξεων, δοκιμάζοντάς τες στη γλώσσα, στον ουρανίσκο, στο αυτί: «αστέρων πάντων ο κάλλιστος/ Εσπερε…». Θα γυρίσει, έπειτα, ξανά μπροστά, στη μετάφραση: «Απ’ όλα τ’ άστρα το πιο ωραίο, Αποσπερίτη,/που όλα όσα σκόρπισε η αυγή τα φέρνεις πίσω,/ φέρνεις το πρόβατο φέρνεις και την κατσίκα,/ φέρνεις σε μάνας αγκαλιά και το παιδάκι…». Σκόρπισμα η μέρα, λέει η Σαπφώ, η νύχτα πύκνωση (θα συγκατένευε ο Νοβάλις).

«Για μένα όλος αυτός ο κόσμος δεν είναι τα εκθέματα ενός μουσείου αλλά ολοζώντανη ποιητική ύλη, με την οποία επιτρέπεται να πειραματίζονται (εντίμως…) οι δημιουργοί…» σημειώνει η μεταφράστρια, η βραβευμένη ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου. Σε σύντομο εισαγωγικό κείμενο υπερασπίζεται το εγχείρημά της να αποδώσει στη σημερινή μας γλώσσα τα σπαράγματα των αρχαίων λυρικών, με σθένος που θα προκαλούσε, δίκαια, τον φθόνο. Γιατί μαρτυρά αβίαστα (με σαπφική, ας μας επιτραπεί η παρομοίωση, φυσικότητα, τη φυσικότητα δηλαδή του αυτονόητου) τη θέση της υπέρ μιας άμεσης, απολαυστικής και επωφελούς χρήσης αυτής της ποίησης. Θα λέγαμε «χωρίς πολλά-πολλά», με βιωματικής χροιάς τεκμηρίωση.

Τοπία αρχετυπικά (η Θράκη, ο Εβρος, το Αιγαίο) ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας. Τα παλαιά γλώσσα και νόημα, είτε άυλα, είτε χειροπιαστά, ανακρούονται διαρκώς στο νέο, και αντιστρόφως. Οι στίχοι (εν ονόματι του ανθρώπου, σωματικού, μουσικού και εμμενούς) μοιάζουν απείραχτο κέντρο ενός χρόνου που στροβιλίζεται ρευστός.

Σαν αγχωμένος μεσήλικας ήρωας του γαλλικού σινεμά απαγγέλλει εκεί, ιδρώνοντας και ξεφυσώντας, ο Ιβυκος για τον Ερωτα: «Τον τρέμω, αλήθεια, όπως ορμάει στα γηρατειά μου,/ άλογο σε άρμα με ταχύτατους τροχούς, που θριαμβεύει,/ και άθελά μου μες στον ανταγωνισμό με ρίχνει…».
  • Ο Σιμωνίδης
Κι ο επιγραμματικός Σιμωνίδης αναπαράγει διακειμενικά τον Ομηρο, επιτυγχάνοντας πολυσημίες γύρω από την ανθρώπινη αυταπάτη: «Καθώς των φύλλων οι γενιές είναι οι γενιές των ανθρώπων».
Το ποίημα του Βακχυλίδη για τον Θησέα είναι από μόνο του ένα σενάριο φανταστικού ταξιδιού· θα το ζήλευαν εξίσου οι Βερν και Κλαρκ, περισσότερο όμως οι δημιουργοί κόμιξ επιστημονικής φαντασίας, για τον κινηματογραφικό καταιγισμό των εικόνων, ιδίως κατά την περιπλάνηση του Θησέα στον βυθό και τη συνάντησή του με τις Νηρηίδες («Σέλας φλεγόμενο το αστραποβόλο κορμί τους, στριφογυρνούν χρυσές κορδέλες στα μαλλιά τους, χορεύουν με νερένια πόδια και γελούνε!»).

Αν χρειάζεται η ποίηση τεκμήριο και υπεράσπιση για τη «χρησιμότητα», ας πούμε καλύτερα: για την εδώ και τώρα δραστικότητά της, της το παρέχουν με το παραπάνω τούτα τα αρχαία θραύσματα που, με τη βοήθεια της μετάφρασης, λάμπουν ενισχυμένα, θαρρείς, από τον χρόνο. Κόντρα στη μουμιοποίηση που επιβάλλει, αιώνες τώρα, η παραδοσιοκρατία, η Χριστοδούλου προτείνει μια χειραφετημένη σχέση προς το υλικό με το σύνολο των επιλογών της: εξαίρει, πρώτον, την αποσπασματικότητα ως σύγχρονη αναγνωστική συνθήκη αντιστοιχώντας την στη «φυσικότητα» των αρχαίων θραυσμάτων· θητεύει στη σπειροειδή τροχιά της διασκευής, αποδίδοντας τη Σαπφώ με βάση τον Ελύτη, όχι με βάση το πρωτότυπο· επισημαίνει, τέλος, την υπερκείμενη ενότητα της ποίησης, περιλαμβάνοντας στο λυρικό ανθολόγιο στίχους των τριών μεγάλων τραγωδών.

Θέλω να αφηγηθώ ιστορίες αγάπης



Ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας, Μισέλ Ουελμπέκ, αφήνει να φανεί ο σκανταλιάρης αλλά και στοχαστικός εαυτός του
  • Συνέντευξη στον Σπυρο Γιανναρα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 21 Nοεμβρίου 2010
«Εχω τη φιλοδοξία να περιγράψω επιμελώς ό,τι εκμηδενιστικό περιέχει η σύγχρονη ζωή, την ισοπεδωτική πλευρά μιας ζωής ως ακολουθία υπαλληλικών υποχρεώσεων, θέλω επίσης να αφηγηθώ ιστορίες αγάπης», μονολογεί ο Ουελμπέκ, βυθισμένος στον καναπέ και στον εαυτό του. Μιλάει αργά και σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, καπνίζοντας τα τσιγάρα του μέχρι την άκρη. Δαγκώνει το φίλτρο. «Η ψυχρή όμως διαπίστωση εκλαμβάνεται συχνά ως αμείλικτη καταγγελία. Είναι αλήθεια ότι η ψυχρότητα έχει πολύ μεγάλη δύναμη...»

Μέχρι πριν από λίγο, αγωνιούσαμε έξω από την πόρτα με την εκδότρια της «Εστίας», την Εύα Καραϊτίδη και τη φωτογράφο Ελισάβετ Μωράκη μη γνωρίζοντας αν θα παραχωρήσει τελικά τη συνέντευξη. Μας υποδέχθηκε ευδιάθετος σε ένα δωμάτιο με ονειρεμένη θέα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και ξέστρωτο, ανάκατο κρεβάτι. Στη διάρκεια της συζήτησης και του επακόλουθου περιπάτου ανοίχτηκε σαν σπάνιο αγοραφοβικό νυχτολούλουδο, έκανε καλαμπούρια και μιμήσεις, σκάζοντας στα γέλια σαν σκανταλιάρης πιτσιρικάς.

Η προπορευόμενη φήμη του ως εξαιρετικά δύστροπου και προκλητικού συγγραφέα μοιάζει να είναι η άμυνα ενός πληγωμένου και αποσυνάγωγου ανθρώπου. Περιγράφει τον τρόμο που ένιωσε όταν έπεσαν πάνω του οι ορδές των Γάλλων δημοσιογράφων τη μέρα της ανακοίνωσης του διάσημου βραβείου Γκονκούρ. Αν είχε μαζί του τον σκύλο του, θα τον είχαν σίγουρα ποδοπατήσει. Η συζήτηση φτάνει στο βραβευμένο μυθιστόρημα «Ο χάρτης και η επικράτεια». Ο ήρωας, ο ζωγράφος Τζεντ Μαρτέν αντιλαμβάνεται την σπανιότητα του έρωτα. Αυτό όμως δεν προσπαθεί να περιγράψει σε όλα του τα έργα, το κατά πόσον ο έρωτας είναι ακόμη μια δυνατότητα;

«Ναι. Μπορούμε να απαντήσουμε απλώς ναι, έτσι δεν είναι; Ναι», απαντάει σκεφτικός. «Ισως όχι το πρώτο που είναι πιο... ομοφυλοφιλικό μυθιστόρημα δεν ξέρω να κάνω. Οπότε πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον μια γυναίκα για να αρχίσει να τίθεται το ερώτημα. Και στο πρώτο δεν υπήρχαν καθόλου. Βέβαια, το πρώτο είναι ξεχωριστή περίπτωση, δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα». Με κοιτάζει επίμονα στα μάτια περιμένοντας την επόμενη ερώτηση. Ομως είναι ένα βλέμμα γυάλινο, στραμμένο προς τα μέσα.

– Στα μυθιστορήματά σας περιγράφετε την παρακμή της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Στο πεισιθάνατο συγκλονιστικό τέλος του «Χάρτη» δεν περιγράφετε απλώς και μόνο το τέλος της βιομηχανικής εποχής, αλλά κι εκείνο του δυτικού κόσμου που καταπνίγεται από την άγρια βλάστηση.

– Δεν την προοιωνίζομαι. Περιγράφω μια αλήθεια, γιατί η βλάστηση πάντοτε κερδίζει. Δεν είναι το τέλος της Δύσης, αλλά κάτι πολύ πιο σοβαρό. Στην αρχή του βιβλίου, ο συγγραφέας αφηγείται ότι πέρασε ένα βράδυ των παιδικών του χρόνων κλαίγοντας γιατί συνειδητοποίησε ότι το σύμπαν πρόκειται να παγώσει. Κάτι χειρότερο από την άλωση της Δύσης. Το τέλος του βιβλίου είναι όμως πολύ αισιόδοξο, αφού επιζεί η βλάστηση. Ο θάνατος του σύμπαντος είναι κάτι πολύ πιο θλιβερό. Ενώ η διαρκής επέκταση της βλάστησης καθώς πλησιάζουμε στο απόλυτο μηδέν...

«Δεν είναι άσχημο να βλέπει κανείς έτσι τα πράματα, είναι καθησυχαστικό, ηρεμιστικό», συμπληρώνει περιχαρής. Πριν όμως καταπιεί τα πάντα το χορτάρι η πρώτη που φαίνεται να απειλείται με εξαφάνιση μοιάζει να είναι η μεσαία τάξη στην Ευρώπη, όχι; «Πού να ξέρω», κάνει αδιάφορα. «Η αλήθεια είναι ότι δεν θα στοιχημάτιζα πολλά στο μέλλον της βιομηχανικής Γαλλίας. Το τέλος του βιβλίου μού φαίνεται πολύ αληθοφανές, θα επιστρέψουμε στον τουρισμό, στη γεωργία. Συνεπώς, ο διαχωρισμός της εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα είναι αναπόφευκτος».
  • Μεγάλη αγωνία προκαλεί στην Ιρλανδία η κρίση
Στη διάρκεια της βόλτας αναφέρει κατάπληκτος ότι δεν έχει καθόλου την εντύπωση πως έχει έρθει σε μια χώρα που δοκιμάζεται απ’ την κρίση. Αυτός όμως που μετανάστευσε στην Ιρλανδία για να γλιτώσει το αρπαχτικό χέρι της γαλλικής εφορίας, πώς βίωσε την κρίση στη χώρα με την οποία μας συγκρίνουν;

«Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι η Ιρλανδία ανήκει παρόλα αυτά στον αγγλοσαξονικό κόσμο, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση του φιλελευθερισμού ως συστήματος. Ο κομμουνιστής είναι μια φολκλορική ατραξιόν. Συνεπώς, η κρίση δεν προκαλεί καμία πολιτική συζήτηση, αλλά μόνο βαθιά αγωνία. Ωστόσο, επανενεργοποιείται μια στοιχειώδης οικογενειακή αλληλεγγύη, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι είναι μια χώρα όπου ο Καθολικισμός κρατάει ακόμη γερά. Ο Καθολικισμός τους υποχώρησε όταν πλούτισαν και τώρα ξαναδυναμώνει. Οι άνθρωποι δεν διασπάστηκαν τόσο ριζικά από τις οικογένειές τους όσο στην υπόλοιπη Δύση. Αυτό όμως που επικρατεί είναι η αγωνία και μια βαθιά αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας, των στοιχείων που προσδιορίζουν το μέλλον...».
  • Τράπεζες και εμπιστοσύνη
Παύση. Ο χρόνος κυλάει και δεν ξέρεις αν θα συνεχίσει την απάντηση. «Οι άνθρωποι πολύ δύσκολα διαπαιδαγωγούνται. Οταν η κρίση άρχισε να πλήττει την Ιρλανδία, το θετικό για μένα ήταν ότι μπορούσα να πάω στην τράπεζα χωρίς να μου προτείνουν έναν τρόπο τοποθέτησης των χρημάτων μου, κάτι που σιχαίνομαι. Τώρα όμως αρχίζουν να αισθάνονται και πάλι μεγαλύτερη ασφάλεια και ξανάρχισαν τις ενοχλητικές προτάσεις. Είναι πραγματικά οδυνηρό. Θα ρευστοποιήσω τα πάντα, αν συνεχίσουν...».

– Πολλοί εδώ στην Ελλάδα κρύβουν το ρευστό τους στις γλάστρες τους...

– Εχουν απόλυτο δίκιο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να εμπιστεύεται κανείς τις τράπεζες. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι βέβαια κάτι πολύ σοβαρό. Οι συνέπειες μπορούν να είναι δραματικές.
Σκάει στα γέλια τραντάζοντας τον καναπέ. «Ολο το σύστημα βασίζεται στις τράπεζες», συμπληρώνει. Μιλώντας όμως για τράπεζες, δεν είναι άραγε δυνατόν να συναγάγουμε, από τις καταστροφές που προκαλεί στα μυθιστορήματά του, ότι το χρήμα είναι η πιο ηλίθια θρησκεία;
«Εχω υπάρξει τόσο αντιφατικός σε αυτό το ζήτημα που μου είναι δύσκολο να απαντήσω. Στην “Πλατφόρμα” το χρήμα εγκωμιάζεται κατά κάποιον τρόπο, με την έννοια ότι μπορούμε να γίνουμε πλούσιοι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Στον “Χάρτη” εγκωμιάζονται τα ξέφρενα δαπανηρά πάρτι των Ρώσων. Δεν πρόκειται όμως για λατρεία του χρήματος, αλλά για λατρεία της σπατάλης. Εχουν πράγματι την τάση μόλις πιάσουν χρήμα στα χέρια τους να το ξοδέψουν. Είναι όμως ένα πιο συμπαθητικό χαρακτηριστικό, από την αποθησαύριση, όχι;».
  • Η αμαρτία της σάρκας
Μα κι οι Ελληνες κάπως έτσι είναι... «Α! Οπότε είναι μια πρακτική των Oρθοδόξων, ε; Εχει κάτι πολύ όμορφα ανοίκειο η Oρθοδοξία. Δεν έχω καταλάβει πολλά, αυτό όμως που με εντυπωσιάζει είναι πόσο γρήγορα συγχωρείται στους Oρθόδοξους η αμαρτία της σάρκας. Ηδη και στους Καθολικούς η συγχώρεση έχει γίνει πια κάτι πολύ εύκολο, ρουτίνα».

– Ενδεχομένως πρόκειται για μια ριζικά διαφορετική αντίληψη της αμαρτίας…

– Ναι. Υπάρχουν τα προφανή αμαρτήματα και άλλα τα οποία ποικίλλουν. Μου αρέσει η καθολική λειτουργία. Στην εκκλησία ξαναβρίσκω την αίσθηση της κοινότητας. Με συνεπαίρνει η μουσική και πιστεύω για λίγο στον Θεό. Μόλις βγω στον δρόμο χάνω τα πάντα… Νιώθω όμως αμήχανα, για να επιστρέψω στο αρχικό ερώτημα, στην ιδέα της κριτικής του χρήματος γιατί συνειδητοποιώ ότι δεν έχω κάποια καλύτερη πρόταση. Η αλήθεια είναι ότι κατά βάθος δεν απολαμβάνω την σπατάλη. Π.χ. εν προκειμένω χαίρομαι πολύ που είμαι προσκεκλημένος και δεν γνωρίζω το κόστος του δωματίου, πολύ περισσότερο από ό,τι αν το πλήρωνα και το προσέφερα στον εαυτό μου. Μου αρέσει να μην ξέρω. Αυτό είναι για μένα η πολυτέλεια. Είναι βέβαια αλήθεια ότι το χρήμα μας επιτρέπει να αποκτούμε ενίοτε ενδιαφέροντα πράγματα.