- , ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009
- Maurice Attia: Το μαύρο Αλγέρι, μτφρ.: Μαρία Μηλολιδάκη, επιμέλεια: Αννα Μαραγκάκη, επίμετρο: Michel Winock και Charles-Robert Ageron, εκδόσεις Πόλις, σ. 398, 18 ευρώ
Ηδη από την εποχή του Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ το λεγόμενο αστυνομικό μυθιστόρημα, ιδίως στη νουάρ εκδοχή του, ενείχε έντονες πολιτικές αιχμές, ασκώντας κριτική σε κοινωνικές τάσεις και ατομικές συμπεριφορές, θίγοντας την παρακμή και τη διαφθορά θεσμών και προσώπων, εξάροντας συνάμα, με μια πικρή μελαγχολία κι ένα υποδόριο χιούμορ, τον ρομαντισμό, την αξιοπρέπεια, την απόλυτη εντιμότητα.
Τη σκυτάλη από το αμερικανικό νουάρ την παρέλαβαν επαξίως Γάλλοι συγγραφείς, εντόνως πολιτικοποιημένοι, πολλοί από τους οποίους έδρασαν στη διάρκεια του Μάη του '68. Ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (1942-1995) θεωρείται δικαίως γενάρχης του νέου αστυνομικού νουάρ μυθιστορήματος, γνωστού πλέον ως neo-polar. Αλλοι σπουδαίοι εκπρόσωποι του είδους είναι ο Ζαν-Κλοντ Ιζό (1945-2000) και ο Πατρίκ Ρενάλ (1946). Εδώ η βία είναι πολύ πιο γενικευμένη απ' ό,τι στο παλιό νουάρ, ενίοτε ανερμάτιστη και ξέφρενη, αντισταθμίζεται από τις άφθονες αναφορές στη μουσική -κυρίως κλασική και τζαζ, χωρίς να λείπει και το ροκ, όπως στην περίπτωση του Ρενάλ, ή το χιπ-χοπ, όπως συμβαίνει με τον Ιζό-, οι αναφορές στην πολιτική συγκυρία πληθαίνουν και προσφέρονται με τεκμηριωμένο τρόπο, εν είδει ντοκιμαντέρ, ο ρομαντισμός γίνεται πιο σκοτεινός. Στη χορεία των συγγραφέων του neo-polar εντάσσεται πανηγυρικά και ο Maurice Attia (Μορίς Ατιά), γεννημένος στο Αλγέρι πριν από έξι δεκαετίες, στα 1949, ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, σεναριογράφος, και συγγραφέας, ο οποίος έρχεται να μας συγκλονίσει με το μυθιστόρημα «Το μαύρο Αλγέρι», ήδη τιμημένο, το 2007, με το βραβείο Jean Amila-Meckert ως το καλύτερο βιβλίο λαϊκής έκφρασης και κοινωνικής κριτικής της χρονιάς, το βραβείο του Φεστιβάλ μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος και το βραβείο Michel Lebrun.
Ο Ατιά ξετυλίγει αριστοτεχνικά την πλοκή, στο φόντο του Πολέμου της Αλγερίας, και ιδίως στην κορύφωση των δραματικών γεγονότων ανάμεσα στις 22 Ιανουαρίου και στις 30 Αυγούστου του 1962. Βομβιστικές επιθέσεις, εμπρησμοί, πυροβολισμοί, εκπυρσοκροτήσεις, μακελειό, σφαγές, κραυγές απόγνωσης και ουρλιαχτά μίσους συνθέτουν την τραγικά κακόφωνη... μουσική υπόκρουση της αφήγησης, που είναι, όπως σε μιαν άγρια όπερα, πολυφωνική. Για την ακρίβεια, τέσσερις φωνές μιλάνε για τα τεκταινόμενα, τέσσερις φωνές-ψίθυροι μέσα στο όργιο των οιμωγών και των εκρήξεων. Δύο αστυνομικοί, έντιμοι και απαυδισμένοι από την παράνοια και τη διαφθορά, ο Μορίς Σουκρούν και ο Πάκο Μαρτίνεθ, μία ελεύθερη και περήφανη γυναίκα, η Ιρέν, ερωμένη του Πάκο, και μία ηλικιωμένη γυναίκα, η Τερέζα, γιαγιά του Πάκο, αφηγούνται εναλλάξ τα όσα συμβαίνουν. Ενας διπλός φόνος, χρεωμένος στην ακροδεξιά Οργάνωση Μυστικός Στρατός, τη διαβόητη OAS, ρίχνει τον Μορίς και τον Πάκο στην περιπέτεια της εξιχνίασής του. Μια περιπέτεια και μια εξιχνίαση για τις οποίες ουδείς άλλος μοιάζει να ενδιαφέρεται μέσα στο κλίμα των αλλεπάλληλων συγκρούσεων, της στρατηγικής τής έντασης, της σχεδόν απόλυτης διάλυσης του κοινωνικού ιστού στο φλεγόμενο Αλγέρι.
Τέσσερις άνθρωποι ήδη τσακισμένοι από τη βία, από την έκλειψη της ελπίδας, από τον αφανισμό της λογικής. Ο Σουκρούν θα δολοφονηθεί γιατί θέλει να εγκαταλείψει την Αλγερία, κι έτσι οι ακροδεξιοί υπέρμαχοι της Γαλλικής Αλγερίας τον θεωρούν προδότη. Ο Πάκο, στα τριάντα του χρόνια, δεν εμπιστεύεται τους συναδέλφους του, γαντζώνεται μονάχα από τη φιλία και τον έρωτα, βλέπει τον κόσμο να καταρρέει γύρω του, πέφτει θύμα του ψεύδους και της προδοσίας. Η Ιρέν έχει χάσει το ένα πόδι της ύστερα από έκρηξη σε κάποιο καζίνο, την ευθύνη της οποίας έχει αναλάβει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας, το FLN. Τέλος, η Τερέζα πέφτει θύμα της γεροντικής άνοιας, συντρίβεται από τις ενοχές της γιατί μεγάλωσε τον εγγονό της, τον Πάκο, μέσα στο ψέμα ότι ο πατέρας του ήταν αναρχικός ήρωας του Ισπανικού Εμφυλίου, δολοφονημένος από τους σταλινικούς, ενώ στην πραγματικότητα τον σκότωσε ο σύζυγος της ερωμένης του. Ο λόγος της τελευταίας, ένθετος ανάμεσα στις αφηγήσεις των τριών άλλων, είναι κατακερματισμένος, αποτελείται από θραύσματα φράσεων, φαινομενικά ακατανόητων, αλλά στην πραγματικότητα αυτά τα ράκη λόγου, που θυμίζουν τόσο Σάμιουελ Μπέκετ όσο και Σάρα Κέιν, εκφράζουν κρίσιμα την κατακερματισμένη κατάσταση στο Αλγέρι κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές αυτής του 1960: «Δεν νιώθω άρρωστη... Κουρασμένη ναι, αλλά όχι άρρωστη... Οι λέξεις... Διψάω για λέξεις... Τις ψάχνω στο βάθος ενός πηγαδιού... Τις ανεβάζω με τον κουβά... Χύνονται πριν φτάσουν στο στόμα μου... Νομίζω πως είναι εκεί... Κυλούν σαν νερό από το κεφάλι μου... Σαν δάκρυα από τα μάτια μου... Κι όμως, δεν κλαίω... Γιατί να κλάψω;... Πού είναι ο άντρας μου;... Κι ο γιος μου;... Κι ο μικρός Πάκο;... Ο πόλεμος τελείωσε;... Ναι... Είμαι σίγουρη ότι τελείωσε... Οι εκρήξεις ήταν στ' όνειρό μου... Στην Ισπανία βασιλεύει ειρήνη... Ενα πυροτέχνημα, ίσως;...Οχι, όνειρα, κακές αναμνήσεις από τον πόλεμο...».
Ο Πάκο και η Ιρέν παραμένουν περήφανοι, αν και κουρασμένοι, παραμένουν έλλογοι, παρ' όλο τον περιρρέοντα παραλογισμό, παραμένουν ρομαντικοί, μολονότι έχουν χάσει κάθε ψευδαίσθηση. Ο Πάκο εμμένει πεισματικά στην έρευνά του, θέλει να λύσει ένα αίνιγμα που δεν απασχολεί κανέναν, όπως ο Φίλιπ Μάρλοου του Τσάντλερ πέφτει διαρκώς πάνω σε πτώματα, συναντιέται με παράφρονες δολοφόνους, αντιμετωπίζει διεφθαρμένους αστυνομικούς, διεστραμμένους αστούς, όπως ο γέροντας Τεβενό που κακοποιούσε την ίδια του τη θυγατέρα, την Εστέλ, και που εκβίαζε άλλους διεστραμμένους διατηρώντας ένα αρχείο με φωτογραφίες τους σε στιγμές ακολασίας. Η Ιρέν εμμένει πεισματικά στο να στηρίζει τον Πάκο στις προσπάθειές του, να του προσφέρει φωτεινές στιγμές ερωτικού πάθους μέσα στον γύρω ζόφο, να τον βοηθάει με ιδέες, αλλά και με τη σωματική της παρουσία, στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Αριστοτεχνικά, με ποικίλες αναφορές στον κινηματογράφο (Τσαρλς Λότον, Μαρσέλ Καρνέ, γουέστερν και νουάρ), στη λογοτεχνία (Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Λουί Φερντινάν Σελίν, Αλμπέρ Καμύ), και στη μουσική (Λιλί Λαμπασί, Γκλόρια Λάσο, Ελβις, Πίτερ Σίστερς), ο Ατιά εκφράζει την ελπίδα των απελπισμένων, όπως έλεγαν οι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης, μας δροσίζει με τις στάλες της αγάπης και της εντιμότητας μέσα στο μαύρο Αλγέρι, στο σκοτεινό τοπίο του μίσους και της ατιμίας, μεταφέροντάς μας, με όχημα μιαν αστυνομική πλοκή, σε μιαν από τις πιο μελανές σελίδες της εποχής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Monday, August 3, 2009
Ο φόνος είχε καταντήσει πολύ μπανάλ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment