Monday, August 31, 2009

Αναθεώρηση μιας φιλολογικής προκατάληψης

  • Συλλογικό έργο: Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες λογοτεχνίες. Θεωρία-γραφή-πρόσληψη. Επιμ.-εισ.: Ελένη Πολίτου- Μαρμαρινού & Σοφία Ντενίση, εκδ. Gutenberg, σ. 658, 41 ευρώ

Ο Χ.Λ. Μπόρχες κάποτε εκμυστηρευόταν ότι είχε δυσκολία να διαβάσει μυθιστόρημα· τις περισσότερες φορές βαριόταν και το παρατούσε στη μέση, και τα ελάχιστα που ολοκλήρωσε το έκανε μόνον από μια αίσθηση καθήκοντος. Και πρόσθετε ότι, αντί να μπαίνεις στον κόπο ν' αναπτύσσεις σε 500 σελίδες μία ιδέα της οποίας η προφορική έκθεση θα έπαιρνε μόλις λίγα λεπτά, καλύτερο ήταν να προσποιείσαι ότι το βιβλίο έχει ήδη γραφτεί και να περιορίζεσαι στο να δώσεις μια σύνοψη ή ένα σχόλιό του. Είναι άραγε η συγγραφική συνταγή του ανθρώπου που αναβίβασε το διήγημα σε μοναδικό και ασύγκριτο είδος τέχνης στον ύστερο 20ό αιώνα; Πέραν οτιδήποτε άλλου, είναι ένδειξη μιας ριζικής επαναξιολόγησης αυτού του είδους γραφής, η οποία ξεκινάει από τους ρομαντικούς συγγραφείς των μέσων του 19ου αιώνα (ο Ε.Α. Πόε είναι το σταθερά επανερχόμενο ορόσημο) και ανανεώνεται σε αλλεπάλληλα κύματα στη διάρκεια του 20ού. Και η επαναξιολόγηση αυτή έρχεται ουσιαστικά να διορθώσει μια επί μακρόν εδραιωμένη φιλολογική προκατάληψη: εις βάρος του σύντομου διηγήματος και υπέρ της μεγάλης μυθιστορηματικής φόρμας.

Από μια άποψη, παρατηρεί κανείς, συμβαίνει εδώ ό,τι και στην επαναξιολόγηση του δοκιμίου εν συγκρίσει προς τη συστηματική φιλοσοφική πραγματεία: μέσα στο ίδιο πνεύμα των καιρών, από την εποχή του Ρομαντισμού επανεκτιμώνται ως εχέγγυα ειλικρίνειας και αυθεντικότητας εκείνα ακριβώς τα στοιχεία του δοκιμίου που έως τότε το έκαναν να μοιάζει περιθωριακή και ελάσσων έκφραση του στοχασμού -η αποσπασματικότητα, ο προσωπικός τόνος, η δηλωμένη μεροληψία, η εκκίνηση πάντα in media res- και οι πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις της σκέψης του 20ού αιώνα εκπροσωπήθηκαν ακριβώς από τον δοκιμιακό τρόπο γραφής... Σε κάθε περίπτωση, η δυσπιστία απέναντι στη μεγάλη σύνθεση, όποιοι κι αν είναι οι επιμέρους μορφολογικοί παράγοντες που υπεισέρχονται στην εξέλιξη κάθε είδους, πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με την κρίση του κλασικού αστικού πολιτισμού, που είναι ταυτόχρονα κρίση της «ολοκληρωμένης» προσωπικότητας και κρίση των συνεκτικών κοσμοαντιλήψεων και των αρραγών αξιακών συστημάτων.1

Στην αναθεώρηση αυτής της φιλολογικής προκατάληψης, που μέχρι πρότινος ήταν διάχυτη στην ελληνική κριτικογραφία, είναι αφιερωμένος ο μνημειώδης τόμος που επιμελήθηκαν η Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και η Σοφία Ντενίση, επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο ΑΣΚΤ, για Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες λογοτεχνίες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τα πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου που διοργανώθηκε στις 8-11 Δεκεμβρίου 2005 στην Αθήνα από την Ελληνική Εταιρεία Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας σε συνεργασία με τον Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο αριθμός των εισηγητών-συγγραφέων που φτάνει τους 33, το θεματικό εύρος των περιλαμβανόμενων κειμένων και η θεματική πρωτοτυπία -ουσιαστικά χωρίς προηγούμενο σε τέτοια κλίμακα- είναι που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό «μνημειώδες» για το εγχείρημα: έργο μεγάλης αξίας, δηλαδή, για τον ειδικό ερευνητή (χωρίς καθόλου να αποκλείει τον καλλιεργημένο αναγνώστη), που πλουτίζει αποφασιστικά τη νεοελληνική γραμματολογία.

Και μόνον η παράθεση των τίτλων των συμβολών θα εξαντλούσε τον περιορισμένο χώρο αυτής της βιβλιοκρισίας. Λόγοι δεοντολογίας μού επιβάλλουν ωστόσο να αναφέρω τουλάχιστον τα ονόματα των συγγραφέων: Δημήτρης Αγγελάτος, Αλέξης Ζήρας, Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, Αννα Χρυσογέλου-Κατσή, Μαρία Καραΐσκου, Ζ.Ι. Σιαφλέκης, Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Στέση Αθήνη, Σ. Ντενίση, Λάμπρος Βαρελάς, Γεωργία Γκότση, Ερη Σταυροπούλου, Henri Tonnet, Βούλα Ποσάντζη, Βασιλική Λαλαγιάννη, Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, Βασίλειος Τωμαδάκης, Εύη Βογιατζάκη, Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Μιχαήλ Πασχάλης, Χριστίνα Ντουνιά, Κατερίνα Μητραλέξη, Αλίκη Μπακοπούλου-Χωλς, Ελένη Τατσοπούλου, Λητώ Ιωακειμίδου, Αντιγόνη Βλαβιανού, Αναστασία Αντωνοπούλου, Χριστίνα Ντόκου, Αθηνώ Κορώνη, Gabriella Macri, Αγγελος Αφρουδάκης, Αναστασία Νάτσινα και Απόστολος Λαμπρόπουλος. Τα κείμενα -μιας ορισμένης συγγραφικής ποιότητας όλα, που τα κάνει τουλάχιστον αναγνώσιμα με ενδιαφέρον- δεν έχουν βέβαια όλα την ίδια εμβέλεια και το ίδιο βάρος. Θα μπορούσε κάποιος να τα διακρίνει, πολύ αδρά, σε περιπτωσιολογικά επικεντρωμένα (σε έναν συγγραφέα, ένα διήγημα, είτε μια περιορισμένη περίοδο ή «σχολή» της ελληνικής διηγηματογραφίας) και σε θεωρητικά (που συζητούν κεντρικά μορφολογικά ζητήματα του είδους διήγημα, είτε κοινωνιολογικά ζητήματα που αφορούν τους όρους παραγωγής και πρόσληψής του). Τα δύο τελευταία του τόμου επεκτείνονται στην αξιολόγηση δυνατοτήτων γραφής και παρουσίασης που προσφέρει το Διαδίκτυο. Ολα διαπνέονται από ένα συγκριτολογικό πνεύμα, που μολονότι εστιάζει πρωτίστως το ενδιαφέρον στην ελληνόγλωσση παραγωγή, επιδιώκει διαρκείς και αμφίδρομες συγκρίσεις με παγκόσμια πρότυπα και παραδείγματα· έτσι, ο αναγνώστης διαμορφώνει παράλληλα μια ιστορική εικόνα της εξέλιξης του είδους στην ελληνική και στην παγκόσμια φιλολογία των δύο τελευταίων αιώνων (μολονότι δεν λείπουν αναφορές σε πρόδρομες μορφές, όπως ας πούμε οι αφηγήσεις του Βοκάκιου ή του Τσόσερ).

Είναι μάλλον κοινή παραδοχή ότι η ελληνική διηγηματογραφία ξεκινάει από τη δεκαετία του 1870 και αναπτύσσεται σταθερά μέχρι τουλάχιστον το 1930 (μολονότι έχει επίσης μια προϊστορία, συνδεδεμένη κυρίως με τη σχολή της Κωνσταντινούπολης, που από τα τέλη του 18ου αιώνα αναπτύσσεται πάνω σε γαλλικά πρότυπα). Η κριτική της πρόσληψη όμως στάθηκε επί μακρόν δέσμια του ελαφρώς υποτιμητικού χαρακτηρισμού «ηθογραφία» - και αποφασιστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η κριτικογραφία των συγγραφέων της λεγόμενης γενιάς του '30, ιδεολόγων του αστισμού (ο Θεοτοκάς, ο Τερζάκης κ.ά.). Αυτή ακριβώς την παραμόρφωση προσπαθούν να διαλύσουν τα πιο θεωρητικά από τα κείμενα του τόμου, τα οποία δεν περιορίζονται στις συγκρίσεις με ξένα πρότυπα -ούτως ή άλλως αποκαλυπτικές, και σε μερικές περιπτώσεις απροσδόκητες: βλ. ιδίως το κείμενο του Μ. Πασχάλη, «Ο Ροΐδης, ο Baudelaire και τα παραισθησιογόνα»-, αλλά επιδιώκουν να αναδείξουν τα sui generis χαρακτηριστικά της διηγηματικής γραφής, που την καθιστούν κατά έναν ιδιάζοντα τρόπο μοντέρνα (ή, κατά μερικούς, μεταμοντέρνα...). Σήμερα μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι, όπως παρατηρεί ο Α. Ζήρας, «η σύντομη διηγηματική φόρμα [...] έχει αποβεί σε μεγάλο βαθμό η βασική κιβωτός περιφρούρησης και διάσωσης του πεδίου της αφηγηματικής δημιουργίας, όπου ασκούνται ακόμα οι πολύτιμοι για την εξέλιξή του πεζού λόγου πειραματισμοί στις τεχνικές της εξιστόρησης, οι γονιμότεροι διάλογοι με άλλα είδη, όπως η ποίηση και το θέατρο, οι πιο ενδιαφέροντες συνδυασμοί γλωσσών και υφών» (σελ. 44-5).

Εκείνο που έχει ωστόσο μια ιδιαίτερη σημασία -και ορθά επισημαίνεται από αρκετούς συγγραφείς του τόμου- είναι ότι στις μέρες μας κυριαρχεί μια άλλου είδους συμπαιγνία κατά του διηγήματος, όχι πλέον φιλολογική, αλλά ωμά εμπορική: καθώς οι εκδότες γίνονται ολοένα και περισσότερο αγοραίοι επιχειρηματίες που επιδιώκουν υψηλές επενδύσεις με βραχυπρόθεσμα κέρδη, το διήγημα κρίνεται εκδοτικώς ασύμφορο απέναντι στη μακροσκελή μυθοπλασία (που μόνο καταχρηστικώς, θα προσέθετα, φέρει ακόμα τον τίτλο «μυθιστόρημα»). Η καρκινώδης διασπορά και η μανιώδης κατανάλωση από ένα μεθοδικά απαίδευτο κοινό τέτοιων προϊόντων είναι αυτή τη στιγμή ο κινητήρας ολόκληρης της εκδοτικής μηχανής. Οι στρατηγικές της του marketing, το κύκλωμα της συνενοχής των ΜΜΕ και των επαγγελματιών «κριτικών» (που επίσης κατ' επίφασιν εξακολουθούν να φέρουν τον τίτλο), η απελπιστική έκφραση του τρέχοντος «πνεύματος των καιρών» έχουν οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου τόσο τη λογοτεχνία όσο και τη σκέψη. Ο,τι διασώζεται από αυτή την κρεατομηχανή της αγοράς, ό,τι εξακολουθεί ν' αντιστέκεται είναι ό,τι ακριβώς έχασε εγκαίρως το στοίχημα της επικερδούς αξιοποίησής του: αυτό είναι το προνόμιο, θα τολμούσα να πω, του διηγήματος και του κριτικού δοκιμίου και αυτό είναι που τους δίνει αναδρομικά μια εξακολουθητική αξία - ως πεδίων ενός ανταρτοπολέμου οπισθοφυλακής της ασυμβίβαστης γραφής.

1. Για τον ίδιο λόγο στη διάρκεια του 20ού αιώνα είδαμε μεγάλη «θεωρία του μυθιστορήματος» -ο Γκέοργκ Λούκατς (Θεωρία του μυθιστορήματος), ο Λισιέν Γκολντμάν (Κοινωνιολογία του μυθιστορήματος) ο Μιχαήλ Μπαχτίν (Ζητήματα ποιητικής του Ντοστογιέφσκι και Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του) είναι οι κορυφώσεις της-, ενώ δεν υπήρξε αντίστοιχη «θεωρία του διηγήματος»... Ή μήπως υπήρξε; Θα συμβούλευα να ξαναδεί κάποιος το αριστουργηματικό δοκίμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Ο αφηγητής» (στο Walter Benjamin, Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας, μτφρ.-σχόλ. Φ. Τερζάκης, Νήσος, Αθήνα 1999).

No comments: