Ενα άγριο παραμύθι όπου η απελευθέρωση του πανίσχυρου κακού δείχνει ότι ο κόσμος είναι σκληρός και ο άνθρωπος μόνος- Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 30/08/2009
Melanie Wallace, Χειμώνας, μετ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Πόλις
Ενα στοιχειό, ένα κακό δαιμόνιο είναι δεμένο, για να μην εξαπλώσει περαιτέρω την καταστροφική κυριαρχία του, για να μην σκορπίσει κι άλλο θανατικό και πόνο. Το έχει δέσει ο ίδιος ο πατέρας του, διεστραμμένος και ο ίδιος αλλά έκθαμβος με το απόλυτο κακό που έχει γεννήσει. Ενα κορίτσι περαστικό από τον ερημότοπο, ξένο, άστεγο και ορφανό, το βλέπει, το λυπάται και το λύνει. Η απελευθέρωσή του αλλάζει δραματικά το ήδη δηωμένο και κατερημωμένο τοπίο, όπου το χιόνι διατηρεί ωστόσο την πάλλευκη στιλπνότητά του, ο πάγος λαμπυρίζει γαλανός, τα ρείκια και οι κρανιές μοσχοβολάνε και τα σφεντάμια και οι βελανιδιές πυκνώνουν στο σκοτάδι. Σ’ αυτό το μαγεμένο δάσος, στην κοιλάδα που κρύβει στα σπλάχνα της ζωές αλλοτινές, αρχίζει ένα θανάσιμο κυνηγητό.
Ο μικρός που ενσαρκώνει το πλέον πανίσχυρο κακό, αυτό που διαπράττεται ενστικτωδώς και χωρίς καμία απολύτως συνείδηση του άλλου και του κόσμου, ακολουθεί το κορίτσι, ή μάλλον, για να ακριβολογούμε τον σκύλο-λύκο της. Επιστρέφει στο σπίτι του που μόνο σπίτι δεν είναι για να σπάσει, να διαλύσει, να τσακίσει, να κάψει, να κλέψει, να ρημάξει. Είναι μια μηχανή καταστροφής που έρχεται σε επαφή με τον κόσμο μόνο μέσα από τον πόνο. Η αγριότητά του ανάγλυφη: ακούμε κόκαλα να σπάνε, μυρίζουμε καμένες σάρκες, και δικές του ενίοτε, νιώθουμε τον πηχτό αέρα που προαναγγέλλει την ολέθρια εμφάνισή του. Τον μικρό τον ψάχνουν και τον διεκδικούν οι συγγενείς του, κυνηγώντας έτσι την κοπέλα. Κι η κοπέλα τρέχει να ξεφύγει, όπως μπορεί, από τον θανάσιμο κλοιό που σφίγγει συνεχώς γύρω της. Το τίμημα της σωτηρίας της βαρύ: το νερό θα καταπιεί δικαίους και αδίκους, ό,τι νόμισε για μια στιγμή πως είχε και η άλλη στιγμή της το έκλεψε αδυσώπητα.
Αγριο σκηνικό
Χιονισμένα τοπία, σκοτεινά δάση, σπίτια που μοιάζουν με δρακοσπηλιές, καρουσέλ που στέκουν στο πουθενά, ποτάμια και λίμνες, γκρεμοί και ουράνια που ραγίζουν από τους κεραυνούς, πανέμορφα ελάφια, βάναυσο κρύο. Το σκηνικό ενός άγριου παραμυθιού, που διδάσκει στο νεαρό κορίτσι ότι ο κόσμος είναι σκληρός και ο άνθρωπος μόνος, οδηγώντας τη μέσα από το πένθος σε μια ενήλικη ζωή χωρίς προσδοκίες. Αυτή είναι όμως μία μόνο ανάγνωση του εξαιρετικού κειμένου της Αμερικανίδας Μέλανι Ουάλας, που χρόνια τώρα ζει στους Μύλους της Εύβοιας και προσήλθε αργά και μετά λόγου γνώσεως στη λογοτεχνία. Στο δεύτερο αυτό βιβλίο της, πολλές και διάφορες υποκατηγορίες του μυθιστορήματος και της αφήγησης διαπλέκονται: γοτθικό αφήγημα, αφήγημα τρόμου, παραμύθι, αλληγορία. Αλληγορία μιας Αμερικής της βίας που εγκαταλείπει αυτονόητα στη μοίρα τους τους χαμένους, τους απόκληρους, τους φτωχούς της υπαίθρου, εκείνων των περιοχών όπου η ανάπτυξη δεν έφτασε και δεν θα φτάσει ποτέ. Τρομακτική αλληγορία μιας χώρας που ορίζεται και οδηγείται από τη βία, εγγεγραμμένη στην ιστορία της και πανταχού παρούσα.
Θήραμα
Στο μεγάλο κραχ, το κράτος αγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί την κοιλάδα και έπνιξε τα χωριά της σε μια τεχνητή λίμνη. Σκορπισμένοι στις εργατουπόλεις που διαλύονταν ήδη από την ανεργία, χωρίς ρίζες πια και αλληλεγγύη, χωρίς ελπίδα και διαφυγή, οι κάτοικοί της έζησαν και κληροδότησαν στα τέκνα τους τη φτώχεια και την απελπισία τους. Η δεκαεπτάχρονη Τζέιμι είναι η τρίτη γενιά μετά το κακό, εξίσου φτωχή, ανέστια μετά τον θάνατο της μητέρας της, την οποία πολύ νωρίτερα είχε εγκαταλείψει ο πατέρας της, παίρνοντας μαζί του τα λιγοστά τους χρήματα. Φεύγει για να μείνει μαζί με τον σκύλο της, από τον οποίο θέλει να τη χωρίσει η πρόνοια. Είναι ατρόμητη, λίγο από τη ζωή που έχει ζήσει, λίγο από άγνοια κινδύνου. Είναι βαθιά λυπημένη, σιωπηλή και ανεξιχνίαστη. Δεν έχει σκεφτεί ποτέ αν είναι χίπισσα, όπως τη ρωτάνε. Δεν ξέρει τι είναι το Βιετνάμ. Δεν ξέρει τι θα πει αμαζόνα, όπως τη χαρακτηρίζουν. Δεν ξέρει να μαγειρεύει ελάφι ούτε να βρίσκει τον δρόμο της μέσα στον πάγο και τη σκοτεινιά. Είναι ένα κορίτσι χαμένο στον ζόφο, αλλά αποφασισμένο, αντανακλαστικά, ενστικτωδώς, να ζήσει.
Στο μοναδικό τόπο που μπορεί να θεωρηθεί δικός της, τον τόπο της γιαγιάς της με την οποία είναι ολόιδια, εκεί όπου επιστρέφει γιατί δεν έχει πουθενά να πάει, κλείνοντας έναν κύκλο κι ανοίγοντας αυτομάτως έναν άλλον, ομόκεντρο. Η κίνησή της να λύσει το καθυστερημένο και βουβό αγόρι που ελευθερώνει και το οποίο σκορπά τον τρόμο και τον θάνατο τη μετατρέπει σε θήραμα. Κυνηγός, ένας άνθρωπος σκληροτράχηλος, διαλυμένος, μετέωρος, χαλασμένος από την ώρα που πέθανε το άλλο του μισό, ο μοναδικός του φίλος. Προστάτης της ένας παγιδευτής, μαγεμένος από την εύθραυστη ομορφιά της. Παντού σιωπή. Στη Φύση που αρνείται να συμμετέχει στα των ανθρώπων, πανέμορφη και μυστηριακή, απειλητική και ουδέτερη. Ανάμεσα στους ανθρώπους. Λόγια μισά, ανολοκλήρωτα, που σέρνονται, βαριά από το ανείπωτο που είναι χειρότερο από το ψέμα, φορτωμένα ερωτήσεις και ανίκανα για απαντήσεις, που γίνονται κραυγές και γρυλισμοί ή απλώς πνίγονται στα δάκρυα. Στα δάκρυα της Τζέιμι που σταλάζουν στη λίμνη, χωρίς να γεννούν κανένα θαύμα.
Η αφήγηση της Ουάλας είναι ένας μαγικός καθρέφτης, όπου ο καθένας βλέπει αυτό που θέλει και μπορεί να δει. Την υπαρξιακή διερώτηση για το καλό και το κακό που συνυπάρχουν στον άνθρωπο, για την προσωπική και τη συλλογική ηθική, για το εφικτό της προόδου και τους επικαθορισμούς του γένους και της κοινωνίας, για την ανάγκη της ρίζας, της καταγωγής, της σταθεράς, για την ανάγκη του άλλου. Την πολιτική απορία για την πορεία μιας χώρας που ποντάρει στον αποκλεισμό και στο δίκαιο του ισχυροτέρου. Το αυτοαναφορικό παιχνίδι με την τυπική θεματική της ορφάνιας. Ενα μυθιστόρημα δρόμου που δεν οδηγεί πουθενά. Ενα αφήγημα κατακλυσμένο από ολόλαμπρες και ολοσκότεινες εικόνες, περιδινούμενες, που αιχμαλωτίζουν στο στρόβιλισμά τους τον αναγνώστη.
Monday, August 31, 2009
Αφήγημα δρόμου που δεν οδηγεί πουθενά
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment