- Η Ζυράννα Ζατέλη υπερασπίζεται τον δρόμο της σθεναρά και με πάθος
«Μια γυναίκα που τη λένε και Ζυράννα και Ζατέλη, τι ζωή να κάνει άραγε;» είχε γράψει κάποτε ένας αναγνώστης στη συγγραφέα που συνηθίζει να ταράζει τα νερά της ελληνικής λογοτεχνίας με σταθερή περιοδικότητα: κάθε επτά χρόνια. Αυτό αποφασίσαμε να κάνουμε κι εμείς. Επισκεφτήκαμε τη Ζυράννα Ζατέλη στο σπίτι της, μια παλιά αθηναϊκή μονοκατοικία στο κέντρο της πόλης, μια ανάσα από το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, με σκοπό να περάσουμε μερικές ώρες μαζί της και να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την ίδια, την καθημερινότητά της και το σύμπαν της. Πρώτη μάς υποδέχτηκε η Σέρκα, η κανελή γάτα της, η πιο κοινωνική, γιατί η άλλη, η Ζαΐρα, η ντροπαλή, στην αρχή ήταν κρυμμένη. Οταν εμφανίστηκε όμως, έδειξε την... φιλαναγνωσία της, αφού προτιμούσε να ξαπλώνει πάνω στις σκόρπιες σελίδες της Ζυράννας Ζατέλη, στο μεγάλο γραφείο της, στο χολ του σπιτιού της. Το γραφείο βλέπει πρώτα ο επισκέπτης όταν μπαίνει. Μαζί με τα δεκάδες ομοιώματα ζώων και πουλιών και τις «στρατιές» από χαρτιά και σημειωματάρια. Και χωρίς τηλεόραση. Η Ζυράννα Ζατέλη ενημερώνεται μόνο από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες και είναι σχεδόν μονίμως με ένα τσιγάρο στο χέρι. Τι θα κάνει τώρα με τους περιορισμούς; «Θα προσαρμοστώ. Δεν έχω πρόβλημα. Καλό μας κάνει».
Δεν έχει αλλάξει τίποτα σχεδόν από την προηγούμενη φορά που πήγα στο σπίτι της - πάνε μερικά χρόνια. Ισως επτά. Ξαφνιάζει αλλιώς η Ζυράννα και όχι με ανατροπές στη συμπεριφορά της, ούτε στις συνήθειές της ούτε στον τρόπο που ντύνεται ούτε στο στυλ της. Εχει επιλέξει έναν δρόμο και τον υπερασπίζεται σθεναρά και με πάθος. «Τραβώ μια καρέκλα και ξεκινώ ένα μυθιστόρημα, κι όταν σηκώνομαι είμαι έξι με επτά χρόνια μεγαλύτερη - κάπως έτσι μετρώ πια την ηλικία μου». Στο διάστημα αυτό δεν γράφει βέβαια ακατάπαυστα. «Κάνω διαλείμματα, παίρνω ανάσες, αν βγάλω κάτι που μ’ έχει παιδέψει ιδιαίτερα, μετά αδειάζω, νεκρώνομαι, φοβάμαι. Ομως κι αυτό είναι ένα στάδιο για να ξαναμπώ στη γόνιμη περίοδο. Αυτό γίνεται διαρκώς όσο γράφω ένα βιβλίο. Ο παράδεισος και η κόλαση είναι εναλλασσόμενα, κι όμως δεν είναι ακριβώς κόλαση οι άγονες και σιωπηρές ημέρες. Πότε τα μήλα και πότε τα φύλλα, που λέει κι η παροιμία».
Φανατική σινεφίλ
Υπάρχουν συχνά παροιμίες στα λόγια της. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην επαρχία της δεκαετίας του ’50, στο Σοχό της Θεσσαλονίκης, αγαπάει και αφουγκράζεται καθετί γήινο, «που έρχεται από βαθύτερα». Και της αρέσει πολύ να περπατάει. «Αν πρέπει να περιγράψω με δυο λόγια τη ζωή μου, θα πω πως έζησα γράφοντας και το υπόλοιπο το έζησα περπατώντας. Και χωρίς κινητό στο αυτί». Οπως της αρέσει ιδιαίτερα και ο κινηματογράφος. Φανατική σινεφίλ, κρατάει από το 1974 όλα τα προγράμματα των ταινιών που έχει δει, πότε είδε την καθεμιά, με ποιον την είδε... Αρχείο κανονικό. Μόνο για την περασμένη χειμερινή σεζόν μέτρησε 94 βραδιές σε κινηματογραφικές αίθουσες. «Στο “Ιντεάλ” μου κόβουν πάντα μειωμένο εισιτήριο. Επιτρέψτε μου να το μνημονεύσω - πού ξέρεις, μπορεί να φιλοτιμηθούν κι άλλοι κινηματογράφοι», μου λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου. Την Αθήνα την αγαπάει, πρώτον γιατί δεν θέλει να κάνει την γκρίνια ιδεολογία. Δεύτερον γιατί «αυτήν την έρημη την Αθήνα εμείς την κάναμε όπως την κάναμε, όχι οι εξωγήινοι». Από το 1973, όταν γύρισε από τη Γερμανία, -«μετανάστρια για έναν έρωτα»- ζει στην Αθήνα. Με αρκετά και μακρόχρονα διαλείμματα απουσίας.
Νέο Μουσείο της Ακρόπολης
Από το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης περνάει κάθε μέρα, είναι η γειτονιά της. Στην αρχή που το έβλεπε να ορθώνεται, την παραξένευε. «Οπως ξέρεις, όντας λίγο ρετρό -μα όχι, παρακαλώ, σε σημεία παροξυσμού- έχω μια προτίμηση προς άλλου είδους κτίρια, πιο παλαιότροπα, πιο ρομαντικά, αν θέλεις να το πούμε έτσι. Ή τουλάχιστον θεωρώ ότι αυτά τα μοντέρνα, επιβλητικά και κάπως “παγερά” κτίρια θέλουν μεγάλη άπλα γύρω τους για να αναδειχθούν και να μην επηρεάσουν ούτε να επηρεαστούν από τον περιβάλλοντα χώρο, να μην χρειαστεί “να δέσουν” με το ζόρι. Εν συνεχεία ωστόσο το αποδέχτηκα, άρχισα να το συνηθίζω. Από το να μπω στην κεκτημένη της γκρίνιας, είπα ας αλλάξω κι εγώ λίγο, ας το δω αλλιώς, είναι όπως και να το κάνουμε ένα σημαντικό έργο κι αξίζει να το χαρούμε». Και περιμένει να καταλαγιάσει λίγο «ο ντόρος» για να το επισκεφτεί. Είναι μία από τις άμεσες εκκρεμότητές της, και όταν τη ρωτάμε αν έχει άλλους ανοιχτούς λογαριασμούς, λέει αυθόρμητα ότι έχει λιγότερους απ’ ό,τι παλαιότερα. «Η πιο ζωντανή εκκρεμότητα του βίου μου είναι να προλάβω να γράψω μερικά ακόμη πράγματα». Της αρέσει η μοναχική ζωή, αλλά μοναξιασμένο άτομο δεν είναι. Και όταν τελειώνει το κάθε βιβλίο, κάνει ένα διάλειμμα δημοσιότητας. Κάτι σαν παιχνίδι με τον εαυτό της, κάτι σαν δοκιμή των ορίων και των αντοχών της. Παίρνει μερικές «κοινωνικές δόσεις», όπως λέει. Αυτό κάνει και τώρα που κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο «Το πάθος χιλιάδες φορές». «Και μετά θα ξαναμπώ στα φυλλώματα της ψυχής μου, θα κάνετε καιρό να με ξαναδείτε», λέει. Δεν αποκλείει άλλωστε να αποφύγει κάποτε ακόμη κι αυτό το «διάλειμμα δημοσιότητας», να γράψει δηλαδή ένα βιβλίο, να το παραδώσει, αλλά την ίδια να μην τη βρίσκουμε... Το λέει μ’ ένα ανάλαφρο χιούμορ, που σε κάνει να υποπτεύεσαι ότι μπορεί και να το εννοεί. «Με το χιούμορ μπορούμε να υπαινιχθούμε τα πάντα, ακόμα και την αλήθεια». Δεν αποκλείει επίσης, μετά απ’ αυτά τα μυθιστορήματα-ποταμούς, να κλείσει το συγγραφικό της έργο με μερικά χάι-κου και τίποτα περισσότερο.
Παλιές γραφομηχανές
Της αρέσουν τα βαθιά δυνατά χρώματα, τα ιδιαίτερα δακτυλίδια, τα φο γενικώς κοσμήματα. Και κρατάει φυλαγμένες τις παλιές γραφομηχανές της, εκείνες τις χειροκίνητες, «για ώρα ανάγκης, πού ξέρεις»; Ολες οι γραφομηχανές της ήταν από δεύτερο χέρι. Την τελευταία δωδεκαετία χρησιμοποιεί μια ηλεκτρική OLYMPIA, που της δώρισε το προξενείο του Βερολίνου. Της αρέσει να σκέφτεται τα πράγματα στην προηγούμενη «ζωή» τους. «Θυμάμαι μια παλιά πράσινη OLIVETTI που είχα. Κάθε φορά που καθόμουν να γράψω, ένιωθα την αύρα των δακτύλων του προηγούμενου κατόχου της. Κι έστηνα ιστορίες στο κεφάλι μου. Ποιος να ήταν, τι να έγραφε σ’ αυτήν...».
Λίγο πριν την καληνυχτίσω, κάνω μια περισσότερο ρητορική ερώτηση: «Το Ζατέλη είναι ψευδώνυμο, έτσι;». «Το Ζυράννα Ζατέλη είναι το αληθινό μου ψευδώνυμο. Θα το δεχτείτε έτσι», απαντάει αποφασιστικά.
Το νέο μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη «Το πάθος χιλιάδες φορές» δεύτερο μέρος της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους», κυκλοφορεί, όπως όλα της τα βιβλία, από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».
H τέχνη, ο μύθος και ο θάνατος
– Η τέχνη, λέγεται, είναι κάθαρση για τον δημιουργό και για τον αποδέκτη της. Με ποιον τρόπο λειτουργεί η γραφή ως κάθαρση σε σένα;
– Μα αν δεν ήταν κάθαρση, γιατί να αφιέρωνα χρόνια και χρόνια απ’ τη ζωή μου στο γράψιμο, σ’ αυτόν τον καθημερινό παραδαρμό ψυχής και πένας; Ας μη γελιόμαστε, η διαδικασία της γραφής, της συγγραφής, δεν είναι «πέσε πίττα να σε φάω», απεναντίας. Αν δεν στοιχειώσεις άνθρωπο, βιβλίο δεν στεριώνει. Και ποιον άλλον να στοιχειώσουμε από τον εαυτό μας σε μια τόσο μοναχική δουλειά όσο το γράψιμο; Μοναχική τουλάχιστον ενόσω τελείται, για να μην πω απόκοσμη, διότι κατά βάθος συνάπτουμε με τη ζωή θυελλώδεις σχέσεις. Εν πάση περιπτώσει, το ένα συνεπάγεται το άλλο, η κάθαρση προϋποθέτει παίδεμα με το υλικό μας, αγωνίες, λαχτάρες, βασανισμό ψυχής, ο βασανισμός βαδίζει μοιραία προς την κάθαρση. Διόλου τυχαίο βέβαια που οι αρχαίοι Τραγικοί, με όσο σκοτεινά θέματα κι αν καταπιάνονταν, όσο κι αν εντρυφούσαν στις πιο επώδυνες περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης, όσο αίμα κι αν έσταζε καμιά φορά στις ιστορίες τους, αυτό που είχαν ως απώτερη «βλέψη» ήταν η κάθαρση. Εν κατακλείδι, θα έλεγα πως η τέχνη οφείλει να είναι λυτρωτική και δεν μπορεί παρά να είναι.
– Και η γραφή σου και η προσωπικότητά σου χαρακτηρίζονται από πολλές ιδιορρυθμίες, που φτιάχνουν σχεδόν ένα μύθο. Θεωρείς ότι η εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα είναι αυτό που πραγματικά σε εκφράζει ή ότι αθέλητα ή ηθελημένα υπηρετείς τον μύθο που σε συνοδεύει;
– Λένε πως καπνός χωρίς φωτιά δεν βγαίνει κι απ’ την άλλη, ας μην περιμένουμε να είναι τόσο διακριτά αυτά τα σύνορα... Ενας άλλος δημοσιογράφος με ρώτησε πριν από μερικά χρόνια αν νιώθω εγκλωβισμένη –έτσι το διατύπωσε– μέσα σε μια «μυστηριακή» εικόνα που έπλασαν για μένα τα γραπτά μου ή οι άλλοι μέσα από τα γραπτά μου. Μα τα γραπτά μου ποιος τα έπλασε; Και γιατί να νιώθω εγκλωβισμένη; Τραβώ τον δρόμο μου όπως έμαθα να τον τραβάω τόσα χρόνια. Το στυλ, ξέρεις, όπως και η αίσθηση του χιούμορ, είναι η πιο μύχια υπόθεση στον άνθρωπο, το πλέον άπιαστο και ισχυρό συστατικό του και είτε το έχει κανείς είτε δεν το έχει. Κι εφόσον το έχει, οφείλει κατά κάποιον τρόπο να το υπηρετήσει ή, πάντως, γιατί να το προδώσει.
– Στο τελευταίο σου μυθιστόρημα ανασταίνεις τους νεκρούς σου, τους βάζεις σ’ ένα κοινό τραπέζι με τους ζωντανούς. Τελικά, οι αγαπημένοι μας άνθρωποι που έφυγαν πόσο μαζί μας εξακολουθούν να είναι;
– Δεν έπαψα να έχω το αίσθημα ότι οι νεκροί μας ως «ουσία» είναι παρόντες, ακόμη κι αν δεν υπάρχει τίποτα μα τίποτα μετά τον θάνατο. Απ’ τη μεριά μου τους συντροφεύω κι απ’ τη μεριά τους με στηρίζουν, έτσι το αντιλαμβάνομαι σε μια πολύ ενδόμυχη περιοχή του εαυτού μου. Είναι λοιπόν κάτι που έχει πρωτίστως να κάνει μ’ εμάς τους ίδιους, τους ζωντανούς, με το πώς αντιμετωπίζουμε αυτό το «αναπάντητο» και σίγουρα επώδυνο ζήτημα – και για να το πω κάπως μεταφορικά, όπως κοιτάς τον καθρέφτη, έτσι θα σε κοιτάξει. Σε μυθιστορηματικό επίπεδο τώρα, θα ήταν απορίας άξιον νομίζω αν δεν αποφάσιζα κάποτε να «φέρω πίσω», έστω και μόνο για μια νύχτα, όλους εκείνους που στο προηγούμενο βιβλίο μου έστειλα στον άλλο κόσμο. Μη παραλείποντας, βέβαια, να βάλω ακριβώς έναν απ’ αυτούς να τραγουδάει «ο Αδης έχει έμπατα, μα έβγατα δεν έχει».
«Νοσταλγία» της αθωότητας
– Στα βιβλία σου είναι πάντα παρούσα, άμεσα ή ως αντανάκλαση, η παιδική ηλικία. Θα ήθελα να μου πεις κάτι γι’ αυτήν την εμμονή σου, κι επίσης αν πιστεύεις ότι πρόκειται για την αθωότερη περίοδο της ζωής μας.
– Για μένα η σημασία δεν είναι τόσο στην ύπαρξη ή μη μιας απόλυτης αθωότητας, όσο στη «νοσταλγία» της αθωότητας, στην ανάγκη μας να ανακαλέσουμε και να χειριστούμε μέσα από το γράψιμο κάποιες εικόνες, κάποια στοιχεία, για τα οποία έχουμε την πιο αόριστη κι ωστόσο την πιο «σταθερή» ανάμνηση. Ας μη μας διαφεύγει, άλλωστε, ότι η περίφημη παιδική ηλικία δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί όσο για τον ενήλικα, που, χάνοντάς την ακριβώς, είναι σε θέση να την ανακαλύψει, να την επανεκτιμήσει και όλα τα συνακόλουθα. Θα έλεγα, λοιπόν, πως το παιδί είναι το «κλειδί» της όλης ιστορίας ή, τέλος πάντων, εκείνο το απόμακρο «τοπίο» του εαυτού μας, το ημιπραγματικό πλέον και ακατάλυτο, που συγκινησιακά τυγχάνει κόλαση και παράδεισος μαζί.
- Συνέντευξη στην Ολγα Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 2 Aυγούστου 2009
Sunday, August 2, 2009
Ζυράννα Ζατέλη: «Εζησα γράφοντας και χωρίς κινητό»
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment