Thursday, December 4, 2008

Χουάν Μαρσέ: «Θέλω οι ιστορίες να μιλούν στην καρδιά, όχι στον εγκέφαλο»

Σημεία αναφοράς

ΧΟΥΑΝ ΜΑΡΣΕ: Ενας από τους σημαντικότερους Ισπανούς συγγραφείς, που βραβεύτηκε με το «Θερβάντες»

Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ

«Άρχισα να γράφω μυθιστορήματα από τότε που ήμουν ακόμη αναλφάβητος», δηλώνει ο μόλις βραβευθείς με τη μεγάλη τιμητική διάκριση «Θερβάντες 2008», Χουάν Μαρσέ [Juan Marsé], για την ικανότητά του να καταγράφει με εξαιρετικό τρόπο στο έργο του τη μεταπολεμική Ισπανία. «Η σχετική έκπληξη», η οποία επήλθε από την ανακοίνωση του ονόματός του, οφείλεται στο ότι ο Καταλανός συγγραφέας βρισκόταν στις λίστες των υποψηφίων γι' αυτό το βραβείο εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι, την ημέρα που έμαθε το νέο βρισκόταν στον γιατρό του για μια εξέταση ρουτίνας, σαν να ήταν μια συνηθισμένη ημέρα, παρ' ότι γνώριζε ότι το όνομά του βρισκόταν στους «φιναλίστ».

Τα βραβεία δεν είναι αυτοσκοπός για τον 75χρονο συγγραφέα. Θεωρεί πως είναι σημαντικά, κυρίως, για κάποιον που ξεκινά την καριέρα του «γιατί σου προσφέρουν χρόνο για να δουλέψεις, αλλά και εμπιστοσύνη στον εαυτό σου», παρόλο που «συχνά δεν έχουν καμία σχέση με τη λογοτεχνία παρά μόνο με τις πωλήσεις του βιβλίου».

Ο Χουάν Μαρσέ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1933, λίγα μόλις χρόνια πριν ξεσπάσει ο ισπανικός Εμφύλιος (1936-1939) και γνωρίσει η Ισπανία το σκληρό πρόσωπο της δικτατορίας του Φράνκο. Οπως ο ίδιος αφηγείται, τα παιδικά του χρόνια υπήρξαν δύσκολα: Εχασε τη μητέρα του στη διάρκεια της γέννας και στη συνέχεια ο πατέρας του τον έδωσε για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι που μόλις είχε χάσει το παιδί του, και έτσι από Χουάν Φανέκα παίρνει το όνομα Χουάν Μαρσέ. Στο σχολείο πήγε μέχρι τα 13 του. Δεν υπήρξε καλός μαθητής. Το σχολείο του -θυμάται-ήταν αυστηρό και ο ιερέας-δάσκαλος, τρελός. «Δεν έμαθα τίποτα. Τίποτα μα τίποτα. Άρχισα να γράφω μυθιστορήματα αναλφάβητος. Βέβαια είχα διαβάσει περιοδικά, μερικά βιβλία του Ιούλιου Βερν και είχα δει πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Είχα διαβάσει κάτι λίγα από τους Ρώσους του 19ου αιώνα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, Μπαλζάκ και κάποιους άλλους Γάλλους. Αυτά ήταν όλα», λέει ο Μαρσέ στην εφημερίδα «Ελ Μούντο». Ευτυχώς που υπήρχε και το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά στον δρόμο. Στη γειτονιά τους, στο Ελ Καρμέλ, έπαιζαν κυρίως με μια μπάλα φτιαγμένη από κουρέλια, γιατί η δερμάτινη ήταν άπιαστο όνειρο γι' αυτούς. Άλλες φορές οικειοποιούνταν τις μπάλες του τένις που ξέφευγαν από το γήπεδο και με αυτές έριχναν μπαλιές ή σημάδευαν κάποιους στόχους, και στη συνέχεια έτρεχαν να κρυφτούν. Σε αυτούς τους δρόμους έμαθε, και στη συνέχεια περιέγραψε τόσο καλά στο έργο του, τη ζωή των φτωχών ανθρώπων στις γειτονιές της Βαρκελώνης. Τις υπόλοιπες ώρες άκουγε ιστορίες που αφηγούνταν οι συγγενείς του όταν συγκεντρώνονταν μεταξύ τους: ιστορίες αυτών που είχαν εξοριστεί στη Γαλλία, για εκείνους που είχαν σκοτωθεί στη μάχη του Έβρου, των αδελφών της μητέρας του που διηγούνταν αυτές τις τραγωδίες με χαμηλή φωνή. Αυτή ήταν η μόρφωσή του, χωρίς επαφές με καλλιεργημένους ανθρώπους.

«Ζω στο παρόν, αν και είναι προφανές πως η προσωπική, οικογενειακή και συγγενική μου μνήμη παραμένει στη μεταπολεμική εποχή. Τότε έζησα την παιδική ηλικία και αυτό το στάδιο είναι σημαντικό για τη ζωή του συγγραφέα. Με τη γειτονιά μου, τη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, διατηρώ ακόμη πολύ στενή σχέση».

Αυτό που ευχαριστεί ιδιαίτερα τον Μαρσέ να ακούει για τον ίδιο και το έργο του είναι όταν χαρακτηρίζεται «απλός αφηγητής ιστοριών»: «Εγώ δεν είμαι ο τυπικός διανοούμενος ούτε άνθρωπος των Γραμμάτων. Δεν δίνω διαλέξεις, δεν μιλώ συχνά στον Τύπο και παθαίνω πανικό στην ιδέα να αναπτύξω μια λογοτεχνική θεωρία, αν και μου αρέσει πολύ να διαβάζω και έχω συγκεκριμένες απόψεις για έργα συγκεκριμένων συγγραφέων. Τελικά, η λογοτεχνία είναι θέμα γούστου και τα προσωπικά γούστα καταλήγουν στο να επιβάλλουν όρια». Αλλωστε, ο ίδιος ισχυρίζεται πως προτιμά τον Ντίκενς από τον Τζόις: «Αναγνωρίζω τη μεγάλη αισθητική αξία του Τζόις, τη σημασία του "Οδυσσέα", αλλά μου αρέσει ο Ντίκενς περισσότερο. Θέλω να με συγκινούν οι ιστορίες, να μου μιλούν στην καρδιά και όχι στον εγκέφαλο».

Μετά τη φυλάκιση του πατέρα του για πολιτικούς λόγους, σταμάτησε το σχολείο για να βοηθήσει την υπόλοιπη οικογένεια. Έγινε μαθητευόμενος αργυροχόος. Παράλληλα άρχισε να γράφει μικρά διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά και το 1960 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα. Την ίδια χρονιά φεύγει στο Παρίσι και καταφέρνει να βρει μια δουλειά στο Ινστιτούτο Παστέρ. Εκεί γνωρίζει τον βιολόγο Ζακ Μονό, ο οποίος τον επηρεάζει αισθητά και γράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όπου παραμένει για τέσσερα χρόνια: «Πήγα στο Κομμουνιστικό Κόμμα όχι για τον Μονό, αλλά γιατί ήταν το μοναδικό κόμμα που έκανε κάτι εναντίον του Φράνκο. Στη συνέχεια, αποχώρησα για ένα θέμα αδιαφάνειας», εξομολογείται ο ίδιος, και επιστρέφει στην Ισπανία.

Γράφει μερικά μυθιστορήματα με τα οποία γίνεται γνωστός στη χώρα του και από το 1965 σταματά τη δουλειά στο εργαστήρι και γίνεται συγγραφέας «αποκλειστικής απασχόλησης». Σιγά σιγά αρχίζουν και οι διακρίσεις, έργα του γυρίζονται ταινίες (για τις οποίες δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος)... Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο μόνο από τα μυθιστορήματά του: «Η ουρά της σαύρας» (εκδόσεις Σέλας) και η «Μαγεία της Σαγκάης» (εκδόσεις Bell). *

Η βιασύνη δεν κάνει καλό στη λογοτεχνία

Ο Χουάν Μαρσέ από την επίσημη ιστοσελίδα του μιλά για την τέχνη του αργυροχόου και αυτήν του συγγραφέα:

«Υπάρχει σχέση ανάμεσά τους. Και τα δύο επαγγέλματα απαιτούν μια αρετή: την υπομονή. Η βιασύνη δεν κάνει καλό σε τίποτε, αλλά ιδιαίτερα στη λογοτεχνία, όπου πρέπει να προσέχεις τις παραμικρές λεπτομέρειες και να δουλεύεις κομμάτι κομμάτι. Υπάρχει κάτι από την τεχνική χειροποίητων κατασκευών σε αυτή τη λεπτοδουλειά, με την οποία φτιάχνονται τα βιβλία. Στην πραγματικότητα μου στοιχίζει πολύ ακριβά να γράψω μια πρόταση. Διορθώνω συνεχώς. Ναι, περνώ τη ζωή μου διορθώνοντας αυτά που έχω γράψει. Θα μπορούσα να μην τελειώσω ποτέ. Θέλω να επανεκδίδω κάποια βιβλία μου, γιατί θέλω να αφαιρέσω κάποιες σελίδες και να προσθέσω άλλες, τις οποίες θεωρώ καλύτερες από τις προηγούμενες. Μερικές φορές συναντούσα κάποια φράση που δεν μου άρεσε και την ξαναέγραφα. Γιατί το κάνω; Εμένα πάντα μου άρεσε να διορθώνω. Πολλές φορές έχω πει πως θα προτιμούσα να έγραφε κάποιος άλλος τα βιβλία μου και εγώ να τα διόρθωνα. Ωστόσο, οι ιδέες παίζουν έναν ουσιαστικό ρόλο στη λογοτεχνική δημιουργία. Ετσι δεν είναι; Για να γράψεις, απαιτούνται τρία πράγματα: Να έχεις κάποια ωραία ιστορία να αφηγηθείς, να ξέρεις να την αφηγηθείς και κάτι ιδιαίτερο: να έχεις διάθεση να την αφηγηθείς. Πολλές φορές, όταν ένας συγγραφέας δεν έχει τίποτε να πει, δίνει μεγάλη έμφαση στο πώς θα το πει, κάνει πιο πολύπλοκη την ιστορία, τη γραφή και τη γλώσσα. Ομως, αν η ιστορία είναι δυνατή, μπορεί ακόμη και αν δεν είναι καλά γραμμένη, να ενδιαφέρει τον αναγνώστη. Τελικά η μυθοπλασία είναι ένα ψέμα που κάποιος μπορεί να αφηγηθεί καλά, αλλά αν μέσω αυτής καταφέρει να κάνει πιστευτό αυτό που αφηγείται, τότε ο στόχος του έχει επιτευχθεί».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 03/12/2008

No comments: