Sunday, March 13, 2011

Ο κόσμος της απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης

Ο Τζωρτζ Οργουελ βιώνει και περιγράφει τους απόκληρους του μεσοπολέμου
  • Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, Kυριακή, 13 Mαρτίου 2011
  • GEORGE ORWELL: Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου, μετφρ:. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Ασβός
Το 1928 ο Τζωρτζ Οργουελ (1903-1950) δεν λέγεται καν ακόμα Οργουελ, αλλά Ερικ Μπλαιρ, το όνομα που είναι γραμμένο και στον τάφο του. Γεννημένος στην Ινδία, με σπουδές στο Ητον όπου είχε δάσκαλο τον Αλντους Χάξλεϊ, έχει μόλις παραιτηθεί από την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία, την οποία υπηρέτησε στη Βιρμανία επί μία εξαετία. Η αντιαποικιοκρατική του ιδεολογία υπερίσχυσε των οικονομικών δυσχερειών του. Αλλωστε, ο Οργουελ ένα όνειρο έχει, να ζήσει από το γράψιμο, να γίνει λογοτέχνης. Θα δοκιμάσει λοιπόν την τύχη του στο Παρίσι, το φτηνό Παρίσι όπου ακόμα δεν είναι παράνομο οι ξένοι να δουλεύουν και κατακλύζεται από μετανάστες κάθε λογής και φυλής.

Ο Οργουελ έρχεται λοιπόν στο Παρίσι μες στην οικονομική κρίση του 1929 που σαρώνει τον κόσμο, αποφασισμένος να γράψει και με ελάχιστα χρήματα. Εξού και το κατάλυμά του, μια πανσιόν, ένα μικρό ξενοδοχείο που μπροστά του η πανσιόν της μαντάμ Βωκέ στον «Μπαρμπα-Γκοριό» του Μπαλζάκ, μνημείο μιζέριας, ωχριά.
  • Οι κοριοί
Ο Μπλαιρ λοιπόν έχει λίγα χρήματα και κάνει και μαθήματα αγγλικών. Μόνο που δεν του φτάνουν. Οχι για να πληρώσει το νοίκι του στην πανσιόν όπου οργιάζουν οι κοριοί, με τους τρόπους εξόντωσης των οποίων άλλωστε αρχίζει τη διήγηση των περιπετειών του, αλλά όταν του κλέβουν τα ελάχιστά του χρήματα ούτε για να φάει. Αρχίζει λοιπόν η κατηφόρα, η κατάπτωση. Ενεχυροδανειστήρια, όπου ακουμπάει ακόμα και τα ρούχα του, ψωμί με μαργαρίνη ή κρασί για μέρες ολόκληρες, και ψέματα, όλ’ αυτά τα ψέματα που επινοούν οι φτωχοί, στην αρχή τουλάχιστον, για να μην τους καταλάβουν. Οταν ακόμα ελπίζουν ότι η θέση τους είναι αλλού κι εκεί θα επανέλθουν. Γιατί «η πρώτη σου επαφή με τη φτώχεια είναι πολύ παράξενη. Εχεις σκεφτεί τόσο πολύ γι’ αυτήν - είναι κάτι που φοβόσουν σ’ όλη σου τη ζωή, κάτι που ήξερες ότι αργά ή γρήγορα θα σου συνέβαινε· όμως είναι διαφορετικό με έναν τρόπο καταλυτικό και ταυτόχρονα πεζό».

Ανακαλύπτει λοιπόν την «αλλόκοτη αχρειότητα της φτώχειας», τη μικροπρέπεια, την ευτέλεια, που γι’ άλλους αποτελούν μόνιμο τρόπο ζωής.

Μυστικές εταιρείες Ρώσων τον εξαπατούν με την υπόσχεση ότι θα του δώσουν δουλειά και δη συγγραφική, να γράφει άρθρα. Ο Λευκορώσος φίλος του ο Μπόρις είναι στα ίδια χάλια μ’ αυτόν. Δουλεύει βοηθός μάγειρα και λαντζέρης σε ξενοδοχεία, ακριβά και φτηνά, και περιγράφει την αηδιαστική κατάσταση στις κουζίνες τους (πιο αηδιαστική δεν γίνεται και πώς να μην έχουνε δίκιο όσοι μίλησαν την εποχή εκείνη για δυσφήμηση της γαλλικής κουζίνας, όσο αθέλητη κι αν ήταν!). Τίποτα δεν πάει καλά και το Λονδίνο είναι κι αυτό μια λύση. Του προτείνουν μια δουλειά, γυρίζει πίσω, η δουλειά αργεί και με την αναμονή ξαναρχίζει κι ο αγώνας για τον επιούσιο, ή μάλλον ο γολγοθάς της φτώχειας, της βρόμας, της δυσωδίας, της περιφρόνησης, της πείνας.

Ο Οργουελ, όπως τόσοι και τόσοι συγγραφείς που ζήσανε μαζί με τους απόκληρους, τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, κάπου βαθιά μέσα του ξέρει πως δεν ανήκει εκεί, πως έχει διεξόδους. Καταπώς λεν, η εμπειρία αυτή της ανέχειας που δύσκολα βρήκε τον δρόμο της για το τυπογραφείο (ο Ελιοτ πάντως την απέρριψε) το 1933, λειτούργησε σ’ αυτόν και σαν εξαγνισμός για την άλλη εμπειρία, της Βιρμανίας.
  • Τον απέρριψαν
Το βέβαιο είναι ότι στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30 ο Οργουελ δεν έγραψε. Ή μάλλον έγραψε κι έσκισε, απέρριψε, τον απέρριψαν. Δεν έζησε από τη συγγραφή, αλλά από τη λάντζα και λιγοστά μαθηματάκια, αυτά τα μαθήματα που ήταν ο εφιάλτης του. Οσα έζησε όμως και περιέγραψε, πέρα απ’ την αλήθεια τους, μια αλήθεια ιστορημένη με ντοκιμαντερίστικη διάθεση και πρόσωπα-τύπους, όπως κι ο ίδιος δηλώνει, στήριξαν τη δημοκρατική, την προοδευτική του τάση, που θα ενισχυθεί λίγα χρόνια αργότερα όταν θα ζήσει με τους ανθρακωρύχους στη Βόρεια Αγγλία και ακόμη περισσότερο με τη συμμετοχή του στον Ισπανικό Εμφύλιο.

«Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου» δεν ανήκει στα αριστουργήματα του Οργουελ. Αυτό δεν το κάνει ωστόσο λιγότερο ενδιαφέρον. Οχι μόνο γιατί ανοίγει ένα παράθυρο, την εποχή εκείνη όσο και σήμερα, στην αγριότητα της φτώχειας για όλους τους μικροαστούς, τους απλούς ανθρώπους που τρέμουν στην ιδέα της, αλλά και γιατί, όπως ο ίδιος τονίζει στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου του, λειτουργεί και διαπαιδαγωγητικά: προτρέπει να μην κρίνουμε αυτό που δεν ξέρουμε στο πετσί μας. Με τη γνωστή εμμονή του στη λεπτομέρεια, στο συγκεκριμένο που μπορεί να δημιουργεί το ίδιο αίσθημα αηδίας όπως και στην πραγματικότητα, αλλά και να προκαλεί το χαμόγελο, ο Οργουελ συναντά στο βιβλίο του αυτό περισσότερο τον σύγχρονό μας Βόλμαν και λιγότερο τον Ντοστογιέφσκι. Το βάθος λείπει αλλά η γροθιά στο στομάχι είναι γερή.

Πριν από τη «Φάρμα των ζώων», πριν από τη δυστοπία του «1984» και τον Μεγάλο Αδελφό, ασκήσεις επί χάρτου με μια διαχρονική πραγματικότητα που ξεπερνάει κατά πολύ τη φαντασία. Τα πρώτα βήματα ενός μεγάλου συγγραφέα σ’ έναν τρελό κόσμο που ίδιος παραμένει.

No comments: