Παρατηρήσεις με αφορμή την έκθεση στο Ζάππειο
Είναι Μάιος του 1933 και η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας για πολλοστή φορά παρασύρει στη δίνη της και την αγορά του βιβλίου. Οι ομοιότητες με σημερινές καταστάσεις, όπως μας τις περιγράφει στο «ΕΘΝΟΣ» ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, καταντούν εξοργιστικές.Όπως και τότε στον «Παρνασσό», έτσι και σήμερα στο Ζάππειο Μέγαρο άλλο ένα Φεστιβάλ (!) Βιβλίου ξεκίνησε…
«Η κρίσις εκτύπησε πρώτα-πρώτα το βιβλίο. Το λογοτεχνικό εννοείται βιβλίο, είδος μεγάλης και περιττής πολυτελείας ακόμα στην Ελλάδα. Εκτός από λιγοστούς πού έχουν την μανία και προτιμούν να μη φάνε παρά να μην αγοράσουν ένα βιβλίο του γούστου των –φοιτητής από την Μακεδονία μού έγραψε κάποτε ότι πέρασε μια εβδομάδα με τσάι για να οικονομήση τη συνδρομή του σ’ ένα περιοδικό- οι άλλοι, φιλαναγνώσται του γλυκού νερού και της μόδας, αγοράζουν ένα μυθιστόρημα ή μια συλλογή ποιημάτων μόνο σαν έχουν πενήντα δραχμές για πέταμα. Και τα τελευταία χρόνια μια τέτοια περίπτωσις είνε τόσο σπάνια.
Οι εκδόται μας ήλπισαν ότι, με τις απρόσιτες τιμές του ξένου βιβλίου, οι φιλαναγνώσται, κατά την παροιμία της αναβροχιάς, θα κατεύφευγαν στα ντόπια. (κι’ αυτοί που διαβάζουν ξένους συγγραφείς στο πρωτότυπο είνε και λιγώτεροι και πλουσιώτεροι). Πραγματικώς στην αρχή παρατηρήθηκε κάποια κίνηση. Ύστερα όμως με την επιδείνωση της κρίσεως η κίνηση αυτή σταμάτησε και το βιβλιεμπόριο σχεδόν ενεκρώθη. Ούτε ξένα μα ούτε ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία ξοδεύονται πια.
Οι τελευταίες εκδόσεις έμειναν σχεδόν απώλητες. Άλλες, τα τελευταία τρία χρόνια, δεν έγιναν και μερικοί εκδόται για να μη χρεωκοπήσουν, βρέθηκαν στην ανάγκη να υποτιμήσουν εξευτελιστικά τα βιβλία των, πράγμα πού επηρεάζει φυσικά και τα βιβλία των άλλων εκδοτών πού τα κρατούν στις τιμές των, γιατί τη στιγμή πού βρίσκει κανείς ένα μυθιστόρημα π.χ. του Παπαδιαμάντη με 10 δραχμές, δεν τρελλάθηκε ν’ αγοράση ένα του Καρκαβίτσα πού έχει 30, αλλά περιμένει με την έλπίδα ότι κι’ αυτό θα εξευτελισθή.
Τον καλό καιρό, τα βιβλία των καλών λογοτεχνών, στου Κολλάρου, στου Δημητράκου, στου Ελευθερουδάκη, στου Σιδέρη, στου Ζηκάκη και καθεξής, έκαναν μια πρώτη έκδοση συνήθως από τρείς χιλιάδες αντίτυπα. Τα μισά περίπου έφευγαν αμέσως τους πρώτους μήνες, και τάλλα μισά, σιγά-σιγά, ξοδευόνταν σε δυό, τρία, το πολύ τέσσερα χρόνια. Και τότε έκαναν δεύτερη έκδοση, κάποτε και τρίτη και τέταρτη…
Τα τελευταία χρόνια οι αριθμοί αυτοί έπεσαν απότομα στο μισό κι’ ακόμα πιο κάτω. Βιβλία των γνωστοτέρων και δημοφιλεστέρων λογοτεχνών δεν επώλησαν παρά μόλις πεντακόσια ή εξακόσια αντίτυπα στην αρχή. Δεν εκάλυψαν δηλαδή ούτε τα έξοδά των. Κι’ οι άλλες δυόμισυ χιλιάδες αποθηκεύθηκαν, για να πωληθούν σιγά-σιγά, ποιος ξέρει σε πόσες δεκαετίες. Έτσι οι αποθήκες των εκδοτών μας είνε γεμάτες ως απάνω, τα κεφάλαιά των μένουν νεκρά, και φυσικά, υπ’ αυτούς τους όρους, οι εκδόσεις σταμάτησαν.
Άλλη φορά έβρισκαν πρόθυμο τον εκδότη και δευτερώτεροι λογοτέχναι, νέοι ακόμα και άγνωστοι. «Μ’ ένα καλό βιβλίο –έλεγεν ο εκδότης- κι’ ο άγνωστος γίνεται γνωστός. Κίνησις μόνο να υπάρχη». Σήμερα δεν μπορούν να τυπώσουν βιβλίο ούτε οι καλλίτεροι, οι γνωστότεροι.
Θα πήτε: Πώς εκδίδονται λοιπόν κάθε μέρα, απ’ όλους σχεδόν τους οίκους, τόσα βιβλία και πολλά μάλιστα πολυτελέστατα; Οι προθήκες των βιβλιοπωλείων είνε γεμάτες πάντα από νέες εκδόσεις …
Να σας πώ το μυστικό: Οι ίδιοι οι συγγραφείς κάνουν τα έξοδα αυτών των εκδόσεων. Οι περισσότεροι είνε νέοι, πού εξοικονομούν με κάθε θυσία μερικές χιλιάδες για να κάμουν την πρώτη των εμφάνιση. Κάθε σχεδόν τέτοια έκδοση είνε κι’ ένα δράμα. Γιατί λιγοστοί βέβαια ειν’ εκείνοι πού τους περισσεύουν λεπτά για τις φιλοδοξίες των, κι’ ακόμα πιο λιγοστοί εκείνοι που βλέπουν να πραγματοποιούνται όσες ελπίδες εστήριξαν στην έκδοση ενός έργου των. Ο εκδότης βάζει απλώς τόνομά του, τη φίρμα του, κι’ αναλαμβάνει τη διάδοση του βιβλίου με ποσοστά. Γι’ αυτό βλέπετε ακόμα να γίνωνται εκδόσεις. Κι’ εκτος από τις εκδόσεις παιδικών, σχολικών, διδακτικών κι’ επιστημονικών βιβλίων, πού είνε υποχρεωτικά –επομένως είδη ανάγκης κι’ όχι πολυτελείας- αυτές είνε οι μόνες σχεδόν πού γίνονται σήμερα.
Το συμπέρασμα είνε ότι το ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο, πού περνά τέτοια κρίση, έχει απόλυτη ανάγκη από κάποιο σπρώξιμο, από κάποια ενίσχυση. Ευτυχώς εισήχθη κι’ εδώ, από το προπερασμένο έτος, η εβδομάς του βιβλίου, πού είνε μια πολύ καλή προπαγάνδα κι’ έδωσε ως τώρα αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα. Φέτος, ακούω, θα γίνη στον «Παρνασσό», και βέβαια ταποτελέσματα θα είνε ακόμη ικανοποιητικότερα. Γιατί ο αθηναϊκός κόσμος αγαπά τον «Παρνασσό» και με προθυμία συρρέει όταν γίνετ’ εκεί διάλεξις, χορός, εορτή, έκθεσις ή αγορά».
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
No comments:
Post a Comment