Sunday, October 4, 2015

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ



 
Περιεργαζόμουν στο διαδίκτυο φωτογραφικό υλικό για τον Έρνεστ Χεμινγουέι και διάβαζα διάφορα κείμενα για να προσεγγίσω ακόμα περισσότερο έναν συγγραφέα που αγάπησα και που ως γνωστό έχει αγαπηθεί από εκατομμύρια αναγνωστών σε όλο τον κόσμο. Είχα διαβάσει προσφάτως τρία από τα πασίγνωστα και αγαπημένα έργα του: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ ΣΤΑ ΟΠΛΑ, ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΧΤΥΠΑ Η ΚΑΜΠΑΝΑ, ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ και Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ. Πρόκειται για έργα ολοζώντανα που δεν έχουν χάσει τίποτε από τη φρεσκάδα τους. Ας φρεσκάρουμε κάπως τη μνήμη με ορισμένα στοιχεία.
  • ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΧΤΥΠΑ Η ΚΑΜΠΑΝΑ. Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου. Καστανιώτης.
Bασισμένο στις εμπειρίες του από τον Iσπανικό Eμφύλιο, το Για ποιον χτυπά η καμπάνα θεωρήθηκε από τους βιβλιοκριτικούς ως το κορυφαίο έργο του συγγραφέα και ένα από τα καλύτερα πολεμικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Περιγράφει τέσσερις μέρες από τη ζωή του ήρωα και πρωταγωνιστή Ρόμπερτ Τζόρνταν, ενός Αμερικανού που έχει σταλεί με την ιδιότητα του δυναμιτιστή, για να ανατινάξει μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα. Τέσσερις μονάχα μέρες, στα τέλη της άνοιξης του 1937 στην Ισπανία, και συγκεκριμένα στα δάση γύρω από τη Σεγκόβια. Στη διάρκεια αυτών των κρίσιμων ημερών, ο Τζόρνταν βιώνει συγκλονιστικά τον έρωτα στο πρόσωπο της πανέμορφης και βασανισμένης Μαρίας, το φόβο και την αγωνία σε μια σπαρασσόμενη από τον Eμφύλιο χώρα, την αφοσίωση και τη φιλία, αλλά και τη δεισιδαιμονία στα πρόσωπα των Ισπανών ανταρτών. Παντού γύρω του ελλοχεύει ο θάνατος, που δίνει σε όλα τα συναισθήματα μια ολότελα διαφορετική διάσταση και ένταση.
  • Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ. Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης. Καστανιώτης.
O Σαντιάγκο, ένας γέρος ψαράς μοναχικός, θα δώσει τη μεγαλύτερη κι ίσως την τελευταία μάχη του με το μεγάλο ξιφία στα βαθιά νερά. Θα χρησιμοποιήσει τη μαστοριά, το μυαλό και την τέχνη. Τρεις μέρες θα κρατήσει η μάχη κι ο Σαντιάγκο θα νικήσει. Όταν μπαίνει στο λιμάνι, αργά την τρίτη νύχτα, δίπλα στο βαρκάκι πλέει μονάχα το άσπρο κόκκαλο από το τεράστιο ψάρι που καταβρόχθισαν στη διαδρομή τους οι καρχαρίες. Μια μεγάλη στιγμή στην παγκόσμια λογοτεχνία, ένας αξεπέραστος σταθμός. Γραμμένο απλά, μεταδίδει ένα πανανθρώπινο μήνυμα πέρα από τόπο και χρόνο: ο άνθρωπος μπορεί να καταστρέφεται, ποτέ όμως δε νικιέται.
  • ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ. Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος.  Καστανιώτης. 
«Με το που δέχεσαι για το θάνατο το "Ου φονεύσεις", είναι εντολή που εύκολα και αυθόρμητα υπακούς. Όταν όμως ένας άνθρωπος είναι ακόμη εξεγερμένος ενάντια στο θάνατο, απολαμβάνει το να υιοθετεί ένα από τα θεϊκά χαρακτηριστικά, δηλαδή το να θανατώνει ο ίδιος. Είναι από τα βαθύτερα συναισθήματα όσων απολαμβάνουν το να σκοτώνουν. Είναι κάτι που γίνεται με περηφάνια, και φυσικά η περηφάνια είναι χριστιανικό αμάρτημα και ειδωλολατρική αρετή. Αλλά η περηφάνια γεννά την ταυρομαχία και την αληθινή απόλαυση της θανάτωσης, που πλάθει τον μεγάλο ματαδόρ». Το Θάνατος το απομεσήμερο είναι από τα πιο σημαντικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ για τις ταυρομαχίες, αλλά δεν είναι αυτό μόνο. Με γλώσσα καθαρά λογοτεχνική, ο Χέμινγουεϊ βρίσκει εδώ την ευκαιρία να μιλήσει όχι μόνο για την Ισπανία και τους ανθρώπους της αλλά και για τη λογοτεχνία, την τέχνη, την τιμή, την ανδρεία, το θάνατο, με τρόπο ευθύ και ωμό, συχνά συγκινητικό, κάποτε προκλητικό ή και εξοργιστικό ακόμη. Κάποιες από τις ιστορίες των ταυρομάχων είναι από τις πιο σπαρακτικές που έγραψε ποτέ αυτός ο μεγάλος λογοτέχνης, που εδώ, ίσως περισσότερο απ' όσο σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του, αποδεικνύει τη συγγραφική δεινότητά του.
  • ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ. 
  •  Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου. Καστανιώτης.
  • Μετάφραση: Βαγγέλης Κατσάνης. Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος.
Το 1918 ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ πήγε «στον πόλεμο που θα έβαζε τέλος σε όλους τους πολέμους». Κατατάχθηκε ως εθελοντής τραυματιοφορέας στα ασθενοφόρα, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε. Από τις εμπειρίες του αυτές γεννήθηκε αυτό το μυθιστόρημα, που πολλοί θεωρούν ως το αριστούργημά του. Σ' αυτό αναπλάθει με τρόπο απόλυτα πειστικό το φόβο, τη συντροφικότητα, το θάρρος του νεαρού Αμερικανού εθελοντή και των ανδρών και γυναικών που γνωρίζει στην Ιταλία. Όμως το Αποχαιρετισμός στα όπλα δεν είναι μονάχα ένα πολεμικό μυθιστόρημα. Σ' αυτό ο Χέμινγουεϊ πλάθει μια ιστορία αγάπης βαθιά τραγική, παθιασμένη και ασυμβίβαστη - η συνισταμένη των τριών μεγάλων ερώτων του συγγραφέα στα χρόνια 1918-1929. Πέρα όμως και ανεξάρτητα από τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχονται στο βιβλίο του αυτό, το μυθιστόρημα σφύζει από πάθος και συγκλονιστικά συναισθήματα, που βρίσκουν το ιδεώδες σκηνικό τους στην Ιταλία, στα ταραγμένα και αδυσώπητα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν θα παραλείψω ν’ αναφέρω και το βιβλίο που σχετίζεται μ’ εμάς τους Έλληνες.
  • ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ. 1920-1922: ΙΤΑΛΙΑ, ΒΑΛΚΑΝΙΑ, ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. Μετάφραση: Κώστας Καλογρούλης, Ηλίας Μαγκλίνης. Καστανιώτης.
Ο Χέμινγουεϊ ανδρώθηκε λογοτεχνικά μέσα από τη δημοσιογραφία και η δημοσιογραφία του χάρισε τις πρώτες δυνατές εμπειρίες, τα πρώτα του χρήματα και τα πρώτα του μεγάλα ταξίδια. Ωστόσο, παρότι ο ίδιος έβλεπε τα δημοσιογραφικά του κείμενα ως κάτι που δεν μπορεί να συγκριθεί με το λογοτεχνικό του έργο, ο ενθουσιασμός και η φαντασία του κατέστησαν αυτό το υλικό κάτι περισσότερο από διαχρονικό. Στον πρώτο αυτό τόμο των δημοσιογραφικών του κειμένων περιέχονται οι ανταποκρίσεις που έγραψε στην περίοδο 1920-1922 και έχουν, βεβαίως, ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έλληνα αναγνώστη, αφού περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, όλα τα κείμενα που ο Χέμινγουεϊ έγραψε για τη Μικρασιατική καταστροφή, τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και το κλίμα που επικρατούσε τότε, και αφετέρου διότι σε αυτά ακριβώς διαπιστώνει κανείς πόσο βαθιά επηρέασε το ρεπορτάζ τον κατοπινό πεζογράφο.
Οι σκηνές που περιγράφει από την Ανατολική Θράκη όταν την εγκαταλείπει ο ελληνικός πληθυσμός έχουν μία επιπλέον ιδιαιτερότητα για εμάς. Η φυγή των Ελλήνων από την περιοχή περιγράφεται με τέτοια δύναμη και αποτυπώνεται τόσο ακαριαία που είναι αδύνατον να σε αφήσει ασυγκίνητο. Βαριά κατάθλιψη κυριαρχεί στην τελευταία ανταπόκριση με τίτλο Πρόσφυγες από τη Θράκη, με την οποία κλείνει το βιβλίο. Η κατάθλιψη είναι του ίδιου, όταν στην Αδριανούπολη, την οποία παρουσιάζει σχεδόν σαν μια πόλη-«φάντασμα», περνάει μια άθλια βραδιά σε ένα εξίσου άθλιο ξενοδοχείο γεμάτο ψείρες.
…………………………………………
Λίγες μέρες μετά το θάνατο του Χέμινγουεϊ,  τον Ιούλιο του 1961, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, είχε γράψει:
«Ο Χέμινγουεϊ δεν υπήρξε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που θέλησε να είναι: ένας άνθρωπος πλήρως ζωντανός σε κάθε χειρονομία της ζωής του. Η μοίρα του, με μιαν ορισμένη έννοια, υπήρξε εκείνη των ηρώων του, που είχαν μόνο μια πρόσκαιρη αξία σε οποιονδήποτε τόπο της γης και που έγιναν αιώνιοι χάρη στην αφοσίωση εκείνων που τους ακολούθησαν. Αυτή είναι ίσως η πιο ακριβής διάσταση του Χέμινγουεϊ. Πιθανόν αυτή δεν θα είναι το τέλος ή η αρχή στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αλλά είναι η φυσική κληρονομιά ενός θαυμάσιου ανθρώπινου υποδείγματος, ενός καλού και ασυνήθιστα αξιοπρεπούς δουλευτή, ο οποίος ίσως αξίζει κάτι παραπάνω από μια θέση στη διεθνή δόξα…»

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ



Ο Έρνεστ Μίλερ Χεμινγουέι γεννήθηκε το 1899 στο Oak του Ιλινόις. Από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε το πάθος των ταξιδιών που σημάδεψε τη ζωή και το συγγραφικό του έργο. Το 1917 ο Χεμινγουέι προσλήφθηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα Αστέρας του Κάνσας Σίτυ. Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε να πάει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στο ιταλικό μέτωπο, όπου πληγώθηκε άσχημα και παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Γύρισε στις Η.Π.Α. το 1919 και παντρεύτηκε το 1921. Το 1922 ήταν ανταποκριτής στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανανέωσε τις πρώιμες φιλίες του με αμερικανούς αυτοεξόριστους, όπως τον Έζρα Πάουντ και τη Γερτρούδη Στάιν. Η ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον που έδειξαν για τα κείμενά του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Χεμινγουέι. Τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν οι "Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα" και το "Στον καιρό μας" (1925). Ευρύτερα, όμως έγινε γνωστός με τη σατιρική νουβέλα "Οι χείμαρροι της άνοιξης" (1926), με την οποία και καθιερώθηκε. Η διεθνής του φήμη επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα τρία βιβλία του : "Φιέστα" (1926), "Άντρες χωρίς γυναίκες" (1927) και "Αποχαιρετισμός στα όπλα" (1929). Αναμίχθηκε με πάθος στις ταυρομαχίες, "Θάνατος στο απομεσήμερο" (1932), στο κυνήγι άγριων ζώων στην Αφρική, "Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής" (1935), και στο ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα, "Ο γέρος και η θάλασσα" (1952). Στο κλασικό μυθιστόρημα "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" (1940) καταγράφονται οι εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ισπανία κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το άμεσο και φαινομενικά απλό ύφος της γραφής του δημιούργησε ολόκληρες γενιές μιμητών, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η αναγνώριση της θέσης του στην παγκόσμια λογοτεχνία ήλθε το 1954, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ. Ο Χεμινγουέι αυτοκτόνησε το 1961 στο Αϊντάχο.


No comments: