Η Μία Βασικόφσκα υποδύεται την Μαντάμ Μποβαρύ στην τελευταία κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος.
Η «Μαντάμ Μποβαρύ», το κορυφαίο
μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ (Ρουέν 1821-1880), το οποίο δημοσιεύτηκε
σε συνέχειες το 1856 στο περιοδικό Revue de Paris και το 1857
κυκλοφόρησε σε βιβλίο, προκάλεσε αμέσως σκάνδαλο και έβαλε σε δικαστικές
περιπέτειες, με την κατηγορία της προσβολής των ηθών και της θρησκείας,
τον συγγραφέα και τον εκδότη.
Ο Γκιστάβ Φλομπέρ, ο εκπρόσωπος του ρεαλισμού, επηρέασε τη λογοτεχνική έκφραση της εποχής του, αλλά και την πορεία της· από τον Γκι ντε Μοπασάν και τον Ζολά έως τον Φραντς Κάφκα. Στο έργο του Η «Μαντάμ Μποβαρύ» αποδίδει, όσο πιο πιστά και αντικειμενικά γίνεται, την πραγματικότητα και την ελαφρότητα της μεσαίας τάξης. Απεικονίζεται με ακρίβεια η καθημερινότητα των ηρώων και γίνονται λεπτομερείς περιγραφές του περιβάλλοντος χώρου, των επαγγελμάτων, των κοινωνικών συνηθειών, αλλά και των διαφόρων εκφράσεων της συμπεριφοράς των ηρώων, οι οποίοι δεν είναι παρά καθημερινοί και απλοί άνθρωποι.
Ο συγγραφέας, τεχνίτης του στυλ, κρατάει αποστάσεις από τους χαρακτήρες του, από την απόλυτη αλήθεια, το καλό και το κακό. Προσπαθούσε, κατά δική του ομολογία στη Γεωργία Σάνδη, να χρησιμοποιεί αρμονικές προτάσεις αποφεύγοντας τις παρηχήσεις, ενώ τόνιζε ότι ο συγγραφέας πρέπει να είναι σαν τον Θεό στο σύμπαν, πανταχού παρών, αλλά και αόρατος. Αναζητούσε την ακριβή λέξη (le mot juste), ενώ απέφευγε τις ασάφειες και τις αφηρημένες εκφράσεις, αντιδρώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και στη γραφή των ρομαντικών συγγραφέων.
Η ηρωίδα του, με την οποία ταυτίστηκε ο συγγραφέας όταν δήλωσε ότι η Μαντάμ Μποβαρύ είναι ο ίδιος («Madame Bovary c’est moi!»), είναι μια γυναίκα που ζει στη γαλλική επαρχία, παντρεμένη με έναν δίχως ενδιαφέροντα γιατρό, και αναζητεί την ευτυχία στον έρωτα. Προσπαθεί να διαφύγει από την ανούσια και πληκτική ζωή της, επενδύοντας στις εφήμερες σχέσεις και στην κάθε άλλο παρά λιτή ζωή. Ο σύζυγός της, ακόμη και η κόρη της, είναι σκιές που δεν της προσφέρουν την ηρεμία και την ισορροπία που τόσο έχει ανάγκη ο ενήλικος, καθώς, στην περίπτωσή της, δεν υπάρχει η αρμονία εκείνη η οποία συνδέει τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου με τον περιβάλλοντα κόσμο, την πραγματικότητα. Οι μεταπτώσεις της διάθεσής της είναι μεγάλες και συχνές, και δείχνουν την εσωτερική ταραχή και τη συναισθηματική αστάθεια, με τάσεις αυτοκαταστροφικές, συμπτώματα που εκδηλώνονται σε περιπτώσεις καταθλιπτικών κρίσεων. Από τη μια η πλήξη της καθημερινότητας και από την άλλη το κυνήγι της ευτυχίας σε καταστάσεις που στηρίζονται στην εξιδανίκευση του φευγαλέου, την ψευδαίσθηση ότι ο παράδεισος είναι ο άλλος, το άπιαστο, αυτό που δεν συνιστά την πλήξη, την καθημερινότητα, το δεδομένο. Και όταν ανακαλύπτει ότι η απιστία θα μπορούσε να γίνει το ίδιο κοινότοπη όσο και ο γάμος, είναι πλέον αργά. Είχε μάθει να περιμένει να γίνονται τα πράγματα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τα παιδικά της όνειρα, χωρίς κόστος, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς συνέπειες.
Και αυτό γιατί ήταν απροετοίμαστη για τη ζωή και τις απαιτήσεις της, ενώ η πραγματικότητα ήταν εκεί, σε κάθε της βήμα, για να ζητάει την αποκατάσταση όσων είχαν διαταραχθεί και ανατραπεί. Εντέλει, το συναίσθημα, η αυταπάτη και οι ψευδαισθήσεις, όπως γίνεται πάντα, συγκρούστηκαν με τον κοινό νου και τη λογική.
Ο κόσμος της ηρωίδας, καθώς και του συζύγου της, που ζει στη σκιά της και ως χαρακτήρας δεν απασχόλησε τόσο πολύ τους αναγνώστες, αποδίδεται με την ίδια ενάργεια με την οποία αποτυπώνεται η κοινωνία, με τις συνήθειές της, της Ρουέν και της Γιονβίλ, του χωριού όπου κατοικούν τα μέλη της οικογένειας Μποβαρύ. Παρουσιάζονται τα ήθη, η οργάνωση των μικρών κοινωνιών στη γαλλική επαρχία του 19ου αιώνα, και οι διάφοροι ανθρώπινοι τύποι: ο ματαιόδοξος, ο αφελής, ο εγωιστής, ο απατεώνας, ενώ διακρίνεται δίπλα στην ηρωίδα και ένας ακόμα τύπος, αυτός του φλύαρου και φιλόδοξου φαρμακοποιού.
Η μετάφραση της «Μαντάμ Μποβαρύ» διά χειρός Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Κέρκυρα, 1872-1923), εκπροσώπου του ρεαλισμού στη χώρα μας και δεινού μεταφραστή –είχε αποδώσει στα ελληνικά ακόμα και το έργο του Λουκρητίου De Rerum Natura (Περί Φύσεως)–, κυκλοφόρησε το 1924, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του. Η μετάφραση του δεύτερου τόμου εκείνης της έκδοσης, αν και φέρει το όνομά του, ωστόσο ανήκει σε κάποιον άγνωστο. Και μπορεί σ’ αυτήν να αποδίδεται η ποιητικότητα του κειμένου, ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις, λέξεις και εκφράσεις, που χρησιμοποιούσε ο μεταφραστής και στα δικά του έργα, επηρεασμένος από το κερκυραϊκό ιδίωμα, δημιουργούν δυσκολίες στον σύγχρονο αναγνώστη. Οπως στις περιπτώσεις, «…που είχε στα ρουθούνια ένα σιδερένιο χαλκά και που δεν κουνούσε παραπάνω από ένα μπρούντζινο ζώο…» (σ. 185), «…όποιος δεν έχει θρησκεία τελειώνει πάντα να στραβοπατάει…» (σ. 171). Αλλά και στο υπόλοιπο τμήμα υπάρχουν ορισμένες ασάφειες, όπως προκύπτει από την επιλογή του γένους αντωνυμιών: «…Και η ψυχή του (της) εβυθιζόταν…» (σ. 252).
Γουστάβος Φλομπέρ, «Η Κυρία Μποβαρύ», μετάφραση Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Πατάκης 2014.
Ο Γκιστάβ Φλομπέρ, ο εκπρόσωπος του ρεαλισμού, επηρέασε τη λογοτεχνική έκφραση της εποχής του, αλλά και την πορεία της· από τον Γκι ντε Μοπασάν και τον Ζολά έως τον Φραντς Κάφκα. Στο έργο του Η «Μαντάμ Μποβαρύ» αποδίδει, όσο πιο πιστά και αντικειμενικά γίνεται, την πραγματικότητα και την ελαφρότητα της μεσαίας τάξης. Απεικονίζεται με ακρίβεια η καθημερινότητα των ηρώων και γίνονται λεπτομερείς περιγραφές του περιβάλλοντος χώρου, των επαγγελμάτων, των κοινωνικών συνηθειών, αλλά και των διαφόρων εκφράσεων της συμπεριφοράς των ηρώων, οι οποίοι δεν είναι παρά καθημερινοί και απλοί άνθρωποι.
Ο συγγραφέας, τεχνίτης του στυλ, κρατάει αποστάσεις από τους χαρακτήρες του, από την απόλυτη αλήθεια, το καλό και το κακό. Προσπαθούσε, κατά δική του ομολογία στη Γεωργία Σάνδη, να χρησιμοποιεί αρμονικές προτάσεις αποφεύγοντας τις παρηχήσεις, ενώ τόνιζε ότι ο συγγραφέας πρέπει να είναι σαν τον Θεό στο σύμπαν, πανταχού παρών, αλλά και αόρατος. Αναζητούσε την ακριβή λέξη (le mot juste), ενώ απέφευγε τις ασάφειες και τις αφηρημένες εκφράσεις, αντιδρώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και στη γραφή των ρομαντικών συγγραφέων.
Η ηρωίδα του, με την οποία ταυτίστηκε ο συγγραφέας όταν δήλωσε ότι η Μαντάμ Μποβαρύ είναι ο ίδιος («Madame Bovary c’est moi!»), είναι μια γυναίκα που ζει στη γαλλική επαρχία, παντρεμένη με έναν δίχως ενδιαφέροντα γιατρό, και αναζητεί την ευτυχία στον έρωτα. Προσπαθεί να διαφύγει από την ανούσια και πληκτική ζωή της, επενδύοντας στις εφήμερες σχέσεις και στην κάθε άλλο παρά λιτή ζωή. Ο σύζυγός της, ακόμη και η κόρη της, είναι σκιές που δεν της προσφέρουν την ηρεμία και την ισορροπία που τόσο έχει ανάγκη ο ενήλικος, καθώς, στην περίπτωσή της, δεν υπάρχει η αρμονία εκείνη η οποία συνδέει τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου με τον περιβάλλοντα κόσμο, την πραγματικότητα. Οι μεταπτώσεις της διάθεσής της είναι μεγάλες και συχνές, και δείχνουν την εσωτερική ταραχή και τη συναισθηματική αστάθεια, με τάσεις αυτοκαταστροφικές, συμπτώματα που εκδηλώνονται σε περιπτώσεις καταθλιπτικών κρίσεων. Από τη μια η πλήξη της καθημερινότητας και από την άλλη το κυνήγι της ευτυχίας σε καταστάσεις που στηρίζονται στην εξιδανίκευση του φευγαλέου, την ψευδαίσθηση ότι ο παράδεισος είναι ο άλλος, το άπιαστο, αυτό που δεν συνιστά την πλήξη, την καθημερινότητα, το δεδομένο. Και όταν ανακαλύπτει ότι η απιστία θα μπορούσε να γίνει το ίδιο κοινότοπη όσο και ο γάμος, είναι πλέον αργά. Είχε μάθει να περιμένει να γίνονται τα πράγματα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τα παιδικά της όνειρα, χωρίς κόστος, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς συνέπειες.
Και αυτό γιατί ήταν απροετοίμαστη για τη ζωή και τις απαιτήσεις της, ενώ η πραγματικότητα ήταν εκεί, σε κάθε της βήμα, για να ζητάει την αποκατάσταση όσων είχαν διαταραχθεί και ανατραπεί. Εντέλει, το συναίσθημα, η αυταπάτη και οι ψευδαισθήσεις, όπως γίνεται πάντα, συγκρούστηκαν με τον κοινό νου και τη λογική.
Ο κόσμος της ηρωίδας, καθώς και του συζύγου της, που ζει στη σκιά της και ως χαρακτήρας δεν απασχόλησε τόσο πολύ τους αναγνώστες, αποδίδεται με την ίδια ενάργεια με την οποία αποτυπώνεται η κοινωνία, με τις συνήθειές της, της Ρουέν και της Γιονβίλ, του χωριού όπου κατοικούν τα μέλη της οικογένειας Μποβαρύ. Παρουσιάζονται τα ήθη, η οργάνωση των μικρών κοινωνιών στη γαλλική επαρχία του 19ου αιώνα, και οι διάφοροι ανθρώπινοι τύποι: ο ματαιόδοξος, ο αφελής, ο εγωιστής, ο απατεώνας, ενώ διακρίνεται δίπλα στην ηρωίδα και ένας ακόμα τύπος, αυτός του φλύαρου και φιλόδοξου φαρμακοποιού.
Η μετάφραση της «Μαντάμ Μποβαρύ» διά χειρός Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Κέρκυρα, 1872-1923), εκπροσώπου του ρεαλισμού στη χώρα μας και δεινού μεταφραστή –είχε αποδώσει στα ελληνικά ακόμα και το έργο του Λουκρητίου De Rerum Natura (Περί Φύσεως)–, κυκλοφόρησε το 1924, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του. Η μετάφραση του δεύτερου τόμου εκείνης της έκδοσης, αν και φέρει το όνομά του, ωστόσο ανήκει σε κάποιον άγνωστο. Και μπορεί σ’ αυτήν να αποδίδεται η ποιητικότητα του κειμένου, ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις, λέξεις και εκφράσεις, που χρησιμοποιούσε ο μεταφραστής και στα δικά του έργα, επηρεασμένος από το κερκυραϊκό ιδίωμα, δημιουργούν δυσκολίες στον σύγχρονο αναγνώστη. Οπως στις περιπτώσεις, «…που είχε στα ρουθούνια ένα σιδερένιο χαλκά και που δεν κουνούσε παραπάνω από ένα μπρούντζινο ζώο…» (σ. 185), «…όποιος δεν έχει θρησκεία τελειώνει πάντα να στραβοπατάει…» (σ. 171). Αλλά και στο υπόλοιπο τμήμα υπάρχουν ορισμένες ασάφειες, όπως προκύπτει από την επιλογή του γένους αντωνυμιών: «…Και η ψυχή του (της) εβυθιζόταν…» (σ. 252).
Γουστάβος Φλομπέρ, «Η Κυρία Μποβαρύ», μετάφραση Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Πατάκης 2014.
No comments:
Post a Comment