- Ο Αργεντινός συγγραφέας Μαρτίν Κοάν μιλάει για λογοτεχνία, ιστορία και ποδόσφαιρο
- Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η Καθημερινή, Kυριακή, 31 Oκτωβρίου 2010
Στον λαβύρινθο της έκθεσης βιβλίου, την επόμενη μέρα από την ανακοίνωση του Νομπέλ Λογοτεχνίας, στο περίπτερο των εκδόσεων Suhrkamp επικρατούσε πάλι το «αδιαχώρητο». Η αναζήτηση του Αργεντινού συγγραφέα Μαρτίν Κοάν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των συνεργατών του εκδοτικού, δεν ήταν μια απλή υπόθεση, αφού ο 43χρονος συγγραφέας αποτελεί έναν από τους σημαντικούς εκπροσώπους της νέας αργεντίνικης λογοτεχνίας, προβλήθηκε αρκούντως από τα λογοτεχνικά ένθετα και τα σχετικά τηλεοπτικά αφιερώματα γύρω από την Αργεντινή, ως «φιλοξενούμενης χώρας», ενώ αρκετοί συνομιλητές του εκείνη τη μέρα ήθελαν τη γνώμη του για τη βράβευση του Μάριος Βάργκας Λιόσα.
Ο Μαρτίν Κοάν (1967) είναι κατ’ αρχάς ένας portenο, γέννημα-θρέμμα του Μπουένος Αϊρες, όπου ζει, και οπαδός της Μπόκα Τζούνιορς. Οι «καλοί αέρηδες» της λογοτεχνίας τον έφεραν σε σύντομο σχετικά διάστημα στην πρώτη σειρά των νέων Αργεντινών συγγραφέων, και το σκάφος της ισπανικής γλώσσας τον μετέφερε με ασφάλεια στα μεγάλα λιμάνια των ευρωπαϊκών εκδοτικών. Μικρόσωμος, φέρνει κάτι από το σουλούπι του Λιονέλ Αντρές Μέσι, διοπτροφόρος, όπως ταιριάζει στους «γραμματιζούμενους» της παλιάς εποχής, του αρέσει το ποδόσφαιρο, γράφει μόνο σε καφενεία και με το σημειωματάριο μαζί του, και μιλάει αγγλικά, ανάμεικτα με ισπανικά (αργεντίνικα), επιμένοντας όμως συνεχώς ότι «δεν μιλάει αγγλικά». Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ηθική διαπαιδαγώγηση» («Ciencias morales»), όπως μάς αποκάλυψε, θα κυκλοφορήσει του χρόνου στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος.
Ο Μαρτίν Κοάν, ένας «ψύλλος» (la pulga) της σύγχρονης αργεντίνικης λογοτεχνίας που κινείται με άνεση στα μεγάλα γήπεδα της λογοτεχνίας και του ποδοσφαίρου, μιλάει αποκλειστικά στην «Καθημερινή».
- Ταυτότητα, περονισμός
Η πρώτη ερώτηση αφορά τον χαρακτηρισμό «μαγικός ρεαλισμός», που αποδίδεται, μέσω του Μπόρχες και του Κορτάζαρ, στην αργεντίνικη λογοτεχνία. «Η αργεντίνικη λογοτεχνία δεν είναι ακριβώς αυτό που τής αποδίδουν και που θα ταίριαζε περισσότερο στο έργο του Γκαρσία Μάρκες ή του Καρπεντιέρ», μας λέει, παραδεχόμενος πάντως ότι ανάμεσα στο «κλισέ» και στην «κληρονομιά» υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι αλήθειας, ως προς τις επιρροές από τους «κλασικούς», αρκεί να μη γίνεται μια «απλή επανάληψη του ίδιου», από τους repetidores («αντιγραφείς» σε ελεύθερη απόδοση), με τους οποίους βρίσκεται σε αντίθεση.
Ο ίδιος πάντως αισθάνεται ταυτόχρονα ως «εγγονός του Μπόρχες», αλλά και «ανιψιός του Κορτάζαρ». «Ομως ο Μπόρχες», ομολογεί, «είναι κάτι παραπάνω από συγγραφέας. Δεν χρειάζεται να γράψει μυθιστορήματα, είναι σε θέση σε ένα μόνο διήγημα ή ακόμα και μία μόνο πρόταση να χτίσει ή να γκρεμίσει έναν ολόκληρο κόσμο».
Η συζήτηση παρακάμπτει για λίγο τη λογοτεχνία και αναζητεί την «αργεντίνικη ταυτότητα», με βάση το γνωμικό, ότι «ο Αργεντινός είναι ένας Ιταλός που μιλάει ισπανικά, θα ήθελε να είναι Αγγλος και συμπεριφέρεται σαν Γάλλος». «Πρόκειται κι εδώ για έναν μύθο, που δεν αφορά ολόκληρη τη χώρα, αφού π.χ. η Παταγωνία, ακόμα και του Τσάτουιν, δεν έχει τίποτα κοινό με το Μπουένος Αϊρες, είναι όμως μια “αλήθεια της φαντασίας μας”, δηλαδή όχι τι είμαστε στην πραγματικότητα, αλλά ό,τι φανταζόμαστε για μάς. Θα έλεγα ότι είναι μια “πολιτισμική φαντασίωση”, αλλά πάντως είναι ένα σημαντικό στοιχείο που σηματοδοτεί την ταυτότητά μας». Παρ’ όλ’ αυτά, πάντως, παραδέχεται ότι η Αργεντινή, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά η πόλη του Μπουένος Αϊρες, είναι η πιο ευρωπαϊκή λατινοαμερικανική περιοχή. Και, βέβαια, μιλώντας κανείς για την Αργεντινή, δεν μπορεί να παραλείψει την ερώτηση, πόσο «ριζωμένος» είναι ο περονισμός στη χώρα. Για να δώσει το στίγμα αυτού του μεγάλου λαϊκιστικού κινήματος, αρκεί να υπενθυμίσει ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση είναι κατά βάση «περονιστές». «Ισως κάποια μέρα, όλη η Αργεντινή θα είναι η χώρα του περονισμού», λέει γελώντας, με εμφανή σαρκαστική διάθεση.
- Δικτατορία, πόλεμος
«Η χώρα πέρασε πράγματι διαδοχικά μεγάλες κρίσεις, τη δικτατορία, τον πόλεμο των Φόκλαντ, όπου είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των αυτόχειρων στρατιωτών υπερέβη αρκετά τον αριθμό των θυμάτων από τη σύρραξη, και, τέλος, την οικονομική κρίση του 2001, όταν ο νεοφιλελευθερισμός “παρήγαγε” εκατομμύρια φτωχούς. Οι Μαλβίνες (όπως είναι η επίσημη ονομασία των νησιών - Κ.Κ.) ήταν πράγματι το μεγάλο πρόβλημα για τη χώρα, την κοινωνία, την πολιτική, αλλά και τον πολιτισμό της, ταυτόχρονα όμως ήταν κατά κάποιον τρόπο ένας “καθαρτήριος πόλεμος”, διότι προκάλεσε την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος και οδήγησε στην επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα, παράλληλα με τη δίωξη των πραξικοπηματιών», μας λέει. Στο ερώτημα «τι συνιστά γι’ αυτόν η “αργεντινικότητα”;», ο Μαρτίν Κοάν ομολογεί ότι κάποτε έτρεχε κι αυτός στους δρόμους, ανεμίζοντας τη σημαία της Αργεντινής, όμως τώρα πια έχει πάρει τις αναγκαίες αποστάσεις από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του εθνικισμού. «Είμαι γέννημα-θρέμμα του Μπουένος Αϊρες, ένας “λιμανίσιος” (porteno), αυτή είναι η αγάπη και το πάθος μου, και εδώ αρχίζει και τελειώνει η σχέση μου με την “αργεντινικότητα”», μάς λέει, υπενθυμίζοντάς μας ότι η πόλη των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών αλλάζει διαρκώς, σαν μια μητρόπολη των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων. Είναι, όμως, ταυτόχρονα η πόλη της «μεσαίας καλλιεργημένης τάξης», των καφενείων και των βιβλιοπωλείων, ακριβώς στην παλιά ευρωπαϊκή παράδοση της Βιέννης, του Παρισιού ή του Βερολίνου. «Πράγματι, δεν γράφω ποτέ στο σπίτι μου και δεν χρησιμοποιώ υπολογιστή», συμπληρώνει, «προτιμώ τους δημόσιους χώρους, τα καφέ της πόλης, εκεί γράφω, εκεί τρώω κι εκεί συναντώ τους φίλους μου».
Η τελευταία ερώτηση προς τον συγγραφέα δεν μπορούσε να αποφύγει τη σύγκριση μεταξύ Μαραντόνα και Μέσι, και η απάντησή του ήταν άκρως ποδοσφαιρική και ταυτόχρονα σιβυλλική: «Ο Μέσι έχει ένα πρόβλημα, που δεν το έχει ο Μαραντόνα, και αυτό το πρόβλημα είναι ο Μαραντόνα».
- Το αστυνομικό μυθιστόρημα
«Η αργεντίνικη αστυνομική λογοτεχνία ουσιαστικά επαναλαμβάνει, συχνά με εξαιρετικά αποτελέσματα, τα μοτίβα και τις αφηγηματικές δομές του είδους. Προσωπικά, μου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία, όταν ο συγγραφέας ανανεώνει το είδος, όπως στην περίπτωση του Χουάν Χοσέ Σαέρ, “Η αναζήτηση” (La pesquisa), και όχι όταν απλώς εφαρμόζει ένα δεδομένο πλαίσιο».