Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ - φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γιώργος Βέλτσος δεν υπήρξε «φιλαράκι» με τον Γιώργο Χειμωνά. Ούτε αντάλλαξε μαζί του επιστολές που θα δικαιολογούσαν μια τυπική, φιλολογικά επιμελημένη έκδοση αλληλογραφίας. Ποιος, όμως, θα περίμενε οτιδήποτε συνηθισμένο από τον πιο αναγνωρίσιμο καθηγητή του Παντείου, κάποιον που επί τριάντα πέντε χρόνια επιχειρεί να διαβάλει, όπως λέει, τη θεωρία της επικοινωνίας, ώστε να «εξευτελιστεί, όσο δεν πάει άλλο, η έννοια του διαλόγου»;
Το νέο του βιβλίο, λοιπόν, το «Outre-tombe, Αλληλογραφία με τον Γιώργο Χειμωνά» (εκδ. Πατάκη) συγκροτείται από επτά παράλληλους μονολόγους: από τα κείμενα που έγραψαν ή εκφώνησαν ο ένας για τον άλλο σε διάστημα δύο δεκαετιών, κείμενα που αναδεικνύουν την ουσιαστική επικοινωνία τους πάνω στην τέχνη της γραφής, και όχι μόνο...
Διαβολική έννοια η γοητεία
«Δηλώνουν και μια κοινή πορεία, μια κίνηση μέσα στη σκηνή με πολλά εφέ κι ενίοτε ενοχλητική, καθώς και οι δυο μας υπήρξαμε διαταρακτικοί σαν φιγούρες μέσα στην πόλη. Δηλώνουν μια κοινή ταπητουργία, σαν τον ιστό της Πηνελόπης που τη μέρα υφαίνεται και τη νύχτα ξηλώνεται για να μην τελειώσει ποτέ...», λέει ίδιος, χωμένος μέσα στις σημειώσεις και τα χαρτιά του στο διαμέρισμά του, ψηλά στον Λυκαβηττό, υπό το βλέμμα του εαυτού του στο πορτρέτο που έχει φιλοτεχνήσει ο Χρήστος Μποκόρος. Ωστόσο, δεδομένων των εγκωμίων που διασώζονται στο βιβλίο γι' αυτόν, και μάλιστα εκ μέρους μιας εκ των ιδιοφυέστερων προσωπικοτήτων των γραμμάτων μας που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας, προκύπτει η απορία: μήπως η έκδοση αποτελεί μία ακόμη ένδειξη της προσωπικής του ματαιοδοξίας;
«Η ματαιοδοξία είναι υπάλληλη έννοια της δημοσιότητας, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια ένδειξη πένθους», απαντάει.
«Η γοητεία και η ματαιοδοξία είναι έννοιες διαβολικές που οδεύουν σε μιαν αντιμετώπιση του θανάτου. Ο Χειμωνάς το πλήρωσε αυτό. Ο ναρκισσισμός του, οι ενδυματολογικές του ιδιαιτερότητες, το μπαστούνι του με την ασημένια λαβή, τα δαχτυλίδια, οι ταμπακέρες του, ο τρόπος με τον οποίο ζούσε, ήταν η vanitas προσωποποιημένη και μέρος του έργου του ταυτόχρονα. Μέρος του ποιητικού μου έργου θεωρώ κι εγώ όλα τα κείμενα που υπάρχουν στην "Αλληλογραφία". Γιατί στον Χειμωνά, στον πεζογραφικό και δοκιμιακό του λόγο ο οποίος κατ' εμέ είναι ενιαίος, χρωστάω τον λογοτεχνικό προσανατολισμό μου. Ηταν ο πρώτος που, μιλώντας για "ανακειμενισμό", συνέλαβε τον καημό μου. Αναγνώρισε πως η φύση του λόγου είναι η "ακυριολεξία", αναγνώρισε την διεύρυνση της κειμενικής λογικής, αναγνώρισε ότι κάθε κείμενο επαναλαμβανόμενο, συνιστά διαστρέβλωση του εαυτού του. Ανταποκρίθηκε δηλαδή στη δική μου πρόταση στην ελληνική κοινωνία».
Ενώ μιλά, συμβουλεύεται χειρόγραφα, ανασύρει φωτοτυπίες άρθρων του και συνοδεύει τις φράσεις του με χειρονομίες, λες και δίνει μια παράσταση, η ατμόσφαιρα της οποίας διαλύεται από τη χαρακτηριστική, συρτή φωνή του παλιατζή που έχει σταθμεύσει στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Κάιρο γίναμε...» μουρμουρίζει τότε ο Γιώργος Βέλτσος.
Ομως αμέσως μετά συνεχίζει ακάθεκτος: «Το βιβλίο αυτό είναι κι ένας αυτοεπικήδειος, μια διαθήκη». Ο ίδιος κινείται μέσα στο σύμπαν της αποδόμησης, της διακειμενικότητας, του μεταμοντερνισμού, ένα σύμπαν που παραμένει δυσπρόσιτο στους μη εξοικειωμένους με το έργο φιλοσόφων όπως ο Λακάν, ο Φουκό, ο Ρολάν Μπαρτ και κυρίως ο Ντεριντά, ο δάσκαλός του. Οσο ερεθιστικός είναι ο λόγος του για εκείνους που πλήττουν με τις συμβάσεις κι αναγνωρίζουν ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει εφ' όσον είναι αδύνατον να αναπαρασταθεί συνεκτικά, τόσο απωθητικός είναι για εκείνους που διψούν για μια γραφή με απλότητα και σαφήνεια που θα τους δώσει ερμηνευτικά κλειδιά για τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Τις αντιστάσεις των τελευταίων, ο ίδιος δεν τις κατανοεί. «Είναι θέμα ταμπεραμέντου, έχει να κάνει με την ιδιωτική ζωή του καθενός, ή μήπως πρόκειται για απλή τεμπελιά; Σε τι οφείλεται τόσος συντηρητισμός, τόση επιφύλαξη; Τα όσα υποστηρίζω για τη λειτουργία της γραφής, δεν είναι δική μου ιδιοτυπία, αποτελούν κοινούς τόπους και στη Γαλλία και στην Αμερική εδώ και δεκαετίες. Πώς εγώ μπορώ να παρακολουθήσω και να εκτιμήσω τη δουλειά του Μαρωνίτη και του Γαραντούδη; Οποιος δεν με καταλαβαίνει είναι επειδή δεν προσπαθεί. Εφόσον η ζωή είναι τόσο σύντομη, οφείλει κανείς να τα δει όλα, κι ας μην πάει σε βάθος, ας τσιλιμπουρδίσει. Ομως τα ίδια δεν τράβηξε παλιότερα κι ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που -στις αρχές της δεκαετίας του '80 παρακαλώ- μετέφραζε Μπαρτ, τ' "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου"; Τι τα θες αυτά τα κουλτουριάρικα - του έλεγε ο Βογιατζής τότε που πλακώνονταν...».
Το πολυσυζητημένο τελευταία σύνθημα «σκατά στους κουλτουριάρηδες», ο Βέλτσος το προσυπογράφει. «Εγώ κούκλα μου δεν είμαι κουλτουριάρης, είμαι ποιητής! Πήγες στην έκθεση του Τιτσιάνο στο Κυκλαδικό; Στοιχηματίζω πως δεν πήγες, είχες δουλειά... Εγώ, όμως, πήγα. Συγκλονίστηκα! Και με το που επέστρεψα, έγραψα ένα ποίημα. Να το, είναι ανέκδοτο, σ' το χαρίζω».
Το πιο πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο, πάντως, οι πλημμυρισμένες στον ερωτισμό «Πομπές» (εκδ. Ινδικτος), δεν είναι ακριβώς καινούριο. Πρόκειται για μια νέα γραφή του θεατρικού του έργου «Camera degli sposi» που είχε ανεβάσει ο Μαρμαρινός, αυτό που άλλοι θεώρησαν αριστούργημα, κι άλλοι το προσπέρασαν, όπως ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, που δεν το αντιμετώπισε καν ως θεατρικό έργο.
«Κατ' εξοχήν βιωματικό, το κείμενο αυτό σηματοδότησε τη μετάβασή μου στη λογοτεχνία, αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας μου το 1993. Η διεύρυνση της κειμενικής λογικής που προανέφερα, φαίνεται ανάγλυφα εδώ. Οι φράσεις με πλάγια στοιχεία εντός εισαγωγικών υποδηλώνουν αποσπάσματα από δικά μου παλιότερα έργα, ενώ εκείνες με πλάγια στοιχεία αλλά χωρίς εισαγωγικά, υποδηλώνουν δάνεια από κείμενα τρίτων -του Κλοσοφσκί, του Ρενέ Σαρ και του Προυστ, ως αναφορές στη θεωρία, την ποίηση, την πεζογραφία. Ο Γιάννης Χουβαρδάς μού έδωσε την ευκαιρία να το παρουσιάσω μόνος μου στις 18 Μαρτίου στο Αναλόγιο του Εθνικού, κι η Αννα Κοκκίνου -ορίστε και μια είδηση- μου πρότεινε γι' αργότερα μια σειρά παραστάσεων στην «Σφενδόνη», αν έχω βέβαια το κουράγιο. Θα δούμε. Ολα εξαρτώνται από τις αντοχές της καταπονημένης μου φωνής. Μου έδωσε το Πάντειο μιά «ψείρα», ένιωσα γιά λίγο σαν Ρουβάς, αλλά το σύστημα δεν δούλεψε, κι έπιασα πάλι να ουρλιάζω...»
Τι εικόνα αντίκρισε στη σχολή, στο πρώτο μάθημα που έκανε μετά τις ταραχές του Δεκεμβρίου;
«Πριν μπω στο αμφιθέατρο, διασταυρώθηκα με τη λεκτόρισσα που έβγαινε και τη ρώτησα: τι έκανες μέσα κοπέλα μου»; «Από τη σελίδα 288 ώς τη σελίδα 320», απάντησε. Μπράβο! Για τα επεισόδια, δηλαδή, κουβέντα! Βρέθηκα έπειτα κι εγώ απέναντι σε 25 φοιτητές -σε κανονικές συνθήκες θα ήταν 80- και τους το είπα ευθέως: ξέρω ποιοι είστε, είστε αυτοί που δεν θέλω να είσαστε, γιατί αν ήμουν στη θέση σας δεν θα ήμουν εδώ. Είστε οι σπασίκλες. Εμένα, όμως, μ' ενδιαφέρουν οι πολιτικοποιημένοι, που δεν έρχονται, που γράφουν στους τοίχους, που τα σπάνε».
Φοιτητές ικανοί, αλλά φοβισμένοι
Πιάνει από το ράφι τη συλλογή με τα άρθρα του Χειμωνά «Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ» και στέκεται στην παρακάτω παράγραφο, δημοσιευμένη το '82: «Εληξε η αμφισβήτηση. Αποφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε "πρωτοπορίας". Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε-δεκαεφτά χρονών. Προσέξτε την κατήφειά τους. Τη νευρική τους απάθεια, τη σιωπή τους, τη δύσαρθρη ομιλία τους, τη δύσθυμη σκληρότητά τους. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Ανθρωπος».
Και σχολιάζει: «Ε, λοιπόν, αυτό το πράγμα, που ίσχυε μέχρι πριν λίγους μήνες κι ο Χειμωνάς το είχε εγκαίρως διαισθανθεί, δεν ισχύει πλέον. Οι πολιτικά ορθώς σκεπτόμενοι θα πουν: εκεί τα οδηγήσατε τα παιδιά με τον Ντεριντά, στον σκοταδισμό. Κι εγώ θα τους το επιστρέψω: κι εσείς που στηριχτήκατε στον Διαφωτισμό, ορίστε το αποτέλεσμα. Διότι υπάρχει πάντα ο προβληματικός παράγοντας που είναι η κατανάλωση, ο καπιταλισμός. Αυτός που τίποτε δεν αφήνει όρθιο και που θα οικειοποιηθεί και ετούτη εδώ την κρίση. Θα την κάνει μπλουζάκια. Σ' έναν πολύ μεγάλο βαθμό οι νέοι αντιγράφουν συμπεριφορές από την τηλεόραση. Ο,τι βλέπω στους δρόμους, το έχω δει προηγουμένως στις διαφημίσεις».
Εχοντας διδάξει τόσες φουρνιές από «πρωτάκια», είναι πλέον πεπεισμένος: «Οι φοιτητές οδεύουν σ' αυτό που απαιτεί η κοινωνία μας, σε γνώσεις που συσσωρεύονται σαν τα σκουπίδια στους κάδους. Κι όλες οι μεταρρυθμίσεις που γίναν ή θα γίνουν, τείνουν στην κατάργηση της έννοιας της παιδείας όπως την ξέραμε από τον 18ο αιώνα. Περάσαμε αλλού, από τη γραφή στην εικόνα, από τη σημείωση στο sms. Μέσα σ' αυτήν την κατάσταση, υπάρχουν φοιτητές ικανοί μεν να χειριστούν τα μαθήματα, αλλά φοβισμένοι, αγκυλωμένοι, ανήμποροι να πονέσουν, να δώσουν, να ερωτευτούν. Δεν λείπουν, βέβαια, και φωτεινές εξαιρέσεις, σαν αυτή την κοπέλα που μου έγραψε μια καταπληκτική φανταστική συνέντευξη με τον Ντεριντά, αλλά δεν ξέρω τι θ' απογίνει, ενδεχομένως να καταλήξει πωλήτρια...»
Τι πιστεύει, άραγε, θα συνεχιστεί η αναταραχή;
«Οπωσδήποτε. Υπάρχει ένα είδος βεντέτας. Τις προάλλες η αστυνομία το έσφιξε το πράγμα, κι αυτό εκνευρίζει. Αναπόφευκτα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα το εκμεταλλευτεί με νέες ακτιβίστικες κινήσεις. Εμένα μ' αρέσει ο ακτιβισμός, έχει μέσα του και γοητεία και κακό, όπως κι η τέχνη. Δεν ξέρω βέβαια πόσο ειλικρινείς είναι αυτοί οι τύποι. Ηρθε το καλοκαίρι ο Τσίπρας να μιλήσει εκεί που ήμουνα κι απογοητεύτηκα, ένα παλαιοκνιτόπουλο είδα, ενώ ο Αλαβάνος, δεν τίθεται ζήτημα, είναι πιο συγκροτημένος. Σίγουρα θα υπάρξει συνέχεια και στον χώρο της εκπαίδευσης. Οχι μόνο γιατί ζούμε στην κοινωνία του θεάματος που τρέφεται από την ταραχή, ούτε μόνο λόγω έλλειψης υποδομών και χρημάτων. Εχουν εκνευριστεί πολύ οι καθηγητές εδώ με τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες περί αξιολόγησης, είτε επειδή δεν κάνουν τίποτε, είτε επειδή δεν δέχονται να κρίνει το έργο τους κάποιος με πλήθος ψευτο-συνεδρίων στο βιογραφικό του. Εγώ δεν πάω σε συνέδρια, όπου κάνεις χαμάμ σε πολυτελή ξενοδοχεία, λες και μια μαλακία και τελείωσες. Και πιστεύω ότι οι σπουδές γίνονται έξω από το πανεπιστήμιο. Η χειρόγραφη αφιέρωση του Τσιτσάνη, ο πρόλογος του Ντεριντά για τη γαλλική έκδοση του θεατρικού μου έργου, ο πίνακας που μου χάρισε ο Μόραλης, το πορτρέτο του Μποκόρου - ορίστε τα δικά μου διπλώματα, τα έχω όλα γύρω μου, κρεμασμένα στους τοίχους».
*** Το ποιητικό έργο του Γ. Βέλτσου θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Πέμπτη 29/1 στο Μέγαρο Μουσικής (7.00 μ.μ.) από τον ίδιο και τον Μ. Μαρμαρινό.
Διαβολική έννοια η γοητεία
«Δηλώνουν και μια κοινή πορεία, μια κίνηση μέσα στη σκηνή με πολλά εφέ κι ενίοτε ενοχλητική, καθώς και οι δυο μας υπήρξαμε διαταρακτικοί σαν φιγούρες μέσα στην πόλη. Δηλώνουν μια κοινή ταπητουργία, σαν τον ιστό της Πηνελόπης που τη μέρα υφαίνεται και τη νύχτα ξηλώνεται για να μην τελειώσει ποτέ...», λέει ίδιος, χωμένος μέσα στις σημειώσεις και τα χαρτιά του στο διαμέρισμά του, ψηλά στον Λυκαβηττό, υπό το βλέμμα του εαυτού του στο πορτρέτο που έχει φιλοτεχνήσει ο Χρήστος Μποκόρος. Ωστόσο, δεδομένων των εγκωμίων που διασώζονται στο βιβλίο γι' αυτόν, και μάλιστα εκ μέρους μιας εκ των ιδιοφυέστερων προσωπικοτήτων των γραμμάτων μας που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας, προκύπτει η απορία: μήπως η έκδοση αποτελεί μία ακόμη ένδειξη της προσωπικής του ματαιοδοξίας;
«Η ματαιοδοξία είναι υπάλληλη έννοια της δημοσιότητας, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια ένδειξη πένθους», απαντάει.
«Η γοητεία και η ματαιοδοξία είναι έννοιες διαβολικές που οδεύουν σε μιαν αντιμετώπιση του θανάτου. Ο Χειμωνάς το πλήρωσε αυτό. Ο ναρκισσισμός του, οι ενδυματολογικές του ιδιαιτερότητες, το μπαστούνι του με την ασημένια λαβή, τα δαχτυλίδια, οι ταμπακέρες του, ο τρόπος με τον οποίο ζούσε, ήταν η vanitas προσωποποιημένη και μέρος του έργου του ταυτόχρονα. Μέρος του ποιητικού μου έργου θεωρώ κι εγώ όλα τα κείμενα που υπάρχουν στην "Αλληλογραφία". Γιατί στον Χειμωνά, στον πεζογραφικό και δοκιμιακό του λόγο ο οποίος κατ' εμέ είναι ενιαίος, χρωστάω τον λογοτεχνικό προσανατολισμό μου. Ηταν ο πρώτος που, μιλώντας για "ανακειμενισμό", συνέλαβε τον καημό μου. Αναγνώρισε πως η φύση του λόγου είναι η "ακυριολεξία", αναγνώρισε την διεύρυνση της κειμενικής λογικής, αναγνώρισε ότι κάθε κείμενο επαναλαμβανόμενο, συνιστά διαστρέβλωση του εαυτού του. Ανταποκρίθηκε δηλαδή στη δική μου πρόταση στην ελληνική κοινωνία».
Ενώ μιλά, συμβουλεύεται χειρόγραφα, ανασύρει φωτοτυπίες άρθρων του και συνοδεύει τις φράσεις του με χειρονομίες, λες και δίνει μια παράσταση, η ατμόσφαιρα της οποίας διαλύεται από τη χαρακτηριστική, συρτή φωνή του παλιατζή που έχει σταθμεύσει στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Κάιρο γίναμε...» μουρμουρίζει τότε ο Γιώργος Βέλτσος.
Ομως αμέσως μετά συνεχίζει ακάθεκτος: «Το βιβλίο αυτό είναι κι ένας αυτοεπικήδειος, μια διαθήκη». Ο ίδιος κινείται μέσα στο σύμπαν της αποδόμησης, της διακειμενικότητας, του μεταμοντερνισμού, ένα σύμπαν που παραμένει δυσπρόσιτο στους μη εξοικειωμένους με το έργο φιλοσόφων όπως ο Λακάν, ο Φουκό, ο Ρολάν Μπαρτ και κυρίως ο Ντεριντά, ο δάσκαλός του. Οσο ερεθιστικός είναι ο λόγος του για εκείνους που πλήττουν με τις συμβάσεις κι αναγνωρίζουν ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει εφ' όσον είναι αδύνατον να αναπαρασταθεί συνεκτικά, τόσο απωθητικός είναι για εκείνους που διψούν για μια γραφή με απλότητα και σαφήνεια που θα τους δώσει ερμηνευτικά κλειδιά για τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Τις αντιστάσεις των τελευταίων, ο ίδιος δεν τις κατανοεί. «Είναι θέμα ταμπεραμέντου, έχει να κάνει με την ιδιωτική ζωή του καθενός, ή μήπως πρόκειται για απλή τεμπελιά; Σε τι οφείλεται τόσος συντηρητισμός, τόση επιφύλαξη; Τα όσα υποστηρίζω για τη λειτουργία της γραφής, δεν είναι δική μου ιδιοτυπία, αποτελούν κοινούς τόπους και στη Γαλλία και στην Αμερική εδώ και δεκαετίες. Πώς εγώ μπορώ να παρακολουθήσω και να εκτιμήσω τη δουλειά του Μαρωνίτη και του Γαραντούδη; Οποιος δεν με καταλαβαίνει είναι επειδή δεν προσπαθεί. Εφόσον η ζωή είναι τόσο σύντομη, οφείλει κανείς να τα δει όλα, κι ας μην πάει σε βάθος, ας τσιλιμπουρδίσει. Ομως τα ίδια δεν τράβηξε παλιότερα κι ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που -στις αρχές της δεκαετίας του '80 παρακαλώ- μετέφραζε Μπαρτ, τ' "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου"; Τι τα θες αυτά τα κουλτουριάρικα - του έλεγε ο Βογιατζής τότε που πλακώνονταν...».
Το πολυσυζητημένο τελευταία σύνθημα «σκατά στους κουλτουριάρηδες», ο Βέλτσος το προσυπογράφει. «Εγώ κούκλα μου δεν είμαι κουλτουριάρης, είμαι ποιητής! Πήγες στην έκθεση του Τιτσιάνο στο Κυκλαδικό; Στοιχηματίζω πως δεν πήγες, είχες δουλειά... Εγώ, όμως, πήγα. Συγκλονίστηκα! Και με το που επέστρεψα, έγραψα ένα ποίημα. Να το, είναι ανέκδοτο, σ' το χαρίζω».
Το πιο πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο, πάντως, οι πλημμυρισμένες στον ερωτισμό «Πομπές» (εκδ. Ινδικτος), δεν είναι ακριβώς καινούριο. Πρόκειται για μια νέα γραφή του θεατρικού του έργου «Camera degli sposi» που είχε ανεβάσει ο Μαρμαρινός, αυτό που άλλοι θεώρησαν αριστούργημα, κι άλλοι το προσπέρασαν, όπως ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, που δεν το αντιμετώπισε καν ως θεατρικό έργο.
«Κατ' εξοχήν βιωματικό, το κείμενο αυτό σηματοδότησε τη μετάβασή μου στη λογοτεχνία, αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας μου το 1993. Η διεύρυνση της κειμενικής λογικής που προανέφερα, φαίνεται ανάγλυφα εδώ. Οι φράσεις με πλάγια στοιχεία εντός εισαγωγικών υποδηλώνουν αποσπάσματα από δικά μου παλιότερα έργα, ενώ εκείνες με πλάγια στοιχεία αλλά χωρίς εισαγωγικά, υποδηλώνουν δάνεια από κείμενα τρίτων -του Κλοσοφσκί, του Ρενέ Σαρ και του Προυστ, ως αναφορές στη θεωρία, την ποίηση, την πεζογραφία. Ο Γιάννης Χουβαρδάς μού έδωσε την ευκαιρία να το παρουσιάσω μόνος μου στις 18 Μαρτίου στο Αναλόγιο του Εθνικού, κι η Αννα Κοκκίνου -ορίστε και μια είδηση- μου πρότεινε γι' αργότερα μια σειρά παραστάσεων στην «Σφενδόνη», αν έχω βέβαια το κουράγιο. Θα δούμε. Ολα εξαρτώνται από τις αντοχές της καταπονημένης μου φωνής. Μου έδωσε το Πάντειο μιά «ψείρα», ένιωσα γιά λίγο σαν Ρουβάς, αλλά το σύστημα δεν δούλεψε, κι έπιασα πάλι να ουρλιάζω...»
Τι εικόνα αντίκρισε στη σχολή, στο πρώτο μάθημα που έκανε μετά τις ταραχές του Δεκεμβρίου;
«Πριν μπω στο αμφιθέατρο, διασταυρώθηκα με τη λεκτόρισσα που έβγαινε και τη ρώτησα: τι έκανες μέσα κοπέλα μου»; «Από τη σελίδα 288 ώς τη σελίδα 320», απάντησε. Μπράβο! Για τα επεισόδια, δηλαδή, κουβέντα! Βρέθηκα έπειτα κι εγώ απέναντι σε 25 φοιτητές -σε κανονικές συνθήκες θα ήταν 80- και τους το είπα ευθέως: ξέρω ποιοι είστε, είστε αυτοί που δεν θέλω να είσαστε, γιατί αν ήμουν στη θέση σας δεν θα ήμουν εδώ. Είστε οι σπασίκλες. Εμένα, όμως, μ' ενδιαφέρουν οι πολιτικοποιημένοι, που δεν έρχονται, που γράφουν στους τοίχους, που τα σπάνε».
Φοιτητές ικανοί, αλλά φοβισμένοι
Πιάνει από το ράφι τη συλλογή με τα άρθρα του Χειμωνά «Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ» και στέκεται στην παρακάτω παράγραφο, δημοσιευμένη το '82: «Εληξε η αμφισβήτηση. Αποφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε "πρωτοπορίας". Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε-δεκαεφτά χρονών. Προσέξτε την κατήφειά τους. Τη νευρική τους απάθεια, τη σιωπή τους, τη δύσαρθρη ομιλία τους, τη δύσθυμη σκληρότητά τους. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Ανθρωπος».
Και σχολιάζει: «Ε, λοιπόν, αυτό το πράγμα, που ίσχυε μέχρι πριν λίγους μήνες κι ο Χειμωνάς το είχε εγκαίρως διαισθανθεί, δεν ισχύει πλέον. Οι πολιτικά ορθώς σκεπτόμενοι θα πουν: εκεί τα οδηγήσατε τα παιδιά με τον Ντεριντά, στον σκοταδισμό. Κι εγώ θα τους το επιστρέψω: κι εσείς που στηριχτήκατε στον Διαφωτισμό, ορίστε το αποτέλεσμα. Διότι υπάρχει πάντα ο προβληματικός παράγοντας που είναι η κατανάλωση, ο καπιταλισμός. Αυτός που τίποτε δεν αφήνει όρθιο και που θα οικειοποιηθεί και ετούτη εδώ την κρίση. Θα την κάνει μπλουζάκια. Σ' έναν πολύ μεγάλο βαθμό οι νέοι αντιγράφουν συμπεριφορές από την τηλεόραση. Ο,τι βλέπω στους δρόμους, το έχω δει προηγουμένως στις διαφημίσεις».
Εχοντας διδάξει τόσες φουρνιές από «πρωτάκια», είναι πλέον πεπεισμένος: «Οι φοιτητές οδεύουν σ' αυτό που απαιτεί η κοινωνία μας, σε γνώσεις που συσσωρεύονται σαν τα σκουπίδια στους κάδους. Κι όλες οι μεταρρυθμίσεις που γίναν ή θα γίνουν, τείνουν στην κατάργηση της έννοιας της παιδείας όπως την ξέραμε από τον 18ο αιώνα. Περάσαμε αλλού, από τη γραφή στην εικόνα, από τη σημείωση στο sms. Μέσα σ' αυτήν την κατάσταση, υπάρχουν φοιτητές ικανοί μεν να χειριστούν τα μαθήματα, αλλά φοβισμένοι, αγκυλωμένοι, ανήμποροι να πονέσουν, να δώσουν, να ερωτευτούν. Δεν λείπουν, βέβαια, και φωτεινές εξαιρέσεις, σαν αυτή την κοπέλα που μου έγραψε μια καταπληκτική φανταστική συνέντευξη με τον Ντεριντά, αλλά δεν ξέρω τι θ' απογίνει, ενδεχομένως να καταλήξει πωλήτρια...»
Τι πιστεύει, άραγε, θα συνεχιστεί η αναταραχή;
«Οπωσδήποτε. Υπάρχει ένα είδος βεντέτας. Τις προάλλες η αστυνομία το έσφιξε το πράγμα, κι αυτό εκνευρίζει. Αναπόφευκτα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα το εκμεταλλευτεί με νέες ακτιβίστικες κινήσεις. Εμένα μ' αρέσει ο ακτιβισμός, έχει μέσα του και γοητεία και κακό, όπως κι η τέχνη. Δεν ξέρω βέβαια πόσο ειλικρινείς είναι αυτοί οι τύποι. Ηρθε το καλοκαίρι ο Τσίπρας να μιλήσει εκεί που ήμουνα κι απογοητεύτηκα, ένα παλαιοκνιτόπουλο είδα, ενώ ο Αλαβάνος, δεν τίθεται ζήτημα, είναι πιο συγκροτημένος. Σίγουρα θα υπάρξει συνέχεια και στον χώρο της εκπαίδευσης. Οχι μόνο γιατί ζούμε στην κοινωνία του θεάματος που τρέφεται από την ταραχή, ούτε μόνο λόγω έλλειψης υποδομών και χρημάτων. Εχουν εκνευριστεί πολύ οι καθηγητές εδώ με τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες περί αξιολόγησης, είτε επειδή δεν κάνουν τίποτε, είτε επειδή δεν δέχονται να κρίνει το έργο τους κάποιος με πλήθος ψευτο-συνεδρίων στο βιογραφικό του. Εγώ δεν πάω σε συνέδρια, όπου κάνεις χαμάμ σε πολυτελή ξενοδοχεία, λες και μια μαλακία και τελείωσες. Και πιστεύω ότι οι σπουδές γίνονται έξω από το πανεπιστήμιο. Η χειρόγραφη αφιέρωση του Τσιτσάνη, ο πρόλογος του Ντεριντά για τη γαλλική έκδοση του θεατρικού μου έργου, ο πίνακας που μου χάρισε ο Μόραλης, το πορτρέτο του Μποκόρου - ορίστε τα δικά μου διπλώματα, τα έχω όλα γύρω μου, κρεμασμένα στους τοίχους».
*** Το ποιητικό έργο του Γ. Βέλτσου θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Πέμπτη 29/1 στο Μέγαρο Μουσικής (7.00 μ.μ.) από τον ίδιο και τον Μ. Μαρμαρινό.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 25/01/2009
No comments:
Post a Comment