Saturday, January 31, 2009

Σύγχρονοι «Δαιμονισμένοι»

Ρομπέρτο Μπολάνιο: Πουτάνες φόνισσες, εκδ. Αγρα, 312 σελ.

Κάθε εποχή έχει τους αναγνωρισμένους συγγραφείς της. Και κάθε τέχνη, στη σημερινή εποχή της αέναης ανακύκλωσης καταναλωτικών προϊόντων, στηρίζεται εν πολλοίς στα κατασκευασμένα είδωλά της – άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο δικαιολογημένα. Ωστόσο η εμφάνιση ενός συγγραφέα στον οποίο ομόθυμοι αναγνώστες και κριτικοί ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού σπεύδουν να υποκλιθούν αναγνωρίζοντάς τον πάραυτα ως κλασικό, είναι σπάνιο, αν όχι και μοναδικό φαινόμενο.

Η σπάνια αυτή περίπτωση είναι ο Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953 - 2003), για τον οποίο οι διθυραμβικές κριτικές στον Τύπο και στο Διαδίκτυο αυγατίζουν μαζί με τους απανταχού θαυμαστές του. Η αναγωγή του Μπολάνιο σε «κλασικό» συγγραφέα δεν είναι αδικαιολόγητη, αλλά ούτε και βιαστική. Ολόκληρο το έργο του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια σύγχρονη εκδοχή των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφσκι. Μια αποτύπωση της σημερινής κοινωνίας ως κόσμου δαιμονισμένων ανθρώπων. Με τη διαφορά ότι ο κόσμος του Μπολάνιο κατοικείται μονάχα από Σταυρόγκιν και αμετανόητους (καθότι βρίσκονται πέραν του καλού και του κακού) Ρασκόλνικοφ.

Στο έργο του Μπολάνιο δεν υπάρχει πρίγκιπας Μίσκιν ή Αλιόσα. Οι ήρωές του είναι όλοι τους τρόπον τινά «Πουτάνες φόνισσες» ή «Πόρνοι Φονιάδες», αλλά συνάμα και ποιητές. Εξ ου και τα διηγήματα της ομώνυμης συλλογής μπορούν να διαβαστούν ως μια χαρακτηριστική τοιχογραφία των ηρώων που απαρτίζουν τον κόσμο του Χιλιανού συγγραφέα. Ολόκληρο το έργο του μπορεί να εκληφθεί ως επαληθευτικό σχόλιο της διάσημης ντοστογιεφσκικής ρήσης «αν δεν υπάρχει Θεός (και στην περίπτωση του Μπολάνιο, αν έχουν πεθάνει και οι ιδεολογίες) όλα επιτρέπονται».

  • Αφηγήσεις περιπλανήσεων

Οι ήρωες του Μπολάνιο είναι ως επί το πλείστον ποιητές, συγγραφείς και εν πάση περιπτώσει φανατικοί βιβλιόφιλοι αναγνώστες, αλλά και αριστεροί, ακροδεξιοί, ομοφυλόφιλοι, οδοντίατροι, ποδοσφαιριστές, πορνοστάρ, ανεπάγγελτοι, άεργοι και συνήθως πλάνητες. Πλάνητες (flaneurs), με την μποντλεριανή και μπενγιαμινική σημασία του όρου. Τα μυθιστορήματα και κυρίως τα διηγήματα του Μπολάνιο αποτελούν αφηγήσεις περιπλανήσεων. «Τα υπόλοιπα δεν ήταν τόσο ιστορία ή αφήγηση, όσο μια διαδρομή», ομολογεί ο αφηγητής του διηγήματος «Σίλβα το Μάτι». Οι διαδρομές των ηρώων του δεν έχουν αρχή και τέλος. (Οποτε, βεβαίως, κατορθώνουν να ξεγελάσουν –προσωρινά– τον θάνατο. «Αλλά τη βία, την αληθινή βία δεν μπορεί να την αποφύγει κανείς».) Περνούν και χάνονται, αφήνοντας πίσω τους θραύσματα μιας θρυμματισμένης ύπαρξης. Τα περισσότερα διηγήματα - θραύσματα τελειώνουν με τον ίδιο απότομο τρόπο που άρχισαν.

Οι ήρωές του κινούνται σε έναν κόσμο ριζικά διαστρεβλωμένων ή ανυπαρξίας σχέσεων: μοναδικές μορφές διανθρώπινης επαφής που επιζούν είναι το απρόσωπο σεξ και η απρόσωπη βία. Ισως διότι οι ήρωες του Μπολάνιο δεν έχουν πρόσωπο. Ή μ’ άλλα λόγια πασχίζουν, αλλά αδυνατούν να σχετιστούν. Ακόμα και στις περιπτώσεις που αχνοφαίνεται η πιθανότητα γέννησης μιας ψυχικής επαφής, είτε το διήγημα μένει μετέωρο, όπως στο «Περιπλανώμενος στη Γαλλία και στο Βέλγιο», η επαφή διαρρηγνύεται εν τη γενέσει της όπως στο «Γκόμες Παλάσιο» λόγω αδυναμίας των χαρακτήρων να σχετιστούν, είτε επέρχεται ως αδυσώπητη και παράλογη μοίρα ο θάνατος, όπως στο «Σίλβα το Μάτι». Η αδυναμία ίδρυσης και αντίληψης των ανθρώπινων σχέσεων σ’ αυτό το διήγημα είναι ενδεικτική: Το Μάτι κλαίει χωρίς σταματημό, αλλά ασυναίσθητα για την απώλεια των «παιδιών» του, το κορμί του λειτουργεί από μόνο του ερήμην της ψυχής του. Η απόπειρα συναισθηματικής επαφής ξεστρατίζει σχεδόν πάντοτε σε πράξεις νοσηρής βίας ή τον θάνατο. Το «ειδύλλιο» της πόρνης που δείχνει να «ερωτεύεται» τον νεαρό Μαξ, στο διήγημα που έδωσε το όνομά του στη συλλογή, καταλήγει μετά την κορύφωση της σεξουαλικής πράξης στον απηνή βασανισμό και στην κατασπάραξη του Μαξ από τη δολοφονική γυναίκα-αράχνη.

  • Αχτίδα φωτός η Τέχνη

Το μόνο που διαφοροποιεί τους ήρωες του Μπολάνιο από τους δαιμονισμένους χοίρους της ευαγγελικής περικοπής, την οποία o Ντοστογιέφσκι θέτει ως motto στο βιβλίο του, εμποδίζοντάς τους να πέσουν ευθύς αμέσως με το κεφάλι στον γκρεμό είναι το πάθος για την Ποίηση. Οι περισσότεροι ήρωές του είτε είναι λογοτέχνες, είτε έχουν «καταπιεί» σύμπασα τη δυτική λογοτεχνία όπως ο ίδιος ο Μπολάνιο. Η λογοτεχνία και δη η ποίηση αποτελεί τη μοναδική αχτίδα φωτός σε έναν παράλογο και βίαιο κόσμο. Παρότι το έργο του Μπολάνιο βρίθει ποιητών που είναι στυγνοί δολοφόνοι (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ήρωας του μυθιστορήματος «Μακρινό αστέρι», Κάρλος Βίντερ) και παρά το γεγονός ότι τίποτα δεν εμποδίζει τους λογοτέχνες να είναι βασανιστές και δολοφόνοι. «Ετσι γράφεται η λογοτεχνία στη Χιλή, έτσι γράφεται η μεγάλη λογοτεχνία της Δύσης», ομολογεί συντετριμμένος ο ήρωας του μυθιστορήματος «Τελευταία νύχτα στη Χιλή» (εκδ. Μεταίχμιο). Παρ’ όλα αυτά η λογοτεχνία και κατ’ επέκταση η τέχνη αποτελεί το μοναδικό δώρο απ’ το οποίο μπορεί να κρατηθεί ο άνθρωπος. Είτε ως παθιασμένοι αναγνώστες, είτε ως αποδέκτες του θείου ταλέντου της γραφής, όπως ο νεαρός ήρωας του διηγήματος «Ο ινδιάνος», οι ήρωες του Μπολάνιο επιζούν χάρη στην ομορφιά της.

Ακόμα και στον ζοφερό κόσμο του Μπολάνιο φαίνεται πως η ομορφιά έχει ακόμα τη δυνατότητα να σώσει τον κόσμο. Αγρια, αντισυμβατική, αποκαλυπτική σύγχρονη κλασική λογοτεχνία.
  • Του Σπυρου Γιανναρα,Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 01/02/2009

Μετανεωτερικό νουάρ με πολιτικό πλαίσιο

Ελληνας δημοσιογράφος κυνηγά ναζί στη Βουδαπέστη

Κώστας Καλφόπουλος: Καφέ Λούκατς. Budapest noir, εκδ. Αγρα

Μια κεντροευρωπαϊκή πόλη με διπλό όνομα και ένα ποτάμι που την ενώνει και την κόβει στα δύο, την ώρα που πέφτει η αυλαία για τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Ενα χρονικό διάστημα ελάχιστο: Οσο διαρκεί ένα συνέδριο και λίγο παραπάνω – αρκετό όμως για να γυρίσουν τα πάνω κάτω η Ευρώπη, ο κόσμος και η ζωή του αφηγητή. Δημοσιογράφος με έφεση προς το παρελθόν, το παλιό, το περιθωριοποιημένο, προς την «ασήμαντη μνεία», ο αφηγητής αποφασίζει να φύγει διακοπές και επιστρέφει, με αφορμή το συνέδριο, στη Βουδαπέστη όπου είχε μελετήσει με υποτροφία τα των Ελλήνων εξορίστων κομμουνιστών του Εμφυλίου. Κάποια πράγματα παραμένουν σταθερά κι αμετακίνητα, όπως η οδός Βάτσι και το ζαχαροπλαστείο Ζερμπώ. Η επικείμενη αλλαγή όμως αιωρείται ήδη στην ατμόσφαιρα. Γνωρίζει τυχαία(;) μια ώριμη καλλονή, που τον παρασέρνει σε μια παθιασμένη και εξόχως σκηνοθετημένη νύχτα. Και εμπλέκεται σε μια ιστορία που θα του κοστίσει μπόλικη αγωνία, ένα μεγάλο καρούμπαλο και μια μόνιμη καχυποψία απέναντι σε όλους και σε όλα.

Μετά τη μοιραία αυτή νύχτα και ο αφηγητής βρίσκεται διαρκώς μετέωρος. Κάθε κίνησή του είναι γνωστή σε υπερβολικά πολλούς ανθρώπους, εκ των οποίων οι μισοί φροντίζουν να εξοντώνουν τους άλλους μισούς, δυο λεπτά πάντα πριν από τη μοιραία συνάντησή τους μαζί του. Εχοντας για κάποιο λόγο επιλεγεί να υπηρετήσει την υπόθεση της σύλληψης και της καταδίκης κάποιων ναζιστών που συμμετείχαν στην εφαρμογή της τελικής λύσης, κινείται σχεδόν σαν νευρόσπαστο. Τις κινήσεις του καθορίζει από τη μία η μοίρα, από την άλλη η δική του εφεκτικότητα και αναβλητικότητα και, τέλος, οι ίδιες οι ραγδαίες εξελίξεις. Αντιλαμβάνεται δε την περιπέτειά του αυτή ως παρείσφρηση στο σώμα των βιβλίων και των ταινιών που αγαπά και κινείται ως ήρωας της σελίδας ή της οθόνης. Την ίδια στιγμή, η πραγματικότητα γίνεται βιβλιακή και κινηματογραφική, αρχής γενομένης από την ίδια την πόλη, στον λαβύρινθο της οποίας χάνεται.

  • Απαραίτητη η παιδεία

Το να χάσεις τον δρόμο σου στην πόλη δεν είναι σπουδαίο πράγμα, λέει ο προσφιλέστατος στον Καλφόπουλο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που σιγοψιθυρίζει διαρκώς και πάλι ανάμεσα στις γραμμές. Για να χαθείς όμως στην πόλη όπως σε ένα δάσος, χρειάζεται μια ολόκληρη παιδεία, την οποία διαθέτει ο αφηγητής. Οι ασπρόμαυρες πόλεις με τα αινιγματικά σοκάκια και τις άδειες λεωφόρους τους κατοικούνται από πρόσωπα φασματικά, που εμφανίζονται και εξαφανίζονται χωρίς ίχνη, ή τα ελάχιστα που αφήνουν επίσης χάνονται μαζί με τους μάρτυρες της παρουσίας και των προθέσεών τους. Η ώριμη καλλονή με τα πέπλα περιγράφεται μόνο μέσα από τίτλους βιβλίων και στίχους ποιημάτων και τραγουδιών.

Οι νέοι πεσόντες στον αγώνα κατά των ναζιστών δεν έχουν όνομα, πρόσωπο, το μοναδικό σημάδι της ζωής και του θανάτου τους είναι οι τρύπες από τις σφαίρες και ο κόσμος που μαζεύεται μαζί με το ασθενοφόρο και την αστυνομία. Ο συμπαθής αστυνόμος Λούκατς, που ουδεμία σχέση έχει με τον Γκεόργκι Λούκατς και τη θεωρία του μυθιστορήματος, αλλά ούτε και με το «Λούκατς καφέ» όπου συχνάζει ο αφηγητής, παύει κι αυτός κάποια στιγμή να απαντά στα μηνύματα του αφηγητή, γίνεται άφαντος, μηδέποτε υπάρξας.

  1. Και αυτοαναφορικό

Το ολιγοσέλιδο, υπαινικτικό, στυλιζαρισμένο νουάρ του Καλφόπουλου, με τον μακροπερίοδο λόγο και την εναλλαγή των εστιάσεων, σε ένα πρώτο επίπεδο είναι ιστορικο–πολιτικό, αναφέρεται στην ατιμωρησία των ναζιστών και τις ομάδες που τους καταδίωκαν, όπως αυτή του Βίζενταλ, τις σχέσεις τους με τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, τις επιβιώσεις της φρίκης του Ολοκαυτώματος στον δυτικό πολιτισμό υπό τη μορφή μιας διαρκούς σύγκρουσης και ενοχής.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, είναι αυτοαναφορικό. Το πέρασμα από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα διερευνάται εντέλει σε επίπεδο κειμένου, αφού όπως επισημαίνει και πάλι ο Μπένγιαμιν, «το κείμενο είναι ένα δάσος στο οποίο ο αναγνώστης είναι ο κυνηγός».

Ενα ατμοσφαιρικό, υβριδικό, μετανεωτερικό νουάρ για τη σκοτεινότητα του κόσμου που μας περιβάλλει και την πολυπλοκότητα των σχέσεων, που διατηρεί με τις κάθε λογής αναπαραστάσεις του.

  • Της Τιτικας Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 01/02/2009

Ο Κάφκα στα έγκατα της φάρσας


Φραντς Κάφκα: Η Μεταμόρφωση, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, πρόλογος: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκης, 2008 (πρώτη έκδοση 1996)

Ενα σκαθάρι και τα μάτια του Κάφκα. Πιο σωστά: Η εικόνα ενός σκαθαριού και το διάσημο ζοφερό βλέμμα του Κάφκα πλάι πλάι σε μια στενή, υποφωτισμένη λωρίδα κοσμούν την ιστοσελίδα των εκδόσεων S. Fischer για τον Κάφκα. Εγκλωβισμός, εφιάλτης, φάρσα, παράλογο…: μια εικόνα – χιλιάδες λέξεις. Ο Κάφκα της «Μεταμόρφωσης» δεν είναι ο μεγάλος μοντέρνος αφηγητής της κυριαρχίας των γραφειοκρατιών (Αμερική, Δίκη, Πύργος). Είναι ο στραγγαλισμένος γιος του καθωσπρέπει αστού, ο καλλιτέχνης που δεν βρίσκει αναγνώριση, ο ευνουχισμένος τρυφερός γιος της μάνας, ο ιδανικός εραστής της αιθέριας αδερφής· έτσι δεν τον γνωρίζουμε από το υπόλοιπο έργο του, τις επιστολές, τους βιογράφους; Το ολιγοσέλιδο αφήγημα «Η Μεταμόρφωση», που γράφεται μέσα σε λίγες εβδομάδες [Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1912, την ίδια περίοδο που ο συγγραφέας εργάζεται πάνω στον Αγνοούμενο (Αμερική) και τη Δίκη], καθίσταται εξίσου εμβληματικό με τη «Δίκη», το πιο γνωστό μυθιστόρημά του. Είναι ένας άλλος Κάφκα, αλλά είναι και πάλι απολύτως ο εαυτός του.

  • «Ποιητική της ασφυξίας»

«Ξυπνώντας κάποιο πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο». Η αμφιθυμία (εφιάλτης ή φάρσα;) που δημιουργεί η διάσημη αρχή της ιστορίας επιχειρείται να διατηρηθεί μέχρι τέλους, αφού καθόλου δεν απασχολεί τον αφηγητή το αυτονόητο: Το πώς, δηλαδή, και το γιατί της παράλογης εξέλιξης. Διατηρώντας εξωφρενικά χαμηλά τους τόνους της αφήγησης, και ενώ η δράση μέχρι λίγο πριν από τη λήξη της εκτυλίσσεται αποκλειστικά εντός των τοίχων του διαμερίσματος μιας αστικής πολυκατοικίας, ο Κάφκα μας δίνει ένα αριστοτεχνικό δείγμα αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ποιητική της ασφυξίας». Η μετάφραση της Ζαχαριάδου ανταποκρίνεται επάξια στον ιδιαίτερο τόνο, τον συστατικό για την ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου, χωρίς να προδίδει και την κατά περιεχόμενο ακρίβεια.

Ο άξιος γιος, ο αίρων τα βάρη (και τις αμαρτίες) του πατέρα μεταμορφώνεται. Η πρώτη πράξη της μεταμόρφωσης τον καθαιρεί ήδη από το τιμημένο αξίωμα του νεροκουβαλητή, του αφαιρεί μια για πάντα την επαγγελματική του ιδιότητα. Η αστυνομική σχεδόν παρουσία και, εν συνεχεία, η πανηγυρική αποχώρηση του «επιστάτη» επικυρώνει την καθαίρεση και από μιαν ανώτατη αρχή, τον εργοδότη. Αλλά ο μεταμορφωμένος δεν εκπλήσσεται. Είναι μάλιστα ο μόνος που δεν βαρυγκομά από την αρχή ώς το τέλος για την παράλογη αυτή εξέλιξη.

Η στάση αυτή δίνει, νομίζουμε, το κλειδί για την ανάγνωση της ιστορίας, με δύο τρόπους. Πρώτον, υποβάλλοντας στον αναγνώστη αμφιβολία. Ναι μεν αυτό που συμβαίνει (η ανεξήγητη μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε βρωμερό σκαθάρι) είναι αναμφισβήτητα μεγάλο κακό και αίτιο των συμφορών που επέρχονται, για τον ίδιο τον μεταμορφωμένο όμως το πράγμα φαίνεται κάπως διαφορετικό. Δεν εξανίσταται. Δεν αναρωτιέται. Υπομένει στωικά και με κάποια ανωτερότητα την άδικη μοίρα του. Γνωρίζει άραγε κάτι που εμείς οι άλλοι αγνοούμε; Τιμωρείται για μιαν αόριστη αλλά βαθιά εσωτερικευμένη ενοχή; (Μοτίβο γνωστό και από τα μυθιστορήματα του συγγραφέα.) Η πίκρα και η οργή με τις οποίες τον αντιμετωπίζουν οι δικοί του (ακόμα και η τρυφερή αδερφή με την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία συντάσσεται εντέλει με αυτή την άτεγκτη αντιμετώπιση) μοιάζουν να απαγγέλλουν μια κατηγορία που και ο ίδιος εντέλει αποδέχεται. Ας πρόσεχε, ας μη μεταμορφωνόταν… Μιας και το «έπραξε» όμως, θα τιμωρηθεί με τη μεγαλύτερη σκληρότητα, θα αφεθεί να πεθάνει από τη βρώμα και την ασιτία.

Η υπονόμευση του πρωταγωνιστή–σκαθαριού - Γκρέγκορ Σάμσα, που παραμένει μέχρι το τέλος αξεκαθάριστος λογαριασμός, υποβάλλει, δεύτερον, μια λεπτότατη, καφκική, αίσθηση του τραγικού. Ο γιος μεταμορφώνεται νομοτελειακά. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η οικογένεια τον αποβάλλει, τον καταδικάζει σε θάνατο. Μετά τον θάνατό του η οικογένεια ανακουφίζεται. Ο κλειστός σκονισμένος κόσμος του διαμερίσματος ανοίγει στο φως της εξοχής, στην επικείμενη ερωτική ένωση της αδερφής με κάποιον μέλλοντα σύζυγο. Ο,τι αρχίζει ως αξεδιάλυτος εφιάλτης στους βρόγχους των σεντονιών εκλύεται ως καλό όνειρο των γονιών στην τελευταία φράση, με ένα χαριτωμένο τέντωμα του κορμιού της αδερφής. Της αδερφής που δεν μέλλεται να εκπληρώσει τα καλλιτεχνικά όνειρα του αιθεροβάμονος σκαθαριού. Το τέντωμα του κορμιού της δεν προοιωνίζεται τη μελλοντική καριέρα της χαρισματικής βιολονίστας αλλά την επωφελή –για όλη την οικογένεια– παντρειά μ’ έναν καλό γαμπρό!

  • Η ενδοοικογενειακή φρίκη

Κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζουν τα έγκατα της φάρσας, την κατάδυση στα οποία αποδίδει ο Κούντερα ως εύσημο στον συγγραφέα της «Δίκης». Πλάι ωστόσο στη δημόσια φρίκη των μηχανισμών, των κτιρίων, των αδιαφανών θεσμικών συμπλεγμάτων που κυριαρχεί στα μυθιστορήματά του, ο Κάφκα επιδίδεται στη «Μεταμόρφωση» και στη μελέτη της ιδιωτικής φρίκης, της ενδοοικογενειακής, θα λέγαμε σήμερα, φρίκης: Η βία εις βάρος του διαφορετικού και του αδύναμου, η εξόντωση της προσωπικότητάς του, που ασκείται από τα προσφιλή του πρόσωπα. Δεν είναι λοιπόν σίγουρο πως, μ’ όλη τη σκηνοθεσία της φάρσας, ο Κάφκα της «Μεταμόρφωσης» σχίζει τον κατά Κούντερα «πέπλο του τραγικού» με τον τρόπο που το πράττει ο Κάφκα των μεγαλύτερων αφηγήσεων…

  • Tης Μαριας Τοπαλη, Η Καθημερινή, 01/02/2009

Friday, January 30, 2009

Απεβίωσε ο εκδότης Βίκτωρ Παπαζήσης


Ο Βίκτωρ Παπαζήσης

Ο Βίκτωρ Παπαζήσης, ιδιοκτήτης του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, ενός εκ των παλαιότερων της χώρας, απεβίωσε την Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου σε ηλικία 71 ετών.

Με τις εκδόσεις Παπαζήση, τις οποίες ίδρυσε ο πατέρας του Αργύρης το 1929, ασχολήθηκε αφού προηγουμένως φρόντισε να σπουδάσει Οικονομικά στην ΑΒΣΠ και να εντρυφήσει σε ειδικά βιβλία και στην ευρύτερη ακαδημαϊκή σκέψη. Η βασική καινοτομία του από τότε που έγινε ενεργό μέλος της επιχείρησης, το 1956, ήταν να εξοικειώσει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με δοκίμια γύρω από την οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική και τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τους συγγραφείς τους, οι οποίοι ήταν συνήθως στοχαστές και διανοητές παγκόσμιας εμβέλειας.

Τα πολυδιάστατα ενδιαφέροντά του τον οδήγησαν μοιραία και στην πολιτική δράση. Το 1969 συνελήφθη από τη χούντα, βασανίστηκε και δικάστηκε για τη συμμετοχή του στη «Δημοκρατική Αμυνα». Παρέμεινε έγκλειστος ως το καλοκαίρι του 1973. Την περίοδο εκείνη ο εκδοτικός οίκος, αγνοώντας τις απειλές της δικτατορίας, συνέχιζε την έκδοση πολιτικών βιβλίων υπό τη διεύθυνση της συζύγου του Ισαβέλλας Παπαζήση και του Δήμου Μαυρομμάτη.

Μετά τη μεταπολίτευση ο Βίκτωρ Παπαζήσης ασχολήθηκε με τον επαγγελματικό συνδικαλισμό. Διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Επιστημονικού βιβλίου, καθώς και πρόεδρος ή μέλος πολλών κινήσεων πολιτών, ενώ αρθρογραφούσε συστηματικά σε εφημερίδες και περιοδικά. Το εκδοτικό έργο συνεχίζει ο γιος του Αλέξανδρος Παπαζήσης.

Η κηδεία του θα γίνει το Σάββατο στις 12.30 στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών (Ιερός Ναός Αγ. Θεοδώρων).
Η οικογένεια επιθυμεί, αντί στεφάνων, τα χρήματα να κατατεθούν στο Ιδρυμα Ερευνών για το Παιδί «Σπύρος Δοξιάδης».

Δήλωση Ντόρας Μπακογιάννη

Η υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, μόλις πληροφορήθηκε την είδηση του
θανάτου του Βίκτορα Παπαζήση, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Ο Βίκτωρ Παπαζήσης ήταν ένας αγωνιστής για τη δημοκρατία, την ελευθερία, τις ιδέες, τη γνώση. Ανθρωπος με ελεύθερο φρόνημα, δημιούργησε μια νέα κουλτούρα στο χώρο των γραμμάτων και άνοιξε καινούργιους ορίζοντες στις εκδόσεις. Ο Βίκτωρ Παπαζήσης ήταν ασυμβίβαστο πνεύμα και ήξερε να δίνει μάχες για τις ιδέες και τα πιστεύω του. Στην οικογένεια του εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια».

Δήλωση κυβερνητικού εκπροσώπου

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Βαγγέλης Αντώναρος δήλωσε τα εξής για το Βίκτωρα Παπαζήση: «Ο Βίκτωρ Παπαζήσης υπήρξε σε ολόκληρη τη ζωή του μαχητής. Το ελεύθερο και ασυμβίβαστο πνεύμα του εκφράστηκε μέσα από τολμηρές εκδοτικές πρωτοβουλίες, που σημάδεψαν το χώρο του βιβλίου και της ακαδημαϊκής σκέψης. Οι αγώνες του για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και, μετέπειτα, για την εμπέδωση και την εμβάθυνσή της, η προσφορά του στην Παιδεία και τον Πολιτισμό είναι πολύτιμη παρακαταθήκη για τους συνεχιστές του εκδοτικού του έργου, για κάθε ελεύθερο ενεργό πολίτη. Στην οικογένειά του εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια».

ΤΟ ΒΗΜΑ, Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Beyond the bounds of realism

His ruthless recording eye - of the metaphysical, the mundane, of marriage and, above all, sex - made him one of the greatest chroniclers of the postwar era. Ian McEwan mourns John Updike and the end of the golden age of the American novel

John Updike

John Updike, Massachusetts, mid 1960s

A "big-bellied Lutheran God" within the young Updike looked on in contempt as he struggled to give up cigarettes. Many years later the older Updike, now giving up alcohol, coffee and salt, put into the mouth of that God the words of Frederick the Great excoriating his battle-shy soldiers - "Dogs, would you live for ever?" But all the life-enhancing substances were set aside, and writing became Updike's "sole remaining vice. It is an addiction, an illusory release, a presumptuous taming of reality." In the mornings, he could write "breezily" of what he could not contemplate in the dark without "turning in panic to God". The plain facts of life were "unbearably heavy, weighted as they are with our personal death. Writing, in making the world light - in codifying, distorting, prettifying, verbalizing it - approaches blasphemy."

And now this masterly blasphemer, whose literary schemes and pretty conceits touched at points on the Shakespearean, is gone, and American letters, deprived in recent years of its giants, Bellow and Mailer, is a levelled plain, with one solitary peak guarded by Roth. We are coming to the end of the golden age of the American novel in the 20th century's second half. Henry Bech, Updike's remote Jewish other, never immune to an attack of status anxiety, mused on the teeming hordes of his gifted and despised contemporaries - "Those that didn't appear, like John Irving and John Fowles, garrulously, Dickensianly reactionary in method seemed like John Hawkes and John Barth, smugly, hermetically experimental. O'Hara, Hersey, Cheever, Updike - suburbanites all living safe while art's inner city disintegrated. And that was just the Johns."

This most Lutheran of writers, driven by intellectual curiosity all his life, was troubled by science as others are troubled by God. When it suited him, he could easily absorb and be impressed by physics, biology, astronomy, but he was constitutionally unable to "make the leap of unfaith". The "weight" of personal death did not allow it, and much seriousness and dark humour derives from this tension between intellectual reach and metaphysical dread.

In a short story from 1984, "The Wallet", Mr Fulham (who, we are told in the first line, "had assembled a nice life") experiences death terrors when he takes his grandchildren to a local cinema. While "starships did special-effects battle", Fulham's "true situation in time and space" was revealed: "a speck of consciousness now into its seventh decade, a mortal body poised to rejoin the minerals, a member of a lost civilization that once existed on a sliding continent". This "lonely possession" of his own existence, he concludes, is "sickeningly serious".

God makes no appearance in this story, but it is unlikely that an atheist could have conjured so much from the minor domestic disturbance that follows. First, a large cheque "in the low six figures", a return on canny investments, fails to show up in the post. Fulham makes many phone calls to the company in Houston, the matter begins to loom too large - "He slept poorly, agitated by the injustice of it." He suspects a thief, a "perpetrator", or there is a flaw in the mindless system. He is tormented by "outrageous cosmic unanswerableness".

Then, the "perpetrator" strikes again. His wallet - "a friendly adjunct to his person" - vanishes. This being Updike, its contents are minutely, satirically listed, the credit, membership and hospital cards, the priceless clippings, photographs of family and one of a long-ago lover, the obsolete receipts. Who has not searched in vain, like Fulham, returning superstitiously to the same places, trying to recreate the careless self of yesterday? But "the wallet's non-existence rang out through the rooms like a pistol shot which leaves deafness in its wake". In despair, Fulham exclaims to his wife: "'Without that wallet, I'm nothing.' His tongue had outraced his brain, but once he said it, he realized this to be true: without the wallet, he was a phantom, flitting about in a house without walls."

At last, the cheque shows up, only after it has been cancelled, the granddaughter finds the wallet, but only after the accounts have been frozen. The nights are cooler now and something has shifted in Fulham. He has had a near-death experience, a rehearsal, and now is reconciled to his end.

Like much that appears secular in Updike, this story is suffused with his religious seriousness - the very spirit that Larkin, an atheist, famously acknowledged in his description of a church as being "A serious house on serious earth . . ." It is no accident that Fulham's moments of dread come upon him in a movie house. In the opening of the major novel, In the Beauty of the Lilies, a movie is being made and, at the same time, a clergyman is losing his faith and confronts "the blood-soaked selfishness of a cosmic mayhem". For Updike, cinema and its brattish child, television, "became our religion". This was not a disapproving observation - in his youth, "it was the movies that moved me, and gave me something to live for, to live toward".

And cinema was above all, for the young Updike, an exploration of sexual encounters. It was there from the very beginning, in his writing, that celebrated or infamous capacity for fastidious, clinical, visually intense, painfully and hilariously honest descriptions of men and women making love. However fleeting or disastrous the coupling, the metaphysical shadows are always on the wall - the same seriousness is in play. "Nature dangles sex to keep us walking toward the cliff," Piet reflects in Couples. When he makes love outdoors to Georgene - "A lip of resistance, then an easeful deepness, a slipping by steps" - he is troubled that he is "under the eye of God".

The ruthless recording eye made Updike unpopular with some women readers, especially back in the salad days of Theory, when talk of the "male gaze" was the fashion. Piet notes in Foxy's nakedness "the goosebumped roughness of her buttocks, the gray unpleasantness of her shaved armpits . . ." But in Updike as in life, bodies are rarely perfect, unlike in the movies; this is fictional realism and goosebumps do not stand in the way of the lovers' transcendent pleasure. While she fellates him "lazily", he combs her lovely hair and reflects on her "coral cunt, coral into burgundy, with its pansy-shaped M, or W, of fur". Then it comes to him that mouths are noble. "They move in the brain's court. We set our genitals mating down below like peasants, but when the mouth condescends, mind and body marry."

In his last novel, The Widows of Eastwick, Updike engaged playfully with his female critics through his character Sukie, the romantic novelist. She erases from a work in progress a passage about carefully buffed fingernails digging deep "into Hercule's broad, heaving back". She reminds herself that a proper romance never dwells on sexual details, for it might lose its "targeted demographic of dreamy, dissatisfied women . . . Women know the facts but don't want them spelled out."

In fact, Updike's level unblinking gaze is not only on women, and is not confined to the physical. In Roger's Version, when Lambert lies to his wife to conceal an infidelity, he does so "trusting my face, that thin-skinned traitor, to back me up". And there was never a more fallible and exposed character in modern fiction than Harry "Rabbit" Angstrom. The tetralogy not only describes from the inside a modern man's major and minor dishonesties, self-deceptions, special pleadings and lumpish passivity; it also charts over more than 30 years a slow physical and mental deterioration accelerated by laziness, junk food and American prosperity.

The Rabbit tetralogy is Updike's masterpiece and will surely be his monument. In all its detail, homely or hard-edged, and all its arenas - work, politics, retirement and above all sex - the metaphysical is always there, sometimes a mere gleam buried in the fold of a sentence, at other times overtly, comically. In the first of the novels, Rabbit Run, when youngish Harry, the typesetter, ex-basketball player, makes love to Ruth, a small-town prostitute, their sessions are interrupted by a gut-level theological dispute about God's existence, prompted by Sunday churchgoers in the street below. Harry, naturally, is on the side of God - "The idea of making it while the churches are full excites him."

Many years later, he is on the slab, watching his own insides on a screen ("the Rabbit Angstrom Show"), surrounded by machines and technocratic doctors and their satellites who "murmurously crouch over Harry's sheeted, strategically exposed body" conducting a three-and-a-half-hour angioplasty following his heart attack. The scene is rich in Updike's strengths. "The mechanically precise dark ghost of the catheter is the worm of death within him. Godless technology is fucking the pulsing wet tubes we inherited from the squid, the boneless sea-cunts." The experience is intensely unpleasant - "like his chest is being cooked in a microwave. Jesus." He closes his eyes a few times and attempts to pray - "but it feels like a wrong occasion, there is too much crowding in, of the actual material world. No old wispy Biblical God would dare interfere." The one consolation is that his doctor is Jewish, for Harry has a "gentile prejudice that Jews do everything a little better than other people, something about all those generations crouched over the Talmud and watch-repair tables, they aren't as distracted as other persuasions, they don't expect to have as much fun. They stay off the booze and dope and have a weakness only . . . for broads."

Like Bellow, his only equal in this, Updike is a master of effortless motion - between third and first person, from the metaphorical density of literary prose to the demotic, from specific detail to wide generalisation, from the actual to the numinous, from the scary to the comic. For his own particular purposes, Updike devised for himself a style of narration, an intense, present tense, free indirect style, that can leap up, whenever it wants, to a God's-eye view of Harry, or the view of his put-upon wife, Janice, or victimised son, Nelson. This carefully crafted artifice permits here assumptions about evolutionary theory, which are more Updike than Harry, and comically sweeping notions of Jewry, which are more Harry than Updike.

This is at the heart of the tetralogy's achievement. Updike once said of the Rabbit books that they were an exercise in point of view. This was typically self-deprecating, but contains an important grain of truth. Harry's education extends no further than high school, and his view is further limited by a range of prejudices and a stubborn, combative spirit, yet he is the vehicle for a half-million-word meditation on postwar American anxiety, failure and prosperity. A mode had to be devised to make this possible, and that involved pushing beyond the bounds of realism. In a novel like this, Updike insisted, you have to be generous and allow your characters eloquence, "and not chop them down to what you think is the right size". He was clear, too, that we all sense more than we can ever put into words, and was mindful of the example of Joyce and his "great attempt to capture the way we move through life".

The three Bech books, which Updike always listed with his short stories, have alliterative titles, like the tetralogy, and read now like a trilogy of a distinctive comic genius. Henry Bech is a Jewish American writer whose career rises, fades horribly, and rises again to embrace the Nobel prize denied his creator. In one of the final episodes, "Bech Noir", Henry takes, rather implausibly, to murdering the critics who have offended him over a lifetime. A poisoned self-addressed envelope and a discreet shove on a crowded subway platform dispose of two with little bother. To reach another, Bech, done up in cape and mask, armed with gun and silencer, climbs a fire escape with an accomplice, his current lover in a catsuit, to take the life of Orlando Cohen, an old man with emphysema, whose chaste ambition was to be "the ultimate adjudicator" of American literature and who had "refused to grant Bech a place, even a minor place, in the canon".

They find an emaciated, enfeebled Cohen breathing oxygen through a mask with a volume of Walter Benjamin's Selected Writings on his lap. This is comedy, high and dark, but it does not prevent the critic, minutes before his death, delivering a sharp dismissal of Bech's work for its failure to understand America. Its core, Bech had failed to understand, was essentially Protestant. The first settlers thought the Holy Ghost had led them to a Promised Land. Fighting for air, Cohen pronounces: "The Holy Ghost . . . who the hell is that? Some pigeon, that's all ... but that God-awful faith ... Bech ... when it burns out ... it leaves a dead spot. Love it or leave it ... a dead spot. That's where America is ... in that dead spot."

Bech failed to find that spot, but his creator had long ago made it his subject. That dead spot was the ruined inner city of Roger's Version, a spoiled landscape through which a divinity professor takes a 30-page stroll - one of the great set pieces of the entire body of work; the dead spot was the shadowy centre of scores of novels and stories, in the freeways, malls, TV-addicted children, junk food, the boundless suburbs and their heartless intrigues and pursuit of ecstasy in restless, hopeful couplings, the messy divorces and their wounded children, the racial divide, the rackety politics filtered through TV screens, the national bafflement as manufacturing industries declined and the Japanese moved in with their cheaper cars.

That dead spot is probed and palpated in the ever-present metaphysics, the thwarted religious sense, or in moments when a denatured suburbanite glances up beyond the telegraph poles and wires and notices that spring is coming on and experiences a jolt of indistinct excitement that is quickly smothered; or when Harry Angstrom, waiting to receive a serve in a game of social tennis, thinks of the mounting numbers of dead in his life, and feels camaraderie for his friends and loves the treetops around him - but cannot name a single tree, never reads a book, knows nothing and feels his life to be threadbare.

There is, in Updike, always comedy or mischief in these moments of frustrated entitlement. A great writer cannot help showing us that there is something strangely comic, or antic, about the perfectly turned phrase; the precise insight into a human moment carries with it generosity and warmth, and prompts a smile of recognition. A baby "corkscrews" in its father's arms; a newly married couple look "self-cherished, like gladioli"; when gales of 60s social mayhem sweep through Harry's marital home, and the house has unwanted visitors and, in the dead of night, he must make love quietly to his new mistress, Updike notes that "the rooms are quadrants of one rustling heart" - a sweetly pitched observation that finds expression in an iambic pentameter.

The Updike opus is so vast, so varied and rich, that we will not have its full measure for years to come. We have lived with the expectation of his new novel or story or essay so long, all our lives, that it does not seem possible that this flow of invention should suddenly cease. We are truly bereft, that this reticent, kindly man with the ferocious work ethic and superhuman facility will write for us no more. He was intensely private, learned, generous, courtly, the kind of man who could apologise for replying to one's letter by return of post because it was the only way he could keep his desk clear.

Contrary to what his work might suggest, Updike was in actual life devoted to his large family that sprawled across the generations, so why not let one of his youngest characters take the parting bow on his behalf. When Henry Bech goes up on stage in Stockholm to make his Nobel acceptance speech, he takes with him on his hip his one-year-old daughter. She wriggles impatiently through his lecture and when at last he has finished, she reaches out for the microphone "with the curly, beslobbered fingers of one hand as if to pluck the fat metallic bud". Bech feels the warmth of her skull, he inhales "her scalp's powdery scent ... Then she lifted her right hand, where all could see, and made the gentle clasping and unclasping that signifies bye-bye."

• © Ian McEwan 2009

'He gave the impression that he had more writing to do'

John Updike

'A kind of respect for middle-class, ordinary life, a belief that there was something worth saying about it' ... John Updike. Photograph: Eamonn McCabe/Guardian

John Banville

Expressions of dismay leap to the lips with awful smoothness on the death of an artist of the calibre of John Updike, but in this case the dismay is real. He was one of the great modern-day prose stylists in the English language, and if his style on occasion outstripped his content, so what? – the pleasure of reading Updike was always intense. Even at his most sophisticated he retained something in him of the Pennsylvania farm boy, and that Frostian and Emersonian directness was a foil to the more baroque urges of his language.

TC Boyle

He has been one of my heroes since I first learned how to read. And I admire his career. It's the kind of career that I think every writer would want to have. He is the foremost man of letters in this country by far. No one has even approached him. His ability to move from poetry, to short fiction, to his novels, to his essays, to his book reviews, it's a model for all of us.

EL Doctorow

He was an extraordinarily felicitious writer. He had great fluency and capacity for highly textured prose, and of course he was prolific. A really classic man of letters, in that he wrote novels and stories and criticism and reviews. He was a conscientious reviewer of contemporary work, he had a keen interest in art, which he wrote about regularly. That's what he was: a prodigious, classic man of letters; a chronicler of the American everyman.

Richard Ford

John Updike has been central to the landscape I've looked at since I was a teenager – and I'm nearly 65. But for all of his brilliance, his immense curiosity and great "width" as a writer who virtually thought straight on to the page at an extremely high level, in America we seemed almost to take him for granted. It's our way. He'd been around us all those years. As if there might be another writer like John come along in time. Well, there won't be.

David Lodge

John Updike was one of the great stars in the constellation of post-war American fiction, up there with Saul Bellow, Norman Mailer and Philip Roth. Unlike them he came from a Wasp background, and his special contribution was in showing how suburban white middle-class Americans were affected by the sexual revolution, notably in Couples; but he also created convincing characters from completely different social and ethnic backgrounds, for instance the genially satirical portrait of the Jewish novelist Bech. Above all, Updike was extravagantly gifted as a prose stylist, coining new metaphors and similes with apparently effortless ease, making us see, on page after page, the everyday world as if for the first time.

Ian McEwan

He was a modern master, a colossal figure in American letters, the finest writer working in English. He dazzled us with his interests and intellectual curiosity, and he turned a beautiful sentence. Religion, sex, science, urban decay, small-town life, the life of the heart, the betrayals – who can follow him? Updike gave the impression he had a lot more writing to do. We are all the poorer now.

Toni Morrison

It's a serious, serious loss, and a void in American literature.

Joyce Carol Oates

It's a terrible loss. He was a great writer. Truly a great writer, possessed of a luminous syle and a magnanimous spirit and wonderful sense of humour and generosity. And I'll miss him terribly. His influence has been so great, it's impossible just to speak of it in a very quick - a glib - way. He's had an enormous influence. He himself was so wonderfuly influenced in a very healthy way by Nabokov. Nabokov taught John Updike to look very carefully at sentences, at metaphor, and to look at language as an instrument of meaning in itself, quite apart from the content.

David Remnick, editor of the New Yorker

No writer was more important to the soul of the New Yorker than John. Even though his literary career transcended any magazine - he was obviously among the very best writers in the world - he still loved writing for this weekly magazine, loved being part of an enterprise that he joined when he was so young. It's difficult to say how much we all thrived on that relationship. What a privilege to work at the same project. I never stopped thinking what he would think of what we were doing. We adored him. He was, for so long, the spirit of The New Yorker and it is very hard to imagine things without him.

Jane Smiley

One of my favourite books is Updike's collected stories about the writer Henry Bech. Bech is not Updike; he is more like, say, Saul Bellow, and he is put through a vast array of experiences that are quite humiliating. Bech is genially, but pointedly, satirised for being boorish, self-centred and insensitive, while Updike, as narrator, is wise and insightful. What I love about it is that it is wonderfully mean. Updike is such a limber stylist that you feel sympathy with Bech, but admiration for the narrator. It illustrates just how sly Updike was.

Zadie Smith

Updike's example seemed the model of a real writer's life, in that this was an existence spent not in talking about writing, promising to write, boasting of having written or telling other people how they should write, but simply in the act of writing, every day, for decades. On top of that, he was a generous, intelligent reader who produced criticism that emphasised the intimate joys of reading, free of the usual dogma and cant. He had an almost sacred, illuminated sense of our little community of writers and readers and his death is a great loss.

Tom Wolfe

On a literary "skirmish" over Wolfe's 1998 novel, A Man in Full: He was a great competitor, and as writers go these days, a prolific writer. He's the only person I know of who made his first novel about old people. He was actually one of the few writers in the US who could support themselves just by writing. There may be 20 of them. Everybody else teaches college. We had a few running dumb fights as far back as the 1960s when I wrote a series about the New Yorker magazine, which he was very close to. But as I say, literary fights are actually great fun and he was a good battler.

Τα «Ματωμένα Χώματα» είναι σε... βιβλιοθήκες - φαντάσματα

Το υπουργείο Παιδείας απαντά

Το υπουργείο Παιδείας αντί να απαντήσει στην επιστολή του Νίκου Μπελογιάννη για το τι έγιναν τα 110.000 αντίτυπα του βιβλίου της θείας του Διδώς Σωτηρίου, «Ματωμένα Χώματα», που μοιράστηκαν πέρυσι στους μαθητές της Στ'τάξης του Δημοτικού για να μαζευτούν έπειτα από δυό μήνες, απαντά στο δικό μας δημοσίευμα.

Το υπουργείο υποστηρίζει ότι το βιβλίο μοιράστηκε «με σκοπό να δίδεται στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς στους μαθητές της εκάστοτε Στ'τάξης, οι οποίοι θα μπορούν να το χρησιμοποιούν και να το μελετούν ώς το τέλος της και να επιστρέφεται, προς χρήση των μαθητών του επόμενου σχολικού έτους». Και τονίζει πως «ουδέποτε εδόθη εντολή επιστροφής των βιβλίων στις αρμόδιες διευθύνσεις και τους διευθυντές των σχολικών μας μονάδων και ουδεμία περίπτωση επιστροφής των βιβλίων έχει αναφερθεί στον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων. Συνεπώς τα βιβλία υπάρχουν στις βιβλιοθήκες των δημοτικών σχολείων της χώρας και είναι στη διάθεση των μαθητών».

Αρα, ισχυρίζονται ότι δεν βρίσκονται στοιβαγμένα στις αποθήκες, όπως κατήγγειλε ο Νίκος Μπελογιάννης. Ωστόσο, ο κ. Μπελογιάννης επιμένει ότι το βιβλίο δεν έχει φθάσει στους αποδέκτες του και αναμένει από το υπουργείο μία επίσημη απάντηση για το «πόσες είναι αυτές οι "περίφημες" σχολικές βιβλιοθήκες στις οποίες μπορούν να φυλαχθούν 110.000 αντίτυπα και να είναι προσιτά στα παιδιά». [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/01/2009]

Thursday, January 29, 2009

Ο Καβάφης που πάει παντού



«Ταξιδεύοντας με τον Καβάφη» είναι ο τίτλος έκθεσης και εκδηλώσεων για τον Αλεξανδρινό ποιητή, που ξεκινούν σήμερα στο Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού στην Αλεξάνδρεια (έως τις 28 Φεβρουαρίου). «Είναι πάντα λίγο οτιδήποτε επιχειρήσει κανείς να πράξει και να πει για τον Καβάφη», τονίζει ο πρόεδρος του ΕΙΠ, καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης, και προσθέτει: «Οι εκδοτικές προσπάθειες αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο για τη μεγάλη αγάπη μεταφραστών και εκδοτών απ' όλο τον κόσμο στο έργο του Καβάφη».

Ο επισκέπτης της έκθεσης θα έχει τη δυνατότητα να δει εκδόσεις έργων του σε 25 γλώσσες, μάρτυρες της αδιάψευστης απήχησης του ποιητικού έργου του Καβάφη σήμερα: στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και τα ισπανικά (που είναι και οι περισσότερες) έως τα καταλανικά, τα βασκικά, τα ιαπωνικά, τα αλβανικά, τα σερβικά, τα ρουμανικά, τα γεωργιανά, τα φινλανδικά κ.ά.

Το αφιέρωμα περιλαμβάνει επίσης έκθεση χαρακτικών, σχεδίων, ζωγραφική, καθώς και προβολές και αναγνώσεις ποιημάτων του Αλεξανδρινού ποιητή. Συγκεκριμένα θα εκτίθενται 16 σχέδια και χαρακτικά της μορφής του ποιητή από την Ασπασία Παπαδοπεράκη, γλύπτρια της προτομής του Καβάφη στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Μαζί πίνακες του Ανδρέα Κάραγιαν -προσφορά του ζωγράφου προς το Μουσείο Καβάφη- και σχέδια διαφόρων καλλιτεχνών που παραχωρεί το μουσείο ειδικά για την έκθεση. Κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ «C.Ρ. Cavafy» της σειράς «Modern Greeks» για το History Channel. Στο Μουσείο Καβάφη θα πραγματοποιηθεί ποιητική βραδιά με τη συμμετοχή Αιγύπτιων ποιητών. Θα διαβαστούν έργα του ποιητή στα ελληνικά και τα αραβικά, καθώς και τέσσερα καβαφογενή ποιήματα των Αιγύπτιων ποιητών Φαρούκ Σούσα, Γκαμάλ αλ Κασάς, Γουαλίντ Μούνιρ και Αμντελ Μονέεεμ.
  • ΙΩ.Κ., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/01/2009

Με Ζιγκ ζαγκ προς τη Δικαιοσύνη

«Ελεύθερα μπορεί να βρίσκεται πλέον στις σχολικές βιβλιοθήκες» το πολύπαθο βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου «Ζιγκ Ζαγκ στις νεραντζιές». Την απόφαση έλαβε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αποδεχόμενο την αίτηση ανακλήσεως που είχε υποβάλει η συγγραφέας, όταν το ίδιο δικαστήριο είχε διατάξει την προσωρινή απόσυρση του μυθιστορήματος από τις σχολικές βιβλιοθήκες, έπειτα από σχετική αίτηση που είχε καταθέσει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης.

Ο δικηγόρος της Ερσης Σωτηροπούλου Νίκος Σκούτας δήλωσε χθες πως η απόφαση «δικαιώνει τη συγγραφέα, μα κυρίως αποκαθιστά την τρωθείσα τιμή της Δικαιοσύνης στη δίκη αυτή.

Παράλληλα, διακηρύσσει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την προστασία θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματός μας που σχετίζονται με την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία και την ανάπτυξη της τέχνης, την ελευθερία της πρόσβασης σε έργα τέχνης, το δικαίωμα στην ελεύθερη καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία και στην ελεύθερη έκφραση των στοχασμών.

Αναφέρεται εμφατικά στην προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας τόσο της συγγραφέως όσο και του δικαιώματος της προσωπικότητας των αναγνωστών στην ελεύθερη ανάγνωση του βιβλίου».

Και καταλήγει: «Είναι ένα μικρό φως αισιοδοξίας ότι ο σκοταδισμός θα συναντιέται κάποτε μόνο ως έννοια στα λεξικά που υπάρχουν στις σχολικές βιβλιοθήκες, όπου θα βρίσκεται και πάλι το βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου». * [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/01/2009]

Τζον Απντάικ: Η αμερικανική μεσαία τάξη έχασε τον εκφραστή της


Ο Τζον Απντάικ έμπαινε και έβγαινε, με χαρακτηριστική άνεση, σ' όλα τα είδη του λόγου. Ετσι, με τον θάνατό του, σε ηλικία 77 ετών, η αμερικανική λογοτεχνία χάνει έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της. Δεν είχε την καλή τύχη του Σόουλ Μπέλοου και της Τόνι Μόρισον να πάρει το βραβείο Νομπέλ, αν και είχε κάμποσες φορές ακουστεί το όνομά του. Είχε, όμως, τιμηθεί με δύο Πούλιτζερ και το The National Book Award τής χώρας του. Εν τούτοις, η μεγαλύτερη αποδοχή του έργου του είχε έρθει από τους πολυπληθείς αναγνώστες του, εντός και εκτός Αμερικής. Ο Τζον Απντάικ, μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικός τέχνης και λογοτεχνίας, πέθανε χθες από καρκίνο των πνευμόνων, στο Μπέβερλι Φαρμς της Μασαχουσέτης. Είχε γεννηθεί στις 18 Μαρτίου 1932 στο Ρίντινγκ της Πενσιλβάνια.


Τον Τζον Απντάικ αποχαιρέτησαν ο Ιαν ΜακΓιούαν και ο Φίλιπ Ροθ - ο δεύτερος τον συνέκρινε με τον μεγάλο Ναθάνιελ Χόθορν
Από μικρός έδειξε τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα, που αργότερα θα μεταστοιχειωθούν σε λογοτεχνικές αρετές: την αγάπη του για τη λαϊκή μυθοπλασία, το χιούμορ και τα μυστήρια. Τα μεγάλα αμερικανικά έντυπα υποκλίθηκαν στον συγγραφέα με την εικονοκλαστική φαντασία, στον δημοσιογράφο με την κοινωνιολογική ματιά και στον ποιητή με το δώρο της μεταφοράς. Ανάμεσα στους συγγραφείς που τον αποχαιρέτησαν ήταν ο Ιαν ΜακΓιούαν, ο οποίος στάθηκε στην ικανότητά του να είναι σοβαρός και δημοφιλής συγγραφέας, ενώ ο Φίλιπ Ροθ δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει εθνικό θησαυρό, εξίσου σημαντικό με τον Ναθάνιελ Χόθορν. Δεν ήταν λίγοι οι κατήγοροί του -κυρίως γυναίκες, οι οποίες του χρέωναν άκρατο μισογυνισμό.

Ο ήρωας που τον σφράγισε και τον απασχόλησε πάνω από σαράντα χρόνια είναι ο Χάρι «Ράμπιτ» Ανγκστρομ, που απλώθηκε σε πέντε βιβλία: «Rabbit, Run» (1960) -στην πρώτη έκδοσή του υπέστη περικοπές για να μη θεωρηθεί άσεμνο-, «Rabbit Redux» (1971), «Rabbit Is Rich» (1981), «Rabbit At Rest» (1990), «Rabbit Remembered» (2001). Το τρίτο και το τέταρτο βιβλίο της σειράς τού έδωσαν τα δύο Πούλιτζερ. Ο «Κούνελος» Χάρι υπήρξε αστέρας του μπάσκετ, προτού γίνει πωλητής αυτοκινήτων και οικογενειάρχης με επιδόσεις στην απιστία. Στο πρόσωπό του εκπροσωπείται η μεσαία τάξη, που προσπαθεί να προσαρμοστεί στους νέους καιρούς, με πλεονάζοντα ναρκισσισμό.

Ενα άλλο λογοτεχνικό alter ego του Τζον Απντάικ είναι ο Χάρι Μπεχ -τον απασχόλησε δεκαοκτώ χρόνια σε μια τριλογία-, ένας Εβραίος μυθιστοριογράφος, ο οποίος ταλανίζεται από τις δυσκολίες της συγγραφής: «Bech, a Book» (1970), «Bech Is Back» (1982), «Bech at Bay» (1998).

Στα δημοφιλή μυθιστορήματά του συγκαταλέγονται οι «Μάγισσες του Ιστγουικ» του 1984, που έγινε κωμική ταινία στα χέρια του Τζορτζ Μίλερ, με πρωταγωνιστές τους Τζακ Νίκολσον, Σερ, Μισέλ Πφάιφερ και Σούζαν Σάραντον (1987). Ο κύκλος του Ιστγουικ έκλεισε με τις «Χήρες του Ιστγουικ», που είναι και το τελευταίο του βιβλίο (2008).

Ο Τζον Απντάικ σπούδασε την αγγλική γλώσσα στο Χάρβαρντ και τις καλές τέχνες στην Οξφόρδη. Με την επιστροφή του στην Αμερική συνεργάστηκε με το «The New Yorker». Το πρώτο του βιβλίο ήταν ποιητική συλλογή (1958), ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε έναν χρόνο μετά. Το μυθιστόρημά του «Ο Κένταυρος», εμπνευσμένο από την παιδική του ηλικία, του χάρισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου (1963).

Ως δημόσιο πρόσωπο υπερασπίστηκε την ύπαρξη εβραϊκών πολιτιστικών ιδρυμάτων, που είχαν δεχθεί επιθέσεις από το σοβιετικό καθεστώς. Επίσης, μαζί με τον Αρθουρ Μίλερ ζήτησε να σταματήσουν οι διώξεις εναντίον του συγγραφέα Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Στα δοκίμιά του υπεράσπιζε το σεξ, την τέχνη και τη θρησκεία, τα οποία θεωρούσε «τα τρία μεγάλα ιερά ζητήματα». Τέλος, είχε τιμηθεί από τον πατέρα και τον γιο Μπους με τα βραβεία National Medal of Art και National Medal for the Humanities αντίστοιχα.

Στα ελληνικά κυκλοφορούν: «Τρέχα λαγέ» («Οδυσσέας»), «Κωμικές ιστορίες» («Εξάντας»), «Ο τρομοκράτης», «Χωριά», «Αυτοσχεδιασμοί του έρωτα», «Λέγοντας ιστορίες», «Γερτρούδη και Κλαύδιος», «Το τέλος του χρόνου», «Αναζητώντας τον εαυτό μου», «Το παζάρι στο άσυλο» («Καστανιώτης»), «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» («Ερατώ»), «Μες στην ομορφιά των κρίνων» («Bell»), «Μπραζίλ», «Σ.» («Λιβάνης»), «Αναμνήσεις από την προεδρία του Φορντ» («Πατάκης»). *
  • Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/01/2009

Η απώλεια του Τζον Απντάικ σκιάζει τη λογοτεχνία

John Updike in 1994

Updike in 1994. The previous year he had received the National Medal for Humanities at the White House, to add to his groaning awards cabinet, which also included the National Medal of the Arts, a handful of Pulitzers - not to mention 2008's Bad Sex in Fiction lifetime achievement award from the Literary Review

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. Κι έτσι, η Σουηδική Ακαδημία, που σνομπάρει τους Αμερικανούς συγγραφείς, θα διαγράψει έναν από αυτούς, τον Τζον Απντάικ, ο οποίος πέθανε προχθές, στα 76 του, και θα ησυχάσει λίγο, ελπίζοντας, ίσως, να ακολουθήσουν και μερικοί από τους άλλους «ενοχλητικούς», όπως ο Φίλιπ Ροθ ή ο Ντον Ντελίλο. Ο Απντάικ είχε τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Πούλιτζερ, δεν πήρε ποτέ Νόμπελ, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Εξάλλου, από νωρίς στη συγγραφική του πορεία απόλαυσε μεγάλη φήμη. Ηταν ο μοναδικός Αμερικανός συγγραφέας που είδε το πρόσωπό του να γίνεται δύο φορές εξώφυλλο στο περιοδικό Time. Απέσπασε όλα τα μεγάλα και σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία της χώρας του, κάποια μυθιστορήματά του έγιναν επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες (θυμάστε τις «Μάγισσες του Ιστγουικ;) και, γενικά, κατάφερε κάτι σπάνιο: τα περισσότερα βιβλία του να φιγουράρουν στις λίστες των best seller και την ίδια στιγμή ο ίδιος να θεωρείται (και να είναι) «σοβαρός» συγγραφέας, ο οποίος έχαιρε εκτίμησης από κριτικούς αλλά και αυστηρούς ομοτέχνους του. Σε ένα άρθρο του στους New York Times, ο Καναδός συγγραφέας Ντέιβιντ Πλαντ, παρουσιάζει τον Ροθ να λέει μέσα σε μια κατάσταση ενθουσιασμού και αγανάκτησης: «Ο Απντάικ ξέρει τόσα πράγματα μπορεί να γράψει για τα πάντα, για όποιο επάγγελμα θέλεις. Και είναι ο καλύτερος συγγραφέας απ’ όλους μας». Αυτά στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Καμιά δεκαετία αργότερα, ο Ροθ θα χολωθεί με τον Απντάικ εξαιτίας ενός κριτικού σημειώματος του τελευταίου στο The New Yorker, το οποίο ήταν μάλλον επιφυλακτικό για το μυθιστόρημα του πρώτου «Επιχείρηση Σάιλοκ». Αυτή είναι μια άλλη πτυχή του υπερπαραγωγικού Απντάικ. Τακτικός συνεργάτης περιώνυμων λογοτεχνικών και πολιτιστικών εντύπων, ο Απντάικ δημοσίευε τακτικά κριτικά σημειώματα (κι όχι μόνο για λογοτεχνία αλλά και για εικαστικά δρώμενα), ποιήματα, διηγήματα, σχόλια, ενώ παράλληλα έγραφε τα μυθιστορήματά του. Ειδικά γι’ αυτά, ο Ροθ (όπως και άλλοι Αμερικανοί και Βρετανοί συγγραφείς), δήλωσε δημόσια ότι η απώλεια του Απντάικ καθιστά την Τρίτη 27 Ιανουαρίου μαύρη μέρα για την αμερικανική λογοτεχνία. Φυσικά, όπως όλοι οι πολυσχιδείς και υπερπαραγωγικοί δημιουργικοί άνθρωποι, έτσι και ο Απντάικ ήταν άνισος ως συγγραφέας. Ομως, και μόνο η περίφημη τετραλογία του με ήρωα το alter ego του, τον Χάρι Ράμπιτ Ανγκστρομ (τέσσερα εξαιρετικά μυθιστορήματα που καλύπτουν μια χρονική περίοδο τριάντα χρόνων), τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς λογοτέχνες. Αυτή η διεισδυτική, σαρκαστική, συναρπαστική ανατομία της μεταμόρφωσης της χώρας από την ευδαιμονική αφέλεια του ’50 στις σκοτεινές αντιφάσεις της σύγχρονης αυτοκρατορίας των 90s, έχει κάτι μοναδικό. Είναι όντως μεγάλη απώλεια ο θάνατος του Απντάικ.

  • Του Ηλια Mαγκλινη, Η Καθημερινή, 29/01/2009

«Ζιγκ Ζαγκ» στα αυτονόητα

Προ-βολές

Δηλαδή τώρα πρέπει να πανηγυρίσουμε το αυτονόητο! Οτι ένα βιβλίο λογοτεχνίας, ένα μυθιστόρημα, που είχε κατηγορηθεί ως «ακατάλληλο» για να αναγνωστεί από τους μαθητές, θα μπορεί πλέον να διατίθεται και να διακινείται ελεύθερα στις σχολικές βιβλιοθήκες της χώρας. Πρόκειται για το πολύπαθο «Ζιγκ Ζαγκ στις νερατζιές» της Ερσης Σωτηροπούλου, εκδ. Κέδρος, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει το κόκκινο πανί, συκοφαντήθηκε, κυνηγήθηκε, μηνύθηκε εντέλει. Χθες, ευτυχώς, όλα αυτά πέρασαν στη σφαίρα του κακού εφιάλτη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε τελικά την αίτηση ανακλήσεως που υπέβαλε η συγγραφέας για την προηγούμενη απόφασή του. «Είναι ένα μικρό φως αισιοδοξίας ότι ο σκοταδισμός θα συναντιέται κάποτε μόνο ως έννοια, στα λεξικά που θα υπάρχουν στις σχολικές βιβλιοθήκες, όπου θα βρίσκεται και πάλι το βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου», δήλωσε ο δικηγόρος της συγγραφέως, Νίκος Σκούτας.

Ελπίζω, τώρα που όλα τελείωσαν, να σκεφτούμε, όλοι κι ένα ακόμα ζήτημα, παραπληρωματικό αυτής της θλιβερής ιστορίας. Να μας απασχολήσει, δηλαδή, και το πόσοι μαθητές μπαίνουν στις σχολικές βιβλιοθήκες, πόσες υπάρχουν, πώς λειτουργούν, πώς εμπλουτίζονται με νέες εκδόσεις, πόσο «εθίζονται» οι μαθητές στην ύπαρξή τους στα σχολεία.

Κάθε φορά (και δεν είναι λίγες οι φορές) που ένα έργο τέχνης, ένας πίνακας, ένα βίντεο, μια θεατρική παράσταση, ένα τραγούδι (θυμάστε; Eχει συμβεί και με τραγούδια) θεωρείται ότι προκαλεί τη δημοσία αιδώ και ότι είναι κακό παράδειγμα ειδικά για τους νέους, ξεχνάμε κάτι σημαντικό: το πώς εκπαιδευόμαστε για να γίνουμε κοινωνοί του πολιτισμού και των εκδηλώσεών του. Πώς, δηλαδή, διδασκόμαστε να παρακολουθούμε τα ρεύματα στην τέχνη, να διακρίνουμε την εξέλιξη ή το νέο, την καλλιτεχνική πρωτοπορία από τη στασιμότητα ή τον εντυπωσιασμό. Αν (μα εντελώς αν) συνέβαινε αυτό, αυτά θα ήταν τα κριτήριά μας για τα έργα τέχνης κάθε είδους κι όχι τα στερεότυπα που ο καθένας μας κουβαλάει.

Σ’ αυτή την ιδεατή περίπτωση, αν κάποιος έκανε ασφαλιστικά μέτρα για να αποσυρθεί ένα έργο τέχνης, θα θύμιζε απλώς εκείνο το ανέκδοτο με τη γεροντοκόρη που είχε ανέβει στην ντουλάπα για να βλέπει καλύτερα το ζευγάρι που ερωτοτροπούσε στην απέναντι πολυκατοικία...

  • Tης Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 29/01/2009

Wednesday, January 28, 2009

H Aκαδημία Αθηνών ανοίγει τις πόρτες της στο ευρύ κοινό

Σχεδόν δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχαν τόσα βιβλία. Κι όμως, το εκδοτικό έργο της Ακαδημίας Αθηνών είναι κορυφαίο, σημαντικό και πολύ. Περίπου 700 τίτλοι έχουν τυπωθεί και εκδοθεί με ευθύνη της. Ομως, μέχρι την περασμένη εβδομάδα, ήταν, κυριολεκτικά, βιβλία-φαντάσματα.

Οι πολύ επίμονοι μπορούσαν να βρουν κάποιους, λιγοστούς τίτλους στα βιβλιοπωλεία της Εστίας, του Ελευθερουδάκη ή του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας. Δικό της πωλητήριο η Ακαδημία Αθηνών δεν είχε, από το 1926 οπότε ιδρύθηκε. Μέχρι την περασμένη Πέμπτη.

Στις 22 Ιανουαρίου εγκαινιάστηκε, απέναντι από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου, στη στοά Κοραή, ένας κομψός χώρος. Ενα γωνιακό ισόγειο κατάστημα, ιδιοκτησίας της Ακαδημίας Αθηνών, που έμενε κλειστό, ανεκμετάλλευτο ή ενοικιαζόταν για χρήσεις τρίτων.

Ο αντιπρόεδρος της Ακαδημίας, Κώστας Σβολόπουλος, καθηγητής Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ήταν ο εμπνευστής αυτής της νέας πορείας των ακαδημαϊκών εκδόσεων και ο επίσης ακαδημαϊκός, αρχιτέκτονας Νίκος Βαλσαμάκης, ανέλαβε την αισθητική επιμέλεια του χώρου. Και είναι πράγματι ένας χώρος ταυτόχρονα ζεστός, αλλά και σοβαρός, μερικά τετραγωνικά που παραπέμπουν τόσο σε ιδιωτική βιβλιοθήκη όσο και στο αυστηρό αλλά αριστοκρατικό ύφος των πρόσφατα ανακαινισμένων αιθουσών της Ακαδημίας.

  • Δυσεύρετοι τίτλοι

«Εκείνο που προσπάθησα να κάνω, με τη σύμφωνη γνώμη και άλλων συναδέλφων, ήταν ν’ αποκτήσει η Ακαδημία ένα πρόσωπο προς τα έξω. Αυτοί οι 700 τίτλοι ήταν δυσεύρετοι και άγνωστοι», επισημαίνει ο κ. Σβολόπουλος. Και συμπληρώνει κάτι που όλοι σκεφτόμαστε: «Γενικώς η εικόνα της Ακαδημίας σε πολλούς είναι ότι δεν προάγει το συγγραφικό έργο». Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα ράφια του νέου βιβλιοπωλείου-εκθετήριου της Ακαδημίας θα διαπιστώσει ακριβώς το αντίθετο. Πρακτικά συνεδρίων, πραγματείες, μνημεία της ελληνικής ιστορίας, εκδόσεις των Κέντρων και των Γραφείων Ερευνών, της Επιτροπής Ερευνών, του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη αλλά και εκδόσεις υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ενωσεως Κλασικής Αρχαιολογίας και της Διεθνούς Ενώσεων Ακαδημιών είναι πλέον στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου. Κι όμως, επισημαίνει ο κ. Σβολόπουλος, «υπάρχουν βιβλία που δεν τα ήξερε κανείς».

Προσωρινά (επειδή δεν έχει ρυθμιστεί ακόμη η πρόσληψη ενός τακτικού υπαλλήλου) το βιβλιοπωλείο-εκθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών λειτουργεί κάθε μέρα 11.00-14.00. Αλλά δεν θα αργήσει να ακολουθήσει το κανονικό ωράριο των καταστημάτων, υπόσχεται ο κ. Σβολόπουλος. Και περιχαρής μάς μεταφέρει το ενδιαφέρον του κοινού από την περασμένη Παρασκευή που άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το νέο βιβλιοπωλείο. «Γενικώς είναι σκόπιμο να προβληθεί προς τα έξω η εικόνα του έργου που επιτελείται στην Ακαδημία Αθηνών. Δεν θα μείνουμε μόνο στο βιβλιοπωλείο, θα αναζητηθούν κι άλλοι τρόποι». Και ήδη, όσοι επισκέπονται το βιβλιοπωλείο ή τους χώρους της Ακαδημίας μπορούν να πάρουν φεύγοντας το Ενημερωτικό Δελτίο, μια έκδοση που θα κυκλοφορεί δύο φορές τον χρόνο και θα ενημερώνει το κοινό για τις εκδόσεις, τις δραστηριότητες, τις ομιλίες των ακαδημαϊκών.

  • Το στίγμα της

Είναι αλήθεια ότι για το ευρύ κοινό η Ακαδημία Αθηνών είναι ένα περίκλειστο άβατο, όπου ουδείς γνωρίζει τι έργο γίνεται. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, γίνονται προσπάθειες να αντιστραφεί αυτή η εικόνα. «Η Ακαδημία οφείλει να προσπαθεί να δώσει το στίγμα της υπεύθυνης και αντικειμενικής πληροφόρησης. Αυτό επιζητεί η κοινωνία», λέει ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος. Και φαίνεται ότι εντός του κτιρίου της οδού Πανεπιστημίου άρχισαν να ακούνε τους έξω ήχους.

  • Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 28/01/2009

Διαβάστε ποίηση λογοτεχνία ή θέατρο από... cd

AUDIO BOOKS. Εξαπλώνονται όλο και περισσότερο, τα επιλέγουν όλο και περισσότεροι εκδότες. Ισως γιατί αφορούν όλο και περισσότερους ανθρώπους, που θέλουν να «διαβάζουν» τα βιβλία που επιθυμούν οδηγώντας το... αυτοκίνητο, κάνοντας κάτι μηχανικό στο κομπιούτερ τους ή, απλώς, επειδή λόγω ηλικίας, τους δυσκολεύουν τα έντυπα βιβλία. Τα cd που περιέχουν βιβλία, θεατρικά έργα, ποιήματα, αυτοβιογραφίες, στοχασμούς, αυξάνονται όλο και περισσότερο. Η bond-us music κυκλοφόρησε μια σειρά με τίτλο «Λόγου χάριν» με λογοτεχνία, θέατρο, ποίηση, αλλά και την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, κ. Αναστασίου.

Στη συγκεκριμένη σειρά περιλαμβάνονται τα cd: Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο, ένα ανέκδοτο κείμενο με τίτλο «Ο δρόμος του επαναστάτη είναι μοναδικός και μοναχικός». Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ερμηνεύει τρία μονόπρακτα των Ιάκωβου Καμπανέλλη, Λουίτζι Πιραντέλο, Αντον Τσέχωφ, μια έκδοση αφιερωμένη στη μνήμη του ηθοποιού Βασίλη Διαμαντόπουλου. Ο Γιώργος Μοσχίδης διαβάζει Καβάφη, Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Χατζόπουλο. Ο Χρήστος Γιανναράς διαβάζει Παπαδιαμάντη, Ελύτη και δικά του τεχνήματα. Ο Κώστας Καζάκος διαβάζει ποιήματα των Γ. Ρίτσου, Τ. Λειβαδίτη, Μ. Αναγνωστάκη. Τέλος ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, κ. Αναστάσιος, αποδίδει δώδεκα ανθολογημένα κείμενα από τη συγγραφική του πορεία, με τίτλο «Η άλλη άποψη». Οι μουσικές γέφυρες σε όλα τα cd είναι του Βαγγέλη Μπόντα.

Μια χρήσιμη πρωτοβουλία, ένας άλλος τρόπος να διαβάζουμε καινούργια ή κλασικά κείμενα.

  • Ολγα Σελλα, Η Καθημερινή, 28/01/2009

Τζον Απντάικ: Ανατόμος της Αμερικής

Πέθανε χθες ο δις βραβευμένος με Πούλιτζερ, Τζον Απντάικ, σε ηλικία 75 ετών

ΑΠΩΛΕΙΑ. Ο Τζον Απντάικ, που πέθανε χθες στα 75 του χρόνια από καρκίνο των πνευμόνων, το δήλωνε με κάθε αφορμή: «Το θέμα μου είναι η προτεσταντική μεσαία τάξη στις μικρές πόλεις της Αμερικής». Η είδηση του θανάτου του επισφράγισε ένα κεφάλαιο του αμερικανικού 20ού αιώνα, γιατί ο Τζον Απντάικ, όπως και ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Τζον Τσίβερ, ο Γκορ Βιντάλ ή ο ακόμη τόσο παραγωγικός Φίλιπ Ροθ, έπιασε την καρδιά της Αμερικής με ένα τρόπο τόσο απόλυτο που έγινε συμβολικός ενός τόπου, μιας κουλτούρας, ενός ανθρωπότυπου.

Ο Απντάικ, βραβευμένος με Πούλιτζερ δύο φορές, υπήρξε ως το τέλος πολυγραφότατος και άφησε δεκάδες έργα, μυθιστορήματα, αυτοβιογραφίες, δοκίμια, στίχους, λογοτεχνικές κριτικές. Συνδέθηκε με τον New Yorker, στη δεκαετία του ’50 ως συντάκτης, αργότερα και ώς το τέλος ως συνεργάτης, και μέσα από το περιοδικό αγκάλιασε όλη την Ανατολική Ακτή και τον μεσαίο Αμερικανό που διέθετε κοινωνική κινητικότητα, υλικές προσδοκίες και εξασκείτο σε προβολές επιθυμιών. Αυτός ήταν ο «Ράμπιτ», ο αρχετυπικός του ήρωας, επαναλαμβανόμενη φιγούρα σε σειρά μυθιστορημάτων, που ο Απντάικ τον παρακολουθεί στα βήματα της ζωής του και στα τελετουργικά στάδια: δουλειά, γάμος, εξωσυζυγικές περιπέτειες, μικροί θρίαμβοι και τελική ήττα: ο θάνατος.

Ο Τζον Απντάικ, πολυμεταφρασμένος και στα ελληνικά, γεννήθηκε το 1932 στην Πενσιλβάνια και αφού φοίτησε στο Χάρβαρντ, πήγε στην Αγγλία όπου σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Ruskin της Οξφόρδης. Με την επιστροφή του στις ΗΠΑ άρχισε να γράφει και από το 1959, με την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος «The Poorhouse Fair» (που δεν ενθουσίασε τους κριτικούς) καθιερώνεται ως συγγραφέας. Γρήγορα απέκτησε μεγάλο κοινό και διεθνή φήμη. Το «Rabbit Run» (Τρέχα Λαγέ) τον εκτόξευσε και αργότερα, με τα «Ζευγάρια» (1968) ανοίχτηκε στο ευρύτερο κοινό. «Μου αρέσουν οι μέσοι όροι», έλεγε. «Εκεί είναι όπου τα άκρα συγκρούονται, όπου η αμφιβολία ακατάπαυστα πρυτανεύει». Ο Απντάικ ήταν ένας στυλίστας, με την ακρίβεια «Ολλανδού ζωγράφου», όπως είχαν γράψει οι Τάιμς, μόνο που στη θέση των αστών των Κάτω Χωρών του 17ου αιώνα τοποθετούσε τους Αμμερικανούς του 20ού. Η εμμονή του γύρω από το σεξ, την προαστιακή κουλτούρα και τη ματαίωση των αστικών ονείρων άφησε πίσω ορισμένα σπουδαία βιβλία - καθρέφτες μιας βαθιάς αλλά οικείας Αμερικής. [Η Καθημερινή, Tετάρτη, 28 Iανoυαρίου 2009]

Δικαιώθηκε η Έρση Σωτηροπούλου στη δικαστική διαμάχη με τον Κ. Πλεύρη

http://www.greekbooks.gr/web/artistsPhotos/bookAuthor/sotiropoulouersi.jpg

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθμόν 383/2009 απόφασή του δέχθηκε την αίτηση ανακλήσεως που υπέβαλλε η συγγραφέας Έρση Σωτηροπούλου κατά της υπ' αριθμόν 511/2008 αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου που διέτασσε την προσωρινή απόσυρση του μυθιστορήματός της «Ζιγκ Ζαγκ στις Νεραντζιές» από τις σχολικές βιβλιοθήκες. Το βιβλίο μπορεί να βρίσκεται ελεύθερα πλέον στις σχολικές βιβλιοθήκες.

Δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της συγγραφέως, Νίκου Σκούτα

"Είναι μία απόφαση που δικαιώνει τη συγγραφέα, μα κυρίως που αποκαθιστά την τρωθείσα τιμή της δικαιοσύνης στη δίκη αυτή. Παράλληλα, διακηρύσσει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την προστασία θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματός μας που σχετίζονται με την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία και την ανάπτυξη της τέχνης, την ελευθερία της πρόσβασης σε έργα τέχνης, το δικαίωμα στην ελεύθερη καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία και στην ελεύθερη έκφραση των στοχασμών. Αναφέρεται εμφατικά στην προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας, τόσο της συγγραφέως, όσο και του δικαιώματος της προσωπικότητας των αναγνωστών στην ελεύθερη ανάγνωση του βιβλίου. Είναι ένα μικρό φως αισιοδοξίας ότι ο σκοταδισμός θα συναντιέται κάποτε μόνο ως έννοια, στα λεξικά που υπάρχουν στις σχολικές βιβλιοθήκες, όπου θα βρίσκεται και πάλι το βιβλίο της Έρσης Σωτηροπούλου."

Tuesday, January 27, 2009

Εφυγε ο πιο βραβευμένος αμερικανός συγραφέας

Ο Τζον Απντάικ σε ομιλία του το 1998 στα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία των ΗΠΑ
Το Βήμα, Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Σε ηλικία 76 ετών πέθανε χθες από καρκίνο του πνεύμονα ο βραβευμένος με Πούλιτζερ αμερικανός συγγραφέας Τζον Απντάικ, γνωστός παγκοσμίως χάρη στα διασημότερα έργα του ,οι «Μάγισσες του Ιστγουϊκ» και την «Σειρά του Λαγού» (The Rabbit series) που ξεκίνησε το 1960 με το «Τρέχα Λαγέ» και ολοκληρώθηκε το 2001 με το πέμπτο βιβλίο της σειράς, «Rabbit remembered». Για δυο από τα έργα αυτής της σειράς, το «Rabbit is Rich» και το «Rabbit at Rest», ο Απντάικ βραβεύθηκε με το Πούλιτζερ.
Γεννημένος στις 18 Mαρτίου του 1932 στο Σίλινγκεν της Πενσυλβανίας, ο Απντάικ αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1954 και για ένα χρόνο σπούδασε γραφικές τέχνες στη Ruskin School of Drawing and Fine Arts της Οξφόρδης χωρίς ποτέ να ακολουθήσει τον δρόμο της ζωγραφικής.
Η συνεργασία του με το περιοδικό New Yorker άρχισε το 1955 και υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του. Συγγραφέας του οποίου τα έργα συχνά εμφανίζονταν στην λίστα των μπεστ σέλερ, ο Απντάικ έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, κριτικές, τα απομνημονεύματά του, «Self-Consciousness» αλλά και διάσημα άρθρα, όπως εκείνο για τον άσσο του μπέιζμπολ Τεντ Γουίλιαμς. Ανάμεσα στα περισσότερα από 50 βιβλία του θα βρούμε τα «Ο τρομοκράτης», «Χωριά», «Γερτρούδη και Κλαύδιος», «Το τέλος του χρόνου», «Μπραζίλ» και τις συλλογές διηγημάτων
«Αποσπάσματα του έρωτα». Εκτός από το Πούλιτζερ ο Απντάικ είχε κερδίσει κάθε λογοτεχνικό βραβείο της Αμερικής.

«Έφυγε» ο συγγραφέας Τζον Άπνταϊκ

Ο Αμερικανός συγγραφέας Τζον Άπνταϊκ απεβίωσε τη Δευτέρα σε ηλικία 76 ετών, χτυπημένος από τον καρκίνο των πνευμόνων.

Απεβίωσε ο συγγράφεας Τζον Άπνταϊκ

Απεβίωσε ο συγγράφεας Τζον Άπνταϊκ Την ανακοίνωση της είδησης του θανάτου έκανε ο εκδότης του. Ήταν δύο φορές βραβευμένος με Πούλιτζερ. Γεννήθηκε στο Ρέντινγκ της Πενσυλβάνια τον Μάρτιο του 1932. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια, θέατρο και βιβλία για παιδιά. Επίσης, έγραψε πάρα πολλά κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τις ιστορίες του με πρωταγωνιστή τον Χάρι «Λαγό» Άνγκστορμ.

(Πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ)

περισσότερα..

UPDIKE JOHN

Λογοτεχνικό Πρωινό Αφιερωμένο στη Στέλλα Βογιατζόγλου στο ΚΘΒΕ

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος αφιερώνει το 40ό Λογοτεχνικό Πρωινό του στη συγγραφέα Στέλλα Βογιατζόγλου σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου, την Κυριακή 1 Φεβρουαρίου στις 12 μ.μ. στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.

Στέλλα Βογιατζόγλου (1950-2008)

Γεννήθηκε το 1950 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της γενέτειράς της. Εργάστηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και για πολλά χρόνια έκανε εκπομπές λόγου στο ραδιόφωνο. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, σενάρια, μελέτες, βιβλία για παιδιά, καθώς και εισηγήσεις για λογοτεχνικά συνέδρια (ΑΠΘ, UNESCO κα). Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γερμανικά. Το σενάριό της για την ταινία μικρού μήκους Το τσιφτετέλι από τη σειρά «η Θεσσαλονίκη διηγείται», εκπροσώπησε την ΕΤ3 στο Διεθνές Φεστιβάλ Ευρείας Οθόνης, στο Άμστερνταμ, το 1997. Το πρώτο της θεατρικό έργο Ενδοοικογενειακά μεταδόθηκε σε συνέχειες από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας. Ακολούθησε το Στην υγειά των χαμένων που μεταφράστηκε στα γερμανικά, βραβεύτηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1990 και επιλέχτηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο European Drama Award (1992). Τα θεατρικά στιγμιότυπα Εξάπαντος και Ωραία που είναι η αυγή συμμετείχαν στην παράσταση Εντός Σχεδίου(;) από το Θέατρο των Καιρών, ενώ το Τσικλιντάν βραβεύτηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (2001) και έπειτα σε νέα μορφή, με τη συνεργασία της Χριστίνας Χατζηβασιλείου από το KΘΒΕ (2004) όπου και ανέβηκε για δύο σεζόν (2005-2006). Η Στέλλα Βογιατζόγλου υπήρξε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

Συντελεστές

Λογοτεχνική επιλογή: Ρούλα Αλαβέρα

Επιλογή κειμένων/σύνθεση αρχειακού υλικού/σύλληψη-σκηνοθεσία: Χριστίνα Χατζηβασιλείου

Εισηγητές:

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Συγγραφέας

Θανάσης Γεωργιάδης, Ποιητής-Συγγραφέας

Διανομή ΚΘΒΕ (με αλφαβητική σειρά):

Μισέλ Βάλεη, Δημήτρης Κολοβός, Φούλης Μπουντούρογλου, Στέλλα Ράπτη, Εύη Σαρμή, Αλέξανδρος Τσακίρης.

Συμμετέχει επίσης η ηθοποιός Μαρία Μωραϊτοπούλου

Μουσική επιμέλεια:

Οι μουσικές επιλογές είναι της ίδιας της Στέλλας Βογιατζόγλου και προέρχονται από τις ραδιοφωνικές εκπομπές της: Έτσι κουβεντιάζοντας (Ραδιοφωνικός Σταθμός Μακεδονίας), Και...τα ασήμαντα, σημαντικά (ράδιο-Παρατηρητής), Και... ό,τι ήθελε προκύψει (πολιτιστικό ραδιόφωνο ΕΤ3). Τo υλικό επεξεργάστηκε ηχητικά ο Γιώργος Χατζηβασιλείου.

Φωτισμοί: Γιώργος Ζίγκας

Οργάνωση παραγωγής: Ιωάννα Λιάκου

Υπεύθυνοι παράστασης

Οδηγός σκηνής: Ιωάννα Λιάκου

Χειριστής κονσόλας φωτισμού: Θωμάς Κώστας

Ηλεκτρολόγος: Γιώργος Ζίγκας

Χειριστής κονσόλας ήχου: Νίκος Τσολάκης

Λογοτεχνικά πρωινά του ΚΘΒΕ που ακολουθούν

Ιωάννα Καρυστιάνη 1 Μαρτίου 2009

Παγκόσμια ημέρα ποίησης 15 Μαρτίου 2009

Γιώργος Σκαμπαρδώνης 29 Μαρτίου 2009

Βασίλης Ιωαννίδης 12 Απριλίου 2009

Ματωμένα Χώματα ή... ματωμένη μνήμη

Η ελληνική πολιτεία ετοιμάζεται... να μη γιορτάσει τα 100 χρόνια από τη γέννησή της, το ΥΠΠΟ δεν έχει προγραμματίσει τίποτα, ενώ 110.000 αντίτυπα του βιβλίου της μένουν κλεισμένα στις αποθήκες του υπουργείου Παιδείας.

Με τον χειρότερο δυνατό τρόπο η ελληνική πολιτεία ετοιμάζεται να γιορτάσει -ή μάλλον να μη γιορτάσει- τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου.

Λίγες εβδομάδες πριν, οι αρμόδιοι φορείς του υπουργείου Πολιτισμού δεν έχουν προγραμματίσει μέχρι στιγμής τίποτα για να σημειώσουν την επέτειο, ενώ το υπουργείο Παιδείας κρατά στις αποθήκες 110.000 αντίτυπα του βιβλίου «Ματωμένα χώματα» ελλείψει, όπως λέει, σχολικών βιβλιοθηκών.

Ματωμένα Χώματα ή... ματωμένη μνήμη

Στις 18 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση της συγγραφέως στο Αϊντίνι της Μικράς Ασίας. Η Διδώ Σωτηρίου περιέγραψε με δυνατό τρόπο την καταστροφή της Σμύρνης, αλλά και υπήρξε πάντοτε παρούσα στο «γίγνεσθαι» των καιρών.

Αν και είμαστε σε απόσταση αναπνοής από την επέτειο, κανείς φορέας του ΥΠΠΟ δεν έχει αναγγείλει κάποια μεγάλη εκδήλωση.

Αλλά και το υπουργείο Παιδείας συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο. Πέρυσι την άνοιξη, έπειτα από τις διαμάχες που είχαν ξεσπάσει με το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού, το υπουργείο είχε μοιράσει στα σχολεία 110.000 αντίτυπα για τρεις μήνες - μετά τα μάζεψε και τα καταχώνιασε.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2008, ο Νίκος Μπελογιάννης, ανιψιός της αξέχαστης συγγραφέως, με την ιδιότητα του γενικού κληρονόμου της, απέστειλε στον υπουργό Παιδείας επιστολή, ζητώντας του να γνωστοποιήσει τι πρόκειται να γίνει σχετικά με το βιβλίο, το οποίο το υπουργείο στην ουσία αχρηστεύει, ώστε να αποκατασταθεί «η επελθούσα προσβολή στο πρόσωπο και τη φήμη της συγγραφέως».

Υπογραμμίζει πως με τον τρόπο αυτόν «απαξιώνεται το έργο της Διδώς Σωτηρίου από την επίσημη πολιτεία». Αν και ο υπουργός άλλαξε, υποτίθεται ότι το κράτος έχει συνέχεια και έπρεπε να έχει απαντήσει ο κ. Σπηλιωτόπουλος.

Οι 40 ημερολογιακές ημέρες που αποτελούν όριο για κάθε δημόσια αρχή έχουν παρέλθει, απάντηση όμως δεν υπάρχει, οπότε αναμένεται να ακολουθήσουν άλλες αντιδράσεις.

Ευτυχώς, υπάρχει και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος» θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες ένα βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου με τίτλο «Στα πρώτα βήματα του ψυχρού πολέμου (1945- 1947)».

Περιλαμβάνει μια μελέτη της, η οριστική μορφή της οποίας είχε χαθεί. Τα χειρόγραφα αυτής της πιο συνοπτικής μορφής είχαν βρεθεί κρυμμένα στο σοβατεπί του σπιτιού επί της οδού Κοδριγκτώνος, όταν το σπίτι δωρίθηκε στην Εταιρεία Συγγραφέων και έγιναν επισκευές. Η Διδώ Σωτηρίου είχε συγκροτήσει τότε τον σχετικό φάκελο.

  • Αρθρα της

Η έκδοση συμπληρώνεται με 29 από τα 174 άρθρα που είχε γράψει στον «Ριζοσπάστη» εκείνη την περίοδο. Ενα από αυτά της είχε στοιχίσει τη διαγραφή της από το ΚΚΕ, που έγινε λόγω διαμάχης της με τον Νίκο Ζαχαριάδη. Τον πρόλογο έχει κάνει ο ιστορικός Β. Παναγόπουλος, τον επίλογο ο Νίκος Μπελογιάννης που έχει και την επιμέλεια μαζί με τον Κωνσταντίνο Ζυγούρη.

Ο ίδιος εκδοτικός οίκος έχει κυκλοφορήσει σε συλλεκτική έκδοση τα «Ματωμένα χώματα» και πρόκειται να βγάλει εν ευθέτω χρόνω δύο ακόμη βιβλία που βρέθηκαν στα κατάλοιπα της συγγραφέως, το ημιτελές μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Σπάρτακου» και ένα βιβλίο για τη σχέση του συγγραφέα με το κοινό του.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΤΤΗ, ΕΘΝΟΣ, 27/01/2009