Saturday, July 12, 2008

ΝΕΟΛΑΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ ΚΑΙ ΣΠΑΘΙΑ

Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 13/07/2008

Ριού Μουρακάμι: Σχεδόν διάφανο γαλάζιο, μετ. Αλέξανδρος Καρατζάς, εκδ. Printa

«Λίλλυ, αυτό είναι το πουλί, κοίτα καλά, η πόλη είναι το πουλί, δεν είναι πόλη ή κάτι τέτοιο, δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει ζωντανό πλάσμα μέσα της, αυτό είναι το πουλί, δεν το βλέπεις; [...] Πρέπει να σκοτώσουμε το πουλί, αν δεν το σκοτώσουμε δεν θα μπορώ να καταλάβω τίποτα πια για τον εαυτό μου, είναι το πουλί στη μέση, μου κρύβει αυτό που θέλω να δω». Η παραίσθηση του ομώνυμου με τον συγγραφέα αντι-ήρωα στο «Σχεδόν διάφανο γαλάζιο», που φροντίζει πάντα στο αίμα του να κυλάνε ένα σωρό ουσίες μαζί με άφθονο αλκοόλ, δίνει το στίγμα του μυθιστορήματος που το 1976 προκάλεσε σάλο στην Ιαπωνία, δίχασε τους κριτικούς, χάρισε στον νεαρό Μουρακάμι (γεννημένο το 1952) το ιαπωνικό Γκονκούρ, το βραβείο Akuta-gawa, και τον έκανε διάσημο σε όλο τον κόσμο. Με τρόπο κινηματογραφικό, σε σύντομες σκηνές, χωρίς πλοκή, ο άλλος Μουρακάμι (αφού υπάρχει και ο πολυβραβευμένος Χαρούκι και ο διάσημος εικαστικός Τακάσι Μουρακάμι), αποτύπωσε πολύ νωρίς την εναγώνια αναζήτηση ταυτότητας της ιαπωνικής νεολαίας σε έναν υπερ-αστικοποιημένο, καταναλωτικό κόσμο που της στερεί το όνειρο -η οποία συνεχίζεται ώς σήμερα, όπως πιστοποιεί λόγου χάρη η παραβατική και βίαιη «Γλώσσα του φιδιού» της Χιτόμι Κανεχάρα, που διαβάσαμε πριν από δύο χρόνια.

Το «Σχεδόν διάφανο γαλάζιο» είναι μια ακολουθία ιδιαιτέρως σκληρών σκηνών, που καταγράφονται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πιο αποστασιοποιημένου της παρέας Ριού ή με τριτοπρόσωπη αφήγηση. Με ένα μόνιμο αίσθημα ναυτίας, ο αναγνώστης θα θελήσει ίσως κάμποσες φορές να αφήσει το βιβλίο. Αν το τελειώσει, η αγριότητα και η ωμότητα θα αφήσουν πίσω τους μια πικρή επίγευση τρυφεράδας, εκπορευόμενη από τη μεταμοντέρνα αυτή ποιητική της παρακμής.

Αποξενωμένοι από τα πάντα

Σε μια κοινωνία υλιστική, καταναλωτική, τεχνολογική, που έχει επιτύχει από τη δεκαετία του ’70 το στόχο της, την ανοικοδόμηση της Ιαπωνίας μετά την ήττα της στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και ακολουθεί κατά πόδας όχι τη Δύση εν γένει αλλά την Αμερική -η παρουσία της αμερικανικής βάσης στο έργο δεν είναι καθόλου τυχαία- οι νέοι που περιγράφει ο Μουρακάμι, αναφερόμενος πιθανώς στην ίδια του τη νιότη, δεν μπορούν να βρουν κίνητρο για να ζήσουν. Δεν καταφέρνουν να ορίσουν το πρόσωπο και την ψυχή τους, είναι αποξενωμένοι από όλους και από όλα και, πρώτα και κύρια, από τον ίδιο τους τον εαυτό. Νεολαία χωρίς χρυσάνθεμα και σπαθιά, όπως ωραία την ονόμασε ένας μελετητής, χαμένη γενιά, η νεολαία του Μουρακάμι βιώνει αυτοκαταστροφικά και βίαια το διαρκές πένθος της έλλειψης νοήματος, αγκαλιά με τους Αμερικανούς πεζοναύτες και υπό τους ήχους των Doors, του Hendrix και των Rolling Stones.

Οι νεαροί στο «Σχεδόν διάφανο γαλάζιο» παρουσιάζονται σαν πάνινες κούκλες, κακοπαθαίνουν, διαλύονται ψυχικά και σωματικά και ίσα που κλαψουρίζουν, σαν μωρά, όταν ο πόνος γίνεται αβάσταχτος ή όταν, σε μια έκλαμψη, βλέπουν τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι: εξαθλιωμένα, ταλαίπωρα, απελπισμένα μικρά παιδιά που διψούν για στοργή ενώ τα αισθήματά τους είναι εξαρχής στρεβλωμένα. «Δεν το αντέχω πια να νιώθω τόσο μικρή και τόσο σκατά», λέει μια από τις κοπέλες κάποια στιγμή και τα λέει όλα. Ο μόνος διαφορετικός, ο Ριου έχει το δικό του τρόπο να αντιδρά, προσπαθεί να δει κάτι, σαν να κρατά σημειώσεις, όπως του προσάπτουν, σαν να κάνει έρευνα. Απομακρύνεται και αποστασιοποιείται για να καθαρίσει την εικόνα, τη δική του και των άλλων, να δει τα πραγματικά περιγράμματα και να τα ζωγραφίσει. Τον σώζει το πείσμα του να δει τον εαυτό του και τους άλλους, γι’ αυτό είναι ίδιος και μαζί διαφορετικός στην επιστολή του τέλους, λυτρωμένος χάρη στην ίδια την αφήγηση του Κακού, που το ξορκίζει. Εύκολα εντοπίζει κανείς τις συγγένειες του Μουρακάμι με τον Μπρετ Ιστον Ελις ή τον Τσακ Παλανιούκ. Δεν πρέπει όμως να θεωρήσει ότι διαβάζει το μυθιστόρημα των ιαπωνικών σίξτις, για τον απλό λόγο ότι αυτά τα σίξτις δεν υπήρξαν ποτέ.

Στη δεκαετία του ’70 οι ριζοσπάστες νεαροί Ιάπωνες ασχολούνταν με τις σχέσεις Ιαπωνίας - ΗΠΑ και όχι με την ειρήνη και την ανατροπή. Από την άλλη, ο Μουρακάμι, ρόκερ, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, συνεχίζει να ψηλαφίζει τις κακοφορμισμένες πληγές της ιαπωνικής κοινωνίας ώς σήμερα, που οι νέες κοπέλες εκδίδονται για να έχουν το τελευταίο γκάτζετ και το πιο μοδάτο φουστάνι και ένας τεράστιος αριθμός νέων αρνούνται να βγουν από το σπίτι τους, αμπαρωμένοι στην ασφάλεια του κυβερνοχώρου και των videogames (hikikomori). Θεωρεί ότι, όπως η υστερία που διαγιγνώσκονταν σε ένα μεγάλο κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού τον 19ο αιώνα ήταν τελικά κοινωνική, σχετιζόταν με τη βούληση των γυναικών για κοινωνική απελευθέρωση, έτσι και η παραβατικότητα και ο μηδενισμός της ιαπωνικής νεολαίας είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που νοσταλγεί τα παλιά εθνικά μεγαλεία και βυθιζόμενη όλο και περισσότερο στην τεχνολογία, βυθίζεται όλο και περισσότερο στη σύγχυση. Οταν η κοινωνία αυτή δεχτεί επιτέλους το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πολέμου θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο ανάπτυξης των ατόμων που την αποτελούν, λέει ο Μουρακάμι.

Το σπαρακτικό «Σχεδόν διάφανο γαλάζιο» πάντως, και τα έργα του που ακολούθησαν, ενίοτε προφητικά, όπως το μυθιστόρημά του για δύο από τα πάμπολλα παιδιά που τα παρατούν οι γονείς τους να πεθάνουν σε θυρίδες σε σταθμούς («Coin Locker Babies») και οργισμένα με όλους και με όλα κάνουν χρήση δηλητηριωδών αερίων (πριν από την επίθεση στο μετρό του Τόκιο), χάραξε μια νέα οδό στο ιαπωνικό μυθιστόρημα, η οποία, ιδιαιτέρως σκληρή, είναι, όπως φαίνεται, και εξαιρετικά γόνιμη.

No comments: