Mario Vargas Llosa
Mario Vargas Llosa
Συγκεκριμένα, όπως κατήγγειλε ο πρόεδρος της ΠΟΕΒ, Δ. Παντελέσκος, επρόκειτο να δοθούν το 2007 19 εκατ. ευρώ για βιβλία μέσω κοινοτικών προγραμμάτων, ενώ το 1996 η τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεσμεύτηκε για 3.500 σχολικές βιβλιοθήκες. «Ουδέποτε το κράτος μερίμνησε για τη δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών και όταν το έκανε με κοινοτικά κονδύλια περιορίστηκε στο ελάχιστο - σε 500 βιβλιοθήκες που λειτουργούν και 266 που "θα" γίνουν».
H υπόκλιση του Kωστή Παλαμά στον ταλαντούχο διάδοχό του, θα ολοκληρωνόταν μέσα από την ίδια την τέχνη τους: «Nα παραμερίσουμε, ποιητή, για να περάσεις», θα έγραφε σε ένα ποίημά του για τον Pίτσο. Kαι έτσι ο μεγαλόκαρδος, σχεδόν βιβλικός εκείνη την εποχή καλλιτέχνης, παραμέρισε για να περάσει ο ευαίσθητος, ντελικάτος νεαρός, ο Γιαννούλης, όπως τον φώναζε εκείνη η μάνα, η Eλευθερία Pίτσου, ο οποίος έμελλε να σφραγίσει ανεξίτηλα το ελληνικό ποιητικό τοπίο.
H ζωή του στάθηκε πικρή, μια σονάτα στο σεληνόφως. Mε έναν πατέρα μεγαλοκτηματία, τον Eλευθέριο Pίτσο, που θα έχανε όλη του την περιουσία και θα μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία. Mε έναν αδελφό, τον Δημήτρη, που πεθαίνει νεότατος από φυματίωση. Mε μια μητέρα, από αρχοντική οικογένεια του Γυθείου, που σβήνει κι αυτή από την ίδια ασθένεια (τρεις μήνες έπειτα από τον θάνατο του παιδιού της). Kαι με μιαν αδελφή που θα μπαινόβγαινε κι εκείνη στα ιδρύματα. «O,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα», έγραψε κάποια στιγμή ο Pίτσος.
O Γιάννης Pίτσος προτάθηκε για το Nόμπελ Λογοτεχνίας στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αλλά δυστυχώς δεν ευτύχησε να γευτεί τον θρίαμβο του Σεφέρη και του Eλύτη. Eυτύχησε, ωστόσο, να βιώσει την αναγνώριση μέσα από τα λόγια ενός νομπελίστα που υποβάθμισε τη δική του βράβευση προκειμένου να εκφράσει τον θαυμασμό του προς τον Eλληνα ποιητή. O νομπελίστας ήταν ο Πάμπλο Nερούντα. Mόλις ο Nερούντα έμαθε, το φθινόπωρο του 1972, ότι βραβεύτηκε με το Nόμπελ Λογοτεχνίας, δήλωσε: «Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτήν την τιμή: τον Γιάννη Pίτσο».
Oι αγώνες του Pίτσου για την ελευθερία του ανθρώπου και της έκφρασης ήταν συνεχείς. Tη δεκαετία του ’50 ταξίδεψε στη Σοβιετική Eνωση ως ανταποκριτής της «Aυγής» και διώχτηκε ποινικά για το αφιέρωμα της «Eπιθεώρησης Tέχνης» στα 40χρονα της Oκτωβριανής Eπανάστασης. Xρόνια αργότερα, θα συμμετείχε ενεργά στις διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου. Oι αγώνες του, που απλώνονται σε πολλές περιόδους του 20ού αιώνα, αποτελούν και τον πυρήνα της εργογραφίας του που περιλαμβάνει περισσότερους από 140 τόμους (ποίηση, πεζά, αισθητικά και κριτικά κείμενα, θεατρικά έργα).
Γράφει η Μαρίζα Ντεκάστρο, ΤΑ ΝΕΑ, 19/07/2008
«ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ/ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΤΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ/ ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ
Α. L. Κennedy: DAY. ΜΤΦ. Δημήτρης Αθηνάκης, Ινδικτος 2008, Σελ. 467,
Τιμή: 24 Ευρώ
«Ετσι ίσα ίσα να βάλω ένα τίτλο, σ' αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια» Κ. Δημουλά |
Της Χρυσας Σπυροπουλου, Η Καθημερινή, 22/07/2008
Τάσος Ρούσσος, η νουβέλα, εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2007
Ο Τάσος Ρούσσος υπηρετεί με προσήλωση το φανταστικό είδος και μας έχει δώσει νουβέλες και διηγήματα, α οποία ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία και την τόλμη τους. Αν και στη χώρα μας το εν λόγω είδος δεν ευδοκιμεί και δεν υπάρχει παράδοση σ’ αυτό- αξίζει να αναφερθεί εδώ η περίπτωση του Μάκη Πανώριου, αν και αυτός ειδικεύεται στα έργα επιστημονικής φαντασίας περισσότερο-, ωστόσο ο Ρούσσος δημιουργεί το δικό του παράδοξο σύμπαν, στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν, παραβιάζοντας τους φυσικούς νόμους και κανόνες.
Του Ν. Δ. Τριανταφυλλοπουλου, Η Καθημερινή,22/07/2008
Γεωργίου Φίνλεϋ «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Τόμος πρώτος, μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογική επιμέλεια: Αγγελος Γ. Μαντάς, Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2008, σελ. 537.
Στην «Καθημερινή» της 17ης Μαΐου 1984 δημοσιεύθηκε το σημείωμά μου «Διά χειρός Αλεξ. Παπαδιαμάντη», όπου με αφορμή την έκδοση του μακρυγιαννικού «Οράματα και θάματα», υπενθύμιζα ότι το αρχείο Βλαχογιάννη μάς είχε κληροδοτήσει άλλες δυο μεγάλες εκκρεμότητες, την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τ. Gordon και την ομότιτλη του G. Finlay, μεταφρασμένες από τον Παπαδιαμάντη.
Ο μυστικιστής Αλιστερ Κρόουλι έπεισε τον Πεσόα να σκηνοθετήσουν ψεύτικη αυτοκτονία του |
Η ανιψιά του Πεσόα, Μανουέλα Νογκέιρα, ετοιμάζεται να βγάλει στο σφυρί 2.000 χειρόγραφά του και ο υπουργός Πολιτισμού, Χοσέ Αντόνιο Πίντο Ριμπέιρο, της το απαγορεύει |
Του Στέφανου ΡΟΖΑΝΗ, Η Αυγή, 20/07/2008
ΒΙΛΧΕΛΜ ΦΟΝ ΧΟΥΜΠΟΛΝΤ, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων, μτφρ. Ξενοφών Αρμύρος, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2008
Από το 1946, ο αλησμόνητος Παναγιώτης Μιχελής είχε εμπεριστατωμένα διερευνήσει στα νεοελληνικά μας τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ ωραίου και υψηλού, διάκριση η οποία αποτελεί συστατικό-ιδρυτικό όρο της ρομαντικής θεωρίας και πράξης και γενικότερα του ρομαντικού κοσμοειδώλου.Ο ρομαντικός κατακόρυφος άξονας του υψηλού παρέβλεπε, και ίσως κατ' ουσίαν αμφισβητούσε, την καντιανή προοπτική (μολονότι δεν την ακύρωνε) του υψηλού ως κλίμακος του ωραίου ή, εν πάση περιπτώσει, ως συνοίκησης του ωραίου και του υψηλού σε μιαν ολιστική θεώρηση της καταγωγικής περιοχής των δύο εκφραστικών κατηγοριών.
Διαρρηγνύοντας τις κυρίως αρχαιοελληνικές προϋποθέσεις και όρους του ωραίου, η κατηγορία του υψηλού εισήγαγε τη δημιουργική ασυμμετρία στον πυρήνα της ποιητικής εκφραστικής και της πρόζας του κόσμου, κατά το μέτρο κατά το οποίο επιθυμούσε να διαχωρίσει τη ρομαντική του ατομικότητα από τη μη-ατομικότητα των αρχαιοελληνικών εναισθήσεων της τραγικής μορφής του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου. Γράφει εν προκειμένω ο Μιχελής: "Το υψηλό το διακρίνει ο δυναμισμός, ενώ το ωραίο η στατικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ωραία έργα είναι άψυχα. Αλλά το αίσθημα του υψηλού γεννιέται από μια διάσταση, από μια 'τάση' έντονη συναισθημάτων που ζητάει μια λύση, ενώ του ωραίου το αίσθημα γεννιέται μέσα από την ισορροπία των τάσεων, μέσα από τη 'λύση' των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων. [...] Το ωραίο είναι στραμμένο προς τα έξω, είναι μια κατάφαση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου, ενώ το υψηλό είναι στραμμένο προς τα έσω, είναι μια άρνηση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου [...] Και γι' αυτό το υψηλό δεν τρομάζει ούτε στο άμορφο μπροστά~ στη φύση μάλιστα μία από τις πρώτες του εκδηλώσεις είναι η εντύπωση του χάους, και στην πρωτόγονη τέχνη η εντύπωση του κολοσσιαίου και τερατώδους [...] Αλλά η συγγένεια του άμορφου με το άσχημο και κατά συνέπεια η συγγένεια της αισθητικής κατηγορίας του υψηλού με την κατηγορία του άσχημου εξηγεί γιατί η υψηλή τέχνη μεταχειρίζεται και την ασχήμια σαν μέσο εκφραστικό" (Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης, Αθήνα 1946).
Διερευνώντας τις κατηγορίες του ωραίου και του υψηλού, από τη σκοπιά όχι ακριβώς της ενδημούσας σύγκρουσης η οποία εμπεριέχεται σε κάθε εγχείρημα παραλληλισμού, αλλά από τη σκοπιά μιας θεωρησιακής κατάστασης συμβίωσής τους, και άρα αλληλόδρασής τους, ο Wilhhelm von Humboldt, στα δοκίμιά του υπό τον γενικό τίτλο |Ο Χαρακτήρας των Ελλήνων|, εκφράζεται ακολουθώντας τη ρομαντική κατακόρυφο, δίχως ωστόσο να αφίσταται πλήρως από το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο του ωραίου, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει το ωραίο διά του υψηλού και το υψηλό διά του ωραίου. Το πρόταγμά του είναι ασφαλώς η συντήρηση μιας διαλογικής σχέσης μεταξύ ωραίου και υψηλού, με κάθε κόστος, και προπάντων με το κόστος που προϋποθέτει ο αναστοχασμός του επιγόνου οσάκις επιλέγει να μιλήσει για τον ισχυρό του πρόγονο. Ο "γενικός χαρακτήρας του αρχαίου", διατείνεται, "είναι ο κλασικός, ενώ του σύγχρονου ο ρομαντικός", εννοώντας πάντα τον αρχαίο κλασικό κόσμο, τον κόσμο του έξω και τον κόσμο της ωραίας μορφής, ως έναν ισχυρό πόλο του οποίου ο αντίθετος πόλος είναι ο "σύγχρονος κόσμος των έσω, ο κόσμος της κατακορύφου και της απόλυτης διάχυσης προς τον αμορφία και το μη-σχήμα (ά-σχημο) του απείρου. Σπεύδει μάλιστα να εδραιώσει τον διπολισμό του με μια γενική απόφανση περί της ρομαντικής κατακορύφου: "Το ρομαντικό", αποφαίνεται, "κινείται στο λυκόφως του αισθήματος, χωρίζει το άτομο από το γένος και το γένος από τον κόσμο, ψάχνει για το απόλυτο στα βάθη του εγώ, ενώ για τη δυσαρμονία στην οποία βρίσκεται το άτομο με το απόλυτο δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από την απελπισμένη παραίτηση κάθε προσπάθειας εξομάλυνσης, ή την τέλεια λύση με την ιδέα της χάρης και του θαύματος".
Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Humboldt εισάγει την κατηγορία του υψηλού ως δυσαρμονία μεταξύ ατόμου και απολύτου, δηλαδή, με άλλους όρους, ως κατευθύνουσα δημιουργική ασυμμετρία του έσω, έναντι της απόλυτης αρμονίας του έξω, η οποία συνέχει το κλασικά ωραίο. Επιπλέον μάλιστα, διοχετεύει αυτή τη δυσαρμονία και ασυμμετρία στο συναίσθημα της παραίτησης από κάθε εγχείρημα εξομάλυνσης μεταξύ των δύο κατηγοριών, δηλαδή στη χριστιανική καταγωγή της ρομαντικής κατακορύφου, που πράγματι δεν είναι άλλη παρά η διαπήδηση στις ιδέες της χάριτος και του θαύματος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο διευκρινίζει ότι "η ύψιστη συμβολική έκφραση και των δύο [του κλασικού και του ρομαντικού] είναι ο μύθος για τον πρώτο και ο χριστιανισμός για τον δεύτερο".
Ουσιωδώς, η διάκριση καθίσταται αναγνωρίσιμη, μέσω μιας άλλης διαμεσολαβούσας κατηγορίας, την οποία ο Humboldt χρησιμοποιεί και προβάλλει ως τον γερμανισμό της ρομαντικής κατακορύφου, παρά το γεγονός ότι ο λόγος γίνεται προκειμένου να διαυγασθούν οι έννοιες της αναγκαιότητας και της ελευθερίας. Κατά μια ελεύθερη (αλλά όχι αυθαίρετη) ερμηνεία, το πρόβλημα της ελευθερίας είναι συνυφασμένο με την κατακόρυφο του ρομαντικού έσω και υπ' αυτή την άποψη ανακύπτει η ουσία του ενστίκτου ως προς την ελευθερία. Τι όμως μπορεί να δηλωθεί διά του ενστίκτου και πώς η δήλωση συνάπτεται με τη ρομαντική ελευθερία; Η απάντηση του Humboldt είναι ο γερμανισμός μιας ιδιόμορφης λέξης. Δηλώνει ο Humboldt: "Έτσι μπορεί να ονομαστεί το ένστικτο με μια λέξη που είναι κατανοητή μόνο σε Γερμανούς: sehusucht, νοσταλγία, και ο άνθρωπος έχει έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα στον βαθμό που έχει μια τέτοια συγκεκριμένη νοσταλγία, και αφού αυτή είναι νοητή μόνο σαν ενέργεια, έχει τόσο χαρακτήρα όσο ηθική ενέργεια έχει".
Είναι εμφανής η υπερερμηνεία από την πλευρά της ρομαντικής κατακορύφου που ο Humboldt επιχειρεί προκειμένου να διερμηνεύσει το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο της ωραίας μορφής, παρασύροντάς το προς το μέρος του ρομαντικού υψηλού και της ρομαντικής δυσαρμονίας. Διότι η νοσταλγία, την οποία προτάσσει ως τον γερμανισμό του ενστίκτου, δεν είναι παρά μια γενική κατηγορία συνυφασμένη απόλυτα με την ουσία του Ρομαντισμού, και βέβαια δεν αφορά διόλου το αρχαιοελληνικό πεπρωμένο των μορφών ή τον χαρακτήρα αυτών των μορφών. Πολύ δύσκολα (αν όχι διόλου) θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος τον αρχαιοελληννικό κόσμο να διέπεται από τη (ρομαντικής καταγωγής) δημιουργική φαντασία, τη νοσταλγία και τη δυσαρμονία.
Και όμως ο Humboldt στην υπερερμηνεία του το βεβαιώνει: "Αν γι' αυτό η φαντασία έγινε η κυρίαρχη δύναμη της ψυχής (του Έλληνα), αυτή ήταν μόνο η γνήσια και δημιουργική φαντασία, που δεν προκαταλαμβάνει καμία άλλη δύναμη και δεν παραγνωρίζει ποτέ τον χώρο της".
Τις δυσκολίες που προκύπτουν από μια τέτοια υπερερμηνεία, ο Humboldt τις αντιλαμβάνεται πλήρως γράφοντας προς τον Friedrich Schiller περί της ελληνικής και μοντέρνας [ρομαντικής] ποίησης. Εδώ ακριβώς η υπερερμηνεία του τον εξαναγκάζει να δεχθεί μιαν έλλειψη του αρχαιοελληνικού ποιητικού κοσμοειδώλου, έλλειψη η οποία ασφαλώς δεν αναδύεται από το ίδιο το αρχαιοελληνικό ποιητικό σώμα, αλλά από το γεγονός ότι το ποιητικό αυτό σώμα δεν δύναται να ανταποκριθεί στις ρομαντικές αξιώσεις της επιχειρούμενης ερμηνείας του. "Επειδή όμως", διατείνεται ο Humboldt, "αυτή η αλήθεια [η αλήθεια του αρχαιοελληνικού ποιητικού σώματος] είναι μόνο αισθησιακή και εξωτερική, και επειδή η μορφή του ίδιου του πνεύματος έχει διαμορφωθεί από μόνη της πιο πολύ από την εξωτερική επίδραση της φύσης, απ' ό,τι από εσωτερική διεργασία, προκύπτει μια έλλειψη, το μοναδικό αλλά και ουσιαστικό μειονέκτημα των Ελλήνων".
Φυσικά, δεν πρόκειται για "μειονέκτημα των Ελλήνων" παρά μόνο στον βαθμό που ο Humboldt επιχειρεί να συμπλησιάσει το έξω της κατηγορίας του ωραίου (αισθησιακή και εξωτερική) με το έσω της κατηγορίας του υψηλού, και αυτή την συμπλησίαση να την προβάλλει ως αξιολογική κλίμακα στη διερεύνηση του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου της ωραίας μορφής.
Ο Στέφανος Ροζάνης διδάσκει Φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Του Μάκη ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, Η Αυγή, 20/07/2008
ΓΚΙΓΕΡΜΟ ΜΑΡΤΙΝΕΣ, Η ακολουθία της Οξφόρδης, μτφρ. Ελισώ Λογοθέτη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 238
"Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στο κομμάτι της αλήθειας που μπορεί να αποδειχτεί", αναφέρει ο Σέλντομ στην Ακολουθία της Οξφόρδης. Αυτήν ακριβώς την απόσταση αποφάσισε να καλύψει ο Ροδερέρ, ο ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος του Αργεντινού συγγραφέα, που μόλις κυκλοφόρησε.
Ο Γκιγιέρμο Μαρτίνες έχει εκδώσει δυο συλλογές διηγημάτων και ένα δοκίμιο με τίτλο Ο Μπόρχες και τα μαθηματικά. Στην πολυμεταφρασμένη Ακολουθία της Οξφόρδης, η οποία μεταφέρθηκε ήδη στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Ισπανού Αλέξ ντε λα Ινγκλέσια, το μυστήριο και οι φόνοι που συμβαίνουν στο ακαδημαϊκό περιβάλλον της Οξφόρδης, εναλλάσσονται με τις αναφορές στο θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ, τους Πυθαγόρειους, τον Καρτέσιο, τον Χάιζενμπεργκ και στα γλωσσικά παίγνια του Βιτγκενστάιν. Ο στοχασμός για τα φιλοσοφικά συστήματα και οι λογικές ακολουθίες που ήταν το εργαλείο για την εξιχνίαση των εγκλημάτων, στο παρόν βιβλίο είναι το όριο που πρέπει να ξεπεράσει ο ήρωας για την κατάκτηση της οριστικής γνώσης.
Πρόκειται για ένα ευσύνοπτο μυθιστόρημα, απλό δραματουργικά, χωρίς πολλές γραμμές δράσης, στο οποίο η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κατορθώνει με άνεση να αποδώσει τον υπόγειο ανταγωνισμό δυο εφήβων. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια κωμόπολη της Νότιας Αργεντινής, όπου η ζωή κυλά ήρεμα. Μια παρτίδα σκάκι θα αποτελέσει την αφορμή για τον αφηγητή, ώστε να γνωρίσει τον παράξενο και απρόσιτο Γκουστάβο Ροδερέρ. Έκτοτε, ο ανομολόγητος θαυμασμός αλλά, προπαντός, η ασίγαστη ζήλεια του, τον μετατρέπουν σε έναν ευαίσθητο και οξύ παρατηρητή, ο οποίος θα καταγράψει τη σύντομη ζωή τού συμμαθητή του.
Ο Μαρτίνες συνθέτει, εμμέσως, ένα δοκίμιο για τη γνώση. Οι αναφορές στον Κάντ, τον Σπινόζα, τον Νίτσε και άλλα μεγάλα πνεύματα διατρέχουν κι αυτό το βιβλίο. Εγείρει προβληματισμούς και διερευνά την αποτυχία των φιλοσοφικών και επιστημονικών συστημάτων, αφού όλα φέρουν τον ιό της μη πληρότητας, τον οποίο αποκάλυψε ο Γκέντελ με το θεώρημά του.
Ο κεντρικός ήρωας, σημαδεμένος από την κατάρα της ευφυΐας, όχι αυτής που λειτουργεί σαν σφουγγάρι και απορροφά ποσότητες, αλλά εκείνης η οποία ατενίζει τον κόσμο με ένα άλλο βλέμμα και αποκαλύπτει καινούρια πράγματα, κυριεύεται από έναν πνευματικό πυρετό, αναζητώντας μέσα από τα βιβλία το δρόμο για την απόλυτη γνώση.
Ανεξάρτητα από τα υλικά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, υπάρχει ένα στοίχημα, το οποίο τίθεται σε κάθε έργο κι αυτό είναι η αξιοπιστία της αφήγησης. Να κατορθώσει να οικοδομήσει ένα σύμπαν συνεκτικό, μια παγίδα που θα συμπαρασύρει τον αναγνώστη στην αλήθεια αυτού του κόσμου. Ο Μαρτίνες κατορθώνει, με μια ευθύγραμμη αφήγηση, κατασκευασμένη με απλά υλικά, να χτίσει διακριτικά και βαθμιαία έναν δύσκολο χαρακτήρα, ο οποίος ακροβατεί στο μεταίχμιο της πραγματικής ζωής και του υπερβατικού κόσμου της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Είναι συνεχώς αφηρημένος και απόκοσμος, κυριευμένος από κάποιον εσωτερικό δαίμονα, που του κατατρώει τις σάρκες και του ζητάει να προχωρήσει την αποστολή του μέχρι το τέλος.
Ο Ροδερέρ εκφράζει έναν εκρηκτικό υποκειμενισμό, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον Φάουστ και τη ρομαντική εξέγερση. Το βιβλίο του Γκαίτε, εξ άλλου, είναι αυτό που δεν αποχωρίζεται ποτέ. Αδιαφορεί προκλητικά για όσα συμβαίνουν γύρω του και υπερασπίζεται με φανατισμό τον προμηθεϊκό στόχο που έχει θέσει στον εαυτό του. Είναι ένας αθόρυβος επαναστάτης στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, έτοιμος να αποσβέσει τον εαυτό του αδιαφορώντας για το σώμα του, προκειμένου να πετύχει το γλυκό θρίαμβο, να κατακτήσει τις απόρθητες επάλξεις, να περπατήσει τις απάτητες κορυφές στις οποίες δεν έφτασε άνθρωπος.
Στο τέλος του έργου, και δυστυχώς για τον αφηγητή, ο Ροδερέρ, με κόστος τη ζωή του -σαν να επρόκειτο για μια συμφωνία με το διάβολο- ανακαλύπτει το μυστικό της απόλυτης γνώσης. Τι είπε λοιπόν, ο μυθιστορηματικός ήρωας που την ανακάλυψε, αλλά δεν πρόλαβε να την καταγράψει στο χαρτί; Κάτι ψιθύρισε, αλλά δεν ακούστηκε πολύ καλά. Έτσι, ο πόθος για το ανέφικτο θα παραμείνει ζωντανός και η γνώση όπως ήταν πάντα: ένας διαρκής αγώνας, με αξεπέραστα όρια. Ας αρκεστούμε στην αλήθεια που μπορούμε. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο Μαρξ, ιστορικά η ανθρωπότητα δε θέτει παρά μόνο εκείνα τα ερωτήματα που μπορεί να απαντήσει.
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος