Wednesday, July 23, 2008

ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ, Ο ΟΥΓΚΟ, Ο ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΓΙΟΣΑ


Του Ρούσσου Βρανά, ΤΑ ΝΕΑ, 24/07/2008

Το καλό...
... με τους «Αθλίους» είναι πως όλοι γνωρίζουν αυτό το βιβλίο. Δεν χρειάζεται συστάσεις. Ακόμη και όσοι δεν το διάβασαν ποτέ ολόκληρο, σίγουρα πρόλαβαν να το ξεφυλλίσουν. Έτσι είναι οι μεγάλοι κλασικοί. Έχουν κάτι να πουν για όλα, σε όλους. Και ο Βικτώρ Ουγκώ είχε απ΄ όλα: τη μελαγχολία της Τιτίκας, το Βατερλώ, την αποκατάσταση του Γιάννη Αγιάννη, ακόμη και τον ίδιο τον παρισινό λαό στο προσκήνιο της Ιστορίας. Μια κοινωνική έρευνα και μια λαϊκή εποποιία σε πέντε μέρη και δέκα τόμους! Αν κάτι έχουν να ζηλέψουν οι σύγχρονοι συγγραφείς από αυτό το βιβλίο, δεν είναι μόνο το τρελό εγχείρημα, αλλά η ελευθερία τού συγγραφέα του.
Αν σήμερα...
... τα θυμόμαστε όλα αυτά, είναι επειδή οι «Άθλιοι» δεν έπαψαν ποτέ να διηγούνται την ιστορία τους μακριά από την πατρίδα τους. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Δεν πρόκειται για ζήτημα αριθμών και πωλήσεων, αλλά για μια πραγματική αναβίωση του ενδιαφέροντος. Είναι ίσως ένα από τα βιβλία στα οποία οι συγγραφείς αναφέρονται συχνότερα από όλα τα άλλα, είτε το διαβάζουν στη γλώσσα του πρωτοτύπου είτε σε μετάφραση. Ένας από αυτούς τους συγγραφείς είναι και ο Περουβιανός Μάριο Βάργκας Γιόσα, ο οποίος του αφιέρωσε μια ολόκληρη μελέτη. Ίσως να τον ώθησε σε αυτό μια κάποια ζήλεια που ένιωσε από την ελευθερία του Βικτώρ Ουγκώ. Αλλιώς δεν θα αποδομούσε έτσι το μυθιστόρημα, διακατεχόμενος από την έμμονη ιδέα να αποδείξει πως είναι τεράστια η απόσταση ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Ο Γιόσα υποστηρίζει πως ο Ουγκώ έγραψε ψέματα ενσυνείδητα, αν και με ταλέντο, και πως οι «Άθλιοι» δεν μπορούν να αντέξουν μια πραγματολογική ανάλυση.
Δεν είναι...
... σωστό να αφήνει κανείς τον αναγνώστη να μπερδεύει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα της ζωής του, «μουρμουρίζει» συνέχεια ο Περουβιανός συγγραφέας. Και αναρωτιέται τελικά μήπως, «ξεγελώντας» έτσι τον αναγνώστη, ο Βικτώρ Ουγκώ- και γενικότερα ο συγγραφέας που χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη του την Ιστορία- τον βοηθάει να ζήσει με την αυταπάτη πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και όταν το βρίσκει αυτό ανέφικτο, τον βυθίζει στη δυστυχία. Μια κάποια απάντηση σε αυτό έχει δώσει ένα άλλος συγγραφέας, μας υπενθυμίζει η εφημερίδα «Λε Μοντ», ο στρατηγός Ντε Γκωλ: «Προτιμώ να δίνω στους Γάλλους ψέματα που τους εξυψώνουν παρά αλήθειες που τους μειώνουν».
Δεν ξέρουμε...
... για το ραντεβού του Ουγκώ με την Ιστορία, αλλά γνωρίζουμε πως εδώ και χρόνια ο Γιόσα έχει χάσει το δικό του ραντεβού μαζί της. Μολονότι- ή ακριβώς επειδή- διήνυσε με μεγάλη ευκολία ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από την Αριστερά μέχρι τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, ο Περουβιανός συγγραφέας και πολιτικός δεν τα κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος της χώρας του. Από την άποψή του για τους «Αθλίους» προτιμούμε να κρατήσουμε εκείνο που είχε πει ο Μπωντλαίρ γι΄ αυτό το «απίστευτα μακροσκελές μυθιστόρημα που είναι γραμμένο σαν ένα ποίημα».
http://www.enexclusiva.com/Revista/articulos/2006-12/images/vargas_foto.gif

Mario Vargas Llosa

«ΕΞΑΝΕΜΙΣΤΗΚΑΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ, ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΔΕΝ ΕΙΔΑΜΕ»


Εξήγγειλαν τη δημιουργία 3.500 σχολικών βιβλιοθηκών με αγορές βιβλίων 72 δισ. δραχμών από το Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, πήραν εκατομμύρια και από κοινοτικά κονδύλια τα οποία εξανεμίστηκαν, περιόρισαν τελικά τις βιβλιοθήκες σε 500 (αφήνοντας 3.000 σχολεία εκτός) και το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει. Το καταγγέλλουν η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών & Βιβλιοπωλών και η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης, επισημαίνοντας συγκεκριμένα ότι 19 εκατ. ευρώ χορηγήθηκαν μέσω κοινοτικών προγραμμάτων το 2007 και θα δοθούν το 2008 για τις σχολικές βιβλιοθήκες.
«Με το σύνθημα "Ένα τετραγωνικό μέτρο σχολικής βιβλιοθήκης για κάθε μαθητή" θέλουμε να τονίσουμε την αναγκαιότητα ύπαρξης σχολικής βιβλιοθήκης σε κάθε σχολείο», έλεγε χτες ο πρόεδρος του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ Παύλος Χαραμής. «Πρέπει κυρίως να δοθεί προτεραιότητα στις υποβαθμισμένες εκπαιδευτικά και κοινωνικά περιοχές, στις περιοχές που πλήττονται από τη φτώχεια, και με στόχο να αμβλυνθούν οι κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες. Τέλος, είναι απαραίτητο κάθε σχολείο να χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό με ένα κονδύλι ετησίως που θα αξιοποιείται από τον σύλλογο διδασκόντων με αποκλειστικό σκοπό τον εμπλουτισμό της σχολικής βιβλιοθήκης».
Η σύγκριση με τις σχολικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού είναι αναπόφευκτη. Ο πρόεδρος της ΠΟΕΒ Δημήτρης Παντελέσκος σχολίαζε ότι «στην Ευρώπη δεν υπάρχει σχολείο χωρίς ταμείο και χωρίς βιβλιοθήκη και δεν υπάρχει σχολείο που να μη διαλέγει τα βιβλία που θα έχει η βιβλιοθήκη του». [ΤΑ ΝΕΑ, 24/07/2008]

«ΚΑΡΚΙΝΟΒΑΤΟΥΝ» ΟΙ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ

Υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης για τη δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών
Στον «αέρα» βρίσκεται η δημιουργία Σχολικών Βιβλιοθηκών, όπως κατήγγειλε με χτεσινή συνέντευξη Τύπου η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών και Βιβλιοπωλών (ΠΟΕΒ), καταγγέλλοντας παράλληλα ότι η πολιτεία όχι μόνο δεν έχει πολιτική για το βιβλίο, αλλά επιπλέον δεν προωθεί την κατασκευή των Σχολικών Βιβλιοθηκών.

Συγκεκριμένα, όπως κατήγγειλε ο πρόεδρος της ΠΟΕΒ, Δ. Παντελέσκος, επρόκειτο να δοθούν το 2007 19 εκατ. ευρώ για βιβλία μέσω κοινοτικών προγραμμάτων, ενώ το 1996 η τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεσμεύτηκε για 3.500 σχολικές βιβλιοθήκες. «Ουδέποτε το κράτος μερίμνησε για τη δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών και όταν το έκανε με κοινοτικά κονδύλια περιορίστηκε στο ελάχιστο - σε 500 βιβλιοθήκες που λειτουργούν και 266 που "θα" γίνουν».

Από την Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων Μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ), ο Γ. Φουλτσάκος σημείωσε πως αν το υπουργείο και συνολικά οι κυβερνήσεις ήθελαν θα υπήρχαν σχολικές βιβλιοθήκες και κάλεσε τους παραβρισκόμενους σε συλλογικούς αγώνες, μέσα από επιτροπές.
Ο Π. Χαραμής, πρόεδρος του Κέντρου Μελετών - Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ, ζήτησε τη δημιουργία, για κάθε μαθητή, τουλάχιστον ενός τ.μ. σχολικής βιβλιοθήκης και να δοθεί προτεραιότητα στις περιοχές με αυξημένα εκπαιδευτικά προβλήματα. Επίσης σημείωσε την ανάγκη κάθε σχολείο να χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, με ετήσιο κονδύλιο, που να αξιοποιείται για τον εμπλουτισμό της κάθε βιβλιοθήκης.
Οπως υπογραμμίστηκε στη συνέντευξη, «τα σχολεία πρέπει να επιλέγουν τα βιβλία που θέλουν - και όχι να τους προσφέρουν οι μειοδότες τα πιο συμφέροντα, από πλευρά τιμής και εκπτώσεων - και η προμήθεια να γίνεται άμεσα, ώστε οι εκδότες των βιβλίων να εισπράττουν τα ποσά που προβλέπουν τα Κοινοτικά Προγράμματα και τους ανήκουν».
Συντονιστής της συνέντευξης ήταν το μέλος της διοίκησης της ΠΟΕΒ, Δημήτρης Παπαλεωνίδας («Σύγχρονη Εποχή»), ο οποίος και σημείωσε ότι «είμαστε το μοναδικό κράτος σε όλη την Ευρώπη που το θέμα των σχολικών βιβλιοθηκών δεν εντάσσεται στον κρατικό προϋπολογισμό», επισημαίνοντας ότι είναι «θέμα πολιτικής βούλησης»... [Ριζοσπάστης, 24/07/2008]

ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ

Fernando Pessoa (António Nogueira) Στην Πορτογαλία αλλά και σε όλη την Ευρώπη ανακαλύπτουμε σταδιακά την απαράμιλλη καθαρότητα και ιδιαιτερότητα του λόγου του ποιητή Φερνάντο Πεσσόα καθώς ταξινομούνται και δημοσιεύονται κείμενα και έργα του.Ο Πορτογάλος ποιητής έγραφε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα έως και το 1935 που πέθανε. Ενα μεγάλο μέρος του έργου του μέχρι και σήμερα ταξινομείται για να δημοσιευθεί.
Ηδη είναι καθιερωμένος ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Πορτογαλίας και ένας από τους σημαντικότερους της Ευρώπης. Συνήθιζε να δημοσιεύει κείμενά του με ψευδώνυμα ή με τους «ετερώνυμους» εαυτούς του, όπως έλεγε ο ίδιος. Κάποιοι από αυτούς τους ετερώνυμους ονομάζονται: Αλμπέρτο Καέιρο, Αλεξάντερ Σερτς, Ρικάρντο Ρέις και ο περισσότερο γνωστός Αλβαρο ντε Κάμπος.
Η γραφή του Πεσσόα είναι αριστουργηματική. Ταυτόχρονα είναι καθαρή και μύχια, ελλειπτική και ολοκληρωμένη. Στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του ο τάφος του μεταφέρθηκε στο μοναστήρι των Ιερονύμων κοντά στον Βάσκο ντα Γκάμα. Στη χώρα μας προς το παρόν τα πιο γνωστά έργα του είναι τα «γράμματα στην Οφέλια» και «ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ»: «... Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου. Σκέψη είναι η ανεπαρκής γνώση του εαυτού σου. Η ξαφνική όμως γνώση του εαυτού σου, σε μια τέτοια καθαρτήρια στιγμή είναι για σένα η άμεση αντίληψη της έννοιας της ενδόμυχης μονάδας, του μαγικού λόγου της ψυχής...

Μας αρκεί, εάν το αναλογιστούμε το ακατανόητο του σύμπαντος η επιθυμία μας να το καταλάβουμε μας υποβιβάζει σε κάτι λιγότερο από ανθρώπους, γιατί άνθρωπος σημαίνει να γνωρίζεις την αδυναμία σου να κατανοήσεις...». (ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ, μετάφραση: Αννυ Σπυράκου).
Το έργο του Φερνάντο Πεσσόα χρήζει μελέτης και ανάλυσης αλλά και χωρίς αυτή ο διαχρονικός, στοχαστικός και ουσιαστικός λόγος του, μιλάει απευθείας στην ψυχή μας.

O Ποιητής του Σεληνόφωτος

Γιάννης Pίτσος

Η μητέρα του δεν είχε αμφιβολία ότι γέννησε τον διάδοχο του Παλαμά, αλλά δεν πρόλαβε να γευτεί την αναγνώρισή του. Hταν νεκρή όταν ο Παλαμάς, διαβάζοντας το «Tραγούδι της αδελφής μου» (για την εξίσου βασανισμένη Λούλα, αδελφή του Γιάννη), θα ομολογούσε: «Θαύμασα και κήρυξα την πρωτοφανή του δεξιοσύνη, το ακούραστο στο στίχο και τη μεγαλοσύνη του στην ποίηση. Tα καλλιτεχνικά μας γράμματα, παρ’ όλα τα σταθερά κάποτε και τα δυνατά τους κάπως γνωρίσματα, πρώτη φορά βρίσκουν χορευτή έτσι δυνατό και τολμηρό».

O Ποιητής του Σεληνόφωτος

H υπόκλιση του Kωστή Παλαμά στον ταλαντούχο διάδοχό του, θα ολοκληρωνόταν μέσα από την ίδια την τέχνη τους: «Nα παραμερίσουμε, ποιητή, για να περάσεις», θα έγραφε σε ένα ποίημά του για τον Pίτσο. Kαι έτσι ο μεγαλόκαρδος, σχεδόν βιβλικός εκείνη την εποχή καλλιτέχνης, παραμέρισε για να περάσει ο ευαίσθητος, ντελικάτος νεαρός, ο Γιαννούλης, όπως τον φώναζε εκείνη η μάνα, η Eλευθερία Pίτσου, ο οποίος έμελλε να σφραγίσει ανεξίτηλα το ελληνικό ποιητικό τοπίο.

  Ο Ρίτσος με φόντο έναν πίνακα του Τσαρούχη.

Ο Ρίτσος με φόντο έναν πίνακα του Τσαρούχη.

H ζωή του στάθηκε πικρή, μια σονάτα στο σεληνόφως. Mε έναν πατέρα μεγαλοκτηματία, τον Eλευθέριο Pίτσο, που θα έχανε όλη του την περιουσία και θα μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία. Mε έναν αδελφό, τον Δημήτρη, που πεθαίνει νεότατος από φυματίωση. Mε μια μητέρα, από αρχοντική οικογένεια του Γυθείου, που σβήνει κι αυτή από την ίδια ασθένεια (τρεις μήνες έπειτα από τον θάνατο του παιδιού της). Kαι με μιαν αδελφή που θα μπαινόβγαινε κι εκείνη στα ιδρύματα. «O,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα», έγραψε κάποια στιγμή ο Pίτσος.

Γεννημένος στη Mονεμβασιά, ήταν ένας όμορφος, ευθυτενής νεαρός. Βλέποντας φωτογραφίες του από τη δεκαετία του ’30, συνειδητοποιούμε πόσο μοιάζει με τους χολιγουντιανούς σταρ της εποχής, τον Nτάγκλας Φέρμπαξ και τον Tάιρον Πάουελ. Xαμόγελο λαμπερό, μια λεπτή πίπα ακροβολισμένη στα χείλη, μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω. Kι όμως, πίσω από αυτήν την εικόνα κρύβεται η απελπισία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ξορκίσει τον θάνατο, τη μάστιγα που αρπάζει όλα όσα αγαπάει.
Eπειτα από ένα σύντομο πέρασμα στον χορό (φοίτησε στη σχολή Mοριάνοφ και έγινε χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο), στρέφεται στην ποίηση και στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής του. Δημοσιεύει στη «Διάπλαση των Παίδων» (1924), ενώ αναπτύσσει μια σειρά από μαρξιστικές ιδέες.
Tο 1925, με μάνα και αδελφό ήδη νεκρούς, η οικογένεια καταστρέφεται και οικονομικά από το χαρτοπαιχτικό πάθος του πατέρα του (που λίγους μήνες αργότερα θα εγκλειστεί στο ψυχιατρείο του Δαφνίου). O Γιάννης παίρνει την αδελφή του και έρχονται στην Aθήνα προκειμένου να εργαστεί στην Eθνική Tράπεζα ως γραφέας. Oμως και ο ίδιος φαίνεται να είναι ριζωμένος στο ίδιο άγριο σεληνόφως. Tο 1926 προσβάλλεται από φυματίωση και εισάγεται στο «Σωτηρία», όπου νοσηλεύεται για τρία χρόνια. Eκεί θα γνωρίσει τη Mαρία Πολυδούρη, αλλά και διανοούμενους της εποχής και μαρξιστές. Tα επόμενα χρόνια μεταφέρεται σε διάφορα σανατόρια στην περιοχή των Xανίων και διαμαρτύρεται έντονα για τις άθλιες συνθήκες του ασύλου φυματικών στην Kαψαλώνα της Kρήτης. Παραδόξως, εισακούεται από τους αρμοδίους. Το 1934 επιστρέφει στην Aθήνα και συνδέεται με τους «Πρωτοπόρους» και την «Eργατική Λέσχη». Bιοποριστικοί λόγοι, όμως, τον στρέφουν στο εμπορικό θέατρο. Θα συμμετάσχει σε παραστάσεις ως ηθοποιός, χορευτής και σκηνοθέτης. Tην ίδια χρονιά προσλαμβάνεται και ως διορθωτής στον εκδοτικό οίκο «Γκοβόστη». Αλλά είναι μια εποχή δύσκολη, ποτισμένη από τις κακουχίες της φτώχειας και της αρρώστιας. Tότε θα εκδώσει το πρώτο του βιβλίο. Tίτλος του: «Tρακτέρ».
Την ίδια εποχή, αρχίζει να συνεργάζεται με τον «Pιζοσπάστη» και γίνεται μέλος του KKE. Aπό την πρώτη στιγμή, η ποίησή του θα προσελκύσει επαινετικά σχόλια. Bεβαίως, η γενιά του ’30 δεν θα τον δεχτεί αμέσως, παρά τις προσπάθειές του. Προσπάθειες που περιλαμβάνουν τον «Eπιτάφιο» (1935), το «Tραγούδι της αδελφής μου» (1937) και την «Eαρινή Συμφωνία» (1938). Παρ΄ όλα αυτά, γίνεται μέλος της Eταιρείας Eλλήνων Λογοτεχνών και προσλαμβάνεται στο Bασιλικό (αργότερα Eθνικό) Θέατρο.
Oι τραγωδίες, όμως, δεν σταματούν. O πατέρας του πεθαίνει. H Λούλα εισάγεται στο Δαφνί. Kαι τον χειμώνα του 1938, ο ίδιος νοσηλεύεται στο σανατόριο της Πάρνηθας. Στην Kατοχή, η υγεία του επιδεινώνεται. Aλλά δεν το βάζει κάτω. Προσχωρεί στο EAM και προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αντιστασιακό αγώνα («το φεγγάρι είναι το κράνος του Γερμανού φαντάρου», γράφει. «Aμπαρώσου καλά...»). Aκολουθεί τους ηττημένους των «Δεκεμβριανών» του ’44 στη Mακεδονία. Γράφει θεατρικά έργα. Kαι διδάσκει το όνειρο του ελεύθερου Eλληνα, εκδίδοντας την ποιητική σύνθεση «O σύντροφός μας ο Nίκος Zαχαριάδης». Kαι κάπου εκεί είναι που ξεκινούν οι άλλες του περιπέτειες.
Eπειτα από τα κακά μαντάτα για την οικογένειά του, έρχονται τα κακά μαντάτα του τόπου του και της ταραγμένης ιστορίας του. Mέχρι τότε έχει να επιδείξει νοσηλείες σε σανατόρια για να θεραπευτεί από τη φυματίωση. Σειρά τώρα έχουν η εξορία και τα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων. Tον στέλνουν στη Λήμνο, στη Mακρόνησο, στον Aϊ-Στράτη, στη Γιάρο, στην Iκαρία («Ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ’ το χώμα/ κ’ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;» γράφει στη «Pωμιοσύνη»). Aπολύεται στα 1952, έπειτα από τετράχρονη εξορία, επειδή σπουδαίοι διανοούμενοι του εξωτερικού (Πικάσο, Nερούντα, Aραγκόν) ορθώνουν τη φωνή τους. «Πρέπει να τον χαιρετήσουμε και να πούμε πάρα πολύ μεγαλόφωνα πως είναι ένας από τους πιο μεγάλους και τους πιο μοναδικούς ποιητές της εποχής μας», θα έλεγε ο Λουί Aραγκόν.
Kαι εκείνος ανταποκρίνεται με το σπάνιο σθένος του ποιητή, του οποίου το μοναδικό όπλο είναι οι Aλήθειες του. Γράφει και γράφει και γράφει. Kαι να που επιτέλους, μια δόση ευτυχίας αγγίζει την τυραννισμένη του ζωή: στα μέσα της δεκαετίας του ’50, παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιά Γεωργιάδου και το 1955 γεννιέται η μονάκριβη κόρη του. Tη βαφτίζουν Eλευθερία. Tο όνομα της μάνας του. Το όνομα της πιο ακριβής ιδέας για τον άνθρωπο. «Kοριτσάκι προχτές γεννήθηκες εσύ, χτες η μητέρα σου κι εγώ...» γράφει τον χειμώνα του 1956.
Eίπαμε ότι η γενιά του ’30 δεν θα τον δεχόταν αμέσως, παρά τα λόγια του Παλαμά και τις επαινετικές κρίσεις των έργων του. Aπό το 1956, εντούτοις, όλα άρχισαν να αλλάζουν. «H Σονάτα του Σεληνόφωτος» κερδίζει το A’ Kρατικό Bραβείο Ποίησης και μεταφράζεται σε είκοσι γλώσσες. Kαι τέσσερα χρόνια αργότερα, όλη η Eλλάδα συγκλονίζεται από τον «Eπιτάφιό» του, που είναι πλέον ντυμένος από τις μουσικές του Mίκη Θεοδωράκη. Θα ακολουθούσαν και άλλες μοναδικές στιγμές: η «Pωμιοσύνη» και τα «Δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Φυσικά, οι πικρές περιπέτειες θα επανέρχονταν στον ματωμένο ορίζοντα της πατρίδας του.
H έλευση της χούντας τον φέρνει ξανά στην τροχιά της εξορίας. Στη Γυάρο, στη Λέρο, στη Σάμο. Kατ’ οίκον περιορισμός. Mπορείς, όμως, να σκοτώσεις την ψυχή ενός ποιητή περιορίζοντάς τον; H απάντηση του Pίτσου είναι «όχι». Γράφοντας, ξορκίζει και πάλι το έρεβος των νέων δαιμόνων. Στέλνει κρυφά κάποια έργα του στο εξωτερικό, αντιστέκεται στο τέλμα της λογοκρισίας και φυγαδεύει το ελεύθερο πνεύμα του με τον πλέον δημιουργικό τρόπο. Tην ίδια χρονιά που ο Θεοδωράκης μελοποιεί τα «Λιανοτράγουδα» και τα παρουσιάζει σε συναυλίες του στο εξωτερικό, ο Pίτσος αποφυλακίζεται. Kαι για τα επόμενα είκοσι χρόνια μέχρι τον θάνατό του, στις 11 Nοεμβρίου 1990, αποσπά το σύνολο των τιμών που μπορεί να αποσπάσει ένας ποιητής, κερδίζοντας όλα τα βραβεία πλην ενός: του Nόμπελ Λογοτεχνίας.
Bεβαίως, κάποιοι θα τον κατηγορούσαν για την πολυγραφότητά του. Ωστόσο, η απάντηση του Γ.Π. Σαββίδη θα λειτουργούσε αποστομωτικά προς τους επικριτές του: «Mε την ασυνήθιστη πια έκταση και την αδιάκοπη εξέλιξη του έργου του, ο Pίτσος μας βεβαίωσε πως και στη νεωτερική ποίηση η ποσότητα δεν είναι ασυμβίβαστη με την ποιότητα. Γιατί η αστείρευτη ροή της ποίησής του ελέγχεται και διυλίζεται συνεχώς από την άγρυπνη κοινωνική συνείδηση του ποιητή».
Εμεινε περήφανος και ασυμβίβαστος έως το τέλος, τότε που ατένιζε το σεληνόφως μέσα από το βλέμμα ενός κουρασμένου αλλά πάντα γοητευτικού άντρα. Tελικά, η αχλύ του θανάτου τον τύλιξε στα 79 του χρόνια, έπειτα από μια σφοδρή καταδίωξη δεκαετιών. Στις αποσκευές του για την τελευταία και μόνιμη εξορία, είχε ένα «Bραβείο Λένιν», το παράσημο της Iταλικής Δημοκρατίας, καθώς και τις κάρτες μέλους των περισσότερων Διεθνών Aκαδημιών του κόσμου (φυσικά, όχι της ελληνικής).
Tα ποιήματά του τα άφησε στις επόμενες γενιές για να ακτινοβολούν τον ύμνο στον Aνθρωπο. Eναν τέτοιον ύμνο στον άνθρωπο Pίτσο, θα συνέθετε και ο Mάνος Kατράκης μέσα από τις κοινές τους μνήμες από τη Mακρόνησο. «Hμασταν στην ίδια σκηνή», θα εκμυστηρευόταν ο σπουδαίος ηθοποιός. «Ξύπναγε το πρωί, πριν από όλους. Eκανε έτσι με το ένα χέρι και άρπαζε το κοντύλι. Mε το άλλο άρπαζε το τεφτέρι. Aνασηκωνότανε λιγάκι κι άρχιζε να γράφει, να γράφει, να σκίζει, να πετάει, να φυλάει, να γράφει. Δεν ήθελε να φάει τίποτα. Aπό τις πέντε το πρωί, κάθε μέρα. Πού τα ’βρισκε, τι έγραφε, δεν μπορώ να καταλάβω». Στο σεληνόφως τα ’βρισκε, αγαπητέ Mάνο. Στο σεληνόφως.

  • Νομπελίστας χωρίς βραβείο

O Γιάννης Pίτσος προτάθηκε για το Nόμπελ Λογοτεχνίας στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αλλά δυστυχώς δεν ευτύχησε να γευτεί τον θρίαμβο του Σεφέρη και του Eλύτη. Eυτύχησε, ωστόσο, να βιώσει την αναγνώριση μέσα από τα λόγια ενός νομπελίστα που υποβάθμισε τη δική του βράβευση προκειμένου να εκφράσει τον θαυμασμό του προς τον Eλληνα ποιητή. O νομπελίστας ήταν ο Πάμπλο Nερούντα. Mόλις ο Nερούντα έμαθε, το φθινόπωρο του 1972, ότι βραβεύτηκε με το Nόμπελ Λογοτεχνίας, δήλωσε: «Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτήν την τιμή: τον Γιάννη Pίτσο».

  • Αιώνιος μαχητής

Oι αγώνες του Pίτσου για την ελευθερία του ανθρώπου και της έκφρασης ήταν συνεχείς. Tη δεκαετία του ’50 ταξίδεψε στη Σοβιετική Eνωση ως ανταποκριτής της «Aυγής» και διώχτηκε ποινικά για το αφιέρωμα της «Eπιθεώρησης Tέχνης» στα 40χρονα της Oκτωβριανής Eπανάστασης. Xρόνια αργότερα, θα συμμετείχε ενεργά στις διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου. Oι αγώνες του, που απλώνονται σε πολλές περιόδους του 20ού αιώνα, αποτελούν και τον πυρήνα της εργογραφίας του που περιλαμβάνει περισσότερους από 140 τόμους (ποίηση, πεζά, αισθητικά και κριτικά κείμενα, θεατρικά έργα).

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ, ΕΙΚΟΝΕΣ

Tuesday, July 22, 2008

«ΤΣΑΚΑΛΙΑ» ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Τεράστιο θεωρείται το έργο της Άγκαθα Κρίστι,  και τα δέκα εκατομμύρια στερλίνες που  πλήρωσε το 1998 ο εκδοτικός οίκος Clorion για  να αποκτήσει τα δικαιώματά του θεωρείται  τιμή-κελεπούρι
Τεράστιο θεωρείται το έργο της Άγκαθα Κρίστι, και τα δέκα εκατομμύρια στερλίνες που πλήρωσε το 1998 ο εκδοτικός οίκος Clorion για να αποκτήσει τα δικαιώματά του θεωρείται τιμή-κελεπούρι
Σε επικερδή επιχείρηση έχουν αναγάγει τα «τσακάλια» των εκδοτικών οίκων σε Βρετανία και Αμερική το κυνήγι των πνευματικών δικαιωμάτων (που τώρα λήγουν) τεθνεώτων συγγραφέων.
«Oι νεκροί συγγραφείς είναι της μόδας φέτος το καλοκαίρι», γράφει ο Εντ Σίζαρς στους «Sunday Τimes», εννοώντας τη νέα επιχείρηση αγοράς πνευματικών δικαιωμάτων κλασικών συγγραφέων που έχει αρχίσει σε Βρετανία και Αμερική. Διάσημοι, παραγωγικοί και πάνω απ΄ όλα τεθνεώτες συγγραφείς είναι οι ιδανικότεροι υποψήφιοι για τους ατζέντηδες-κυνηγούς του λογοτεχνικού χώρου. Μέχρι πρότινος, τα πνευματικά δικαιώματα ενός συγγραφέα ήταν οικογενειακή υπόθεση- παιδιά, εγγόνια, σύζυγοι και λοιποί συγγενείς. Έπειτα από εβδομήντα έτη από τον θάνατό του- για τόσο χρονικό διάστημα κατέχουν οι κληρονόμοι τα νόμιμα δικαιώματα στη Βρετανία (όσο και στην Ελλάδα)- απελευθερώνονται και πλέον περνούν στα χέρια των εκδοτικών οίκων που προλαβαίνουν να κλείσουν τα συμβόλαια.
Ο Άντριου Γουίλι- γνωστός και ως «Το Τσακάλι» του λογοτεχνικού χώρου- τελευταία έχει μετατρέψει την αγοραπωλησία των έργων γνωστών συγγραφέων σε κερδοφόρα επιχείρηση, κάνοντας τις σωστές διαπραγματεύσεις με τους κληρονόμους την ώρα που απελευθερώνονται τα δικαιώματα. Το 2007 «άρπαξε» τα πνευματικά δικαιώματα του Έβελιν Βαγκ από τον εκδοτικό οίκο ΡFD του Λονδίνου και στη συνέχεια του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ από τις Εκδόσεις SmithSkolnik. Από τότε, όλοι οι εκδότες τρέχουν και δεν φθάνουν για να αγοράσουν πρώτοι τα πνευματικά δικαιώματα των πιο πολυπόθητων συγγραφέων. «Όλοι έχουν μια δικαιολογία. Όταν τους ρωτάς γιατί το κάνουν, λένε “Δεν φταίμε εμείς. Ο Γουίλι άρχισε!”, το οποίο φυσικά δεν εξηγεί για ποιο λόγο αυτοί το συνεχίζουν», σχολιάζει ο Εντ Σίζαρς.
Τα πνευματικά
δικαιώματα παρ΄ όλα αυτά δεν είναι παιχνίδι και τα οικονομικά συμφέροντα είναι μεγάλα. Είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει κανείς από το παράδειγμα του Ίαν Φλέμινγκ. Ο κατάλογος υπό έκδοση του γνωστού συγγραφέα περιλαμβάνει 14 βιβλία με ήρωα τον πράκτορα 007 Τζέιμς Μποντ και ένα παιδικό μυθιστόρημα. Η συνέχεια των βιβλίων Μποντ που έγραψε πρόσφατα, ύστερα πια από τον θάνατο του Φλέμινγκ, ο Σεμπάστιαν Φοκς υπό τον τίτλο «Devil Μay Care» πούλησε ήδη 100.000 αντίτυπα.
Κάποιοι συγγραφείς είναι πιο επικερδείς από άλλους. Για παράδειγμα, στον Γουίλι φάνηκε πιο χρήσιμος ο Ναμπόκοφ παρά ο Βαγκ, αφού ο πρώτος είχε ένα μυθιστόρημα που δεν είχε εκδοθεί ποτέ.
«Είναι εύκολο να καταλάβεις πού βρίσκεται το κέρδος. Πολλές προσφορές έχουν ήδη απορριφθεί από άλλες εταιρείες. Η δουλειά μας είναι σαν ένα σπίτι που προσπαθούμε να πουλήσουμε. Το καθαρίζουμε, αλλάζουμε σεντόνια, φτιάχνουμε τα μαξιλάρια και αμέσως οι προσφορές ανεβαίνουν», δήλωσε ο Άντρου Γουίλι, ο οποίος αυτή τη στιγμή έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τον Γκράχαμ Γκριν.
Τζον Ρόναλντ Τόλκιν: Η τριλογία του «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία και κινηματογραφικά.
Άγκαθα Κρίστι: Η συγγραφέας με τις περισσότερες πωλήσεις παγκοσμίως.
Ίαν Φλέμινγκ: Τα έργα του Τζέιμς Μποντ είναι μία διαρκής παραγωγή χρημάτων για τον κάτοχο των δικαιωμάτων.
Τόμας Σ. Έλιοτ: Τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί, ενώ βασισμένο σε ένα από αυτά είναι το επιτυχημένο παγκοσμίως μιούζικαλ «Cats».
Ρόαλντ Νταλ: Το βιβλίο του «Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας» έχει ήδη γυριστεί σε ταινία.
Γκράχαμ Γκριν: Το έργο του (όπως ο «Τρίτος Άνθρωπος») έχει τις προδιαγραφές να πλουτίσει τον κάτοχο των δικαιωμάτων του.
Κλάιβ Λιούις: Το έργο του περιλαμβάνει τη σειρά βιβλίων με αντιθρησκευτικό περιεχόμενο «Νάρνια».

Ενώ σε Βρετανία και Αμερική οι νεκροί συγγραφείς έχουν την τιμητική τους, στην Ελλάδα μια μακρά διένεξη- και δικαστική- για τα δικαιώματα του έργου του ΝίκουΚαζαντζάκη (που πουλάει σταθερά περισσότερο από κάθε Έλληνα πεζογράφο διεθνώς και έχει δώσει τροφή σε δεκάδες κινηματογραφικές μεταφορές) έχει φθάσει μέχρι την πρωτόδικη απόφαση, που δικαίωσε αρχικά τον θετό γιο της Ελένης Καζαντζάκη, τον Πάτροκλο Σταύρου- έναντι των εγγονών και της αδελφής του συγγραφέα. Επί χρόνια τα βιβλία του Δημήτρη Χατζή («Το τέλος της μικρής μας πόλης») παρέμεναν εξαντλημένα, μέχρι που η χήρα του έδωσε το πράσινο φως για να εκδοθούν από το «Ροδακιό». Σταθερά δε, πουλάει (αλλά και μεταφέρεται στη μικρή οθόνη) το έργο του Μ. Καραγάτση, που διαχειρίζεται η κόρη του Μαρίνα.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΊΣΑΡΗΣ ΑΝΑΨΗΛΑΦΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ

Γράφει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ, 19/07/2008
Ποιητής και ζωγράφος ο Αλέξανδρος Ίσαρης  αφιερώνει πολλές σελίδες του βιβλίου του στις  συνθήκες δημιουργίας των «Ελεγειών» του Ρίλκε
Ποιητής και ζωγράφος ο Αλέξανδρος Ίσαρης αφιερώνει πολλές σελίδες του βιβλίου του στις συνθήκες δημιουργίας των «Ελεγειών» του Ρίλκε
«Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΄ΝΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ», ΕΓΡΑΦΕ Ο ΡΙΛΚΕ, ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΠΕΔΙΩΚΕ ΣΤΑΘΕΡΑ, ΑΣΚΗΤΙΚΑ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΟΡΙΑΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ. ΑΦΙΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ ΜΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΦΕΡΝΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ Η ΙΔΙΑ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, ΚΙ Ο,ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΠΑΝΙΖΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ.
Ζωγράφος και ποιητής ο ίδιος, ο Ίσαρης αναπλάθει στο Κάτω από τόσα βλέφαρατις συνθήκες συγγραφής του δημιουργικού έργου του Ρίλκε, αναψηλαφώντας με ευαισθησία τις διαδρομές της ζωής του ποιητή σε αναζήτηση της ομορφιάς και της αληθινής φιλίας, που όσο λίγοι ήξερε να καλλιεργεί αφιερώνοντας ατέλειωτες ώρες στην αλληλογραφία με τους αγαπημένους του. Το βιβλίο αναφέρεται στην ώριμη περίοδο της ζωής του Ρίλκε, από το 1909, όταν ο ποιητής γνώρισε τη Μαρί φον Τουρν ουντ Τάξις, που θα γινόταν πολύτιμη φίλη και προστάτιδά του, μέχρι τον θάνατό του.
Και φωτίζει τις περιόδους της διαμονής του Ρίλκε στον πύργο της Μαρί φον Τάξις στο Ντουίνο, λίγα χιλιόμετρα από την Τεργέστη, πλάι στην Αδριατική, που θα αποδεικνύονταν εξαιρετικά γόνιμες για το έργο του. Πολλές σελίδες είναι αφιερωμένες στη λιγότερο γνωστή φιλία του Ρίλκε με τον σπουδαίο κριτικό και μυστικιστή Ρούντολφ Κάσσνερ, βαθύ γνώστη του βουδισμού και του ινδουισμού, ο οποίος, χάρη στα διαβάσματα και τα ταξίδια του, έγινε εμπνευστής ενός μυστικιστικού συγκρητισμού που επηρέασε βαθιά τη σκέψη του Ρίλκε, αλλά και ποιητών όπως ο Έλιοτ ή ο Σαιν Τζων Περς. Διαβάζουμε για τα ταξίδια του Ρίλκε στην Ισπανία, και ειδικά στο Τολέδο, όπου ο ποιητής «ανακάλυψε» τον Γκρέκο κι εμπνεύστηκε απο τους αγγέλους του, που έγιναν βασικό μοτίβο της ποίησής του.
Ο «οδοιπόρος» και ο «ερημίτης» Ρίλκε προσπαθούσε να ακούσει καλύτερα, χωρίς διαμεσολαβήσεις και παράσιτα, τους ήχους του εσώτερου εαυτού και του κόσμου, τους «βαθύτερους νόμους της ζωής» όπως έγραψε ο ίδιος, σαν ένα αναπόσπαστο σύνολο. Το ρίγος και τον συγκλονισμό αυτής της εμπειρίας, δηλαδή της «ποίησης ως τρόπου ζωής», μας τον προσέφερε στις σελίδες του θρυλικού Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, του αυτοβιογραφικού του μυθιστορήματος, στο οποίο διέσωσε κάτι από το ακοίμητο βλέμμα ενός μεγάλου «ταξιδιώτη» στις χώρες του κόσμου και στην απέραντη χώρα του ποιητικού βλέμματος.
Διαβάζουμε ακόμη για τις φιλίες του με τη Νάνη-Νίκη Βούντερλυ Φόλκαρτ, τη ζωγράφο Μπαλαντίν Κλοσσόφσκα και, τέλος, για τη γόνιμη απομόνωσή του στον πύργο του Μυζό, στην Ελβετία, και τη δημιουργική έκρηξη του 1922 όπου, σε διάστημα τριών εβδομάδων, ολοκλήρωσε τα Σονέττα στον Ορφέα και τις Ελεγείες του Ντουίνο. Ο Ίσαρης αφιερώνει σημαντικό μέρος του βιβλίου του στις συνθήκες δημιουργίας των Ελεγειών, έργου που σφράγισε την ευαισθησία του σύγχρονου δυτικού κόσμου κι ενέπνευσε όσο ελάχιστα έργα τους νεώτερους ποιητές, πεζογράφους, μουσικούς όπως ο Σοστακόβιτς και ο Χίντεμιθ, αλλά και μουσικούς της τζαζ και σκηνοθέτες όπως ο Βιμ Βέντερς. Στην Ελλάδα τις Ελεγείες μετέφρασαν ο Άρης Δικταίος, ο Χαρίλαος Τζαννετάκης, ο Δημ. Δήμου, ο Δ. Γκότσης, ενώ ο Ίσαρης χρησιμοποιεί μια νεώτερη μετάφραση, της Μαρίας Τοπάλη.
  • «Ρόδο της μοίρας...»
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στις συνθήκες θανάτου του Ρίλκε το 1926, που αιτία του ήταν λευχαιμία, αλλά αφορμή μια πληγή στο χέρι που κακοφόρμισε, από το αγκάθι ενός τριαντάφυλλου. Το τριαντάφυλλο, σύμβολο των αρχαίων ορφικών, ήταν κι ένα από τα αγαπημένα σύμβολά του. Στον τάφο του είχε ζητήσει να χαράξουν τους στίχους «Ρόδο, ω καθαρή αντινομία, απόλαυση/ του κανενός ο ύπνος να ΄σαι κάτω από τόσα/ βλέφαρα». Ο τίτλος του βιβλίου του Ίσαρη, Κάτω από τόσα βλέφαρα, προέρχεται από αυτούς τους επιτάφιους, κρυπτικούς στίχους, που θα δώσουν στο «ρόδο» νέα σημασία. Το αινιγματικό «ρόδο» θα συμβολίζει πλέον τον τρομερό αγώνα του σύγχρονου ποιητή με την αμφισημία της ποίησης και, όπως έλεγε ο ίδιος, με την «απέραντη μοναξιά του έργου τέχνης». Το «ρόδο» αυτό θα το ξαναβρούμε στον Πάουλ Τσέλαν, στη συλλογή Του κανενός το ρόδο , αλλά και σε έναν από τους ωραιότερους στίχους του Σεφέρη: «Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις...».

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Σώτη Τριανταφύλλου: Αφρικανικό Ημερολόγιο. Εκδ. Πατάκη, 2008 Σελ. 176, Τιμή: 14 Ευρώ

Γράφει η Μαρίζα Ντεκάστρο, ΤΑ ΝΕΑ, 19/07/2008
Η Σώτη  Τριανταφύλλου  γράφει ένα  μυθιστόρημα  αντισυμβατικό για τα  ελληνικά δεδομένα της  λογοτεχνίας για νέους
Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει ένα μυθιστόρημα αντισυμβατικό για τα ελληνικά δεδομένα της λογοτεχνίας για νέους
Το «Αφρικανικό ημερολόγιο» είναι ένα αυτοτελές μυθιστόρημα, γεννημένο από το βιβλίο «Λίγο από το αίμα σου», και όχι μια περίληψή του. Κορυφαία και στα δύο είναι η Μπέθανι, η νεαρή 14χρονη Αγγλίδα, της οποίας την ιστορία αυτονομεί η Σώτη Τριανταφύλλου, την επεξεργάζεται και την αποδίδει ως «αφήγημα για νέους». Θα ήταν πολύ μονοδιάστατο να σκεφτούμε ότι η συγγραφέας επιχειρεί αυτή τη σύνθεση επειδή η ηρωίδα της είναι ηλικιακά κοντά στους νέους, κι επίσης μικρόψυχο, επει δή βγάζει από το πρώτο ένα δεύτερο βιβλίο! Διαβάζοντας τα δύο μυθιστορήματα βλέπουμε να τίθενται τα ίδια θέματα, θέματα που έχουν απασχολήσει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και που κανένας Έλληνας συγγραφέας νεανικών βιβλίων δεν έχει ποτέ επιχειρήσει να θίξει, όχι μόνο γιατί είναι «εξωελληνικά», αλλά επειδή ούτε τα φαντάζονται οι συγγραφείς που, εν έτει 2008, γράφουν ακόμα μυθιστορήματα για το σήμερα με ιδεολογικό φόντο την Ελλάδα του ΄50! Πώς μεγαλώνει ένα λευκό κορίτσι στη μαύρη Αφρική, πώς απορροφάται από την ήπειρο που ανθίσταται στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να την οργανώσουν όπως την πατρίδα τους, πώς
η παιδική αγνότητα παραδίνεται στον έρωτα ανυστερόβουλα και χωρίς φόβο διαλύοντας τις θρησκευτικές επιταγές, πώς το παιδί-κορίτσι πλάθει έναν κόσμο έξω από κάθε δυτική σύμβαση και ενσωματώνεται με φυσικότητα στη φύση και στον παγανισμό πλάθοντας μια δική του ηθική... Όλα φαίνονται παράταιρα στην Μπέθανι, κι όμως αρμονικά. Η Μπέθανι, θηλυκός Πίτερ Παν και Μόγλης, είναι από μόνη της ένας κόσμος στα όρια, αθώος και μοναδικός. Και το μυθιστόρημα, αντισυμβατικό για τα ελληνικά δεδομένα της λογοτεχνίας για νέους, με θεματικά ανοίγματα και προβληματισμούς που μπορούν να θεωρηθούν σαν ένα σκαλοπάτι για το πέρασμα στη λογοτεχνία των ενηλίκων.
  • Η Μαρίζα Ντεκάστρο είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας

ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ: «ΕΠΙΝΟΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ...»

ΗΝατάσα Χατζιδάκι  αφιέρωσε ποιήμά της στην  Ουλρίκε Μάινχοφ
Η Νατάσα Χατζιδάκι αφιέρωσε ποίημά της στην Ουλρίκε Μάινχοφ

«ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ/ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΤΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ/ ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ/ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ/ ΤΗΣ ΓΥΡΕΥΕΤΕ/ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΣΤΡΑΚΑ» ΓΡΑΦΕΙ Η ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Γράφει ο Χάρης Βλαβιανός, ΤΑ ΝΕΑ, 19/07/2008
Γενέτειρα:
Κρήτη, 1946. Σπουδές/ Σταδιοδρομία: Σπουδάζει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως παραγωγός εκπομπών λόγου στην ελληνική ραδιοφωνία (Τρίτο και Πρώτο Πρόγραμμα) και στην ΕΤ1. Συμμετέχει στην έκδοση των περιοδικών «Πρόσωπα» (1971), «Σήμα» (1975) και «Ρεύματα» (1990). Το 1979 εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου και παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής λογοτεχνίας. Επιστρέφει το 1983.
Κριτική ετυμηγορία:
Από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της γενιάς του ΄70 η Χατζιδάκι, με τη βίαια και θραυσματική στιχοπλοκή της, τη φαντασμαγορική εικονοποιία της, το ανατρεπτικό και οξύ της βλέμμα μάς έχει χαρίσει ποιήματα μεγάλης διεισδυτικότητας και δύναμης, που στοχάζονται όχι μόνο τη θέση της γυναίκας σ΄ έναν καθαρά εχθρικό, ανδροκρατούμενο κόσμο, αλλά και τη σημασία της ποίησης στη σύγχρονη μετανεοτερική, βιομηχανοποιημένηκαι γι΄ αυτό χυδαία στη μη αυθεντικότητά της- πραγματικότητα. Όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει ο Ζήρας, η ποίηση της Χατζιδάκι, με σαφείς επιδράσεις από τον υπερρεαλισμό και την αμερικανική beat λογοτεχνία, «χαρακτηρίζεται από παράδοξη και αντιφατική εικονοπλασία, μέσω της οποίας άλλοτε σατιρίζονται και σαρκάζονται και άλλοτε μυθοποιούνται ή και εξιδανικεύονται τα αποσπασματικά βιώματα, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και η ψυχική περιπέτεια της σύγχρονης γυναίκας». Ωστόσο η ποίησή της δεν εξαντλείται σε μια εις βάθος διερεύνηση της γυναικείας φύσης. Αν η γλώσσα στην οποία οι προβληματισμοί της αναπτύσσονται και μορφοποιούνται δεν είχε την ικανότητα να νοηματοδοτήσει ποιητικά το εκάστοτε θέμα της, τότε η «οργή» και το «πάθος» της δεν θα μας αφορούσαν. Από «καταγγελτική», «επαναστατική» ποίηση, ρηχή και ανέμπνευστη, έχουμε πια χορτάσει. Όπως επίσης και από ποιήματα που ανατέμνουν τάχα τη γυναικεία ταυτότητα κάνοντας χρήση φθαρμένων και εξαντλημένων συμβόλων (σώμα, αίμα, γέννηση κ.λπ.)- «υφασμένα στερεότυπα» θα τα αποκαλούσε η ίδια. Το σκληρό αλλά εξαιρετικό ποίημα «Βαθυέρυθρο», για παράδειγμα, (αφιερωμένο στη Λίντα Κατσαμπιάν και την Ουλρίκε Μάινχοφ), στο οποίο η Χατζιδάκι υφίσταται αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις, επιλέγοντας να φορέσει τα προσωπεία «μοιραίων» γυναικών (Ντόροθι Λαμούρ, Άννα-Μαρία Πιεράντζελι, Μία Φάροου, Νάταλι Γουντ, Τζάνετ Λι) δεν μας συγκινεί επειδή γνωρίζουμε αυτές τις σταρ και μπορούμε να ανακαλέσουμε στιγμές της κινηματογραφικής ή αληθινής τους ζωής, αλλά επειδή λειτουργεί ποιητικά. Και λειτουργεί μέσω αιφνίδιων σκηνικών ανατροπών, ευρηματικών μεταφορών και πυκνών λεκτικών σχημάτων. Η Χατζιδάκι είναι γνήσια ποιήτρια γιατί γνωρίζει ότι καλά ποιήματα δεν γράφονται ούτε με δακρύβρεχτα μάτια, ούτε με τρεμάμενο χέρι. Η δική της ποιητική ταυτότητα είναι εγκιβωτισμένη μέσα στις σπάνιες λέξεις της.
Βιβλιογραφία:
Ποίηση: Στις εξόδους των πόλεων(1971), Ακρυλικά (1976), Δυσαρέσκεια (1984), Άλλοι (1990), Βαθυέρυθρο (2005), συγκεντρωμένα πλέον στον τόμο Άδηλος αναπνοή («Ύψιλον», 2008). Πεζά: Συνάντησέ την το βράδυ (Νουβέλα, «Μικρή Εγνατία», 1979), Ιβίσκοι, νάρκισσοι(Νουβέλα, «Κέδρος», 1985), Ξένοι στην πόλη (Διηγήματα, «Κέδρος», 1993).
Στίχοι:
« Επινοώ τον εαυτό μου/ αλλά για τη συντήρησή του/ σε χρειάζομαι/ Αγάπησέ με/ είναι πρωταρχικό/ για την επιχορήγηση των ονείρων μου ».

ΤΟ ΠΙΟ ΠΥΚΝΟ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ Α. Λ. ΚΕΝΕΝΤΙ

Α. L. Κennedy: DAY. ΜΤΦ. Δημήτρης Αθηνάκης, Ινδικτος 2008, Σελ. 467,
Τιμή: 24 Ευρώ

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ΤΑ ΝΕΑ, 19/07/2008
Φωτογραφία
«Σε ποιο σημείο τρέλας σκοπεύεις να φτάσεις;», αναρωτιέται σε κρίση ο Άλφρεντ Ντέι που, με το επώνυμό του, δίνει και τον τίτλο στο μυθιστορήμα Day. Την ίδια κρίση έχεις υποστεί κι εσύ, ο αναγνώστης, διαβάζοντας το σκοτεινό και περίπλοκο μυθιστόρημα της Α.Λ. Κένεντι. Παίρνοντας όμως μια βαθιά ανάσα, αντιλαμβάνε- σαι ότι όσα τράβηξες στην ανάγνωση άξιζαν τον κόπο, όπως άξιζαν και τα τέσσερα βραβεία που έχει πάρει μέχρι στιγμής το Day.

Ο Άλφρεντ είναι μόλις δεκαπέντε χρονών όταν ξεσπάει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ζει σε ένα φτωχικό ψαροχώρι, σιχαίνεται τον πατέρα του που βρωμάει ψαρίλα και δέρνει τη γυναίκα του και τον μικρό Άλφρεντ. Πριν καν τον καλέσουν στον πόλεμο, καταφεύγει σμηνίας στη ΡΑΦ, γίνεται πυροβολητής και μέλος του επταμελούς πληρώματος ενός βομβαρδιστικού Λάνκαστερ. Αυτή θα είναι στο εξής η ζωή του. Μια ζωή ανάμεσα στην απογείωση, τον βομβαρδισμό, τη συντροφικότητα της ομάδας που πετάει διασχίζοντας σύνορα ακαθόριστα, βομβαρδίζοντας πόλεις- στόχους της ευρωπαϊκής ηπείρου, της ναζιστικής Γερμανίας. Κάποια στιγμή, που ο Άλφρεντ βρίσκεται στο έδαφος κατά τη διάρκεια ενός γερμανικού βομβαρδισμού, γνωρίζεται με την Τζόυς. Η Τζόυς, που ο άντρας της πολεμάει στην Ασία, διαβάζει την «Οδύσσεια» του Ομήρου- πάντως όχι του άλλου Τζόυς, η σκιά του οποίου βαραίνει τη 48χρονη Σκωτσέζα συγγραφέα.
Όταν καταρρίπτεται το βομβαρδιστικό τους, ο Άλφρεντ πέφτει με αλεξίπτωτο, αιχμάλωτος στα χέρια των Γερμανών και υπόκειται σε φρικτά βασανιστήρια. Μόνη του παρηγοριά η Τζόυς, ενώ πίσω η μητέρα του πεθαίνει κακοποιημένη από τον άντρα της για τον οποίο ο Άλφρεντ ετοιμάζει μια μοιραία εκδίκηση. Με τη λήξη του πολέμου θα δουλέψει σε ένα βιβλιοπωλείο, σημαδεμένος, τραυματισμένος ψυχικά και διανοητικά, έχοντας χάσει τη συντροφικότητα της ομάδας του πληρώματος, αλλά και τη γυναίκα που αγαπούσε, αφού εκείνη θα επιστρέψει στην αγκαλιά του συζύγου. Έτσι, όταν θα του δοθεί η αφορμή να ταξιδέψει στη Γερμανία, το 1949, για να πάρει μέρος σε μια βρετανική ταινία που θα αναπαριστά τα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, θα πάει ελπίζοντας ότι εκεί, ανάμεσα στους κομπάρσους και τα ψεύτικα σκηνικά, θα μπορέσει να προσομοιώσει και τη δική του ιστορία.
Κάπως έτσι έχει η πλοκή του μυθιστορήματος, η οποία ουδέποτε εξελίσσεται γραμμικά. Αντιθέτως, επειδή η αφήγηση είναι ασυνεχής, ακολουθεί την εσωτερική ροή της συνείδησης του «βαρεμένου» Άλφρεντ, καθώς πηγαινοέρχονται οι φάσεις της ζωής του, ενώ οι σκέψεις του, διατυπωμένες σε δεύτερο πρόσωπο, εναλλάσσονται με πρωτοπροσωπικές αλλά δίνουν χώρο και στην τριτοπρόσωπη αφήγηση. Όλο το κείμενο είναι γραπωμένο επάνω του, στο κοντό του σώμα, στο κουνημένο του μυαλό που δεν μπορεί να βάλει σε τάξη τις λέξεις του. Στοχασμοί τύπου, «Το άπειρο είναι η πηγή των πολέμων- του αφήνουν χώρο να εισβάλλει», θυμίζουν ήρωα μπεκετικού μονολόγου- άλλωστε ένας Ιρλανδός από το επταμελές πλήρωμα του βομβαρδιστικού λέγεται Μολλόυ.
Ο Άλφρεντ παίρνει υπόσταση από τον πόλεμο, νιώθει μυθιστορηματικός ήρωας, μα το μυαλουδάκι του σέβεται περισσότερο τα βιβλία παρά τους ανθρώπινους στόχους κάτω στη γη. «Τι σημαίνει βομβαρδίζω; Τι πέφτω έξω για ένα μίλι; Βαράς με υπολογισμούς στα τυφλά. Να βρίσκεις τον εχθρό και αναχωρείς». Άσχετο αν ο εχθρός είναι η Έσση ή το Αμβούργο, με αθώους πολίτες που τρέχουν να κρυφτούν. ΄Εχοντας υπόψη την αντιπολεμική στάση της Κένεντι, μπορούμε να αποτολμήσουμε έναν σύγχρονο παραλληλισμό με τους άστοχους βομβαρδισμούς προς ανατολάς, το ίδιο ταξίδι στην άκρη της νύχτας.

ΚΩΣΤΑ ΛΙΑΚΟΥ «ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ»

«Από αυτήν εδώ τη γειτονιά- Καστοριάς και Σερρών, στον Βοτανικό- στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ένιωσα έντονα αισθήματα συμπάθειας για το αληθινό λαϊκό τραγούδι. Τότε πρωτοάκουσα από την απαράμιλλη ερμηνευτική δεινότητα του μοναδικού Γρηγόρη Μπιθικώτση το “Βρέχει ο ουρανός και βρέχομαι” του Καπλάνη, καθώς και τα δικά του τραγούδια, το “Τρελοκόριτσο” και “Του Βοτανικού ο μάγκας”...». Ένα απόσπασμα από το κείμενο του Κώστα Λιάκου «Συνοικία Βοτανικός» που είναι αφιερωμένο στον σερ του ελληνικού τραγουδιού και το οποίο επέλεξε για να τιτλοφορήσει μια σειρά 12 διηγημάτων (εκδόσεις του περιοδικού «Αιολικά Γράμματα») που κρύβουν ανθρωπιά, ευαισθησία, όνειρα και ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Ο Κώστας Λιάκος δεν εμφανίστηκε τυχαία στα γράμματα. Είναι γιος του Μυτιληνιού ποιητή Γιώργου Λιάκου (1911-1983), ενός ξεχασμένου αλλά τόσο σημαντικού ποιητή. Είναι η τέταρτη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Λιάκου μετά το «Ένα χαμόγελο» (1996), «Το ξημέρωμα της Κυριακής» (1998) και το «Άρωμα Κεφαλονιάς» (2002). Και όπως καταλήγει στο διήγημα «Συνοικία Βοτανικός» ο Κώστας Λιάκος, με νοσταλγία για τις μνήμες που κουβαλάει από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 τότε που παιδάκι έτρεχε και έπαιζε στο προαύλιο του Προφήτη Δανιήλ, «ό,τι κλείνει κανείς στην καρδιά του με αγάπη, δεν μπορεί να χαθεί. Μένει παντοτινά». [Β.Λ., ΤΑ ΝΕΑ, 22/07/2008]

Η ΠΟΙΗΣΗ, Ο ΕΡΩΤΑΣ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΟΥΣΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22/07/2008

«Ετσι ίσα ίσα να βάλω ένα τίτλο, σ' αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια» Κ. Δημουλά
«Οι διακρίσεις και οι βραβεύσεις μοιάζουν σαν ο δημιουργός να θυσίασε κάτι από τη ζωή του, προκειμένου να γράφει, να ζωγραφίζει, να συνθέτει για να προσφέρει ευχαρίστηση και ωφέλεια στον κόσμο. Ομως αυτό του άρεσε να κάνει. Αυτό ήξερε να κάνει. Δεν θυσίασε τίποτα. [...] Η ποίηση είναι το "αμάρτημα" στο οποίο περιπίπτουν όλοι οι νέοι. Ολοι γράφουν είτε μέσα τους είτε στο χαρτί. Διότι είναι η ορμή της ηλικίας που φέρνει πολλούς ξαφνιαστικούς ρυθμούς, όπως είναι ο ρυθμός της ποίησης».
Οταν η Κική Δημουλά συνάντησε τους μαθητές των Αρσακείων Λυκείων Ψυχικού. Μια καταπληκτική συνέντευξη με σοφές προτροπές από την ποιήτρια-ακαδημαϊκό μας.
«Διαβάζετε όσο μπορείτε. Είναι καλύτερο από την κάθε καλή φιλία. Τα βάσανα των ανθρώπων είναι πολύ δριμύτερα και πολύ διαπεραστικότερα απ' ό,τι είναι η παρηγορία της ποίησης. Πάντως δεν είναι καθόλου λίγο ο άνθρωπος σε κάποιες δύσκολες στιγμές του να έχει ως συνομιλητή απέναντί του ένα βιβλίο. Είτε είναι ποίηση είτε πεζογραφία. Συνιστώ κάτι που δεν έκανα εγώ: να διαβάζετε πάρα πολύ και πάντα· τώρα που δεν έχει διαμορφωθεί ολότελα αυτό που λέγεται ψυχισμός -αν και μπορεί να έχει, δεν είμαι βεβαία-, αλλά θα τον συμπληρώσετε με πολύ σωστό τρόπο. [...] Δεν διδάσκεται η ποίηση, δεν διδάσκεται και ο έρωτας, φυσικά. Πώς πήδηξα από το ένα θέμα στο άλλο; Ο έρωτας είναι ένα ένστικτο, όπως ενστικτώδης είναι η ανάγκη να γράψεις. Η ποίηση από ένστικτο ξεκινάει. Ψάξτε μέσα σας, κάντε δοκιμή να γράψετε κάτι. Αποτινάζουμε λίγα-λίγα τα δεσμά μας. Αλλιώς η αξία της ελευθερίας είναι μηδενική. Με την ποίηση ξορκίζω τα δεινά, την απώλεια. Η ποίηση είναι λυτρωτική, γι' αυτό συνέστησα να ψάχνετε τα κρυμμένα σας χαρίσματα...».

ΟΤΑΝ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ...

Της Χρυσας Σπυροπουλου, Η Καθημερινή, 22/07/2008

Τάσος Ρούσσος, η νουβέλα, εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2007

Ο Τάσος Ρούσσος υπηρετεί με προσήλωση το φανταστικό είδος και μας έχει δώσει νουβέλες και διηγήματα, α οποία ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία και την τόλμη τους. Αν και στη χώρα μας το εν λόγω είδος δεν ευδοκιμεί και δεν υπάρχει παράδοση σ’ αυτό- αξίζει να αναφερθεί εδώ η περίπτωση του Μάκη Πανώριου, αν και αυτός ειδικεύεται στα έργα επιστημονικής φαντασίας περισσότερο-, ωστόσο ο Ρούσσος δημιουργεί το δικό του παράδοξο σύμπαν, στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν, παραβιάζοντας τους φυσικούς νόμους και κανόνες.

Το υπερφυσικό, οι στρεβλές εικόνες συνθέτουν έναν παράλογο κόσμο, ο οποίος όμως υπάρχει παράλληλα με τον πραγματικό. Τα υλικά του ο συγγραφέας τα δανείζεται από τα ορατά στοιχεία, από ό, τι τον περιβάλλει, για να οικοδομηθεί έτσι το αόρατο, το αφύσικο, που γίνεται ωστόσο φυσικό με πειστικότητα και ενάργεια. Οι φανταστικές ιστορίες αναδύονται από υποσυνείδητες διεργασίες και τα συστατικά τους είναι προβολές συμβόλων, που άλλοτε αποδίδουν κλειστοφοβικές καταστάσεις άλλοτε πάλι ερωτικές ή συγγραφικές εμμονές, όπως συμβαίνει στην εν λόγω νουβέλα. Στη νουβέλα του ο Ρούσσος συνθέτει μια φανταστική ιστορία μέσα στη δική του.
Ο κεντρικός ήρωας είναι συγγραφέας, ο οποίος δίνει σε δυο φίλες και ένα φίλο του φωτοτυπημένο το χειρόγραφο της νουβέλας του, για να τη διαβάσουν και να του πουν τη γνώμη τους. Η μία φίλη είναι ευαίσθητη και έχει την τάση να ταυτίζεται με τους ήρωες των αναγνωσμάτων της, κάτι που γνώριζε ο συγγραφέας, να διεισδύει στην ιστορία και να οικειοποιείται τον πρωταγωνιστή. Ρομαντική και αφελής συγχρόνως. Τι γίνεται, όμως, όταν ο ήρωας της νουβέλας του χειρογράφου βγαίνει από τις σελίδες και παίρνει σάρκα και οστά; Το επινόημα με τον αριθμό του κινητού είναι το αποτέλεσμα του παιχνιδιού της φαντασίας της νεαρής γυναίκας;
Και ο συγγραφέας τι είναι; Ένας Πυγμαλίων που δίνει ‘πνοή’ στους ήρωές του ή η φαντασία του αναγνώστη δημιουργεί το δικό του σύμπαν; Πρόκειται για ένα παιχνίδι ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, αναλόγως, όμως, του τι μπορεί να δεχτεί ο δεύτερος; Ο συγγραφέας είναι Δημιουργός και στην προκειμένη περίπτωση ως απόλυτος κυρίαρχος των καταστάσεων που πλάθει ο ίδιος, οδηγεί την ηρωίδα του στην ευτυχία. Κι αυτό γίνεται με τη γραφίδα του πραγματικού συγγραφέα γιατί ο φανταστικός, ο ήρωας του Ρούσσου, χάνει κάποια στιγμή τον έλεγχο των δεδομένων που δημιούργησε και ο χαρακτήρας της ιστορίας του δρα αυτόνομα…
Η γυναίκα επιμένει να υποστηρίζει με πάθος ό, τι της έχει προσφέρει το χειρόγραφο, γι’ αυτήν η πραγματική ζωή κυλάει μέσα από τις γραμμές του και μετατρέπει τα αποκυήματα της φαντασίας σε αληθινά γεγονότα. Τότε τα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας συγχέονται και όλα μπορούν να συμβούν σ’ έναν κόσμο, που το νοσηρό δεν έχει θέση. Ο ‘παντοδύναμος’ συγγραφέας οργανώνει το παιχνίδι του, θέτει τους όρους του και όταν πια αυτό ξεφεύγει από την επιτήρησή του και έρχεται στη δικαιοδοσία του άλλου, του αναγνώστη, τότε αλλάζουν και οι όροι, αντιστρέφονται οι ρόλοι.
Στη νουβέλα του Ρούσσου παρατηρούνται χαρακτηριστικά ενός ψυχολογικού θρίλερ, καθώς υπάρχει κλιμάκωση της αγωνίας και κορύφωσή της. Σε ορισμένα στάδια μάλιστα της εξέλιξης της ιστορίας η απειλή σκιάζει τα γεγονότα. Θα είχε ενδιαφέρον αν στην ίδια ιστορία δίδονταν δύο διαφορετικές εκδοχές στην κατάληξη της περιπέτειας που είχε η ευαίσθητη αναγνώστρια.. Το αίσιο τέλος απέναντι στην απογοήτευση και τη δυστυχία.

Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΦΙΝΛΕΫ

Του Ν. Δ. Τριανταφυλλοπουλου, Η Καθημερινή,22/07/2008

Γεωργίου Φίνλεϋ «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Τόμος πρώτος, μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, φιλολογική επιμέλεια: Αγγελος Γ. Μαντάς, Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2008, σελ. 537.

Στην «Καθημερινή» της 17ης Μαΐου 1984 δημοσιεύθηκε το σημείωμά μου «Διά χειρός Αλεξ. Παπαδιαμάντη», όπου με αφορμή την έκδοση του μακρυγιαννικού «Οράματα και θάματα», υπενθύμιζα ότι το αρχείο Βλαχογιάννη μάς είχε κληροδοτήσει άλλες δυο μεγάλες εκκρεμότητες, την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τ. Gordon και την ομότιτλη του G. Finlay, μεταφρασμένες από τον Παπαδιαμάντη.

Το μικρό εκείνο δημοσίευμα ήταν η αρχή μιας ιστορίας που δεν έχει εδώ τη θέση της. Περιορίζομαι μόνο σε τούτο, ότι το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης έκρινε πως προτεραιότητα είχε ο Γόρδων –του Φίνλεϋ υπήρχαν άλλες ελληνικές μεταφράσεις– και ανέθεσε στον υπογράφοντα την ετοιμασία της έκδοσής του.
Ωστόσο, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, άλλος φεύγει πρώτος στην εκκίνηση και άλλος κόβει το νήμα. Ο κατακείμενος στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (περισσότερο από εκατό χρόνια) ιστορικός μεταφραστής Παπαδιαμάντης εγείρεται πια όχι με τον εντελώς άγνωστο Σπηλιάδη και τον σχεδόν άγνωστο Γόρδωνα, αλλά με τον διπλομεταφρασμένο ήδη Φίνλεϋ.
Ουδείς φθόνος, βέβαια. Απεναντίας, πολλή χαρά, αφού, όπως δείχνουν τα σημάδια, το 2011, δηλαδή εκατό χρόνια από την τελευτή του Παπαδιαμάντη, υπάρχει ελπίδα πως θα έχουν εκδοθεί οι τρεις «αρχειακές» και μείζονες μεταφράσεις του.
Οσοι αγαπούμε τον ταλαίπωρο μεταφραστή και τις αφανισμένες μεταφράσεις του οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον καθηγητή κ. Ευάγγελο Χρυσό, διευθυντή του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, που αποδέχθηκε πρόθυμα την πρόταση της έκδοσης του Φίνλεϋ και ανέθεσε σε κατάλληλο πρόσωπο τη φιλολογική της επιμέλεια.
Η προετοιμασία της έκδοσης απαιτεί όχι μόνο πολύ χρόνο αλλά και ιδιαίτερη προσήλωση και, προπάντων, εξοικείωση με την παπαδιαμαντική γλώσσα. Ο επιμελητής του Φίνλεϋ Αγγελος Γ. Μαντάς είχε ήδη στο ενεργητικό του τον «Τροπικό Παπαδιαμάντη», μια από τις καλύτερες διατριβές για τον Σκιαθίτη πεζογράφο, καθώς και το βιβλίο «Ηχος μυστικός, επτά κείμενα για τον Παπαδιαμάντη».
Διέθετε, λοιπόν, όλα τα εχέγγυα για την ανάληψη της επιμέλειας και ο πρώτος τόμος του έργου φανερώνει ότι δεν του έλειψε η αναγκαία προσήλωση. Χρησιμοποιώ τη λέξη για δεύτερη φορά, επειδή δεν αρκεί η επίμοχθη συχνότατα μεταγραφή του παπαδιαμαντικού χειρογράφου. Ο επιμελητής πρέπει να βρίσκεται σε αδιάκοπη εγρήγορση γιατί ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει τους Σκώτους ιστορικούς υπό συνθήκες ιδιαίτερα αντίξοες: Χωρίς βοηθήματα στη μακρινή Σκιάθο, αφόρητα στενεμένος από τα βιοτικά και πιεζόμενος από τον Βλαχογιάννη. Δεν έχει, λοιπόν, τον απαιτούμενο χρόνο –και ίσως, ούτε το κουράγιο– να ελέγξει το κείμενο της μετάφρασης. Συνεπώς ο επιμελητής οφείλει να εντοπίζει και να θεραπεύει με διάφορους τρόπους τα κενά, τις ενδεχόμενες παρανοήσεις ή ασυνταξίες, τις αμφίβολες αποδόσεις κυρίων ονομάτων ή τοπωνυμίων κ. λπ.
Οι «Σημειώσεις του επιμελητή», που εντείνονται σε 35 σελίδες, αποδεικνύουν ότι ο Α. Γ. Μ. κρατούσε πάντα ανοιχτά τα μάτια του μεταγράφοντας το χειρόγραφο της μετάφρασης. Οσο για τη γνώση των παπαδιαμαντικών ζητημάτων –και δεν εννοώ μόνο τα μεταφραστικά–, το εισαγωγικό του μελέτημα «Ο Παπαδιαμαντικός Φίνλεϋ» (σελ. 23-42) μαρτυρεί ότι δεν είναι επιπόλαιη ή σχολαστική ή επιδεικτικά σοφιστική αλλά εμβριθής. Ο χώρος δεν επιτρέπει να παραθέσω δείγματα της εμβρίθειας αυτής, ο προσεκτικός αναγνώστης πάντως θα διαπιστώσει ότι οι αναπόφευκτες ουλές του παπαδιαμαντικού χειρογράφου έχουν θεραπευτεί.
Επέμεινα στο θέμα της επιμέλειας, γιατί σε μια τέτοια έκδοση αυτό και μόνο πρέπει να κριθεί. Η κρίση για την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα του Σκώτου ιστορικού έχει ήδη γίνει από ξένους και Ελληνες ιστορικούς. Αλλωστε, ύστερα από τον σύντομο πρόλογο του προέδρου της Βουλής των Ελλήνων και του Ιδρύματός της κ. Δημητρίου Σιούφα, ακολουθεί το επίσης εισαγωγικό μελέτημα «Υστερα από έναν αιώνα» (σ. 11-22) του ακαδημαϊκού και ομότιμου καθηγητή της Νεότερης Ιστορίας κ. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, που προετοιμάζει επαρκώς τον αναγνώστη για τη μελέτη του έργου.
Ελπίζω ότι όταν, όχι πολύ αργά, ολοκληρωθεί ο Φίνλεϋ, θα αξιωθώ από ευρυχωρότερες στήλες να μιλήσω λεπτομερέστερα για τη σημασία της έκδοσης και τη συμβολή του επιμελητή στην πρόοδο των παπαδιαμαντικών σπουδών. Τώρα εύχομαι να είναι καλά, για να βάλει πλάτη να ξελασπώσουμε τον Γόρδωνα.

Monday, July 21, 2008

Ο ΠΕΣΟΑ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΟΣ


Ο μυστικιστής Αλιστερ Κρόουλι έπεισε τον Πεσόα να σκηνοθετήσουν ψεύτικη αυτοκτονία του
Ενώ η μορφή του Φερνάντο Πεσόα στολίζει σε στένσιλ τους τοίχους της Λισαβόνας και η πόλη ετοιμάζεται να γιορτάσει φέτος τα 120 χρόνια από τη γέννηση του λογοτέχνη, η ανιψιά του, Μανουέλα Νογκέιρα, δήλωσε ότι θα πουλήσει την αλληλογραφία του με μια από τις πιο μυστηριώδεις μορφές του 20ού αιώνα, τον Αλιστερ Κρόουλι.
Πρόκειται για περίπου 2.000 χειρόγραφα που έχει στην κατοχή της και θα τα βγάλει σε πλειστηριασμό, πιθανότατα τον Οκτώβριο. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι τον περασμένο Δεκέμβριο, μία μόνο φωτογραφία του συγγραφέα ως δεκάχρονου πιτσιρίκου, με προσωπική του αφιέρωση σε παιδικό του φίλο, πουλήθηκε 11.000 ευρώ, η αξία αυτών των χειρόγραφων είναι ανεκτίμητη. Ειδικά για τους μελετητές του έργου του, που θα ήθελαν να μάθουν πώς ένας σιωπηλός ποιητής, μονήρης και αυτοεξόριστος, που δημοσίευε με δεκάδες ψευδώνυμα, είχε ανοίξει διάλογο μέσω επιστολών με τον Αλιστερ Κρόουλι. Εναν αλλόκοτο μυστικιστή, που πίστευε ότι «κάθε τέχνη είναι μαγεία» και υπέγραφε ως «Θηρίο 666».
Η σχέση, πάντως, του Πεσόα με τον Κρόουλι άρχισε όταν ο Πορτογάλος τού ζήτησε αστρολογικές συμβουλές. Η ανταλλαγή επιστολών εξελίχθηκε σε φιλία, που οδήγησε τον μάγο Κρόουλι στην Πορτογαλία. Η συνέχεια θυμίζει θρίλερ αφού ο Κρόουλι έπεισε τον Πεσόα να τον βοηθήσει στον σχεδιασμό της ψεύτικης αυτοκτονίας του, αφήνοντας μάλιστα και σχετικό σημείωμα στο Μπόκο Ντο Ινφέρνο (Στόμα της Κόλασης), ένα σχηματισμό βράχων δυτικά της Λισαβόνας. Μετά ο Κρόουλι κατέφυγε στην Ισπανία, ενώ ο Πεσόα έπαιξε άψογα τον ρόλο του στις Αρχές, διηγούμενος ότι ο Κρόουλι είχε εξαφανιστεί στη θάλασσα και εξηγώντας ότι την επόμενη μέρα τον επισκέφτηκε το φάντασμα του αυτόχειρα μάγου.
Η ανιψιά του Πεσόα, Μανουέλα Νογκέιρα, ετοιμάζεται να βγάλει στο σφυρί 2.000 χειρόγραφά του και ο υπουργός Πολιτισμού, Χοσέ Αντόνιο Πίντο Ριμπέιρο, της το απαγορεύει
Πέρα όμως από τις σκανδαλώδεις φήμες, υπάρχει η ίδια η αλληλογραφία, που αποτελεί αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στην ανιψιά του Πεσόα και το πορτογαλικό κράτος. Για την κυβέρνηση της Λισαβόνας κάθε χειρόγραφο του Πεσόα αποτελεί εθνική κληρονομιά. Ο υπουργός Πολιτισμού, Χοσέ Αντόνιο Πίντο Ριμπέιρο, προειδοποίησε δημόσια ότι η κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να απαγορεύσει την πώληση των χειρογράφων. Ενέργεια που ο αμερικανικός Τύπος, πάντα άστοχος, την απέδωσε στο ξύπνημα του ευρωπαϊκού εθνικισμού. Το ζήτημα φυσικά δεν είναι η τόνωση του εθνικού αισθήματος των Πορτογάλων. Ούτε το κυνήγι των τουριστών, που αρκούνται να βγάζουν φωτογραφίες καθισμένοι απέναντι από το χάλκινο άγαλμα του Πεσόα, μπροστά στο αγαπημένο του στέκι, το καφέ «Α Μπραζιλέιρα». Οπως εξηγεί η πορτογαλική κυβέρνηση, κάθε γραπτό του Πεσόα είναι αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Η κίνησή της να απαγορεύσει την πώληση ανοίγει έναν άλλο διάλογο. Σε ποιον ανήκουν τελικά τα έργα τέχνης; Στους συγγενείς εξ αίματος του καλλιτέχνη, που αποδεικνύονται άπληστοι και ασεβείς; Ή στους πολίτες για τους οποίους τα δημιούργησε;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ελευθεροτυπία, 21/07/2008

ΜΟΥΣΑ ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΥΣΑ Η ΚΑΡΑΣΟΥΤΣΑΣ ΤΙΣ

Του Γιώργου ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ, Η Αυγή, 20/07/2008

"Χθες απέθανε Καρασούτσας τις": μ' αυτές τις περιφρονητικές λέξεις νεκρολογούσε μια αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής τον Ιωάννη Καρασούτσα. Όπως κι ο Παπαρηγόπουλος, ο Καρασούτσας δεν άντεξε τους μικρόχαρους καιρούς του, που είθιστο και τότε να δολοφονούν τους ποιητάς και αποτόλμησε το απονενοημένο διάβημα. Κάκιστα, γιατί κάποτε θα πρέπει κι οι καλλιτεχνούντες κι οι μουσόληπτοι να πάρουν εκδίκηση επιφέροντας θανάσιμα πλήγματα στην σκυλόψυχη εποχή τους. Πάντως, οι στιχοπλόκοι της παλιάς αθηναϊκής σχολής δεν είχαν το σθένος να αντεπιτεθούν. Περιορίστηκαν να κλαυθμηρίζουν και να θρηνωδούν.
Ανάμεσα ωστόσο στις γραώδεις θρηνωδίες του τότε συρμού το στιβαρό άσμα του Καρασούτσα ξεχωρίζει. Ο ίδιος διεκδικούσε μια εξέχουσα θέση για την τέχνη των Μουσών: "Οι ποιηταί ως Εστιάδες", γράφει στον πρόλογο της "Βαρβίτου", "φυλάττουσιν ακοίμητον την ιεράν φλόγα της φιλοπατρίας, διατηρούν την ελπίδα, χαροποιούσι τους τεθλιμμένους ήρωας υμνούντες αυτών τα κλέα και ζώσι και θνήσκουσιν ως εκείνοι καταλίποντες κληρονομίαν εις τους εκγόνους οι μεν το ξίφος οι δεν την λύραν αυτών". Ξίφος και λύρα είναι όπλα εξίσου ισχυρά. Και μάλιστα όταν στέφονται κατά των τυράννων. Ο Καρασούτσας, όπως κι ο Κάλβος, μισούσε τους Ξέρξες και τους σατράπες. Το πάθος της ελευθερίας ήταν βαθιά ριζωμένο στην ψυχή αυτού του σμυρνιού, που απεχθανόταν όσους συμβιβασμούς υποδουλώνουν κι ευτελίζουν κι εγκωμίαζε τον Βερανζέρο, γιατί "του Διογένους την πενίαν / κι εν της Λιλέτας απλούν ρόδον / επρόκρινε από την ανίαν / των χρυσοφόρων ανδραπόδων".
Από την πλούσια λυρική συγκομιδή του Καρασούτσα θα επιλέξω να σταθώ στο ιδιάζον, "διαστημικής φαντασίας" ποίημα "Εις εν άστρον". Ο ποιητής αντικρίζει στις αχανείς εκτάσεις του νυκτερινού ουρανού το αμυδρό κι αβέβαιο φως ενός άστρου, έναν μικρό αδάμαντα άμεσα στην πληθύ των αδαμάντων, των σμαράγδων και των σαπφείρων που κοσμούν την εσθήτα του συμπαντικού θεού, μια χλωμή λαμπάδα του περίλαμπρου βωμού που προχέει "αείρροον φως λύχνων χιλίων και χιλίων" ή, ακόμα σωστότερα κι επιστημονικότερα, έναν ήλιο φέροντα " πλανήτας κινουμένους / και πας [του] δε πλανήτης υποπλανήτας άλλους" μέσα σε "σωρεία κόσμων εκτάσεων απείρου",. Ίσως δε-φαντάζεται- αυτό το άστρο να φέρει ως γίγας "επί ευρέων νώτων / και γαίας και θαλάσσας, και λόφους και πεδία- / πλην ποία των η τύχη και τις η ιστορία;" Κυλούν και εκεί τα πράγματα όπως εδώ, η μοίρα των ανθρωπίνων επαναλαμβάνεται απαράλλακτη κι εκεί; "Κι ενώ ο οφθαλμός μου, ω άστρον, σ' ατενίζει, / σε διαπρήσσουν ίσως στρατεύματα και στόλοι / υπό τα βήματά των το έδαφός σου τρίζει, / και μάχαι συγκροτούνται, και πίπτουν στρατοί όλοι." Η ωδή καταλήγει σε συμβατικούς απαισιόδοξους στοχασμούς για την ματαιότητα των πάντων: όλη αυτή η τύρβη κι η βοή είναι ασήμαντος κόκκος μέσα στην νεκρική σιγή της απεραντοσύνης, μια μικρή φωτεινή στιγμή που κάποτε θα σβήσει στο έρεβος της αιώνιας νύχτας. Ουσιαστικά, ο Καρασούτσας την αντανάκλαση της επίγειας ματαιότητας καθορά στο έναστρο στερέωμα προκαλώντας μας να φανταστούμε την μικρή μας γη από μιαν άλλη άκρη του διαστήματος.
Φαίνεται πως το μυστήριο του έναστρου στερεώματος σαγήνευε τον ποιητή μας. Αφιέρωσε ολόκληρο άσμα στα ουράνια σώματα, τον γαλαξία, αυτή την μεγάλη φυταλιά άστρων , απ' όπου αέναα προβάλλουν νέοι κόσμοι, τις Πλειάδες που βαδίζουν κατά μόνας σαν άσπιλες παρθένοι, τον Ωρίωνα που νυκτιπολεί βαστάζοντας την χρυσή κώπη αργυροήλου ξίφους.
Οι στίχοι αυτοί θυμίζουν τις εμπνευσμένες περιγραφές του μεγάλου αστρονόμου του 19ου αιώνος, του Καμίλλου Φλαμμαριόν, ο οποίος, πέρα από επιστήμων, ήταν, όπως φαίνεται στο μυθιστόρημά του "Στέλλα", και μέγας ποιητής του διαστήματος: "Παρατηρήσατε τον τρίτον αστέρα της Ανδρομέδας, φαίνεται λευκός και απλούς. Λοιπόν, οπότε θελήσετε, θα σας τον δείξω εις το τηλεσκόπιον και θα δήτε με τους ιδίους σας οφθαλμούς πόσον είναι θαυμάσιος! Είναι χρυσούς ήλιος, πέριξ του οποίου στρέφεται άλλος πράσινος ήλιος, σαν σμαράγδι, και πέριξ αυτού πάλιν άλλος ήλιος κυανούς ως σάπφειρος... Κυττάξετε εις τον Κύκνον αυτό το θαυμάσιον άστρο! Είναι ο Αλβιρέος. Υπάρχει κει πάνω εκπάγλου κάλλους ξυνωρίς δύο αστέρων, εκ των οποίων ο ένας σκορπίζει γύρω του χρυσάς ακτίνας και ο άλλος κυανήν λάμψην σαπφείρου. Εκεί δε στον Δελφίνα, παρατηρείται ο συμφυρμός των πυρσών ενός τοπαζίου κι ενός σμαράγδου" ( η μετάφραση του Ανδρέα Δαλέζιου).
Ο Παλαμάς μεταξύ των καθαρολόγων ξεχώριζε κι εκτιμούσε τον Καρασούτσα και ως πρωτότυπο συγγραφέα και ως μεταφραστή - θεωρούσε τη μετάφρασή του της "Παναγίας των Παρισίων" αντάξια του πρωτοτύπου- και χρεώνει την αποτυχία του να γράψει ποιήματα ισοδύναμα του ταλάντου του στην καθαρεύουσα.
Ο Παλαμάς είχε δίκιο: το λυρικό καράβι της καθαρεύουσας βυθίστηκε αύτανδρο. Κανείς από τους λυρικούς ποιητές της δεν κατάφερε να επιβιώσει, όσο καλός οιακοστρόφος ή κωπηλάτης κι αν ήταν. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτό το ναυάγιο στάθηκε δίχως οφέλη. Και στα γράμματα, όπως και αλλού, σε μια επιτυχημένη πραγμάτωση αντιστοιχούν πολλαπλάσιες αποτυχημένες δοκιμές, δίχως τις οποίες εκείνη δεν θα συντελούνταν ποτέ. Δίχως τους Βασιλειάδηδες, τους Παράσχους και τους Παπαρηγόπουλους, δίχως τα πεισιθάνατα στιχουργήματά τους, που σήμερα μόνο θυμηδία προκαλούν, δεν θα υπήρχε μήτε Παλαμάς, μήτε Καβάφης, μήτε Καρυωτάκης.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ;

Της Ντινας Κακαλη, Η Αυγή, 20/07/2008

Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε τους προηγούμενους μήνες η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να εξαιρεθούν οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες από τη χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ανάπτυξης) 2008-2013. Η απόφαση αυτή δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι οι δαπάνες για την κάλυψη των πάγιων και λειτουργικών εξόδων των βιβλιοθηκών κρίθηκαν ως μη επιλέξιμες για συγχρηματοδότηση, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρά τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις και προετοιμασίες από μεριάς των βιβλιοθηκών να οργανώσουν τις προτάσεις τους στο Δ΄ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), αλλά και την έντονη διαμαρτυρία από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας, δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική απάντηση από μεριάς του Yπουργείου, αρκετούς μήνες μετά. Η απόφαση αυτή ανέδειξε μια σειρά από ζητήματα, εκ των οποίων τα πιο σημαντικά είναι, βέβαια, η αμφίβολη συνέχιση του έργου των βιβλιοθηκών, καθώς και η εργασιακή ομηρία εκατοντάδων εργαζομένων.
Ακόμα και αν κάποια υπο-έργα, όπως η προμήθεια των περιοδικών, μπορέσουν να ενταχθούν στον κρατικό προϋπολογισμό, η λειτουργία των βιβλιοθηκών υπονομεύεται από την έλλειψη προσωπικού, καθώς αυτή θα είναι η βασική συνέπεια της απώλειας της χρηματοδότησης από κοινοτικά κονδύλια. Διότι, όπως γνωρίζουν καλά οι άνθρωποι που "ζουν από μέσα" τις βιβλιοθήκες αλλά και αυτοί που τις χρησιμοποιούν, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα των έργων τα οποία με κόπο και μεράκι αναπτύχθηκαν το προηγούμενο διάστημα είναι η συνέχιση της απασχόλησης του προσωπικού, που είτε οργάνωσε τις υπηρεσίες αυτές είτε τις στελέχωσε. Για παράδειγμα, πολλές ψηφιακές βιβλιοθήκες, που στην ουσία είναι τα ιδρυματικά καταθετήρια της λεγόμενης "γκρίζας βιβλιογραφίας" (διατριβές, μεταπτυχιακές εργασίες και δημοσιεύσεις μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας), οργανώθηκαν και στελεχώθηκαν από τη νέα γενιά των συμβασιούχων αυτών~ το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την υποστήριξη της πρόσβασης για άτομα ΑμεΠΟ (φοιτητές με προβλήματα μερικής ή ολικής όρασης), μια πρωτοπόρα για τα ελληνικά δεδομένα προσπάθεια.
Οι εργαζόμενοι αυτοί, στην πλειοψηφία τους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, εργάζονται, χωρίς αυτό να αποτελεί δική τους επιλογή, με συμβάσεις έργου. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η καθημερινή παρουσία τους στον χώρο εργασίας είναι αναγκαία, αφού καλύπτουν ουσιαστικά πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Το οξύμωρο, βέβαια, είναι ότι στα ιδρύματα οι μόνιμες θέσεις βιβλιοθηκονόμων είναι ελάχιστες. Οι θέσεις, λ.χ., που προβλέπονται από τον οργανισμό του Παντείου Πανεπιστημίου (Π.Δ. 381/1998) είναι μόλις επτά για τη Διεύθυνση Βιβλιοθήκης, και μάλιστα τρεις από αυτές είναι θέσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης βιβλιοθηκάριων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, σήμερα, με διαφορετικές συμβάσεις εργασίας (μόνιμοι, αορίστου χρόνου, ειδικό τεχνικό προσωπικό, συμβασιούχοι έργου), στις βιβλιοθήκες εργάζεται πολύ μεγαλύτερος αριθμός ατόμων.
Κανένας στον χώρο τον ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών δεν μπορεί να αιτιολογήσει την εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση στην έννομη ρύθμιση της οργάνωσής τους. Γιατί, ενώ με βάση τον γνωστό νόμο-πλαίσιο, "σε κάθε ΑΕΙ ιδρύεται ενιαία Βιβλιοθήκη για την εξυπηρέτηση των σκοπών της έρευνας και της διδασκαλίας που λειτουργεί ως αυτοτελής και αποκεντρωμένη υπηρεσία και αποτελείται από: α) την Κεντρική Βιβλιοθήκη του Α.Ε.Ι. β) τις Βιβλιοθήκες Τμημάτων"^1^, δεν εκδόθηκε ποτέ το Προεδρικό Διάταγμα, που προβλεπόταν στο ίδιο άρθρο, το οποίο και θα ρύθμιζε τις αρμοδιότητες των βιβλιοθηκών, όσον αφορά τη διοίκησή τους καθώς και τα ζητήματα σε σχέση με το προσωπικό και την εξέλιξή του. Το αποτέλεσμα είναι η ανυπαρξία τμημάτων, αλλά και επίσημης οργανωτικής δομής στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια στελεχώθηκαν από τις χρηματοδοτήσεις των προγραμμάτων του Β' και Γ' ΚΠΣ. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο νόμος 3404/2005, με το άρθρο 16, παρέπεμπε το ζήτημα αυτό στους εσωτερικούς κανονισμούς των ιδρυμάτων, γνωρίζοντας όμως καλά ότι θέματα όπως ο αριθμός θέσεων και η διοικητική διάρθρωση είναι ζητήματα των οργανισμών των ιδρυμάτων. Ο νέος πρότυπος εσωτερικός κανονισμός, τον οποίο εισηγήθηκε πριν από κάποιους μήνες το Υπουργείο, έρχεται σε αντίθεση με τον παραπάνω νόμο και δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε~ αντίθετα, αποδεικνύει ότι τουλάχιστον τα αντίστοιχα άρθρα συντάχθηκαν με πνεύμα που απέχει πολύ από τις σύγχρονες ανάγκες τους.
Παρά τις παραπάνω αντιξοότητες, τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια ότι οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες άλλαξαν όψη, παρουσιάζοντας ένα πολύπλευρο έργο διεθνών προδιαγραφών και βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας γιγαντιαίας προσπάθειας στον τομέα της διαχείρισης, της πρόσβασης και της παραγωγής της επιστημονικής γνώσης.
Σε επίπεδο οριζόντιας δράσης, οι βιβλιοθήκες ανέπτυξαν κοινοπραξία που πέτυχε να δώσει σάρκα και οστά σε μια σειρά από έργα, όπως η πρόσβαση σε αξιόλογο αριθμό επιστημονικών περιοδικών, η ανάπτυξη κοινών προτύπων, συλλογικού καταλόγου και ενοποιημένης αναζήτησης, η μονάδα ολικής ποιότητας για τη συγκέντρωση και ανάλυση των στατιστικών στοιχείων. Το πιο σημαντικό όμως είναι η επίτευξη της συνεργασίας μεταξύ των βιβλιοθηκών των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης -- ίσως όχι της ιδεατή, αλλά πάντως ικανή να επιφέρει τα παραπάνω αποτελέσματα.
Σε επίπεδο κάθετων δράσεων, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες αυτοματοποίησαν την αναζήτηση στις συλλογές τους, ανέπτυξαν υπηρεσίες πληροφόρησης για τους χρήστες, οργάνωσαν εκπαιδευτικά σεμινάρια, δημιούργησαν θεματικές πύλες και ψηφιακές βιβλιοθήκες~ επίσης, ψηφιοποίησαν αρχειακό υλικό και ανέπτυξαν, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, υπηρεσίες διαδανεισμού. Πρωτοπόρες βιβλιοθήκες κατάφεραν τα επιτεύγματα αυτά να πραγματωθούν εξολοκλήρου από το προσωπικό τους~ ακόμη, χρησιμοποίησαν νέα λογισμικά που ανέπτυξαν οι ίδιες ή βασίστηκαν σε λογισμικό ανοικτού κώδικα.
Έτσι λοιπόν, ο αποκλεισμός των βιβλιοθηκών ακόμα και από αυτές τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, βάζει ταφόπλακα στις πολύχρονες προσπάθειες που καταβλήθηκαν ώστε σήμερα να μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες. Η φιλοσοφία που αντιμετώπιζε τις βιβλιοθήκες ως πολυσυλλεκτικούς οργανισμούς για την πρόσβαση στη γνώση, τη διάχυση της γνώσης και, ακόμη περισσότερο, της πληροφορίας, αντιστρέφεται για να επιστρέψουμε και πάλι στη λογική των βιβλιοθηκών που επιτελούν τον ρόλο αποθήκης αραχνιασμένων βιβλίων.
Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που αναδεικνύεται από όλα τα παραπάνω είναι ότι η ανάπτυξη θεσμών στρατηγικού χαρακτήρα στην εκπαίδευση, όπως οι βιβλιοθήκες, δεν μπορεί να στηρίζεται σε ευρωπαϊκά κοινοτικά προγράμματα. Η προσκόλληση στα ευρωπαϊκά προγράμματα αντικατοπτρίζει την επικρατούσα αντίληψη, που αντιμετωπίζει τις βιβλιοθήκες περίπου ως μια περιττή πολυτέλεια, και όχι ως αναπόσπαστο κομμάτι της αέναης εκπαιδευτικής, ερευνητικής και, βεβαίως, πολιτισμικής επένδυσης μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας. Αποδεικνύει δε την αποσπασματική και πρόχειρη αντιμετώπιση, από πλευράς της πολιτείας, ενός κοινωνικού αγαθού υψίστης σημασίας στις σύγχρονες κοινωνίες, που αποτελεί δείκτη ανάπτυξης, ευημερίας αλλά και δημοκρατίας.
Εδώ, παραφράζοντας ελαφρά τη ρήση του μεγάλου συγγραφέα αλλά και επαγγελματία βιβλιοθηκάριου Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μπορούμε να πούμε: Η βιβλιοθήκη είναι καθρέφτης της κατάστασης των πανεπιστημιακών πραγμάτων και πνευμάτων μας, είναι το γνωσιολογικό σύμπαν μας και συνάμα η μνήμη του κόσμου μας, έτσι όπως συλλογικά τη κατασκευάζουμε.

1. Νόμος 1268/82, άρθρο 7.

Η Ντίνα Κακάλη είναι διευθύντρια της βιβλιοθήκης του Παντείου Πανεπιστημίου

Sunday, July 20, 2008

ΒΙΛΧΕΛΜ ΦΟΝ ΧΟΥΜΠΟΛΝΤ, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων

Η ρομαντική κατακόρυφος

Του Στέφανου ΡΟΖΑΝΗ, Η Αυγή, 20/07/2008

ΒΙΛΧΕΛΜ ΦΟΝ ΧΟΥΜΠΟΛΝΤ, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων, μτφρ. Ξενοφών Αρμύρος, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2008

Από το 1946, ο αλησμόνητος Παναγιώτης Μιχελής είχε εμπεριστατωμένα διερευνήσει στα νεοελληνικά μας τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ ωραίου και υψηλού, διάκριση η οποία αποτελεί συστατικό-ιδρυτικό όρο της ρομαντικής θεωρίας και πράξης και γενικότερα του ρομαντικού κοσμοειδώλου.Ο ρομαντικός κατακόρυφος άξονας του υψηλού παρέβλεπε, και ίσως κατ' ουσίαν αμφισβητούσε, την καντιανή προοπτική (μολονότι δεν την ακύρωνε) του υψηλού ως κλίμακος του ωραίου ή, εν πάση περιπτώσει, ως συνοίκησης του ωραίου και του υψηλού σε μιαν ολιστική θεώρηση της καταγωγικής περιοχής των δύο εκφραστικών κατηγοριών.

Διαρρηγνύοντας τις κυρίως αρχαιοελληνικές προϋποθέσεις και όρους του ωραίου, η κατηγορία του υψηλού εισήγαγε τη δημιουργική ασυμμετρία στον πυρήνα της ποιητικής εκφραστικής και της πρόζας του κόσμου, κατά το μέτρο κατά το οποίο επιθυμούσε να διαχωρίσει τη ρομαντική του ατομικότητα από τη μη-ατομικότητα των αρχαιοελληνικών εναισθήσεων της τραγικής μορφής του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου. Γράφει εν προκειμένω ο Μιχελής: "Το υψηλό το διακρίνει ο δυναμισμός, ενώ το ωραίο η στατικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ωραία έργα είναι άψυχα. Αλλά το αίσθημα του υψηλού γεννιέται από μια διάσταση, από μια 'τάση' έντονη συναισθημάτων που ζητάει μια λύση, ενώ του ωραίου το αίσθημα γεννιέται μέσα από την ισορροπία των τάσεων, μέσα από τη 'λύση' των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων. [...] Το ωραίο είναι στραμμένο προς τα έξω, είναι μια κατάφαση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου, ενώ το υψηλό είναι στραμμένο προς τα έσω, είναι μια άρνηση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου [...] Και γι' αυτό το υψηλό δεν τρομάζει ούτε στο άμορφο μπροστά~ στη φύση μάλιστα μία από τις πρώτες του εκδηλώσεις είναι η εντύπωση του χάους, και στην πρωτόγονη τέχνη η εντύπωση του κολοσσιαίου και τερατώδους [...] Αλλά η συγγένεια του άμορφου με το άσχημο και κατά συνέπεια η συγγένεια της αισθητικής κατηγορίας του υψηλού με την κατηγορία του άσχημου εξηγεί γιατί η υψηλή τέχνη μεταχειρίζεται και την ασχήμια σαν μέσο εκφραστικό" (Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης, Αθήνα 1946).

Διερευνώντας τις κατηγορίες του ωραίου και του υψηλού, από τη σκοπιά όχι ακριβώς της ενδημούσας σύγκρουσης η οποία εμπεριέχεται σε κάθε εγχείρημα παραλληλισμού, αλλά από τη σκοπιά μιας θεωρησιακής κατάστασης συμβίωσής τους, και άρα αλληλόδρασής τους, ο Wilhhelm von Humboldt, στα δοκίμιά του υπό τον γενικό τίτλο |Ο Χαρακτήρας των Ελλήνων|, εκφράζεται ακολουθώντας τη ρομαντική κατακόρυφο, δίχως ωστόσο να αφίσταται πλήρως από το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο του ωραίου, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει το ωραίο διά του υψηλού και το υψηλό διά του ωραίου. Το πρόταγμά του είναι ασφαλώς η συντήρηση μιας διαλογικής σχέσης μεταξύ ωραίου και υψηλού, με κάθε κόστος, και προπάντων με το κόστος που προϋποθέτει ο αναστοχασμός του επιγόνου οσάκις επιλέγει να μιλήσει για τον ισχυρό του πρόγονο. Ο "γενικός χαρακτήρας του αρχαίου", διατείνεται, "είναι ο κλασικός, ενώ του σύγχρονου ο ρομαντικός", εννοώντας πάντα τον αρχαίο κλασικό κόσμο, τον κόσμο του έξω και τον κόσμο της ωραίας μορφής, ως έναν ισχυρό πόλο του οποίου ο αντίθετος πόλος είναι ο "σύγχρονος κόσμος των έσω, ο κόσμος της κατακορύφου και της απόλυτης διάχυσης προς τον αμορφία και το μη-σχήμα (ά-σχημο) του απείρου. Σπεύδει μάλιστα να εδραιώσει τον διπολισμό του με μια γενική απόφανση περί της ρομαντικής κατακορύφου: "Το ρομαντικό", αποφαίνεται, "κινείται στο λυκόφως του αισθήματος, χωρίζει το άτομο από το γένος και το γένος από τον κόσμο, ψάχνει για το απόλυτο στα βάθη του εγώ, ενώ για τη δυσαρμονία στην οποία βρίσκεται το άτομο με το απόλυτο δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από την απελπισμένη παραίτηση κάθε προσπάθειας εξομάλυνσης, ή την τέλεια λύση με την ιδέα της χάρης και του θαύματος".

Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Humboldt εισάγει την κατηγορία του υψηλού ως δυσαρμονία μεταξύ ατόμου και απολύτου, δηλαδή, με άλλους όρους, ως κατευθύνουσα δημιουργική ασυμμετρία του έσω, έναντι της απόλυτης αρμονίας του έξω, η οποία συνέχει το κλασικά ωραίο. Επιπλέον μάλιστα, διοχετεύει αυτή τη δυσαρμονία και ασυμμετρία στο συναίσθημα της παραίτησης από κάθε εγχείρημα εξομάλυνσης μεταξύ των δύο κατηγοριών, δηλαδή στη χριστιανική καταγωγή της ρομαντικής κατακορύφου, που πράγματι δεν είναι άλλη παρά η διαπήδηση στις ιδέες της χάριτος και του θαύματος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο διευκρινίζει ότι "η ύψιστη συμβολική έκφραση και των δύο [του κλασικού και του ρομαντικού] είναι ο μύθος για τον πρώτο και ο χριστιανισμός για τον δεύτερο".

Ουσιωδώς, η διάκριση καθίσταται αναγνωρίσιμη, μέσω μιας άλλης διαμεσολαβούσας κατηγορίας, την οποία ο Humboldt χρησιμοποιεί και προβάλλει ως τον γερμανισμό της ρομαντικής κατακορύφου, παρά το γεγονός ότι ο λόγος γίνεται προκειμένου να διαυγασθούν οι έννοιες της αναγκαιότητας και της ελευθερίας. Κατά μια ελεύθερη (αλλά όχι αυθαίρετη) ερμηνεία, το πρόβλημα της ελευθερίας είναι συνυφασμένο με την κατακόρυφο του ρομαντικού έσω και υπ' αυτή την άποψη ανακύπτει η ουσία του ενστίκτου ως προς την ελευθερία. Τι όμως μπορεί να δηλωθεί διά του ενστίκτου και πώς η δήλωση συνάπτεται με τη ρομαντική ελευθερία; Η απάντηση του Humboldt είναι ο γερμανισμός μιας ιδιόμορφης λέξης. Δηλώνει ο Humboldt: "Έτσι μπορεί να ονομαστεί το ένστικτο με μια λέξη που είναι κατανοητή μόνο σε Γερμανούς: sehusucht, νοσταλγία, και ο άνθρωπος έχει έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα στον βαθμό που έχει μια τέτοια συγκεκριμένη νοσταλγία, και αφού αυτή είναι νοητή μόνο σαν ενέργεια, έχει τόσο χαρακτήρα όσο ηθική ενέργεια έχει".

Είναι εμφανής η υπερερμηνεία από την πλευρά της ρομαντικής κατακορύφου που ο Humboldt επιχειρεί προκειμένου να διερμηνεύσει το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο της ωραίας μορφής, παρασύροντάς το προς το μέρος του ρομαντικού υψηλού και της ρομαντικής δυσαρμονίας. Διότι η νοσταλγία, την οποία προτάσσει ως τον γερμανισμό του ενστίκτου, δεν είναι παρά μια γενική κατηγορία συνυφασμένη απόλυτα με την ουσία του Ρομαντισμού, και βέβαια δεν αφορά διόλου το αρχαιοελληνικό πεπρωμένο των μορφών ή τον χαρακτήρα αυτών των μορφών. Πολύ δύσκολα (αν όχι διόλου) θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος τον αρχαιοελληννικό κόσμο να διέπεται από τη (ρομαντικής καταγωγής) δημιουργική φαντασία, τη νοσταλγία και τη δυσαρμονία.

Και όμως ο Humboldt στην υπερερμηνεία του το βεβαιώνει: "Αν γι' αυτό η φαντασία έγινε η κυρίαρχη δύναμη της ψυχής (του Έλληνα), αυτή ήταν μόνο η γνήσια και δημιουργική φαντασία, που δεν προκαταλαμβάνει καμία άλλη δύναμη και δεν παραγνωρίζει ποτέ τον χώρο της".

Τις δυσκολίες που προκύπτουν από μια τέτοια υπερερμηνεία, ο Humboldt τις αντιλαμβάνεται πλήρως γράφοντας προς τον Friedrich Schiller περί της ελληνικής και μοντέρνας [ρομαντικής] ποίησης. Εδώ ακριβώς η υπερερμηνεία του τον εξαναγκάζει να δεχθεί μιαν έλλειψη του αρχαιοελληνικού ποιητικού κοσμοειδώλου, έλλειψη η οποία ασφαλώς δεν αναδύεται από το ίδιο το αρχαιοελληνικό ποιητικό σώμα, αλλά από το γεγονός ότι το ποιητικό αυτό σώμα δεν δύναται να ανταποκριθεί στις ρομαντικές αξιώσεις της επιχειρούμενης ερμηνείας του. "Επειδή όμως", διατείνεται ο Humboldt, "αυτή η αλήθεια [η αλήθεια του αρχαιοελληνικού ποιητικού σώματος] είναι μόνο αισθησιακή και εξωτερική, και επειδή η μορφή του ίδιου του πνεύματος έχει διαμορφωθεί από μόνη της πιο πολύ από την εξωτερική επίδραση της φύσης, απ' ό,τι από εσωτερική διεργασία, προκύπτει μια έλλειψη, το μοναδικό αλλά και ουσιαστικό μειονέκτημα των Ελλήνων".

Φυσικά, δεν πρόκειται για "μειονέκτημα των Ελλήνων" παρά μόνο στον βαθμό που ο Humboldt επιχειρεί να συμπλησιάσει το έξω της κατηγορίας του ωραίου (αισθησιακή και εξωτερική) με το έσω της κατηγορίας του υψηλού, και αυτή την συμπλησίαση να την προβάλλει ως αξιολογική κλίμακα στη διερεύνηση του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου της ωραίας μορφής.

Ο Στέφανος Ροζάνης διδάσκει Φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΓΚΙΓΕΡΜΟ ΜΑΡΤΙΝΕΣ, Η ακολουθία της Οξφόρδης

Διανοητικά πάθη

Του Μάκη ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, Η Αυγή, 20/07/2008

ΓΚΙΓΕΡΜΟ ΜΑΡΤΙΝΕΣ, Η ακολουθία της Οξφόρδης, μτφρ. Ελισώ Λογοθέτη, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 238

"Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στο κομμάτι της αλήθειας που μπορεί να αποδειχτεί", αναφέρει ο Σέλντομ στην Ακολουθία της Οξφόρδης. Αυτήν ακριβώς την απόσταση αποφάσισε να καλύψει ο Ροδερέρ, ο ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος του Αργεντινού συγγραφέα, που μόλις κυκλοφόρησε.

Ο Γκιγιέρμο Μαρτίνες έχει εκδώσει δυο συλλογές διηγημάτων και ένα δοκίμιο με τίτλο Ο Μπόρχες και τα μαθηματικά. Στην πολυμεταφρασμένη Ακολουθία της Οξφόρδης, η οποία μεταφέρθηκε ήδη στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Ισπανού Αλέξ ντε λα Ινγκλέσια, το μυστήριο και οι φόνοι που συμβαίνουν στο ακαδημαϊκό περιβάλλον της Οξφόρδης, εναλλάσσονται με τις αναφορές στο θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ, τους Πυθαγόρειους, τον Καρτέσιο, τον Χάιζενμπεργκ και στα γλωσσικά παίγνια του Βιτγκενστάιν. Ο στοχασμός για τα φιλοσοφικά συστήματα και οι λογικές ακολουθίες που ήταν το εργαλείο για την εξιχνίαση των εγκλημάτων, στο παρόν βιβλίο είναι το όριο που πρέπει να ξεπεράσει ο ήρωας για την κατάκτηση της οριστικής γνώσης.

Πρόκειται για ένα ευσύνοπτο μυθιστόρημα, απλό δραματουργικά, χωρίς πολλές γραμμές δράσης, στο οποίο η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κατορθώνει με άνεση να αποδώσει τον υπόγειο ανταγωνισμό δυο εφήβων. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια κωμόπολη της Νότιας Αργεντινής, όπου η ζωή κυλά ήρεμα. Μια παρτίδα σκάκι θα αποτελέσει την αφορμή για τον αφηγητή, ώστε να γνωρίσει τον παράξενο και απρόσιτο Γκουστάβο Ροδερέρ. Έκτοτε, ο ανομολόγητος θαυμασμός αλλά, προπαντός, η ασίγαστη ζήλεια του, τον μετατρέπουν σε έναν ευαίσθητο και οξύ παρατηρητή, ο οποίος θα καταγράψει τη σύντομη ζωή τού συμμαθητή του.

Ο Μαρτίνες συνθέτει, εμμέσως, ένα δοκίμιο για τη γνώση. Οι αναφορές στον Κάντ, τον Σπινόζα, τον Νίτσε και άλλα μεγάλα πνεύματα διατρέχουν κι αυτό το βιβλίο. Εγείρει προβληματισμούς και διερευνά την αποτυχία των φιλοσοφικών και επιστημονικών συστημάτων, αφού όλα φέρουν τον ιό της μη πληρότητας, τον οποίο αποκάλυψε ο Γκέντελ με το θεώρημά του.

Ο κεντρικός ήρωας, σημαδεμένος από την κατάρα της ευφυΐας, όχι αυτής που λειτουργεί σαν σφουγγάρι και απορροφά ποσότητες, αλλά εκείνης η οποία ατενίζει τον κόσμο με ένα άλλο βλέμμα και αποκαλύπτει καινούρια πράγματα, κυριεύεται από έναν πνευματικό πυρετό, αναζητώντας μέσα από τα βιβλία το δρόμο για την απόλυτη γνώση.

Ανεξάρτητα από τα υλικά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, υπάρχει ένα στοίχημα, το οποίο τίθεται σε κάθε έργο κι αυτό είναι η αξιοπιστία της αφήγησης. Να κατορθώσει να οικοδομήσει ένα σύμπαν συνεκτικό, μια παγίδα που θα συμπαρασύρει τον αναγνώστη στην αλήθεια αυτού του κόσμου. Ο Μαρτίνες κατορθώνει, με μια ευθύγραμμη αφήγηση, κατασκευασμένη με απλά υλικά, να χτίσει διακριτικά και βαθμιαία έναν δύσκολο χαρακτήρα, ο οποίος ακροβατεί στο μεταίχμιο της πραγματικής ζωής και του υπερβατικού κόσμου της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Είναι συνεχώς αφηρημένος και απόκοσμος, κυριευμένος από κάποιον εσωτερικό δαίμονα, που του κατατρώει τις σάρκες και του ζητάει να προχωρήσει την αποστολή του μέχρι το τέλος.

Ο Ροδερέρ εκφράζει έναν εκρηκτικό υποκειμενισμό, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον Φάουστ και τη ρομαντική εξέγερση. Το βιβλίο του Γκαίτε, εξ άλλου, είναι αυτό που δεν αποχωρίζεται ποτέ. Αδιαφορεί προκλητικά για όσα συμβαίνουν γύρω του και υπερασπίζεται με φανατισμό τον προμηθεϊκό στόχο που έχει θέσει στον εαυτό του. Είναι ένας αθόρυβος επαναστάτης στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, έτοιμος να αποσβέσει τον εαυτό του αδιαφορώντας για το σώμα του, προκειμένου να πετύχει το γλυκό θρίαμβο, να κατακτήσει τις απόρθητες επάλξεις, να περπατήσει τις απάτητες κορυφές στις οποίες δεν έφτασε άνθρωπος.

Στο τέλος του έργου, και δυστυχώς για τον αφηγητή, ο Ροδερέρ, με κόστος τη ζωή του -σαν να επρόκειτο για μια συμφωνία με το διάβολο- ανακαλύπτει το μυστικό της απόλυτης γνώσης. Τι είπε λοιπόν, ο μυθιστορηματικός ήρωας που την ανακάλυψε, αλλά δεν πρόλαβε να την καταγράψει στο χαρτί; Κάτι ψιθύρισε, αλλά δεν ακούστηκε πολύ καλά. Έτσι, ο πόθος για το ανέφικτο θα παραμείνει ζωντανός και η γνώση όπως ήταν πάντα: ένας διαρκής αγώνας, με αξεπέραστα όρια. Ας αρκεστούμε στην αλήθεια που μπορούμε. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο Μαρξ, ιστορικά η ανθρωπότητα δε θέτει παρά μόνο εκείνα τα ερωτήματα που μπορεί να απαντήσει.

Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος