Της Πέπης ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αυγή, 23/11/2008
Ψυχανάλυση και ιστορία ανήκουν στις επιστήμες της μνήμης. Είναι γεγονός ότι ο όρος επιστήμες χρειάζεται εδώ κάποιες διευκρινίσεις. Η ψυχανάλυση ασκείται νόμιμα και από μη γιατρούς, πράγμα που απασχόλησε την ψυχιατρική κοινότητα και τον ίδιο τον Φρόιντ, και η άσκησή της βασίζεται σε μια διαδικασία -τη συνεδρία- η οποία είναι και μια υπόθεση πράξης και δημιουργίας, που τέμνει αλλά και υπερβαίνει τα όρια της όποιας «καθαρής» επιστήμης. Και η ιστορία όμως περιλαμβάνει από την πλευρά της επιλογές, αποκλεισμούς, ρητορικές και επίνοιες, που αναδεικνύουν επίσης την συνάφειά της με την δημιουργία. Και οι δύο ωστόσο είναι δεσμευμένες να σέβονται, αν όχι κάποιο υπερβατικό αληθές, τουλάχιστον το ορθό, πράγμα που τις τοποθετεί στον επιστημονικό χώρο, ενώ, από την άλλη πλευρά, ως επιστήμες της μνήμης βρίσκονται σήμερα στο στόχαστρο μιας κρατούσας άποψης και εξουσίας, που, όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω, έχουν λόγους να εχθρεύονται και να απαξιώνουν τη μνήμη αυτή.
Η ψυχανάλυση έχει μια καταγωγική σχέση με τη μνήμη. Με μια έννοια, αυτό ήταν ήδη δεδομένο από τη στιγμή που ο ιδρυτής της, ο Φρόιντ, στήριξε εξ αρχής τη θεωρία του για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στο διάλογο με τον αρχαίο μύθο του Οιδίποδα, και μάλιστα όπως αυτός αποτυπώνεται σε ένα έργο κεντρικό για την ιστορία της λογοτεχνίας και του θεάτρου, στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή. Πέρα όμως από αυτό, ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης ένοιωσε την ανάγκη να θεμελιώσει τη θεωρία του και στο διάλογο με τον ιστορικό χρόνο. Για την ακρίβεια, με τον προ-ιστορικό χρόνο, όπου εξελίσσεται η συναρπαστική φροϋδική μυθοπλασία του Τοτέμ και ταμπού, και με την διατομή ιστορίας και μύθου, όπου τοποθετείται το ανατρεπτικό του δοκίμιο Μωυσής και μονοθεϊσμός. Ακόμη και αν όλα αυτά δεν υπήρχαν, πράγμα που θα έκανε την ψυχανάλυση να είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, και πάλι η ψυχανάλυση ως πρακτικο-ποιητική θεραπευτική διαδικασία θα ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τη μνήμη. Ο αναλυόμενος που ξαπλώνει στο αναλυτικό κρεβάτι παραδίδεται στην αλυσίδα των συνειρμών, μέσα από την οποία προσπαθεί να περάσει από το νοσηρό παρόν που τον έφερε στην πόρτα του αναλυτή, στο παρελθόν εκείνο του οποίου η επώδυνη γνώση θα τον θεραπεύσει ή, έστω, θα του καταστήσει πιο βιώσιμη τη ζωή.
Είναι, από την άλλη πλευρά, γνωστή η φροϋδική μετωνυμία μέσα από την οποία συνδέονται ψυχανάλυση και αρχαιολογία. Δεν πρόκειται φυσικά μόνο για την προσοχή του Φρόιντ στο αρχαιολογικό θρίλερ της Γκραντίβα του Γιένσεν, το οποίο σχολιάζει και ερμηνεύει, ούτε για τα λατρευτικά τελετουργικά ειδώλια που είχε στο γραφείο του και που συνδέονται τόσο με τις μυήσεις όσο και με τον επιδειξιασμό. Ο Φρόιντ βλέπει τα στρώματα της ψυχής με τον τρόπο που βλέπει κανείς και τα στρώματα μιας πόλης. Όπως ο αρχαιολόγος καταδύεται σταδιακά στα διαδοχικά στρώματα που του αποκαλύπτουν διαφορετικούς πολιτισμούς, που κοιμούνται κάτω από την επιφάνεια ενός αρχαιολογικού τόπου, ακόμα και μιας μεγαλούπολης σαν την Ρώμη ή το Λονδίνο, τόπων των οποίων η αρχαιολογική μνήμη απασχολεί τον Φρόιντ, έτσι και η διαδικασία της ψυχανάλυσης οδηγεί σταδιακά σε ένα βάθος, του οποίου η επώδυνα βιωμένη γνώση, αν και ουσιαστικά δεν εξαντλείται ποτέ, ανατρέπει την παραδεδομένη εικόνα του εαυτού και του κόσμου και επιβάλλει μια σημαντική αλλαγή στην ψυχική ισορροπία και στη συμπεριφορά του αναλυόμενου υποκειμένου. Μικρή σημείωση που θα μας χρειαστεί για να συνεχίσουμε την συζήτησή μας: Η ψυχαναλυτική παλινδρόμηση στο χρόνο είναι δύσκολη υπόθεση. Γι' αυτό και διάφοροι διανοούμενοι οι οποίοι θεωρούν πως η ψυχανάλυση είναι ένας κλάδος της λογοτεχνίας και φλυαρούν ασύστολα περί του αυτού και άλλων τινών, τρέπονται σε άτακτη φυγή στην πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη πραγματική συνεδρία.
Η ιστορία, αν δεχτούμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την παραμικρή σχέση με την γένεσή της, είναι μια σχέση με το χρόνο, μια αντίσταση στη λήθη. Έτσι την ορίζει ο «πατέρας» της Ηρόδοτος, που η σύγχρονη ανθρωπολογία μας πείθει όλο και περισσότερο ότι ήταν πολύ λιγότερο παραμυθάς απ’ ότι νομίζαμε: «Έγραψα την ιστορία μου» λέει, «για να μείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη τα σημαντικά έργα που έπραξαν οι Έλληνες και οι Βάρβαροι». Ταυτόχρονα η Ιστορία, το κάθε νέο έργο ιστορίας, ήταν μια αποκαθήλωση των προηγουμένων ή, για να μιλήσουμε με το φροϋδικό ιδίωμα, μια πατροκτονία: Ο Εκαταίος αποκαθήλωσε τους προηγούμενους μυθογράφους, ο Ηρόδοτος τον Εκαταίο, ο Θουκυδίδης τον Ηρόδοτο. Το μυθώδες, τα παραμύθια, δηλαδή τα ψέματα, που παραμορφώνουν το ιστορικά ορθό, έγιναν η βασική κατηγορία που εκτόξευε ο κάθε Έλληνας ιστορικός στον προκάτοχό του. Ο ιστορικός που ασκούσε την κριτική στο μυθώδες στοιχείο προηγούμενων έργων κατέρριπτε και τους πολιτικούς μύθους που συγκροτούσαν την κυρίαρχη ιδεολογία, και με τον τρόπο αυτό προέβαινε σ’ ένα είδος ιδεολογικής πατροκτονίας. Όπως η εικόνα του Πατέρα ενδέχεται να καταρρεύσει σε μια ψυχανάλυση, έτσι και ο Θουκυδίδης μας λέει ότι οι πατέρες της δημοκρατίας, οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, έκαναν αυτό που θεωρούνταν ιδρυτική πράξη της αθηναϊκής δημοκρατίας, δηλαδή το φόνο του Πεισιστρατίδη Ίππαρχου, για λόγους που είχαν να κάνουν όχι με τη δημοκρατική ιδεολογία αλλά με ερωτοδουλειές.
Τα μοντέρνα παραδείγματα είναι ακόμη πιο εύγλωττα. Όποιος πρωτοδιαβάσει ένα σοβαρό σύγγραμμα για τον πρώτο ή τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βιώνει μια αντίστοιχη εμπειρία αποκαθήλωσης. Βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανοησία, τη μυωπία, την παράνοια και τη μισαλλοδοξία των κρατούντων, που οδήγησε στην αυτοκτονία της Ευρώπης, μέσα από τη φρίκη των χαρακωμάτων και την αδιέξοδη αντιπαράθεση των σωβινισμών. Παράλληλα, όποιος διαβάσει σοβαρές ιστορικές μελέτες για το ναζισμό, το φασισμό, το σταλινισμό, το μαοϊσμό, βιώνει το γκρέμισμα των ιδεολογικών στερεότυπων και τη γύμνια που μερικοί επιδερμικοί και άρα ενθουσιώδεις θιασώτες του μεταμοντερνισμού καλωσόρισαν ως ένα αυτονόητα θετικό βήμα. Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση των δογματικών ιδεολογικών βεβαιοτήτων, που συνεπάγεται η ιστορική γνώση, όπως παλιότερα η κατάρρευση των θρησκευτικών δογμάτων, είναι θετική με την προϋπόθεση ότι στη θέση αυτών των ερειπίων η ανθρωπότητα θέλει και μπορεί να ιδρύσει νέες πιο αυθεντικές προτάσεις. Κάτι τέτοιο δεν είναι ποτέ εύκολο, όπως δεν είναι εύκολο να σηκώσει το βάρος μιας ανεξάρτητης προσωπικότητας ένας αναλυόμενος, που θα βιώσει το λυκόφως των προσωπικών του ειδώλων και την κατάργηση των ψυχικών του βεβαιοτήτων, Η προσωπική και η πολιτική ελευθερία, καρπός επώδυνων αποκαθηλώσεων, είναι κάτι που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε παρά με μεγάλο προσωπικό κόστος. Αν ωστόσο δεν μπορούμε να αντέξουμε αυτή την οδύνη της αποκαθήλωσης, κάθε έννοια ελευθερίας, ευθύνης, δημοκρατίας, καθίσταται ανυπόστατη.
Η άρνηση ενός μεγάλου, ενδεχομένως κυρίαρχου ρεύματος των διανοουμένων και των Μέσων να διαχειριστούν αυτή την επώδυνη αποκαθήλωση, όπου μας οδηγούν από διαφορετικούς δρόμους τόσο η ψυχανάλυση όσο και η ιστορία, οδηγούν πολλούς από αυτούς που αποφασίζουν για τις τύχες του κόσμου στην εποχή μας να εκδηλώνουν μια έντονη αλλεργία απέναντι στη μνήμη και τις επιστήμες ή τις πρακτικές που σχετίζονται μαζί της. Η ψυχανάλυση γίνεται αντικείμενο συντονισμένων επιθέσεων και στη θέση της προκρίνεται ο μπιχαβιορισμός, που υπόσχεται ένα ταχύ και αποτελεσματικό έλεγχο της συμπεριφοράς, πράγμα χρήσιμο για κάθε ολιστική εξουσία. Οι ψυχολογικές προεκτάσεις των νέων τεχνολογιών αναπαράγουν και πολλαπλασιάζουν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, έναν ίδιο μπιχαβιοριστικό μοντέλο, στο οποίο προσφέρουν τον φωτοστέφανο της εξέλιξης και της τεχνικής ισχύος.
Η υποβάθμιση της ιστορίας ακολουθεί αρκετά παράλληλους δρόμους. Περισσότερο και από άλλες επιστήμες του ανθρώπου, η ιστορία ωθείται όλο και πιο πολύ στο περιθώριο των εκπαιδευτικών συστημάτων, του Δυτικού και όχι μόνον κόσμου. Μπροστά στη χρεοκοπία ή τουλάχιστον την κρίση των μεγάλων αφηγήσεων, που παρήγαγαν εθνικές ή ταξικές ιδεολογίες, μία διαδεδομένη τάση πολλών ιστορικών είναι να ασχοληθούν με το επί μέρους, με το αποσπασματικό, κάτι που κάνει το λόγο τους ενδεχομένως ακριβέστερο, αλλά σίγουρα λιγότερο θελκτικό για ένα ευρύ κοινό. Πέρα όμως από όλα αυτά, μια διπλή, επιστημολογική και ακόμη περισσότερο πολιτική άποψη, επιτάσσει, αν όχι την εγκατάλειψη, τουλάχιστον την «εξομάλυνση» της ιστορίας, την αποσιώπηση των συγκρούσεων, των ασχημιών, των λαθών, έτσι που, υποτίθεται, τα μίση μεταξύ λαών και τάξεων να υποχωρήσουν. Η ανθρώπινη ιστορία έχει πράγματι τόσο άθλιες πλευρές, που ο Μαρξ την αποκαλούσε προϊστορία, και ο Νίτσε γενεαλογία. Για να λύσει το πρόβλημα, ένα ρεύμα ιστορικών σπουδών, εμπνεόμενο συνειδητά, είτε και ασύνειδα, σε μεγάλο βαθμό από τα κέντρα των ΗΠΑ, προκρίνει την εξαφάνιση κάθε επώδυνης γωνίας ή ρωγμής.
Στην ψυχανάλυση αυτό θα λεγόταν απώθηση του τραύματος. Απώθηση για την οποία ξέρουμε ότι συνεπάγεται την επιστροφή του απωθημένου, ως νευρωσικού είτε ψυχωσικού συμπτώματος. Στην προσωπική είτε τη συλλογική ιστορία, μια αντίστοιχη συμπεριφορά εγγυάται τον εγκλωβισμό στην κόλαση μιας επανάληψης, που οι αναλυτές θα αποκαλούσαν ψυχαναγκαστική. Όχι τυχαία όμως, τόσο η ιστορία όσο και η ψυχανάλυση διατηρούν μια βαθιά σχέση με τον τραγικό λόγο. Η αφήγηση των Περσικών από τον Ηρόδοτο είναι το αντίστοιχο των Περσών του Αισχύλου, το οιδιπόδειο είναι παιδί της τραγωδίας του Σοφοκλή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ζητούμενο δεν είναι η συσκότιση της συλλογικής είτε της προσωπικής ιστορίας, αλλά αντίθετα η ανάδυση και η ανάδειξη του τραύματος ως προϋπόθεση ελευθερίας.
- Η Πέπη Ρηγοπούλου διδάσκει Επικοινωνία και Αισθητική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών