Saturday, January 9, 2010

«Πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι ταπεινός μπροστά στο έργο του»

Το ζήτημα του συγγραφικού ήθους, κομβικό στο ανέκδοτο έως τώρα κείμενο του Ε.Χ. Γονατά προς τον Νίκο Εγγονόπουλο

  • Γράφει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 9 Ιανουαρίου 2010


Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ- ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΚΑΙ
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ. ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ, ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΤΟ 1976, ΕΡΧΕΤΑΙ
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Ε.
Χ. ΓΟΝΑΤΑ, ΞΑΝΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΟΠΩΣ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΦΟΣΙΩΣΗ
ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙ Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ.

Ο Ε.Χ. Γονατάς, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, είχε συνδεθεί στενά με τον Ν. Εγγονόπουλο. Στη διάρκεια των καθημερινών συναντήσεων και περιπάτων τους στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, ο μεγάλος δάσκαλος, ζωγράφος και ποιητής του Μπολιβάρ μυούσε τον νεαρό, εικοσιπεντάχρονο τότε, μαθητή του στα μυστικά της τέχνης. Την επιστολή αυτή ο Γονατάς την έγραψε στον δάσκαλο πολλά χρόνια αργότερα, όταν εκείνος, σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 17.9.1976, στην ερώτηση ποιους νέους ποιητές εκτιμά, ανέφερε κατ΄ εξαίρεση το όνομά του με τρόπο ιδιαίτερα τιμητικό (η συνέντευξη είναι αναδημοσιευμένη στο βιβλίο του Εγγονόπουλου «... Οι άγγελοι στον Παράδεισο μιλούν ελληνικά», Εκδ. Ύψιλον 1999).

Εξομολόγηση

Το πολυσέλιδο αυτό γράμμα υπερβαίνει τη μορφή μιας συνήθους έκφρασης ευχαριστιών και εισάγει τον αναγνώστη στο ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος της επιστολογραφίας, όπως την άσκησαν μεγάλοι συγγραφείς, και ανάμεσα σε άλλους ο Φλωμπέρ, με την πολύτομη συναρπαστική αλληλογραφία του, ο Σταντάλ, ο Κάφκα, ο Αντρέ Ζιντ, ο Ρίλκε- ας θυμηθούμε τα περίφημα Γράμματα σε έναν νέο ποιητή , όπου ως δάσκαλος απευθύνεται στον μαθητή, αλλά και τις 94 επιστολές του προς τον Ροντέν, όπου ως μαθητής εκφράζει τον θαυμασμό του στον δάσκαλο. Σ΄ αυτήν την τελευταία κατηγορία, της εκ βαθέων εξομολόγησης των οφειλών του μαθητή προς τον δάσκαλο ανήκει και η επιστολή του Γονατά προς τον Εγγονόπουλο, η οποία προσφέρει στιγμές υψηλής πνευματικής και αισθητικής απόλαυσης στον αναγνώστη. Το κείμενό της παρουσιάζεται με την άφθαστη καλλιτεχνική φροντίδα του εκδότη του, Αιμίλιου Καλλιακάτσου, στις σελίδες του ετήσιου τεύχους-καταλόγου των εκδόσεων «Στιγμή», που εφέτος, έχει ένα εξαίρετο αφιέρωμα στον συγγραφέα. (Σημειώνουμε ότι μια δεύτερη επιστολή, τού 1983, δημοσιεύτηκε παλαιότερα, πάλι στον Κατάλογο των εκδόσεων «Στιγμή» του 2007).

Την εποχή που γράφεται η επιστολή ο Γονατάς ήταν ελάχιστα γνωστός, και μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο κύκλο αναγνωστών. Τα μικρά βιβλία που είχε δημοσιεύσει ώς τότε- Ο ταξιδιώτης,Η κρύπτη , Το βάραθρο και Οι αγελάδες (όπου και το περίφημο διήγημά του «Η επίσκεψη»), - ήταν όλα σε ιδιωτικές εκδόσεις. Μπορούσε να τα βρει κανείς μόνο στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, όπως και τα δύο τεύχη του περιοδικού Πρώτη Ύλη που είχε εκδώσει σε συνεργασία με τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα. Λίγες κριτικές, ελάχιστα ενθαρρυντικές, είχαν γραφεί γι΄ αυτά τα βιβλιαράκια με σύντομες ποιητικές πρόζες και μικρές παράδοξες ιστορίες που αντιτάσσονταν στο πανίσχυρο τότε στην Ελλάδα καθεστώς της ρεαλιστικής αφήγησης.

Στις αρχές του ΄50, ο Νίκος Εγγονόπουλος δίδασκε στον νεαρό τότε Επαμεινώνδα Γονατά πως ««μου διδάξατε να διακρίνω το χρυσάφι από τον ντενεκέ, αλλά και να μην περιφρονώ πολλές φορές και τον καημένο τον ντενεκέ»
Σε μια τέτοια περίοδο αποθάρρυνσης και απομόνωσης ο Γονατάς γράφει την επιστολή αυτή, στην οποία, πέρα από τις ευχαριστίες του για την «απροσδόκητη εκδήλωση μεγαλοθυμίας» του δασκάλου του, ανασκάπτει προσεκτικά και επίμονα τις μνήμες από τα χρόνια της θητείας του πλάι σ΄ αυτόν, ανασύρει, ανασυγκροτεί, απαριθμεί και αναλύει τους λόγους της αγάπης και της ευγνωμοσύνης του γι΄ αυτόν.

Λόγους που περιστρέφονται γύρω από τρεις άξονες: μύηση στην ουσία της τέχνης και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, μετάδοση γνώσεων που θα αποτελέσουν τα εφόδια ενός συγγραφέα, και, το σημαντικότερο, διδαχή για το ήθος και τον τρόπο ζωής του καλλιτέχνη. Από την επιστολή αυτή προκύπτουν πολύτιμα στοιχεία τόσο για τον αποστολέα όσο και για τον παραλήπτη. Πρώτα απ΄ όλα έχουμε μια ανεκτίμητη μαρτυρία για τα διαβάσματα του Εγγονόπουλου, για τους συγγραφείς που αγαπούσε, για τις αναδιφήσεις του στις λιγότερο γνωστές σελίδες ή στα περιθώρια της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας:

«Μου φανερώσατε», του γράφει ο Γονατάς, «πως υπάρχουν και άλλοι, εκτός των εν κυκλοφορία, εξαίρετοι γνήσιοι Έλληνες ποιητές και συγγραφείς στην απέραντη και αδιάκοπη ελληνική γραμματολογία μας, μεγαλόπρεπα ή ταπεινά θαμμένοι και σαβανωμένοι στη σκόνη της λήθης, που πάντα διαφεύγουν την προσοχή των ειδικών, και μου επιστήσατε την προσοχή και μου δώσατε τα κλειδιά να πάω να τους βρω, και πήγα και πηγαίνω ακόμα».

Μεταξύ άλλων αναφέρει τον Ναστραντίν Χότζα, την ποίηση του Ανδρέα Λασκαράτου, τις Περιηγήσεις του Ποταγού, το Ελληνικόν Θέατρον του Ζαβίρα, τα Ήθη και Έθιμα του Εδιπζαδέ (Αλ. Εδιπίδη), την Ιστορία των μελλονύμφων του Αλέξανδρου Μανζόνου (πρόκειται για το περίφημο μυθιστόρημα του Ιταλού ρομαντικού ποιητή Αlessandro Francesco Τommaso Μanzoni, I promessi sposi, στην ελληνική μετάφραση του 1846), κι ακόμη τα Σημειωματάρια του Λεονάρδο ντα Βίντσι, το Ημερολόγιο του Ντελακρουά, και πολλά άλλα.

Επόπτες

Όμως το σημαντικότερο στην επιστολή δεν είναι οι οφειλές για γνώσεις και διαβάσματα, αλλά για κάτι που θα ονόμαζα «ζωή της τέχνης», δηλαδή για ζητήματα που έχουν σχέση με το ήθος του καλλιτέχνη, όσο και με την αντίληψη για αυτό που ο Βourdieu oνόμασε «λογοτεχνικό πεδίο», δηλαδή για τη θεσμική και ουσιαστική καταξίωση της λογοτεχνίας, που συνεπάγεται πνευματική αυτονομία, και προϋποθέτει απόλυτη αφοσίωση. Τέτοια ζητήματα, όπως προκύπτει από την επιστολή, απασχολούσαν έντονα τόσο τον δάσκαλο όσο και τον μαθητή. Πολλά είναι τα σημεία της επιστολής που φωτίζουν τις αντιλήψεις του Εγγονόπουλου γύρω από αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα. Αυτό που πρώτα από όλα γίνεται αντιληπτό είναι ότι η τέχνη, και για τους δυο, ήταν μια υψίστης σοβαρότητος ενασχόληση που απαιτεί απόλυτη αφοσίωση, ενώ ταυτόχρονα αποκλείει όλες εκείνες τις ευκολίες της δημοσιότητος, της ναρκισσικής προβολής, της εκφραστικής ευκολίας, της δοσοληψίας και των συναναστροφών με τον λεγόμενο κόσμο των «γραμμάτων» και τους παράγοντές του, κριτικούς, βιβλιοπαρουσιαστές, δημοσιογράφους:

«... Μου συστήσατε να είμαι επιφυλακτικός προς τους δήθεν συνεχώς ανανεούμενους ποιητές και τους κατά συστηματική επιδίωξη “εναλλασσόμενους και διευρυνόμενους” ποιητικούς κύκλους τους, τους οποίους όμως (προσθέτω) κατά προτίμηση και κατ΄ εξοχήν κυνηγούν οι επόπτες και αρχιεπόπτες της λογοτεχνίας μας, και τούτο γιατί τους προσφέρουν με τη χαώδη εργασία τους άφθονο υλικό, άφθονα πεδία κριτικής, αναλυτικής, συνθετικής και κοσμοθεωρητικής έρευνας και πλήθος ευκαιρίες εφευρέσεως “νέων” περί ποιήσεως θεωριών, όρων και ορολογιών, ταξιθετήσεως, ταξινομήσεων και αναταξινομήσεων και, τέλος, συμπερασματικών συγκρίσεων και αξιολογήσεων απίστευτης πάντοτε θρασύτητος και αστοχίας».


Με ένα δεύτερο αξιόλογο αφιέρωμα στον Ε.Χ. Γονατά έκλεισε το 2009, που παρουσιάζεται στις σελίδες του τχ. 41 του περιοδικού Μανδραγόρας . Στην πλούσια ύλη του δημοσιεύονται μελετήματα, φωτογραφίες και άλλο υλικό, καθώς και μια πρώτη συστηματική βιβλιογραφική εργασία για το έργο του, από τον Βίκτωρα Καμχή.

Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ


Από τη διδαχή του Εγγονόπουλου, όπως τη διασώζει και την «εξομολογείται» ο Γονατάς, θα μπορούσε να φτιάξει κανείς έναν «δεκάλογο» ή «δωδεκάλογο» του καλλιτέχνη, στον οποίο προέχουν όρια, κανόνες, απαγορεύσεις, καθήκοντα και υποχρεώσεις, που ίσχυσαν για τη μεγάλη τέχνη όλων των τόπων και των εποχών, και προϋποθέτουν θητεία και μαθητεία, υποταγή και τόλμη, προπάντων απόλυτη αφοσίωση και ταπεινότητα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μάθημα από τις οφειλές που εκφράζει ο Γονατάς στον Εγγονόπουλο, αλλά και από το παράδειγμα του έργου και της ζωής των δύο αυτών δημιουργών:

«Μου διδάξατε πως ο Καλλιτέχνης, με πάθος και πάνω απ΄ όλα, την Τέχνη αγαπά και λατρεύει, ενώ μπροστά στο δικό του έργο (που βέβαια εν παντί του είναι αφοσιωμένος και δεν το παραμελεί) παραμένει ταπεινός».

ΓΡΑΦΕΙ Ο Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ:

● «Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ πρέπει να επενεργεί [...] κατά τον μόνο τρόπο που ο Ιβάνοβιτς Σβέντεντσοφ, άνθρωπος των ρωσικών γραμμάτων και αξιωματικός της φρουράς, σύγχρονος του Κορολένκο, δεχόταν να επενεργεί στο κοινό ένα διήγημα: “Πρέπει να χτυπάει κατακέφαλα τον αναγνώστη, σαν μπαστουνιά, για να (του δώσει να) καταλάβει τι χτήνος είναι”».

● «... ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΑΤΕ, τονίζοντάς μου ξανά και ξανά ότι ο Καλλιτέχνης δουλεύει κυρίως με την καρδιά και την αγάπη, κι όταν τύχαινε να Σας αναφέρω π.χ. κάποιο γνήσιο ποίημα ή άλλο έργο, που μου ΄χε κάνει εντύπωση (ήξερα να το διακρίνω, δεν ήξερα όμως γιατί με είχε τόσο συνεπάρει), μου απαντούσατε με το λακωνικό Σας σχόλιο, συνοδευμένο από μιαν αλησμόνητη έκφραση στοργής στο πρόσωπό Σας: «Μα καλά τώρα, αυτό είναι της καρδιάς», αληθινό δηλαδή».

● «... ΜΟΥ ΕΙΠΑΤΕ πως ο γνήσιος καλλιτέχνης κι ο αληθινός μελετητής και άνθρωπος των γραμμάτων οφείλουν να έχουν ξεκαθαρισμένη γνώμη, αρχές και απόψεις για τα καλλιτεχνικά (αλλά και για όλα τα) πράγματα, και άφοβα να τις εκφράζουν αδιαφορώντας για τις συνέπειες, και όχι συγκεχυμένες και μπερδεμένες κουρελούδες γνωμών».

● «... ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ Σας με διδάξατε να κατανοώ τη θεωρία του Μπωντλαίρ, ότι η κοροϊδία, η ύβρις, η αχαριστία είναι υπέροχα πράγματα, και να θεωρώ τον εαυτό μου αχάριστο αν δεν ευχαριστούσα κάποτε και την αχαριστία».

No comments: