Sunday, January 24, 2010

Ο υπαινιγμός είναι παιχνίδι για δύο

Τη «σκοτεινή» Ελλάδα, την μπλεγμένη στα δίχτυα του μετεμφυλιακού ζόφου, πάντα υπό τον τρόμο του χωροφύλακα και της εθνικοφροσύνης, αποτυπώνει στο πρώτο μυθιστόρημά της «Σμιθ» (εκδόσεις Πόλις) η -και- κινηματογραφίστρια Βασιλική Ηλιοπούλου. Είχαν προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων «Η Λιούμπα και άλλα αρώματα» και η νουβέλα «Η καρδιά του λαγού».

Κεντρικός ήρωας ένας παλιός Μακρονησιώτης, ο Θωμάς, υπάλληλος του ΟΤΕ, που προσπαθεί να σβήσει το αριστερό παρελθόν του μέσα στη μικροαστική και μίζερη ζωή του. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει κι ένας συναγωνιστής του από την εξορία, που ζει σε καθεστώς παρανομίας και ανηλεούς κυνηγητού. Ομως, το εκτυφλωτικό φως της ελπίδας των νέων καιρών έρχεται από τον γιο του Θωμά, τον ενδεκάχρονο Αρη, που δεν θα διστάσει να μάθει από τα παιχνίδια του και από τα «παιχνίδια» των μεγάλων.

  • Το θέμα του Εμφυλίου και του Μετεμφυλίου, γιατί εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία;

«Ισως επειδή θυμίζει αρχαία τραγωδία -χωρίς την κάθαρση. Ισως επειδή παραμένουν ακόμη αναπάντητα ερωτήματα. Ο Εμφύλιος είναι μια εκκρεμότητα στο συλλογικό ασυνείδητο. Το ζητούμενο είναι μια νηφάλια αποτίμηση των γεγονότων. Η λογοτεχνία ψάχνει με το δικό της τρόπο. Οσο για μένα, μια ιστορία με θέμα κυρίως τον Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή εποχή δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου. Ομως, είναι φυσικό όταν αφηγείσαι τη ζωή κάποιων ανθρώπων, να αναφέρεσαι στην ιστορική στιγμή στην οποία ζουν, μια που είναι από τις λίγες σταθερές που διαθέτεις, προκειμένου να πλησιάσεις, να κατανοήσεις όσο γίνεται και να περιγράψεις την ανθρώπινη συμπεριφορά».

  • Υπήρχαν και κάποιοι πιο προσωπικοί λόγοι;

«Καθώς τα πάντα γύρω μου αλλάζουν, τα τοπία μεταμορφώνονται, οι άνθρωποι χάνονται χωρίς ν' αφήνουν ίχνη και η φθορά του χρόνου θολώνει τη σκέψη, θέλησα να γυρίσω λίγο πίσω και να θυμηθώ. Είναι μια εποχή που συμπίπτει με την παιδική μου ηλικία, παράξενη, έντονη και γοητευτική».

  • Το μυθιστόρημα αρχίζει ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι του 1956. Ηταν μια συνειδητή επιλογή για να δώσετε εικονοκλαστικά τον συμβολισμό του ελληνικού φωτός, που μάχεται το μεταπολεμικό αδελφοκτόνο σκοτάδι;

«Απλώς, σαν πρώτη εικόνα-εισαγωγή σε ένα προάστιο του '50, με το νταμάρι του, τους χωματόδρομους και τις αλάνες του, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ άλλη από αυτήν ενός καλοκαιριάτικου καταμεσήμερου μ' έναν κάθετο και ανελέητο ήλιο να τσουρουφλίζει τα αγριόχορτα και να αποσυνθέτει τα μυαλά των ανθρώπων. Οσο για το "αδελφοκτόνο σκοτάδι", οφείλω να ομολογήσω ότι, λόγω αριστερών καταβολών, μου είναι δύσκολο να αντιμετωπίσω τον Εμφύλιο μόνο σαν τέτοιο. Σκοτάδι ναι, αλλά όχι μόνο επειδή πρόκειται για έναν αδελφοκτόνο πόλεμο».

  • Δεν αναφέρεστε ευθέως στα πρόσωπα και στους τόπους, π.χ. δεν κατονομάζεται το στρατόπεδο της Μακρονήσου. Ο υπαινιγμός και το ακατανόμαστο δίνουν ένταση στη δραματικότητα, αποτρέποντας την παγίδα του μελοδραματισμού;

«Αφησα τους ήρωές μου να οδηγήσουν την ιστορία μέσα από καθημερινούς διαλόγους και σκέψεις και μέσα από τη γλώσσα του σώματος. Με ενδιέφερε πάνω απ' όλα, αυτή η ιστορία να έχει συναισθηματική πειστικότητα. Αν υπήρχε λόγος κάποιος από αυτούς να κατονομάσει τη Μακρόνησο λόγου χάρη, θα το 'κανε. Ο υπαινιγμός χαρακτήριζε εκείνη την εποχή. Ο υπαινιγμός, όμως, έχει και τη γοητεία και τη δύναμη των αινιγμάτων. Είναι παιχνίδι για δύο και προϋποθέτει αγάπη για το ψάξιμο. Το γράψιμο είναι μια μοναχική διαδικασία, ο υπαινιγμός όμως είναι ένα κάλεσμα στον αναγνώστη, ένα κλείσιμο ματιού».

  • Στο βιβλίο τα παιδιά κυριαρχούν. Ο κόσμος τους, με την ελευθερία και τη χαρά του παιχνιδιού, είναι ο αντίποδας στον ζοφερό κόσμο των μεγάλων;

«Στα μέσα της δεκαετίας του '50 η εικόνα είναι πολυσύνθετη. Παρά την υφέρπουσα μελαγχολία, ο κόσμος δεν μοιάζει ούτε ζοφερός ούτε τρομακτικός. Απεναντίας, έχει φωτεινά, λαμπερά χρώματα, σαν παιδική ζωγραφιά. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ξανακερδίσουν τον χαμένο χρόνο, απωθούν οτιδήποτε θυμίζει το πρόσφατο οδυνηρό παρελθόν και υιοθετούν τις ιλουστρασιόν προτάσεις της ζωής. Κι ενώ, υπό το κράτος απειλών και αποκλεισμών, οι αριστεροί είτε προσπαθούν να αποδείξουν τη μεταμέλειά τους είτε σωπαίνουν και γίνονται αόρατοι, ανάμεσά τους κάποιοι αρχίζουν να κινούνται ξανά, να οργανώνονται σε νέες "δημοκρατικές και ειρηνικές" συνθήκες.

Τα παιδιά παρατηρούν με το διεισδυτικό τους βλέμμα και ανακαλύπτουν κάτι περισσότερο απ' όσα τούς επιτρέπεται να δουν. Η εποχή προσφέρεται για εξερευνήσεις και κάθε λογής νοητικά παιχνίδια. Μυστικά, υπαινιγμοί, νεύματα, ανέκφραστες επιθυμίες, πόρτες κλειστές, άνθρωποι που εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν μαγικές εικόνες. Είναι ένας κόσμος θαυμαστός».

  • Συμφωνείτε ότι στο μυθιστόρημά σας ακούγεται το «συμπέρασμα» ότι η αγωνία να επιβιώσεις, σε χρόνια χωρίς ελευθερία, είναι πάνω από ιδεολογίες και κομματικές εμμονές;

«Θα προτιμούσα το μυθιστόρημά μου απλώς να προκαλεί σκέψεις και συναισθήματα. Για να προτείνει κάποιος ένα συμπέρασμα στο οποίο έχει καταλήξει, θα πρέπει να είναι πολύ σίγουρος. Κι εγώ, όσο γερνάω, τόσο περισσότερο αμφιβάλλω. Η ερώτησή σας όμως με κάνει να σκεφτώ πως το να προσπαθείς να επιβιώσεις αντιμετωπίζοντας διώξεις, που οφείλονται στην ιδεολογία σου, διαφέρει από την ανάλογη προσπάθεια που κάνεις απέναντι σε μια φυσική καταστροφή. Θέλω να πω, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, όταν συνυπάρχουν συναισθήματα όπως φόβος, ενοχή, ελπίδα, παραίτηση, ανάγκη για αγάπη, αποστροφή».

  • Η γνώση της τεχνικής του κινηματογράφου μεταφέρεται στην πεζογραφία όταν έρθει η ώρα του μοντάζ;

«Υποθέτω πως αναφέρεστε στον ρυθμό. Κατά τη γνώμη μου, ή έχει κανείς αίσθηση του ρυθμού και την εφαρμόζει ή δεν έχει -είτε ασχολείται με τον κινηματογράφο είτε με την πεζογραφία είτε με οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι κάτι που μαθαίνεται. Το μοντάζ δεν είναι η τελευταία δουλειά που κλείνει τη διαδικασία μιας ταινίας ή ενός βιβλίου. Υπάρχει από το πρώτο πλάνο ή την πρώτη λέξη και καθορίζει τη μορφή της διάρθρωσης. Τουλάχιστον έτσι θα 'πρεπε να γίνεται».

  • Μήπως η «Καγκελόπορτα» του Ανδρέα Φραγκιά είναι πρόγονος του έργου σας;

«Δεν την έχω διαβάσει. Σκοπεύω να το κάνω το συντομότερο δυνατό, μιας και είναι η δεύτερη φορά που μου επισημαίνεται η συγγένεια». *

No comments: