Sunday, January 31, 2010

Για τον Τίτο Πατρίκιο στο «Ζουμ»!


Εκδήλωση Τετάρτης 3 Φεβρουαρίου 2010 στο «Ζουμ»

Στην ποιητή Τίτο Πατρίκιο. είναι αφιερωμένη η «ποιητική βραδιά της Τετάρτης» της Λίνας Νικολακοπούλου στην μπουάτ της Πλάκας «Ζουμ».

Απαγγελία: Τίτος Πατρίκιος

Συζήτηση με τον ποιητή: Γιώργος Δουατζής

Τραγούδια: «Τρίφωνο».

Θα προβληθεί ντοκιμαντέρ για τον ποιητή.

Την μεθεπόμενη Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου καλεσμένος ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης.

Κάθε Τετάρτη στο «Ζουμ», τα βραδινά είναι ποιητικά. Η Λίνα Νικολακοπούλου με τη συνδρομή του ποιητή Γιώργου Δουατζή, φέρνει κοντά μας ποιητικές φωνές του χθες και του σήμερα.

«Ζουμ» Κυδαθηναίων 39. (Τηλ.: 210- 3225920) Τετάρτη 27 Ιανουαρίου. Ώρα προσέλευσης 20, 30’

Ποτό: 15 ευρώ, φοιτητές 8 ευρώ

Eπιστροφή του Σάκο στην Παλαιστίνη

Το νέο graphic novel του Αμερικανού δημιουργού αναφέρεται σε οδυνηρές «Υποσημειώσεις» της Ιστορίας
  • The Observer
  • Joe Sacco, Footnotes in Gaza, εκδ. Jonathan Cape

Στα βιβλία του ο Τζο Σάκο πάντα σχεδιάζει τον εαυτό του με τον ίδιο τρόπο: απλά ντυμένος, τακτικός, μ’ ένα σακίδιο στον ώμο κι ένα σημειωματάριο στο χέρι. Με μια ματιά ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι είναι ταυτόχρονα ρεπόρτερ και αθώος επισκέπτης, ασυνήθιστος συνδυασμός που του επιτρέπει όχι μόνο να κάνει δύσκολες ερωτήσεις αλλά και να επιμένει όταν οι άλλοι δημοσιογράφοι τα ’χουν παρατήσει. Η έκφραση του προσώπου του, ωστόσο, είναι πιο δύσκολο να διαβαστεί, καθώς τα μάτια του είναι πάντα κρυμμένα πίσω από τα αδιαφανή γυαλιά του.

Αυτή η «αομματία» έχει σκοπό να πει κάτι όσον αφορά την αξιοπιστία του ρεπόρτερ-αφηγητή; Ο Τζο Σάκο, που στην πραγματική ζωή έχει ζωηρά καστανά μάτια και κάθεται απέναντί μου στο γραφείο του Λονδρέζου εκδότη του, χαμογελάει. «Τώρα το κάνω ηθελημένα, στην αρχή όμως όχι», λέει. «Πάντως, όταν σχεδιάζω δεν θέλω να δίνω έμφαση σε μένα. Οι ιστορίες αφορούν άλλους ανθρώπους και προτιμώ να δείχνω εντονότερα τα δικά τους συναισθήματα».

Η εκδοτική υπερβολή θέλει πολλούς συγγραφείς να χαρακτηρίζονται «μοναδικοί», ωστόσο η δουλειά του Τζο Σάκο είναι πραγματικά μοναδική, έτσι όπως συνδυάζει το καρτούν με την προφορική ιστορία, το χρονικό και το ρεπορτάζ. Οταν ξεκίνησε, πολλοί άνθρωποι -ακόμα και ο ίδιος μερικές φορές- θεωρούσαν αυτό που έκανε τελείως εξωφρενικό.

Είκοσι χρόνια μετά, ο 50χρονος Αμερικανός καρτουνίστας έχει κερδίσει ευρύτατη αναγνώριση ως ο δημιουργός δύο αριστουργημάτων: του «Παλαιστίνη» (ελλ. έκδοση ΚΨΜ), όπου αναφέρεται στη ζωή των κατοίκων της Δυτικής Οχθης και της Γάζας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με φλας-μπακ στο 1948 και στον Πόλεμο του Κόλπου, και του «Safe Area Gorazde», όπου περιγράφει τις εμπειρίες του από τη Βοσνία το 1994-95.

«Με την εξαίρεση ενός-δύο πεζογράφων και ποιητών, κανένας δεν έχει αποδώσει καλύτερα από τον Τζο Σάκο τη φοβερή αυτή κατάσταση», έγραψε ο Εντουαρντ Σαΐντ προλογίζοντας την ολοκληρωμένη έκδοση της «Παλαιστίνης» (είχε αρχικά κυκλοφορήσει σε μια σειρά εννέα κόμικς). Το «Safe Area Gorazde», έπειτα από υμνητικές κριτικές, κέρδισε το βραβείο Αϊσνερ ως το καλύτερο πρωτότυπο graphic novel (εικονογραφημένο μυθιστόρημα).

Στο «Footnotes in Gaza» («Υποσημειώσεις στη Γάζα»), το καινούργιο βιβλίο του, ο Σάκο επιστρέφει στην Παλαιστίνη. Με αναφορές τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, είναι ίσως το πιο φιλόδοξο έργο του μέχρι σήμερα. Γιατί όμως αυτή η επιστροφή; Δεν υπάρχουν τόσα άλλα μέρη του κόσμου σε κρίση για να ασχοληθεί;

Σηκώνει τους ώμους. Το μόνο που ξέρει είναι ότι ένιωσε μια νέα «παρόρμηση» να γράψει για τη Γάζα. Το 2001, πήγε εκεί μαζί με τον δημοσιογράφο Κρις Χέτζες, με ανάθεση από το περιοδικό Harper’s. Η ιδέα ήταν να εστιάσουν στην ιστορία μιας πόλης. Ο Σάκο πρότεινε το Χαν Γιουνίς. Θυμόταν αμυδρά κάτι που είχε διαβάσει στο βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι «Το μοιραίο τρίγωνο», για ένα επεισόδιο στη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, το 1956, στο οποίο ένας μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων προσφύγων είχαν σκοτωθεί από Ισραηλινούς στρατιώτες.

Ιχνηλατώντας την Ιστορία

«Ρωτήσαμε τριγύρω, οι άνθρωποι επιβεβαίωσαν το γεγονός αυτό, και το θεωρήσαμε σημαντικό για την ιστορία της πόλης», λέει. «Οταν όμως ο Κρις δημοσίευσε το κομμάτι του, το Χαν Γιουνίς είχε κοπεί. Αυτό με ανησύχησε και θέλησα να το ερευνήσω ο ίδιος. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, 275 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Χαν Γιουνίς: γιατί αυτό το στοιχείο έπρεπε να το φάει το σκοτάδι;».

Το 2003 πήγε πάλι στη Γάζα. Μόλις έφτασε εκεί όμως άρχισε να ενδιαφέρεται για ένα άλλο γεγονός που συνέβη περίπου τον ίδιο καιρό -τον Νοέμβρη του 1956- στη γειτονική πόλη Ράφα. Σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΗΕ, δεκάδες Παλαιστίνιοι άμαχοι είχαν σκοτωθεί κι εδώ από ισραηλινές δυνάμεις στη διάρκεια μιας συνηθισμένης διαδικασίας - οι Ισραηλινοί στρατιώτες ερευνούσαν κατοίκους της Ράφα με την ελπίδα να βρουν τρομοκράτες. Ο Σάκο θέλησε να μάθει τι συνέβη. Ηταν αλήθεια αυτό που πιθανολογούσε η έκθεση, ότι απλώς οι Ισραηλινοί «πανικοβλήθηκαν και άνοιξαν πυρ ενάντια στο πλήθος που έτρεχε»; Επιπλέον, ποια επίδραση είχε το περιστατικό στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της Ράφα, τώρα που βρίσκονταν και πάλι σε σύγκρουση με τον ισραηλινό στρατό;

Ο Σάκο αναζήτησε επιζώντες που θα μπορούσαν να του μιλήσουν. Και το αποτέλεσμα ήταν οι «Υποσημειώσεις στη Γάζα» να περιέχουν αναφορές τόσο στο Χαν Γιουνίς όσο και στα γεγονότα στη Ράφα. «Οι δύο πόλεις αντιπροσωπεύουν όλα εκείνα τα μέρη, όλα τα γεγονότα που αφήνονται έξω από την Ιστορία. Είναι υποσημειώσεις, αλλά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή κάποιων ανθρώπων».

Οι «Υποσημειώσεις» είναι ένα βιβλίο πιο σκοτεινό, λιγότερο χιουμοριστικό από την «Παλαιστίνη». Δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι άνδρες και γυναίκες που αφηγούνται τόσο οδυνηρές ιστορίες. Το βιβλίο σφραγίζεται από μια αίσθηση ιστορίας που επαναλαμβάνεται. Στο μεταξύ, η καθημερινότητα στη Γάζα συνεχίζεται με όλες τις δυσκολίες της. Βλέπουμε τον Σάκο και τον Αμπέντ, τον «ξεναγό» του, να ακούνε πυρά όλμων, να παραβιάζουν την απαγόρευση κυκλοφορίας και να γίνονται μάρτυρες κατεδάφισης σπιτιών.

Η δουλειά και το ταξίδι

Οι «Υποσημειώσεις» του πήραν τέσσερα χρόνια για να τελειώσουν. «Δουλεύω στο γραφείο, με ρυθμό δύο σελίδες στις πέντε μέρες. Δεν κάνω προκαταρκτικά σχεδιαγράμματα, σχεδιάζω κατευθείαν στο χαρτί. Αν κάνω λάθος, κόβω και κολλάω με τον παλιό τρόπο».

Λείπει ωστόσο από το σπίτι του για μεγάλα διαστήματα. Και όπως δηλώνει δεν πρόκειται να σταματήσει τα ταξίδια. «Αν ένιωθα πως είμαι παγιδευμένος, όπως οι άνθρωποι στη Γάζα, ίσως να τρελαινόμουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι το στομάχι μου δεν σφίγγεται λιγάκι όταν πηγαίνω εκεί και όταν φεύγω. Την αγαπώ τη Γάζα. Εχει να κάνει με τους ανθρώπους της και με τις εμπειρίες μου εκεί».

«Με τις” Υποσημειώσεις”, θέλω ο κόσμος να εκτιμήσει τα χαμένα συστατικά της διαμάχης, αυτά που θα υπάρχουν ώσπου να πεθάνουν εκείνοι που τα έζησαν. Θέλω όμως επίσης να θυμούνται, όταν παρακολουθούν τις ειδήσεις, ότι η ιστορία πάντα επιστρέφει και μας κυνηγάει». [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010]

Ποίηση εξομολογητική και πιο καθολική παρά ποτέ

Μεστό αισθημάτων το νέο βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα
  • Της Τιτικας Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010
  • Παντελης Μπουκαλας, Ρήματα, εκδ. Αγρα

Δημοσιογράφος που βρίσκεται συχνά στη δίνη του κυκλώνα με τις αντιρατσιστικές, αντιεθνικιστικές του θέσεις, μεταφραστής της αρχαιοελληνικής γραμματείας, την οποία με πάθος διεκδικεί από τους απανταχού προγονολάτρες, χειρώναξ διορθωτής και, πάνω από όλα, ποιητής, που εξέδωσε την πρώτη του συλλογή, τον «Αλγόρυθμο», το 1980, στα είκοσι τρία του χρόνια, ο Παντελής Μπουκάλας (1957) ζει από το λόγο και μέσα σ’ αυτόν. Αυτόν τον καιρό η μετάφρασή του των «Τρωάδων» παριστάνεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και τα «Συμποτικά επιγράμματα» από το ενδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας κυκλοφόρησαν πολύ κοντά με τη νέα του ποιητική συλλογή «Ρήματα». Μέσα στο σύστημα του λόγου που τον ορίζει, η ποίηση κατέχει θέση ξεχωριστή. Τα ποιήματα μοιάζουν να χαράσσουν τα ίδια την πορεία τους, επιβάλλοντας ή αναβάλλοντας την έκδοσή τους: από το «Οπόταν πλάτανος» ώς την έβδομη σήμερα συλλογή έχει παρέλθει μια ολόκληρη δεκαετία. Και ο αυτοπροσδιορισμός τους αυτός έχει να κάνει με τη συναίρεση του δημόσιου με το ιδιωτικό, που διαρκώς αναδιευθετούνται, σε ένα πλαίσιο αυτοαναφορικό που σχολιάζει μονίμως το ρόλο, τη δύναμη και την αδυναμία του ποιητικού λόγου. Ο ίδιος ο τίτλος, «Ρήματα», είναι διαφωτιστικός ως προς την απόβλεψη της συλλογής στην καθολικότητα: το ρήμα ως λέξη και ομιλία, ως δημιουργία, πρώτη αιτία και λογική, αλλά και ως φορέας της δράσης, ως πράξη καθαυτή. Για τον Μπουκάλα, ο λόγος διατηρεί σχέση αναδραστική με τον κόσμο, από τον οποίο διαμορφώνεται και τον οποίο διαμορφώνει. Και η παρούσα συλλογή συνοψίζει την τριαντάχρονη πορεία του, από τις καταλήψεις του 1979 στις πορείες του Δεκέμβρη και από την «έφηβη αυτοπεποίθηση» στην «πεινασμένη ανάγκη» του χρόνου και του λόγου.

Πενήντα έξι ποιήματα σε τρεις ενότητες, «Ιστορίες», «Ερωτήματα» και «Μυθολογήματα», συν δύο ποιήματα με διακριτή, πλάγια γραφή, που ανοίγουν και κλείνουν τη συλλογή – εν είδει προλόγου και εξόδου στην αενάως επαναλαμβανόμενη τραγωδία της θνητότητας και της φθοράς, στην οποία ο Μπουκάλας ως γνήσιος λυρικός επανέρχεται, «όμορφα ηττημένος» όμως και αντλώντας από τον πόνο την ύψιστη ανθρώπινη ουσία. Στο πρώτο ποίημα, πάντως, η τέχνη της ποιήσεως και η μούσα συναντούν ήδη την απρόσιτη κυρά των τροβαδούρων και των μυθιστοριών στον έρωτα που φιλά και στο λόγο που εκφέρεται έστω και με ένα χείλι.

Ενα λόγο λόγιο και μαζί λαϊκό, όπως υπογραμμίζει το «Ανώνυμο» του τέλους, σημερινό και καθημερινό, που κουβαλάει όμως μέσα του τα σήματα των καταβολών του.

Στις «Ιστορίες», η ζωή καθημερινή, της ψυχής και του δρόμου, πίσω από παράθυρα υπογείων, με ομοιώματα και προσομοιώσεις σε βιτρίνες και οθόνες, λόγια ξένα και χαμηλόφωνα και βιβλία-διαβατήρια στην «ξενιτιά της γλώσσας», και την άλλη, την αληθινή. Ζωή με τους άλλους κι ανάμεσά τους το άλλο μισό, η παραμυθένια αγαπημένη της παραμυθίας και της έμπνευσης.

Ο έρωτας ως ένωση ενάντια στο διασκορπισμό και το χωρισμό του θανάτου, η παραφορά ενάντια στο αμετάκλητο, και ενδιαμέσως τα του βίου, οι φόβοι και οι επιθυμίες, το δέον και το εφικτό, το επιθυμητό και απωθημένο κυρίως, ο άνθρωπος απέναντι στον Θεό και στη μοίρα, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό: δεν είναι τυχαίο που τα «Ερωτήματα» συγκεντρώνουν τα περισσότερα ποιήματα, είκοσι δύο τον αριθμό.

Η συλλογή κλείνει με τα «Μυθολογήματα», ένσαρκες απαντήσεις στην α-πορία, πρόσωπα μυθικά, ζόρικα, παραπονεμένα, εξεγερμένα, που δραματοποιούν τις επιλογές και τους καταναγκασμούς του καθενός μας χωριστά.

Εξομολογητική, πιο προσωπική και μαζί πιο καθολική παρά ποτέ, η ποίηση του Μπουκάλα στα «Ρήματα» καταφέρνει να χωρέσει τα «ζόρικα» πράγματα στα γράμματα, με μια απαισιοδοξία που δεν αποποιείται την τρυφερότητα και μια προσδοκία μέσα στην παραδοχή.

Σ’ αυτόν ακριβώς τον τόνο, ο λυρισμός του, πλαισιωμένος από μια φιλοσοφία της ανυπακοής, που αρχίζει από τα μικρά, σαν το τσιγάρο, και καταλήγει στα μεγάλα, την άρνηση της εξουσίας και του θανάτου εν επιγνώσει της παντοδυναμίας τους, μοιάζει να τον οδηγεί σε νέους δρόμους, πέρα από τα αδιαμφισβήτητα έως σήμερα κεκτημένα του. Με κατακτημένη, προσωπική ποιητική γλώσσα, δεν διστάζει να αφεθεί περισσότερο στο αίσθημα και στο ρυθμό, προσδίδοντας έτσι μια νέα διάσταση στην υπαρξιακή, ηθική και πολιτική ποιητική του ύλη.

Ενας κόσμος μεταξύ φωτός και σκότους

Οταν η λύπη ριζώνει στο χαρτί
  • ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η λύπη των άλλων, εκδ. Κέδρος

Πρώτα η λύπη. Αυτή προηγείται και έπονται οι άλλοι, δίβουλοι, υποκείμενα και αντικείμενά της, οι άνθρωποι που έτσι κι αλλιώς πληθαίνουν μόνο ως σκιές στον κόσμο του Κ. Γ. Παπαγεωργίου. Μια λύπη όμως που δεν κάνει διακρίσεις εμβίων και μη, που ριζώνει στα πράγματα και στις λέξεις, στο μελάνι που δρα και στο χαρτί που σωπαίνει – όπως υπογραμμίζει ο ποιητής σε έναν από τους αφορισμούς του. Στην τελευταία του συλλογή, ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου έχει επιτύχει σε ύψιστο βαθμό το στόχο που έθετε από τα πρώτα του ποιήματα, το 1966: να δημιουργήσει έναν ενδιάμεσο κόσμο, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τον ύπνο και την εγρήγορση, τον πόνο και την απόλαυση, τη ζωή και το θάνατο. Να πειραματιστεί με τις λέξεις που τον συγκρατούν και τον διαλύουν ανά πάσα στιγμή, που τον εκθέτουν στις δυνάμεις της εντροπίας κυρίως, αλλά και της ενθαλπίας, με έναν παράδοξο τρόπο είναι αλήθεια: μέσα από τις διαρκείς μεταμορφώσεις των υλικών, που δοκιμάζουν τις αντοχές της αναπαράστασής τους, μέσα από εικόνες–σύντομα δράματα που απεικονίζουν τρυφερά το αποτρόπαιο, το άσπρο που τρέφει το λευκό, αγκαλιάζει το μαύρο σε μια κίνηση παραδοχής της συνεξάρτησης, της επώδυνης διαλεκτικής του λόγου και του κόσμου.

Σημεία αναφοράς

Οικεία τα σημεία αναφοράς. Ο ύπνος και ο άνθρωπος ως ναυαγός στη μέρα –μια μέρα που μπορεί να είναι και μπαλκόνι–, ναυαγός και στην πραγματικότητα. Το νερό, η σταλαγματιά που μετράει το φως και το σκοτάδι, και η λίμνη, το βύθισμα μες σ’ ό, τι υγρό είναι ή μοιάζει. Η παρουσία–απουσία σε όλες τις εκφάνσεις της, η λάμψη του πόνου και το μούδιασμα της έκπληξης μπροστά στη διαρκή μεταστοιχείωση των πάντων: ο χώρος γίνεται χρόνος, ο χρόνος αντικείμενο, το εντός εκτός, οι μουσικές θεριστάδες σαν το θάνατο. Τα χρώματα άηχα ηχούν, καθώς γίνονται φωτιές και πληγές και ο πυρετός καταλαγιάζει σαν τρυφερό πουλί. Καταλύτες οι λέξεις αυτές, βασανισμένες και πάντα άλκιμες, εμβαπτισμένες σε διαλύματα κρυφά για να αντέχουν να σχεδιάζουν «των σπλάχνων τα τοπία» τα ανείδωτα, τις γοερές συναιρέσεις του εδώ και του εκεί, τη φύση που απλώνεται σαν τις ρίζες του Βαν Γκογκ και αναδέχεται τη συνέχειά της, το σώμα, που όπως αυτή μονίμως είναι και δεν είναι.

Στην τελευταία συλλογή του Κ. Γ. Παπαγεωργίου, οι λέξεις και τα πράγματα, ο κόσμος και ο άνθρωπος συναιρούνται σε αδιάλυτα σχήματα και μορφές που δύσκολα διασπώνται. Η συμπαγής υλικότητά τους, της φαντασίας γέννημα, κατεργασμένη στα λατομεία του λόγου και της σκέψης, γεννάει με τη σειρά της την αναλαμπή μιας απαρηγόρητης ποίησης, που στη σκοτεινότητά της, εντέλει, παρηγορεί. Τους άλλους και τη λύπη τους.

Τιτικα Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010


Saturday, January 30, 2010

Το ίχνος του Σάλιντζερ

Ο Σάλιντζερ, ο συγγραφέας του «Φύλακα στη σίκαλη», μπορεί να πέθανε 91 ετών, αλλά έφυγε με το μυστήριο ενός θανάτου νεανικού. Η ανθρωποφοβία του και η επιθυμία του να ζήσει μόνος και ήσυχος τού είχαν προσδώσει την ετικέτα του ερημίτη, ιδιότητα ενοχλητική, μεν για τους δημοσιογράφους που θα ήθελαν να στραγγίσουν κάθε χυμό από το πνεύμα του, αλλά ωστόσο βολική για όσους αρέσκονται στη δημιουργία κατηγοριών βάσει αυθαίρετα καθορισμένων ανθρώπινων συμπεριφορών.

Ο θάνατος του Σάλιντζερ επισφραγίζει την πορεία τέλους της θρυλικής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που θέλησε να μετουσιώσει σε δημιουργικό σπασμό το αίσθημα απελπισίας. Ηταν μία ρήξη. Το πέρασμά του στην αντίπερα όχθη μας θυμίζει τους κύκλους των γενεών και επιβεβαιώνει το κύλισμα του 20ού αιώνα πίσω στο παρελθόν όχι μόνο του βιολογικού αλλά και του ιστορικού χρόνου. Γεννημένος αμέσως μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, ο Σάλιντζερ, όπως και οι συνομήλικοί του, μεγάλωσε με τα συλλογικά τραύματα της γενιάς του. Κάθε οικογένεια είχε τους νεκρούς της από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η ίδια οικογένεια θα ζούσε και πάλι την απώλεια στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν ένα μεταίχμιο ατυχίας για εκατομμύρια οικογένειες του δυτικού κόσμου. Αυτοί οι κύκλοι προσωπικής ζωής και κοινής ιστορίας δημιούργησαν τις κορυφώσεις στο σώμα του 20ού αιώνα, αρχικά στη δεκαετία του 1920 και μετέπειτα στη δεκαετία του 1950 (που ίσως οι ιστορικοί του μέλλοντος τη βάλουν πιο ψηλά από την υπερεκτιμημένη ίσως δεκαετία του ’60). Οπως οι άνθρωποι του 1910 αποχαιρετούσαν τον 19ο αιώνα με κάθε απώλεια προσωπικότητας που είχε δώσει σχήμα και νόημα σε ζωές εκατομμυρίων, έτσι και εμείς, οι άνθρωποι του 2010 αποχαιρετούμε σιωπηλά κάθε μέρα τον 20ό αιώνα, που κάποτε θεωρούσαμε ανίκητο. Στο λείψανό του, εμείς οι κληρονόμοι του, αποδεχόμαστε τη μετακίνησή μας προς την άγνωστη, ακόμη, καρδιά του 21ου αιώνα. Στη διάρκεια αυτής της μετακίνησης αποχαιρετίσαμε και τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, ο οποίος μας άφησε ως «διαθήκη» ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν έφηβο που θα ζει για πολλά χρόνια ακόμα και μετά από εμάς.

  • Tου Νικου Βατοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 30 Iανoυαρίου 2010

Ζωές σε αντίθετη κατεύθυνση


Η γραφή της Ερσης Σωτηροπούλου σαν κάμερα καταγράφει όσα προσπερνούμε σ’ αυτή την πόλη

«Μια λάμπα θυέλλης κρεμόταν στην πρόσοψη ενός μαγαζιού μέσα στη στοά. Τα ρολά ήταν κατεβασμένα, βαμμένα με μπογιές και μαύρα γράμματα. Δίπλα υπήρχε ένα οικόπεδο φραγμένο με καλάμια και μετά ένα παλιό ξενοδοχείο. Μια μικρή φουφού έκαιγε μπροστά στη σκάλα του ξενοδοχείου. Κάποιος στεκόταν εκεί χωρίς να φωτίζεται. Η σκιά του διαγραφόταν στον τοίχο σαν σβησμένο γκράφιτι».

Τέτοιες περιγραφές θα βρει πολλές ο αναγνώστης στο νέο μυθιστόρημα της Ερσης Σωτηροπούλου «Εύα» (εκδ. Πατάκης). Με περιγραφές ανάλογες ή πιο αιχμηρές, πάντως ρεαλιστικές και μαζί ποιητικές -όπως έχουμε συνηθίσει να είναι το πεζογραφικό ύφος της Ερσης Σωτηροπούλου-, επιλέγει να παρακολουθήσει την κίνηση μιας νέας γυναίκας στους δρόμους της πίσω όψης της Αθήνας. Στους δρόμους που είναι λεροί, σκοτεινοί, γεμάτοι οργανικά σκουπίδια ή απλώς ανθρώπινα ράκη. Για την ακρίβεια επιλέγει να δείξει ακριβώς τις δύο όψεις αυτής της πόλης, τις δύο ακραίες όψεις της.

Η Εύα επιστρέφει στο σπίτι της μετά το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Κουβαλώντας εικόνες μιας Αθήνας φωτεινής, την αίσθηση ευφορίας που πουλιέται ακριβά και τα άγχη της προσωπικής της ζωής. Βρίσκεται όμως τυχαία σε μια περιοχή της πόλης που δεν την γνωρίζει, αλλά δεν την φοβίζει κιόλας. Σ’ αυτούς τους δρόμους, τις στοές, τα σκοτεινά και βρόμικα σοκάκια συναντά περίεργους ανθρώπους και τελείως διαφορετικές συμπεριφορές. Ενας κόσμος άγνωστος στην ίδια της την πόλη. Ζωές που την κάνουν να σκεφτεί διαφορετικά τη δική της «τακτοποιημένη» μέχρι τώρα ζωή. «Το φανάρι έγινε πράσινο. Ο μελαχρινός άντρας χάζευε ακόμα γύρω του με τη σακούλα στο μπράτσο. Φαινόταν εργάτης, ίσως ξένος. Τα χνώτα του ανέβαιναν σαν στήλη στον παγωμένο αέρα. Οταν η Εύα ξανακοίταξε είχε καθίσει σ’ ένα παγκάκι. Ανοιξε τη σακούλα και πήρε ένα καρό μαντίλι που το έστρωσε δίπλα του. Υστερα έβγαλε κάτι άσπρο τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα. Ηταν μια πίτα γύρος. Αρχισε να τρώει αργά. Κάθε τόσο έσκυβε και σκούπιζε το στόμα του με την άκρη του μαντιλιού. Υπήρχε τόση σοβαρότητα, τόση αξιοπρέπεια σε κάθε μπουκιά. Οταν τελείωσε, δίπλωσε το μαντίλι στα τέσσερα και το έβαλε πάλι στη σακούλα. Εφυγε περπατώντας σύρριζα στο δρόμο. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν στην αντίθετη κατεύθυνση».

Κάπως έτσι κινείται και η ηρωίδα της Ερσης Σωτηροπούλου, η Εύα. Αντίθετα με την έως τότε ζωή της, αντίθετα με τον «φυσιολογικό» ρυθμό της πόλης, αντίθετα με όσα πίστευε, με όσα ήξερε, με όσα έβλεπε γύρω της.

Σαν ντοκιμαντέρ

Το βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου είναι στιγμές που η αφήγησή της μοιάζει με ντοκιμαντέρ και η γραφή της με μία κάμερα που καταγράφει όσα προσπερνούμε σε κάποιους από τους δρόμους αυτής της πόλης. «Ο δρόμος μπροστά της σχημάτιζε πέταλο και κατέληγε σε αδιέξοδο, στην πρόσοψη ενός μαγαζιού. Ολα 1 ευρώ, έγραφε το χαρτόνι που ήταν κολλημένο με σελοτέιπ στο τζάμι. Το εμπόρευμα δεν φαινόταν. Δεξιά από την είσοδο υπήρχε ένα πλαστικό πιάτο με κροκέτες γάτας κι ένα μπολ με πρασινισμένο νερό. Γύρισε προς τα πίσω και βρέθηκε σ’ ένα άνοιγμα με πεταμένα τούβλα και σιδερικά».

Οι προσωπικές αναζητήσεις της Εύας και οι ιστορίες που συναντάει σ’ αυτή την απρόσμενη περιπλάνησή της είναι δυο παράλληλες διαδρομές. Οπως ακριβώς παράλληλες, χωρίς να συναντιούνται δηλαδή, είναι και οι ζωές των δύο, των τριών, των πολλών κόσμων που ζουν πλέον στην ίδια πόλη. Συχνά δεν συναντιούνται ποτέ. Συνήθως η μία διαδρομή φροντίζει να αποφύγει την άλλη. Η λογοτεχνία της Ερσης Σωτηροπούλου τις ακολουθεί και τις καταγράφει. Χωρίς σχόλια.

  • Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 30 Iανoυαρίου 2010

Louis Auchincloss, Chronicler of New York’s Upper Crust, Dies at 92

The New York Times: January 27, 2010

Louis Auchincloss, a Wall Street lawyer from a prominent old New York family who became a durable and prolific chronicler of Manhattan’s old-money elite, died on Tuesday night in Manhattan. He was 92.

His death, at Lenox Hill Hospital, was caused by complications of a stroke, his son Andrew said. Mr. Auchincloss lived on the Upper East Side.

Although he practiced law full time until 1987, Mr. Auchincloss published more than 60 books of fiction, biography and literary criticism in a writing career of more than a half-century. He was best known for his dozens and dozens of novels about what he called the “comfortable” world, which in the 1930s meant “an apartment or brownstone in town, a house in the country, having five or six maids, two or three cars, several clubs and one’s children in private schools.”

This was the world he came from, and its customs and secrets were his subject from the beginning. He persisted in writing about it, fondly but also trenchantly, long after that world had begun to vanish.

Mr. Auchincloss’s last book, published in 2008, was “The Last of the Old Guard,” and though it was set at the turn of the 20th century, the title in many ways fit the author himself. Mr. Auchincloss had a beaky, patrician nose and spoke with a high-pitched Brahmin accent. He had elegant manners and suits to match, and he wrote in longhand in the living room of an antiques-filled apartment on Park Avenue.

Admirers compared him to other novelists of society and manners like William Dean Howells, but Mr. Auchincloss’s greatest influence was probably Edith Wharton, whose biography he wrote and with whom he felt a direct connection. His grandmother had summered with Wharton in Newport, R.I.; his parents were friends of Wharton’s lawyers. He almost felt he knew Wharton personally, Mr. Auchincloss once said.

Like Wharton, Mr. Auchincloss was interested in class and morality and in the corrosive effects of money on both. “Of all our novelists, Auchincloss is the only one who tells us how our rulers behave in their banks and their boardrooms, their law offices and their clubs,” Gore Vidal once wrote. “Not since Dreiser has an American writer had so much to tell us about the role of money in our lives.”

His detractors complained that Mr. Auchincloss’s writing was glib and superficial, or else that his subject matter was too dated to be of much interest. Writing in The New York Times in 1984, Michiko Kakutani said that while Mr. Auchincloss “is adept enough at portraying the effects of a rarefied milieu on character, his narrative lacks a necessary density and texture.”

“Like the shiny parquet floors of their apartment houses,” she added, “Mr. Auchincloss’s people are just a little too finely polished, a little too tidily assembled.”

The author Bruce Bawer, writing in The New York Times Book Review, said that Mr. Auchincloss had the bad luck to live “in a time when the protagonists of literary fiction tend to be middle- or lower-class.”

“These days,” he added, “the general public, though fascinated by the superficial trappings of privilege, seems to have little interest in the deeper truths with which Mr. Auchincloss is passionately concerned — with, that is, the beliefs, principles, hypocrisies, prejudices and assorted strengths and defects of character that typify the American WASP civilization that produced what was for a long time the country’s undisputed ruling class.”

“Class prejudice” was Mr. Auchincloss’s response to his critics. “That business of objecting to the subject material or the people that an author writes about is purely class prejudice,” he said in an interview in 1997, “and you will note that it always disappears with an author’s death. Nobody holds it against Henry James or Edith Wharton or Thackeray or Marcel Proust.”

Louis Stanton Auchincloss (pronounced AW-kin-kloss) was born on Sept. 27, 1917, in Lawrence, on Long Island, joining an upper-crust clan of Auchinclosses, Dixons, Howlands and Stantons. Since 1803, when Hugh Auchincloss left Paisley, Scotland, to establish a New York branch of the family dry goods business, the families all lived in Manhattan — all with money, all with high social positions.

Louis was the third of four children of Priscilla Stanton and Joseph Howland Auchincloss, who, like his father, was a Wall Street lawyer; he was also a third cousin of Franklin D. Roosevelt. (Louis was a cousin by marriage to Jacqueline Kennedy Onassis, who worked with him when she was a book editor later in life.)

Born Into Money

Mr. Auchincloss grew up in a world of town houses, summer homes on Long Island and Bar Harbor, Me., private clubs and servants, debutante parties and travel abroad. Yet as a child he thought of himself as neither rich nor aristocratic.

“Like most children of affluence,” he said in his 1974 autobiography, “A Writer’s Capital,” “I grew up with a distinct sense that my parents were only tolerably well off. This is because children always compare their families with wealthier ones, never with poorer. I thought I knew perfectly well what it meant to be rich in New York. If you were rich, you lived in a house with a pompous beaux-arts facade and kept a butler and gave children’s parties with spun sugar on the ice cream and little cups of real silver as game prizes. If you were not rich you lived in a brownstone with Irish maids who never called you Master Louis and parents who hollered up and down the stairs instead of ringing bells.” [CONTINUED...]

Friday, January 29, 2010

Το ευαγγέλιο των επαναστατημένων εφήβων


250.000 αντίτυπα πουλάει τον χρόνο ο «Φύλακας στη σίκαλη»

Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την Πρωτοχρονιά του 1919, από πατέρα Πολωνοεβραίο έμπορο και από μητέρα μισή Σκοτσέζα και μισή Ιρλανδή.

Δεκατέσσερα ερωτικά γράμματα του 53χρονου Σάλιντζερ προς τη 18χρονη ερωμένη του Τζόις Μέιναρντ. Βγήκαν στο σφυρί το 1999 στους Σόθμπι'ς προς 156.500 δολάρια

Δεκατέσσερα ερωτικά γράμματα του 53χρονου Σάλιντζερ προς τη 18χρονη ερωμένη του Τζόις Μέιναρντ. Βγήκαν στο σφυρί το 1999 στους Σόθμπι'ς προς 156.500 δολάρια

Το βιβλίο, που εκτίναξε τη φήμη του εντός της Αμερικής και τον έκανε γνωστό παγκοσμίως, ήταν το μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη» (1951). Μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη («Επίκουρος», 1978). Ο κεντρικός ήρωάς του, ο έφηβος Χόλντεν Κόλφιλντ, συνόψιζε τη βίαια έκφραση της γενιάς του '50 και έγινε το «ευαγγέλιο» της αμφισβητησιακής γενιάς των μπίτνικ.

Από την πρώτη ημέρα της έκδοσής του, ο «Φύλακας στη σίκαλη» έγινε το απόλυτο και διαχρονικό αμερικανικό μπεστ σέλερ -έκτοτε πουλάει ετησίως 250.000 αντίτυπα- ενώ ο Χόλντεν Κόλφιλντ χαρακτηρίστηκε ο νέος Χοκ Φιν. Ο συγγραφέας του, όμως, από την πρώτη κιόλας στιγμή έδειξε την αποστροφή του στην αναπάντεχη επιτυχία: «Μου 'ρχεται να κάνω εμετό, δεν μπορώ να βλέπω τη φωτογραφία μου στο εξώφυλλο του βιβλίου!», είχε δηλώσει.

Η υψηλή δημοσιότητά του αντί να τον ιντριγκάρει, τον καταρράκωσε ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να αναζητήσει την άμυνά του. Το 1953, σε ηλικία μόλις 34 ετών, εγκατέλειψε το Μανχάταν και αποσύρθηκε σ' ένα κτήμα 90 εκταρίων στους λόφους του Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ.

Η τελευταία του εκδοτική εμφάνιση έγινε στο περιοδικό «The New Yorker» με την επιστολική νουβέλα «Hapworth 16, 1924» (19 Ιουνίου 1965). Την τελευταία του συνέντευξη την έδωσε το 1980 στην εφημερίδα «Boston Sunday Globe». Είχε δηλώσει ανάμεσα σε άλλα: «Σας διαβεβαιώνω ότι αγαπώ το γράψιμο και συνεχίζω να γράφω τακτικά. Αλλά για μένα και θέλω να με αφήσουν ήσυχο».

Οι πρώτες συγγραφικές του ανησυχίες, που βρήκαν την έκφρασή τους σε μικρές ιστορίες, έχουν την αφετηρία τους την εποχή που ήταν ακόμη γυμνασιόπαις, στο Μανχάταν, αρχές της δεκαετίας του '40. Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε στο περιοδικό «The New Yorker», το 1948, με την ιστορία «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα» (εκδόσεις Γράμματα). Εκτοτε, το εν λόγω περιοδικό θα αποτελέσει τη μόνιμη συγγραφική του στέγη.

Τον ήρωα της «Ιδανικής μέρας» Σέιμουρ Γκλας θα τον ξαναβρούμε στα άλλα δύο μυθιστορήματα που εξέδωσε: «Φράνι και Ζούι» του 1961 (μτφρ. Κώστας Αλάτσης, «Επίκουρος») και «Ψηλά σηκώστε τη σκεπή - Σέιμουρ» (εκδόσεις Γράμματα) του 1963.

Οταν τον Ιούλιο του 1951 είχε ερωτηθεί από τον εκδότη του «New Yorker» και φίλο του Γουίλιαμ Μάξγουελ, ποιοι συγγραφείς τον επηρέασαν, είχε δώσει μία όχι ευκατοφρόνητη λίστα: Κάφκα, Φλομπέρ, Τολστόι, Τσέχοφ, Ντοστογιέφκσι, Προυστ, Ο' Κέιζι, Ρίλκε, Λόρκα, Κιτς, Ρεμπό, Μπερνς, Μπροντέ, Οστεν, Χένρι Τζέιμς, Μπλέικ, Κόλεριτζ. Από τους ζώντες δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για τον Σέργουντ Αντερσον, ενώ προσπαθούσε να αποσιωπήσει ότι για ένα διάστημα αισθανόταν -σύμφωνα με τον βιογράφο του Ιαν Χάμιλτον- διάδοχος του Σκοτ Φιτζέραλντ (1896 - 1940).

Ο κατάλογος αυτών που επηρέασε δεν έχει τέλος: Σίλβια Πλαθ, Τζον Απντάικ, Φίλιπ Ροθ, Χαρούκι Μουρακάμι, Τομ Ρόμπινς.

Είχε έντονο το θρησκευτικό στοιχείο από τα νεανικά του χρόνια, ώσπου στα 1952 στράφηκε στο βουδιστικό ζεν. Συνδέθηκε με τον Σρι Ραμακρίσναμ μέσω του οποίου ασπάστηκε τον αντβάιντα βεντάντα βουδισμό. Εξακολούθησε να ζει υπό τη σκέπη του μυστικισμού, ακόμη κι όταν εγκατέλειψε τις ιερές γραφές των Ινδών. Εφθασε μάλιστα να ασχοληθεί και με την «Dianetics», πρόδρομο της σαϊεντολογίας.

* Είπε όχι σε Καζάν, Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τέρενς Μάλικ που ζητούσαν να κάνουν τον «Φύλακα στη σίκαλη» παράσταση ο πρώτος, ταινίες οι άλλοι.

* «Οπλισε» το χέρι του Μαρκ Τσάπμαν, δολοφόνου του Τζον Λένον. Οταν τον ρώτησαν γιατί, είπε: «Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες του "Φύλακα στη σίκαλη"».

Ηταν σ' αυτόν τον κόσμο, δεν ήταν αυτού του κόσμου

ΤΖ. ΝΤ. ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1919 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2010

Ο ερημίτης του Νιου Χαμσάιρ, ο συγγραφέας του «Φύλακα στη σίκαλη» Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, δεν θα ξαναδεχτεί πια στη γειτονιά του πονηρούς ρεπόρτερ, που προσπαθούν να σπάσουν το επί δεκαετίες άβατό του.

Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ 32 χρόνων σε φωτογραφία του 1951.

Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ 32 χρόνων σε φωτογραφία του 1951.

Πέθανε την Τετάρτη, στα 91 του χρόνια, από φυσικά αίτια στο απομονωμένο σπίτι του στο Κόρνις, όπως ανακοίνωσε χθες ο λογοτεχνικός του εκπρόσωπος. Ζήτησε εκ μέρους της οικογένειάς του να «σεβαστούν την ασυμβίβαστη επιθυμία του για προστασία και υπεράσπιση της ιδιωτικής του ζωής» και δήλωσε ότι δεν θα υπάρξει νεκρώσιμη ακολουθία.

«Ο Σάλιντζερ είχε επισημάνει ότι ήταν σ' αυτόν τον κόσμο αλλά όχι αυτού του κόσμου. Το σώμα του έφυγε, αλλά η οικογένειά του ελπίζει ότι είναι ακόμα με αυτούς που αγαπά, θρησκευτικές ή ιστορικές προσωπικότητες, προσωπικούς φίλους ή μυθιστορηματικούς ήρωες», κατέληγε η οικογενειακή ανακοίνωση. Αφησε πίσω του την τρίτη συζυγό του Κόλιν Ο' Νιλ, το γιο του Μάθιου και την κόρη του Μάργκαρετ (Πέγκι) από τη δεύτερη σύζυγό του, καθώς και τρία εγγόνια.

Ο Σάλιντζερ τα κατάφερε να μείνει στην αιωνιότητα, ο τυχερός, ως ένας συμπαθής 32χρονος μελαχρινός. Η μοναδική του φωτογραφία, που αναπαράγεται αναγκαστικά από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ανήκει στο 1951. Η τελευταία του εικόνα παραδόθηκε, όμως, τον Απρίλιο του 2009 από τον Τομ Λέοναρντ του «Spectator», που του χτύπησε το κουδούνι και πρόλαβε να διακρίνει «έναν ψηλό, αλλά σκυμμένο γέρο», που έτρεχε να εξαφανιστεί φωνάζοντας «Ο, όχι». Και η τελευταία δημόσια πράξη του ήταν η μήνυση που κατέθεσε πέρυσι τον Ιούνιο εναντίον του Σουηδού Φρέντρικ Κόλντινγκ, συγγραφέα του «60 χρόνια μετά: βγαίνοντας από τη σίκαλη». Κι αν κέρδισε, έστω προσωρινά και μόνο στις ΗΠΑ, την απαγόρευση του σίκουελ, όπως το θεωρούσε, του περίφημου βιβλίου του, συσπείρωσε εναντίον του τούς υπερασπιστές της ελευθερίας της έκφρασης. *

Για τον Ουίλιαμ Μπάροουζ


Δανείστηκε την έκφραση του Brion Gysin «Τίποτα δεν είναι αληθινό όλα επιτρέπονται» και σχεδόν την έκανε πράξη για μία ολόκληρη ζωή.

Προκειμένου να γίνει συγγραφέας ο Ουίλιαμ Μπάροουζ (William Burroughs), συγγραφέας των περίφημων «Junky», «Naked Lunch», «The Cities of the Red Night», χρειάστηκε να πυροβολήσει τη νεαρή σύζυγό του, να ρίξει τη ζωή του χαμηλά, εκεί που η ύπαρξη δεν έχει περιθώρια να ασχοληθεί με τίποτε άλλο πέρα από το ράγισμα στο τσόφλι της. Αυτός είναι ο μύθος που έλεγε και έγραφε και ο ίδιος.

Πλοκές, μυστικά σκάνδαλα και ατιμίες, ώστε να προκύψει η επανεμφάνιση του όρνιου του Προμηθέα. Η επαναφορά του μεγάλου μύθου, αυτή τη φορά απολύτως προσαρμοσμένου στην προσβολή, στο ποταπό και στο αποκηρυγμένο.

Εκεί μέσα στήθηκε ολόκληρη η φόρμα της γλωσσικής αναδόμησης και της ιδεολογίας των εκδοχών στη συγγραφή. Το κείμενο για τον Μπάροουζ λειτουργούσε ως ένα απέραντο και κυρίως πολύπλοκο δίκτυο μηχανισμών, ατελών και ατελέσφορων συνειρμικών τάσεων που κατέρρεαν στα όρια του χρόνου και του διαστήματος. Μία εντελώς μη-γραμμική προσέγγιση στο σύγχρονο αφήγημα, που παρ' όλες τις αποτυχίες κατάφερε να εξαγάγει δύο από τα πλέον επιδραστικά κείμενα της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας: το «Γυμνό Γεύμα» (Απόπειρα, 2003) και το «Τζάνκι» (Απόπειρα, 1983).

Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ αποκαλείται συχνά ένας από τους μέγιστους συγγραφείς του 20ού αιώνα, άλλοι εντούτοις θεωρούν πως είναι υπερτιμημένος. Η πραγματικότητα πιθανόν να αφήνει στην άκρη και τις δύο προηγούμενες θέσεις. Οι εννοιολογικές του ιδέες ήταν μάλλον οι σημαντικότερες. Η ίδια του η ζωή, την οποία ακολούθησε πιστά δίχως παρεκκλίσεις, όντας πάντοτε βουτηγμένος στις μεγαλύτερες παρεκκλίσεις.

Αυτή η πλούσια και ταραχώδης ζωή περιγράφεται αριστοτεχνικά από τον σπουδαίο βιογράφο Μπάρι Μάιλς στο βιβλίο του: «El Hombre Invisible» (Απόπειρα, 2008).

Σε μία από τις παλαιότερες συνεντεύξεις του είχε δηλώσει: «... Οι πολιτικές συγκρούσεις είναι απλώς επιφανειακές εκδηλώσεις. Οταν προκύπτουν αυτές οι συγκρούσεις συγκεκριμένες δυνάμεις τις συντηρούν και τις διαχειρίζονται ελπίζοντας να επωφεληθούν απ' αυτήν την κατάσταση. Αν ασχοληθείς με όλες αυτές τις επιφανειακές πολιτικές διαμάχες θα κάνεις το λάθος που κάνει και ο ταύρος μέσα στην αρένα, θα κυνηγάς το κόκκινο πανί... [Ερώτηση: Ποιος χειρίζεται το πανί;]... Ο θάνατος. [Ερώτηση: Τι είναι ο θάνατος;]... Ο θάνατος είναι ένα τέχνασμα. Είναι το τέχνασμα του θανάτου της γέννησης μέσα στον χρόνο...».

Η τελική ειρωνεία είναι ότι ο άνθρωπος Μπάροουζ, που τόσο συχνά σχολιαζόταν από πολλούς σαν ένας ακραίος, εξωφρενικός και βίαιος συγγραφέας, υπήρξε για πολλούς από τους συναδέλφους του και γνώριμούς του ένας προσηνής, ευχάριστος και αγαπητός άνθρωπος. Αυτή η αντίθεση σχετίζεται άμεσα και με την πολιτική της καθημερινής ζωής που ακολουθούσε ο ίδιος: σεβασμός στη φιλία και παραγωγική πραότητα, σε ταυτόχρονη κατάσταση σύγκρουσης με τον έλεγχο πάσης φύσεως. Απόλυτη άρνηση της σύμβασης. Κάθε τι μη συμβατικό μετατράπηκε σε κείμενο. Κάθε σκοτεινή επιθυμία ή φαντασίωση μετουσιώθηκε σε κεφάλαιο. Ολη η ζωή του συγγραφέα, ένα μνημείο αγώνα και αγωνίας για τον Νέο άνθρωπο. Δεκάδες βιβλία, ακατάπαυστη πολεμική και αμέτρητες πληγές. Και όλα αυτά μόνο και μόνο στην προσπάθειά του να θυμίσει στον άνθρωπο πως οφείλει να αντέχει την ελευθερία του, και να αποτινάζει κάθε πεποίθηση που τον περιορίζει, τον ελέγχει, τον φυλακίζει στη μετριότητα και στην ανούσια επανάληψη.

«Οδό Καβάφη» αποκτά η Αλεξάνδρεια

Το όνομα του Κωνσταντίνου Καβάφη θα πάρει η οδός που περνά μπροστά από το σπίτι του ποιητή, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Η επίσημη τελετή μετονομασίας της οδού, από "Σαρμ Ελ Σεΐχ" σε "Κωνσταντίνου Καβάφη", θα γίνει στις 10 Φεβρουαρίου. Οι εκδηλώσεις θα γίνουν υπό την αιγίδα του Δήμου Αθηναίων και της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας, σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές. Παρών στην τελετή θα είναι και ο δήμαρχος Αθηναίων, Νικήτας Κακλαμάνης.

(Πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ)

Χάουαρντ Ζιν και Λούις Οτσινκλος, εκπρόσωποι δύο κόσμων


  • ΑΠΩΛΕΙΕΣ. Δύο Αμερικανοί, δύο συγγραφείς, ο γνωστός και στο ελληνικό κοινό ιστορικός και πολιτικός στοχαστής Χάουαρντ Ζιν και ο μάλλον όχι και τόσο γνωστός στην Ελλάδα μυθιστοριογράφος, κριτικός και βιογράφος Λούις Οτσινκλος, έφυγαν από τη ζωή σχεδόν ταυτόχρονα. Το γεγονός έχει τη σημασία του διότι ανήκαν στην ίδια γενιά, προέρχονταν όμως από εντελώς διαφορετικούς κόσμους και η στόχευσή τους ήταν επίσης ριζικά διαφορετική. Ο Ζιν θεωρούνταν ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της αμερικανικής «αριστερής» ιντελιγκέντσιας, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις κινητοποιήσεις για τα πολιτικά και τα ανθρώπινα δικαιώματα, πρωτοστάτησε στον αντιπολεμικό αγώνα κατά του Βιετνάμ, όμως ο λόγος του ακούστηκε πολύ και κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους και του πολέμου στο Ιράκ. Αντίθετα, ο Οτσινκλος ήταν εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης του Μανχάταν, έγραψε σε περισσότερα από πενήντα βιβλία γι' αυτήν και θεωρείται ο τελευταίος απόγονος ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια.

Λούις Οτσινκλος: Ο τελευταίος της παλαιάς φρουράς


Ηταν ο «τελευταίος των Μοϊκανών» ή απλώς ένας άνθρωπος εκτός εποχής; Μπορεί και τα δύο αυτά μαζί. Ο θάνατος του Αμερικανού συγγραφέα και νομικού Λούις Οτσινκλος (Louis Auchincloss) την Τρίτη στο Μανχάταν, σε ηλικία 92 ετών, σηματοδότησε για πολλούς το τέλος μιας εποχής και για άλλους το βιολογικό τέλος ενός παρωχημένου συγγραφέα, ο οποίος έζησε προσκολλημένος στο παρελθόν. Η ειρωνεία είναι ότι το ύστατο βιβλίο του Οτσινκλος ήταν «Ο τελευταίος της παλαιάς φρουράς» (2008) και, ναι μεν το βιβλίο διαδραματιζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα, ο τίτλος όμως οδήγησε αρκετούς Νεοϋορκέζους να σκεφτούν ότι ο συγγραφέας αναφερόταν στον εαυτό του.

Μέσα από τα πενήντα και πλέον βιβλία του (μυθιστορήματα, βιογραφίες, δοκίμια), ο Οτσινκλος κατέγραψε, περιέγραψε, ανάλυσε, απαθανάτισε το «πανηγύρι της ματαιοδοξίας» των ανώτερων κοινωνικών τάξεων του Μανχάταν. Ο ίδιος κινιόταν σε τέτοιους κύκλους (ήταν τρίτος εξάδελφος του Ρούζβελτ), έγραφε στη γεμάτη αντίκες σοφίτα του στο Παρκ Αβενιου, μολονότι δεν έπαψε να δικηγορεί έως το 1987. Στην ουσία, ασχολιόταν με έναν κόσμο που είχε χαθεί από δεκαετίες, λίγο μετά το τέλος του πολέμου, έναν κόσμο ανέσεων που μετά την έλευση της τηλεόρασης ταυτίστηκε με τις σαπουνόπερες και έπαψε να είναι «άξιο» λογοτεχνικό θέμα. Ο Οτσινκλος μένει ακόμα να ανακαλυφθεί.

Ο στοχαστής της αριστερής σκέψης

Ηταν 87 ετών και δεν είχε σταματήσει στιγμή να ταξιδεύει, να κάνει διαλέξεις, να γράφει βιβλία, να υποστηρίζει τις απόψεις του. Στη διάρκεια ενός από τα ταξίδια του, στη Σάντα Μόνικα των ΗΠΑ, η καρδιά του ακτιβιστή, ιστορικού, πολιτικού επιστήμονα, ακαδημαϊκού και στελέχους της αμερικανικής Αριστεράς Χάουαρντ Ζιν σταμάτησε. Είχε γεννηθεί στη Νέα Υόρκη, δούλεψε σε ναυπηγείο και υπηρέτησε στην αμερικανική πολεμική αεροπορία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πίστευε ότι πρέπει να ξαναδούμε την Ιστορία από την πλευρά των πολιτών κι αυτή την οπτική υποστήριζε σε όλα τα βιβλία του. «Σε όλες τις χώρες η Ιστορία που διδάσκεται είναι κατ’ εξοχήν από εθνικιστική σκοπιά και από την οπτική των κατεχόντων την εξουσία», έλεγε. Εμβληματικό έργο του, που υπηρετεί απολύτως την άποψή του, είναι «Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών». Τον περασμένο Μάιο ήρθε στην Ελλάδα προσκεκλημένος της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Εκεί γνωρίσαμε έναν άνθρωπο παθιασμένο με τις απόψεις του, δυναμικό και ενημερωμένο. «Το “αμερικανικό όνειρο” ήταν πάντα ένας μύθος και οι περισσότεροι Αμερικανοί το ξέρουν. Ωστόσο, η εκλογή του Ομπάμα είναι σημάδι ότι στις ΗΠΑ δεν είμαστε όσο ρατσιστές ήμασταν κάποτε», έλεγε σε συνέντευξή του στη Σώτη Τριανταφύλλου. Στην Ελλάδα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αιώρα.
  • Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/01/2010

«Αιώνια εφηβεία»



O Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, ο μυθικός συγγραφέας της Αμερικής, που με το εμβληματικό του μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη» σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά, πέθανε χθες σε ηλικία 91 ετών. Ερμητικός και απόμακρος τα τελευταία χρόνια, ο Σάλιντζερ έγινε το ίνδαλμα της μεταπολεμικής αμφισβήτησης γράφοντας ένα κλασικό, πλέον, μυθιστόρημα εφηβείας και ενηλικίωσης στην ψυχροπολεμική

Πριν από 32 χρόνια, το 1978, κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το πιο γνωστό και αγαπημένο βιβλίο του Σάλιντζερ «Ο Φύλακας στη Σίκαλη», από τις εκδόσεις «Επίκουρος», μ’ ένα λιτό ασημί εξώφυλλο. Ενα βιβλίο που αγαπήθηκε πολύ, και στην Ελλάδα, και είναι από εκείνα που πάντα έχουν μια μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη όλων μας. Μεγάλο μέρος όμως της δημοτικότητάς του στη χώρα μας το χρωστάει στην έξοχη, κατά γενική ομολογία, μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, η οποία δήλωσε χθες στην «Κ»: «“Ο Φύλακας στη Σίκαλη” (όπως με τους αυστηρότατους όρους του Σάλιντζερ μεταφράστηκε κυριολεκτικά ο τίτλος) είναι ένα μαγικό βιβλίο. Οχι μόνο γιατί μεγάλωσε γενιές παιδιών κι ακόμα τις μεγαλώνει από το 1951 μέχρι σήμερα, ενώ ο ήρωάς του, ο Χόλντεν Κόλφιλντ, δεν λέει να μεγαλώσει ποτέ. Αλλά κυρίως γιατί μας αιχμαλώτισε μια για πάντα, κι εμάς που τον διαβάσαμε, και τον Σάλιντζερ που τον επινόησε στα 30 του, και μάλλον δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να τον ξεπεράσει ποτέ. Εύχομαι τώρα πια να βρίσκεται κι αυτός, ο πολύ μακρινός και πολύ αγαπημένος μου, σε μια αιώνια εφηβεία, που έμοιαζε να την επιθυμεί».

  • Ολγα Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/01/2010

Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, έμβλημα μιας γενιάς

Ο «ερημίτης» Αμερικανός συγγραφέας του «Φύλακα στη Σίκαλη» έφυγε από τη ζωή στα 91 του χρόνια

Του Ηλια Mαγκλινη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/01/2010

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ. Ολες οι εφημερίδες θα γράψουν ότι «πέθανε ο Φύλακας στη σίκαλη». Με το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα ταυτίστηκε τόσο πολύ ο συγγραφέας του, ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, που ο θάνατός του, σε ηλικία ενενήντα ενός ετών, ισοδυναμεί κατά κάποιον τρόπο με τον θάνατο του Χόλντεν Κόλφιλντ, του νεαρού κεντρικού ήρωα του βιβλίου, το οποίο έκανε πάταγο όταν κυκλοφόρησε, το 1951, και από τότε πουλάει σταθερά περί τα 250.000 αντίτυπα κάθε χρόνο. Με τον «Φύλακα στη σίκαλη», ο Σάλιντζερ προετοίμασε το έδαφος για την πιο ανήσυχη γενιά της δεκαετίας του '50 και τον «Επαναστάτη χωρίς αιτία». Και να σκεφτεί κανείς ότι το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε αρχικά υπό τη μορφή διηγήματος. Ο Σάλιντζερ το υπέβαλε στο «Νιου Γιόρκερ» το 1941, αφού πρώτα το ίδιο περιοδικό τού είχε απορρίψει κάπου επτά διηγήματα προς δημοσίευση. Το εκλεκτικό «Νιου Γιόρκερ» αποφάσισε να το δημοσιεύσει, όμως, η ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ ανέτρεψε τα σχέδια ολονών. Τελικά, το μικρό αυτό «πρελούδιο» στον «Φύλακα στη σίκαλη» δημοσιεύθηκε το 1946.

Ο Σάλιντζερ είναι ταυτισμένος με αυτό το βιβλίο, όμως, διότι έτσι κι αλλιώς δεν υπήρξε πολυγραφότατος. Εχει δημοσιεύσει κάμποσα διηγήματα, όμως εξέδωσε μόνο τέσσερα βιβλία συνολικά. Μετά τον «Φύλακα», το γνωστότερο βιβλίο του ήταν η νουβέλα «Φράνι και Ζόι», ενώ στα «Εννέα διηγήματα» περιλαμβάνονται ορισμένα πεζά που είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον όταν πρωτοδημοσιεύθηκαν σε περιοδικά.

Ο Σάλιντζερ ήταν βέρος Νεοϋορκέζος, γεννημένος την 1η Ιανουαρίου του 1919. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αλλά από νωρίς είχε αρχίσει να γράφει ιστορίες. Κάποια στιγμή, ο πατέρας του τον έστειλε στην Αυστρία για να μάθει την οικογενειακή επιχείρηση με κατεψυγμένα κρέατα - μόλις που πρόλαβε να εγκαταλείψει τη χώρα πριν από το «Ανσλους» (ο Σάλιντζερ ήταν εβραίος από την πλευρά του πατέρα του).

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Σάλιντζερ υπηρέτησε στο πεζικό και μάλιστα ήταν μάχιμος. Πήρε μέρος στην απόβαση στη Νορμανδία (ακτή Γιούτα) και στη μάχη των Αρδεννών. Ηταν, επίσης, από τους πρώτους Αμερικανούς στρατιώτες που μπήκαν σε απελευθερωμένο στρατόπεδο εξόντωσης. Οι εμπειρίες του αυτές είχαν βαθύ αντίκτυπο και για ένα διάστημα ο Σάλιντζερ νοσηλεύθηκε με τη λεγόμενη τότε «κόπωση μάχης». Κάποιες από αυτές τις εμπειρίες πέρασαν σε ορισμένα διηγήματά του που περιλαμβάνονται στον τόμο «Εννέα διηγήματα».

Γνωριμία με τον Χέμινγουεϊ

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Σάλιντζερ αναζήτησε και γνώρισε τον Χέμινγουεϊ, ο οποίος τότε κάλυπτε τις επιχειρήσεις ως πολεμικός ανταποκριτής. Συνέχισαν να αλληλογραφούν και μετά τη λήξη του πολέμου, μάλιστα ο Χέμινγουεϊ ήταν η βασική επιρροή του Σάλιντζερ, τα κείμενα του οποίου είχαν εντυπωσιάσει τον φειδωλό σε επιδοκιμασίες «πάπα» της αμερικανικής λογοτεχνίας.

Η μεγάλη επιτυχία του «Φύλακα» το 1951 τρόμαξε τον φυγόκοσμο Σάλιντζερ. Εγινε ακόμη πιο απόμακρος, απέφυγε όσο μπορούσε τη δημοσιότητα, αρνήθηκε πεισματικά να μεταφερθεί ο «Φύλακας» στο σινεμά και ήταν έτοιμος να κάνει αγωγές σε οποιονδήποτε δοκίμαζε να απειλήσει την ιδιωτική του ζωή. Κάποιοι, μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να πουν ότι ο επίσης άφαντος Τόμας Πίντσον ήταν στην πραγματικότητα ψευδώνυμο του Σάλιντζερ. Τα τελευταία χρόνια, το όνομά του συνδεόταν περισσότερο με αγωγές και μηνύσεις - είχε γίνει έξαλλος όταν η πρώην σύντροφός του και η κόρη του δημοσίευσαν τα απομνημονεύματά τους, όπου βέβαια κύριο θέμα ήταν ο Σάλιντζερ (παρουσιαζόταν ως ένας παράξενος, αυταρχικός, σχεδόν βάναυσος άνδρας), όμως η αλήθεια είναι ότι και μόνο με τον Χόλντεν Κόλφιλντ του «Φύλακα», εξασφάλισε την υστεροφημία του.

Οδός «Κ. Καβάφη» μετονομάζεται ο δρόμος όπου έζησε ο ποιητής στην Αλεξάνδρεια

  • Στις 10 Φεβρουαρίου

Στις 10 Φεβρουαρίου, θα πραγματοποιηθεί η μετονομασία του δρόμου μπροστά από το σπίτι του ποιητή στην Αλεξάνδρεια, από οδό Σαρμ Ελ Σέιχ, σε οδό Κ.Καβάφη. Τα εγκαίνια αναμένεται να πραγματοποιηθούν από κοινού από τον δήμαρχο Αθηναίων Νικήτα Κακλαμάνη και τον Κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας Αντελ Λαμπίμπ, παρουσία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοδώρου Β΄και του προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας (ΕΚΑ) Γιάννη Σιόκα. Την ίδια ημέρα, θα διαβαστούν -στα ελληνικά και τα αραβικά-, από μαθητές και φοιτητές, έργα του μεγάλου ποιητή στο σπίτι όπου έζησε. Ο Διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού παραρτήματος Αλεξανδρείας Μανόλης Μαραγκούλης θα ξεναγήσει τους παρισταμένους στο σπίτι του Καβάφη.

Thursday, January 28, 2010

J. D. Salinger, Literary Recluse, Dies at 91

  • The New York Times: January 28, 2010

J. D. Salinger, who was thought at one time to be the most important American writer to emerge since World War II but who then turned his back on success and adulation, becoming the Garbo of letters, famous for not wanting to be famous, died on Wednesday at his home in Cornish, N.H., where he had lived in seclusion for more than 50 years. He was 91.

Evening Standard/Getty Images (left)

Mr. Salinger’s literary representative, Harold Ober Associates, announced the death, saying it was of natural causes. “Despite having broken his hip in May,” the agency said, “his health had been excellent until a rather sudden decline after the new year. He was not in any pain before or at the time of his death.”

Mr. Salinger’s literary reputation rests on a slender but enormously influential body of published work: the novel “The Catcher in the Rye,” the collection “Nine Stories” and two compilations, each with two long stories about the fictional Glass family: “Franny and Zooey” and “Raise High the Roof Beam, Carpenters and Seymour: An Introduction.”

“Catcher” was published in 1951, and its very first sentence, distantly echoing Mark Twain, struck a brash new note in American literature: “If you really want to hear about it, the first thing you’ll probably want to know is where I was born and what my lousy childhood was like, and how my parents were occupied and all before they had me, and all that David Copperfield kind of crap, but I don’t feel like going into it, if you want to know the truth.”

Though not everyone, teachers and librarians especially, was sure what to make of it, “Catcher” became an almost immediate best seller, and its narrator and main character, Holden Caulfield, a teenager newly expelled from prep school, became America’s best-known literary truant since Huckleberry Finn.

With its cynical, slangy vernacular voice (Holden’s two favorite expressions are “phony” and “goddam”), its sympathetic understanding of adolescence and its fierce if alienated sense of morality and distrust of the adult world, the novel struck a nerve in cold war America and quickly attained cult status, especially among the young. Reading “Catcher” used to be an essential rite of passage, almost as important as getting your learner’s permit.

The novel’s allure persists to this day, even if some of Holden’s preoccupations now seem a bit dated, and it continues to sell more than 250,000 copies a year in paperback. Mark David Chapman, who killed John Lennon in 1980, even said the explanation for his act could be found in the pages of “The Catcher in the Rye.” In 1974 Philip Roth wrote, “The response of college students to the work of J. D. Salinger indicates that he, more than anyone else, has not turned his back on the times but, instead, has managed to put his finger on whatever struggle of significance is going on today between self and culture.”

Many critics were more admiring of “Nine Stories,” which came out in 1953 and helped shape writers like Mr. Roth, John Updike and Harold Brodkey. The stories were remarkable for their sharp social observation, their pitch-perfect dialogue (Mr. Salinger, who used italics almost as a form of musical notation, was a master not of literary speech but of speech as people actually spoke it) and the way they demolished whatever was left of the traditional architecture of the short story — the old structure of beginning, middle, end — for an architecture of emotion, in which a story could turn on a tiny alteration of mood or irony. Mr. Updike said he admired “that open-ended Zen quality they have, the way they don’t snap shut.”

Mr. Salinger also perfected the great trick of literary irony — of validating what you mean by saying less than, or even the opposite of, what you intend. Orville Prescott wrote in The New York Times in 1963, “Rarely if ever in literary history has a handful of stories aroused so much discussion, controversy, praise, denunciation, mystification and interpretation.”

As a young man Mr. Salinger yearned ardently for just this kind of attention. He bragged in college about his literary talent and ambitions, and wrote swaggering letters to Whit Burnett, the editor of Story magazine. But success, once it arrived, paled quickly for him. He told the editors of Saturday Review that he was “good and sick” of seeing his photograph on the dust jacket of “The Catcher in the Rye” and demanded that it be removed from subsequent editions. He ordered his agent to burn any fan mail. In 1953 Mr. Salinger, who had been living on East 57th Street in Manhattan, fled the literary world altogether and moved to a 90-acre compound on a wooded hillside in Cornish. He seemed to be fulfilling Holden’s desire to build himself “a little cabin somewhere with the dough I made and live there for the rest of my life,” away from “any goddam stupid conversation with anybody.”... [CONTINUED]

Πέθανε ο συγγραφέας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ

Πέθανε σήμερα σε ηλικία 91 ετών στο Νιου Χάμσάιρ ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας, Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, που έχει γράψει το κλασικό μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη», που δημοσιεύθηκε το 1951, όπως ανακοινώθηκε από τον ατζέντη του.

Ο συγγραφέας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κλεισμένος στο σπίτι του στην μικρή πόλη Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ όπου έγραψε και το μυθιστόρημα που τον έκανε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς των ΗΠΑ.

Παρά τη μεγάλη επιτυχία του έργου του "Ο φύλακας στη σίκαλη", που αναφέρεται στην επανάσταση ενός έφηβου, ο συγγραφέας δεν δημοσίευσε τίποτε έως το 1965.

Ο Σάλιντζερ έχει δημοσιεύσει γενικά πολύ λίγα έργα και συλλογές μικρών ιστοριών στην καριέρα του, όπως τα "Εννέα ιστορίες", "Φράνι και Ζούι", "Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα" και "Ψηλά σηκώστε την σκεπή-Σέιμουρ".

Poet Christopher Reid is surprise winner of Costa Book of the Year

The poet Christopher Reid has been awarded the Costa Book of the Year for a tribute to his late wife.
Christopher Reid with his wife  : Poet Christopher Reid is surprise winner of Costa Book of the Year
Christopher Reid with his wife on their wedding day

In a surprise decision, his collection A Scattering was voted the winning book by the panel of judges.

Colm Tóibín, the Irish author, had been widely tipped to walk away with the £30,000 prize for his novel Brooklyn, the tale of a young Irish immigrant torn between New York and her homeland.

It was the 6/4 favourite according to William Hill. A Scattering was a distant second at 5/2.

But the 54-year-old Irishman was denied a major literary prize again, having been shortlisted but overlooked for the Man Booker prize twice before.

Josephine Hart, the author of Damage, who chaired the judging panel, described A Scattering as "austere and beautiful and moving".

She said: "We regard it as a master work by a man who for sad reasons has met artistically his moment."

He had managed to take his personal tragedy and make it universal, she explained.

"We would immediately give it to friends, whether they were suffering [bereavement] or not."

Reid's wife Lucinda Gane, an actress who starred in Grange Hill in the 1980s, died in October 2005 of cancer.

Reid, 60, professor of creative writing at Hull University, who edited the book The Letters of Ted Hughes, started writing his poems about her as the illness took hold.

He wrote others after she had died, reflecting on his loss and her absence. They had been married almost 30 years.

It is the first time that a poet has won the award since 1999, when Seamus Heaney won it (as the Whitbread, under the guise of its previous sponsor) for Beowulf.

Since the prize began in 1985 it has been won by poets of six occasions - twice by Heaney, who also won it for Spirit Level in 1996; twice by Ted Hughes (Birthday Letters in 1998 and Tales from Ovid in 1997); once by Douglas Dunn (Elegies in 1985) and now by Reid.

A Scattering was named as the Costa Poetry Book of the Year earlier this month. The overall winner is chosen from the five categories in the awards: poetry, novel, first novel, biography, and children's novel.

Brooklyn won best novel; Beauty by Rapheal Selbourne won the first novel award; The Strangest Man by Graham Farmelo won the biography award and The Ask and the Answer by Patrick Ness won the children's book award.

Related Articles