Saturday, December 19, 2009

Κώστας Βρεττάκος: Ελλάδα, η χώρα που δεν παράγει τίποτα

Εξομολογήσεις του Κώστα Βρεττάκου σχετικά με τη ζωή του, την Αριστερά, το πρώτο του μυθιστόρημα και φυσικά τον Νικηφόρο
  • Συνέντευξη στον Ηλια Mαγκλινη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/12/2009

«Οταν ήμουνα νέος δήλωσα παλικάρι και τώρα δεν μπορώ να το πάρω πίσω», διαβάζουμε στο ξεκίνημα του μυθιστορήματος του Κώστα Βρεττάκου «Περαστικός από το Ρέικιαβικ», την οποία ο αφηγητής αποδίδει σε έναν «γνωστό λογοτέχνη και μαχητικό δημοσιογράφο». Τον ρωτάω ποιος είναι. «Ο Βασίλης Ρώτας», αποκρίνεται γελώντας. Ο ήρωας του βιβλίου παραθέτει τη φράση ως στάση ζωής που βρίσκεται στον αντίποδα της δικής του. Ενας άνθρωπος μελαγχολικός, χαμηλών τόνων, που ανατρέχει σε ανολοκλήρωτους έρωτες, σε τραυματισμένες φιλίες, σε πολιτικές ήττες και μύχιες αναξιοπρέπειες. Την αναδρομή αυτή αποπειράται μέσα από μια μακροσκελή επιστολή προς μια γυναίκα, η οποία, επί της ουσίας, του είναι άγνωστη. Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το περίγραμμα του βιβλίου που υπογράφει ο εβδομηντάχρονος Κωστής Βρεττάκος, γιος του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, ο οποίος μπήκε στη μοναχική περιπέτεια της πεζογραφίας μέσα σε ένα πνεύμα «άσκησης περιέργειας».

Πριν από λίγες ημέρες, στο καφέ του «Ιανού» προβλήθηκαν σε ειδική βραδιά η εμβληματική ταινία του Κ. Βρεττάκου «Τα παιδιά της χελιδόνας» και οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι, αν και ταινία του 1987, είχε μια φρεσκάδα. Μια τέτοια φρεσκάδα χαρακτηρίζει και το μοναδικό μυθιστόρημα ενός ανθρώπου που μοιάζει εθελούσια αποσυρμένος, ωστόσο εκλεκτικά δραστήριος. «Δεν έχω ξαναγράψει μυθιστόρημα. Γιατί το έκανα; Θα αναφέρω έναν ωραίο στίχο του Σαββόπουλου: “Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό”. Υπακούω σε μια εσωτερική ανάγκη να καταλάβω κάποια πράγματα για να μπορέσω να ζήσω καλύτερα, λιγότερο μοναχικά και περισσότερο δημιουργικά. Το ίδιο ίσχυε και με τη “Χελιδόνα”, το ίδιο ισχύει και με αυτό το μυθιστόρημα».

Εφηβική περιέργεια

Ο Κώστας Βρεττάκος εξομολογείται ότι από πολύ νέος ένιωθε «μιαν εφηβική περιέργεια να κάνω κάποια πράγματα, που όμως δεν αποτελούσαν αυτοσκοπό. Δεν θα ισχυριζόμουν ποτέ ότι είμαι ποιητής μολονότι έχω εκδώσει ποιητικές συλλογές και αγαπάω αυτά τα ποιήματα. Δεν θα ισχυριστώ ότι είμαι σκηνοθέτης παρότι έχω κάνει μια ταινία και ντοκιμαντέρ. Δεν θα ισχυριστώ καν ότι υπήρξα ένας καλός διαχειριστής, ένας χαρτογιακάς, όταν εργάστηκα στο Κέντρο Κινηματογράφου. Δεν θα ισχυριστώ ότι είμαι φωτογράφος, παρότι έχω βραβευθεί ως φωτογράφος, και δεν θα ισχυριστώ τώρα ότι έγινα μυθιστοριογράφος. Ενιωθα πάντα περαστικός. Ολα τα ένιωθα έτσι, εξ ου και ο τίτλος “Περαστικός από το Ρέικιαβικ”. Απ’ όλα τα πράγματα περνούσα δίχως κάπου να σταματήσω. Ολα τα πράγματα με βοηθούσαν για να καταλάβω κάτι και να πάω παρακάτω. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια και ανακαλύπτω ότι με συγκινούν λιγότερα ή πιο απλά πράγματα, συνειδητοποιώ ότι αυτό που με συγκινεί είναι ότι διέσωσα το έργο του πατέρα μου, ότι ανέστησα το αρχείο του στη Σπάρτη. Επίσης, με συγκινεί το ότι αναστηλώνω κάποια ερείπια στην κορφή του βουνού όπου έζησε ο πατέρας μου, με τον οποίο ήμαστε κάτι σαν αδέλφια. Συντηρείς κάποια πράγματα και αυτό σου δίνει κάποια ικανοποίηση. Το βιβλίο αυτό μου έδωσε αυτή την ικανοποίηση, διότι έχει το χαρακτήρα της εσωτερικής περιπλάνησης. Ανταποκρίνεται στον τρόπο που σκέφτομαι και που ζω».

Τόσο ο ήρωας όσο και ο συγγραφέας του βιβλίου κάνουν ένα πέρασμα από τα υπόγεια της οδού Μπουμπουλίνας. «Την περίοδο της χούντας είχα απλώς τη δράση που είχαν οι νέοι της εποχής. Νοσταλγώ τις πράξεις που κάναμε, ο Γιάννης ο Λελούδας, η Τόνια Μαρκετάκη, ο Γιώργος Κουμπαρούσος και άλλοι. Εντελώς αθώα μπήκαμε μέσα αλλά με μεγάλη διάθεση, αν και από τη νεολαία της ΕΔΑ είχαμε όλοι αποχωρήσει. Παρέμενα φίλος με τον Μίμη Δεσποτίδη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Κώστα Κουλουφάκο, αλλά την κομματικοποίηση την είχα αφήσει πίσω μου». Και η σύλληψη; «Με συνέλαβαν μαζί με την Τόνια. Οι αναφορές στην Μπουμπουλίνας στο βιβλίο είναι αληθινές. Μας έβαλαν σε απομόνωση 15 μέρες τον καθένα, μετά μας πήγανε σε κάτι μικρά κελιά, στα υπόγεια των κοιτώνων της αστυνομίας, μετά στου Αβέρωφ, τελικά κάποιοι βγήκαμε με αναστολή την περίοδο του βασιλικού πραξικοπήματος. Ολο αυτό κράτησε ένα εξάμηνο περίπου».

Η σύνδεση του Κ. Βρεττάκου με την Αριστερά ήταν μια φυσική εξέλιξη. «Από επτά χρόνων παιδί μάζευα τον παράνομο Τύπο και τις προκηρύξεις. Το 1946 μου τα κάψανε όλα, όταν άρχισαν οι συλλήψεις. Κινδυνεύαμε ανά πάσα στιγμή. Ζούσαμε στον Πειραιά, σε ένα σπίτι με δύο εισόδους, αν έρθουν από μπροστά να φύγουμε από πίσω. Υπήρχαν δύο βαλίτσες έτοιμες πάντα, μία για την αδελφή μου και τη μητέρα μου, μία για μένα και τον πατέρα μου. Κάτι ανάλογο επαναλήφθηκε χρόνια μετά σε ένα σπίτι στην Κλεομένους, τον καιρό της χούντας».

Μια χώρα χρεοκοπημένη

Και η σημερινή εποχή; «Τα νέα παιδιά που σπάνε και καίνε, και αυτά στο βάθος θέλουν να καταλάβουν πού βρίσκονται και γιατί βρίσκονται εκεί όπου βρίσκονται. Μια ταυτότητα αναζητούν. Από την άλλη, δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, πιστεύω όμως ότι όλες οι γενιές δημιουργήσαμε μια χώρα προβληματική. Είναι μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, καμία ιδεολογία πια». Στο εξωτερικό παράγεται ιδεολογία; «Ισως. Αλλά εκεί υπάρχει μια κουλτούρα με βαθύτερες ρίζες από τη νεοελληνική, που καταστράφηκε βίαια μετά τον Εμφύλιο. Ξεριζώθηκαν συνήθειες, ξεριζώθηκε κόσμος, ένας κόσμος που οδηγήθηκε στο πνεύμα της παροχής και της αντιπαροχής. Οσοι κυβέρνησαν αυτή τη χώρα δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν σε μια ανάπτυξη ουσιαστική παρά μόνο μέσα από τη μαύρη οικονομία. Γαλούχησαν μια χώρα με μια τέτοια ηθική. Και μια τέτοια χώρα δεν έχει προοπτική, διότι τελικά υπάρχουν και κάποια όρια που έχουμε παραβιάσει. Δείτε τώρα τι γίνεται με την οικονομία. Μοιάζει να μην έχει επιστροφή αυτό».

Ποιος είναι ο Κώστας Βρεττάκος

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Αθήνα και τη Ρώμη χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στη διαφήμιση και τη φωτογραφία, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές με τον τίτλο «Ανάριθμα». Το 1980 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Τρία φύλλα» και άρχισε να γυρίζει ντοκιμαντέρ, «Το στρώμα της καταστροφής» (1980), «Τα Παρκαβενέικα της Μοντρεάλης» (1984), «Διάσωση του μνημείου» (1986) και τη μοναδική ταινία μυθοπλασίας «Τα παιδιά της Χελιδόνας» (1987). Εργάστηκε για το υπουργείο Πολιτισμού ως σύμβουλος Κινηματογραφίας, πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και σύμβουλος Διεθνών Σχέσεων στον τομέα του Οπτικοακουστικού. «Ο Περαστικός από το Ρέικιαβικ» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.

No comments: