«Το Ονομα του Ρόδου»: η κινηματογραφική μεταφορά (1986) από
τον Ζαν-Ζακ Ανό με τους Σον Κόνερι και Κρίστιαν Σλέιτερ. Το πρωτότυπο
μυθιστόρημα ήταν απλά θεσπέσιο: μια κορυφαία στιγμή του ευρωπαϊκού
storytelling, που συνδύαζε ιστορία, επιστήμη, μηχανορραφίες και έρωτα.
Το στοκ που διαθέτω στην αναγνωστική
μου μνήμη από τον Εκο είναι τριπλό και απολύτως ετερόκλητο. Αποτελείται
από το παγκόσμιο μπεστ σέλερ «Το Ονομα του Ρόδου», από ένα άρθρο με
τίτλο «Η τρομοκρατία της νοθείας», δημοσιευμένο κάπου στα μέσα της
δεκαετίας του ’80 στο βραχύβιο περιοδικό του ΚΚΕ Εσωτερικού «Η Αριστερά
Σήμερα» και, τέλος, από τη γερμανική έκδοση του βιβλίου που στα ελληνικά
κυκλοφόρησε με τίτλο «Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία».
Ο χρόνος δεν ξεθώριασε στο ελάχιστο την ένταση του αποτυπώματος και των τριών αυτών αναγνωσμάτων, και ας είναι μεταξύ τους τόσο διαφορετικά. Ισως εδώ να βρίσκεται η απάντηση στο γιατί δεν διάβασα καθόλου άλλο Εκο. Είχα δημιουργήσει μέσα μου μια θήκη τελειότητας, με το όνομά του τυπωμένο πάνω: ό,τι δικό του αποπειράθηκα έκτοτε να ξεφυλλίσω δεν χώρεσε στη θήκη «με τη μία» και γι’ αυτό το παράτησα – δεν άντεχα να τον σχετικοποιήσω.
«Το Ονομα του Ρόδου» ήταν μια δικαιωμένη καλοκαιρινή αποσκευή: λεκιασμένο από χυμό σταφυλιών και γεμάτο κόκκους άμμου ανάμεσα στις σελίδες. Στη χρυσή δεκαετία του ’80, οι παραλίες κοσμικών και απομονωμένων νησιών γέμιζαν με γυμνιστές που διάβαζαν πολύ χοντρά βιβλία (έχοντάς τα κουβαλήσει μερικές φορές κάμποσα χιλιόμετρα μέσα σε σάκους και σακίδια πλάτης), κάπνιζαν και συζητούσαν πολύ. Το βιβλίο τυλίχθηκε εξαρχής με επιφυλάξεις: μήπως έπασχε από Τι-Εμ-Άι (Too Much Information, για να δανειστούμε τη γλώσσα των σημερινών εφήβων); Ήταν άραγε φτιαγμένο με το μυαλό αλλά χωρίς αίσθημα; Κατέρρευσαν όλες τους γοργά ανάμεσα στα προσηλωμένα μάτια και τους κυρτωμένους κορμούς των μαγεμένων αναγνωστών.
Ηταν απλά θεσπέσιο: μια κορυφαία στιγμή του ευρωπαϊκού storytelling, που συνδύαζε ιστορία, επιστήμη, μηχανορραφίες και έρωτα. Ηταν απαιτητικό διανοητικά και τραβηγμένο με κάμερα που κάλπαζε. Και το είχε γράψει ένας αριστερός διανοούμενος της διπλανής πόρτας! Ο Eκο ως περσόνα δανειζόταν πλέον κάτι από τη λάμψη της Αριστεράς και της προσέδιδε ταυτόχρονα μπόλικη από τη δική του, καθώς διεκδικούσε ευθέως και για λογαριασμό της τη σφαίρα του μύθου και της απόλαυσης. Πόσους αιώνες πριν συνέβησαν άραγε όλα αυτά;
Από το άρθρο «Η τρομοκρατία της νοθείας» θυμάμαι διάσπαρτα πράγματα, αλλά έχω μιαν ολοκάθαρη βασική εντύπωση: μπορεί να αμφισβητεί κανείς τον κόσμο ριζικά αλλά με φαντασία και να επαναστατεί πλήττοντας καίρια τον «εχθρό» χωρίς καθόλου βία. Η ιδέα φαινόταν απλή, σπιρτόζικη και, με τη σημερινή πάλι γλώσσα, «σέξι». Eνα παράδειγμα που θυμάμαι (αν το θυμάμαι σωστά) και το μνημόνευσα έκτοτε πάμπολλες φορές ήταν η δυνατότητα να παραλύσει κανείς ένα ολόκληρο σύστημα πληρώνοντας, για παράδειγμα, τους λογαριασμούς (της ΔΕΗ; της ΕΥΔΑΠ;) με «συν ένα», προσαυξημένους δηλαδή κατά μία νομισματική μονάδα. Το σύστημα, προγραμματισμένο για περιορισμένο αριθμό λαθών, θα μπλόκαρε ολότελα αν κάποιος στρεφόταν μαζικά εναντίον του με αυτόν τον σχεδόν αστείο και κατά βάσιν νόμιμο τρόπο...
Στο «Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία» οφείλω κατ’ αποκλειστικότητα το γεγονός ότι ολοκλήρωσα τη διδακτορική μου διατριβή. Θαύμαζα ήδη τον Εκο και είχα ήδη κολλήσει στα βαθιά νερά του γερμανικού πανεπιστημιακού συστήματος. Διπλωματική εργασία τα ένδοξα εκείνα χρόνια στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είχαμε – ακούω μάλιστα ότι ακόμα και τώρα έτσι έχουν τα πράγματα, πλην Πολυτεχνείου… Η Γερμανία, με την οποία κάνουμε, ως γνωστόν, συχνά κακό συνδυασμό, δεν διέθετε τότε σχολές με «δομημένα» μεταπτυχιακά, παρά μόνο μεγάλες καθηγητικές αυθεντίες. Ετσι, ο αδαής και απαίδευτος απόφοιτος του ελληνικού πανεπιστημίου κολυμπούσε με μεγάλες απλωτές, για να βρεθεί κάποια στιγμή έντρομος και ακαθοδήγητος στη μέση ενός πουθενά – είναι το σημείο όπου έχουν συντριβεί και καταβυθιστεί πολλές απόπειρες συγγραφής διατριβών που ξεκίνησαν με τους καλύτερους όρους. Την κρίσιμη στιγμή, κάποιος που δεν θυμάμαι πια μού μίλησε για τον Εκο.
Στο μυαλό μου η αντίδραση ήταν αλυσιδωτή: ο σούπερ σταρ μιας εντελώς άλλης μυθολογίας (μυθιστόρημα, διανόηση, αριστερά) θα ζωντάνευε ξαφνικά ως ιππότης Τζεντάι για να με διασώσει από τον λαβύρινθο. Και, πράγματι, έτσι έγινε. Το βιβλίo –SOS στα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια– (έκτοτε γνώρισα πολύ κόσμο από διάφορους επιστημονικούς κλάδους που είχε στο διάσημο σύγγραμμα ανάλογες οφειλές) ήταν συμπαγής, σύντομη, συστηματική και φιλική στον χρήστη προσέγγιση της μεγάλης δοκιμασίας, η οποία μετά την ανάγνωσή του παύει πια να φαίνεται μεγάλη. Μα πώς το έκανε αυτό;
Τώρα που έφυγε από τη ζωή σκέφτομαι: είναι ό,τι πιο κοντινό σε μάγο έχω γνωρίσει στη δική μου εποχή. «Η ομορφιά της λίστας» θα είναι μάλλον το βιβλίο που με τη βοήθειά του θα ξεκινούσα εκ νέου την επίκληση των υπερφυσικών δυνάμεών του.
Ο χρόνος δεν ξεθώριασε στο ελάχιστο την ένταση του αποτυπώματος και των τριών αυτών αναγνωσμάτων, και ας είναι μεταξύ τους τόσο διαφορετικά. Ισως εδώ να βρίσκεται η απάντηση στο γιατί δεν διάβασα καθόλου άλλο Εκο. Είχα δημιουργήσει μέσα μου μια θήκη τελειότητας, με το όνομά του τυπωμένο πάνω: ό,τι δικό του αποπειράθηκα έκτοτε να ξεφυλλίσω δεν χώρεσε στη θήκη «με τη μία» και γι’ αυτό το παράτησα – δεν άντεχα να τον σχετικοποιήσω.
«Το Ονομα του Ρόδου» ήταν μια δικαιωμένη καλοκαιρινή αποσκευή: λεκιασμένο από χυμό σταφυλιών και γεμάτο κόκκους άμμου ανάμεσα στις σελίδες. Στη χρυσή δεκαετία του ’80, οι παραλίες κοσμικών και απομονωμένων νησιών γέμιζαν με γυμνιστές που διάβαζαν πολύ χοντρά βιβλία (έχοντάς τα κουβαλήσει μερικές φορές κάμποσα χιλιόμετρα μέσα σε σάκους και σακίδια πλάτης), κάπνιζαν και συζητούσαν πολύ. Το βιβλίο τυλίχθηκε εξαρχής με επιφυλάξεις: μήπως έπασχε από Τι-Εμ-Άι (Too Much Information, για να δανειστούμε τη γλώσσα των σημερινών εφήβων); Ήταν άραγε φτιαγμένο με το μυαλό αλλά χωρίς αίσθημα; Κατέρρευσαν όλες τους γοργά ανάμεσα στα προσηλωμένα μάτια και τους κυρτωμένους κορμούς των μαγεμένων αναγνωστών.
Ηταν απλά θεσπέσιο: μια κορυφαία στιγμή του ευρωπαϊκού storytelling, που συνδύαζε ιστορία, επιστήμη, μηχανορραφίες και έρωτα. Ηταν απαιτητικό διανοητικά και τραβηγμένο με κάμερα που κάλπαζε. Και το είχε γράψει ένας αριστερός διανοούμενος της διπλανής πόρτας! Ο Eκο ως περσόνα δανειζόταν πλέον κάτι από τη λάμψη της Αριστεράς και της προσέδιδε ταυτόχρονα μπόλικη από τη δική του, καθώς διεκδικούσε ευθέως και για λογαριασμό της τη σφαίρα του μύθου και της απόλαυσης. Πόσους αιώνες πριν συνέβησαν άραγε όλα αυτά;
Από το άρθρο «Η τρομοκρατία της νοθείας» θυμάμαι διάσπαρτα πράγματα, αλλά έχω μιαν ολοκάθαρη βασική εντύπωση: μπορεί να αμφισβητεί κανείς τον κόσμο ριζικά αλλά με φαντασία και να επαναστατεί πλήττοντας καίρια τον «εχθρό» χωρίς καθόλου βία. Η ιδέα φαινόταν απλή, σπιρτόζικη και, με τη σημερινή πάλι γλώσσα, «σέξι». Eνα παράδειγμα που θυμάμαι (αν το θυμάμαι σωστά) και το μνημόνευσα έκτοτε πάμπολλες φορές ήταν η δυνατότητα να παραλύσει κανείς ένα ολόκληρο σύστημα πληρώνοντας, για παράδειγμα, τους λογαριασμούς (της ΔΕΗ; της ΕΥΔΑΠ;) με «συν ένα», προσαυξημένους δηλαδή κατά μία νομισματική μονάδα. Το σύστημα, προγραμματισμένο για περιορισμένο αριθμό λαθών, θα μπλόκαρε ολότελα αν κάποιος στρεφόταν μαζικά εναντίον του με αυτόν τον σχεδόν αστείο και κατά βάσιν νόμιμο τρόπο...
Στο «Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία» οφείλω κατ’ αποκλειστικότητα το γεγονός ότι ολοκλήρωσα τη διδακτορική μου διατριβή. Θαύμαζα ήδη τον Εκο και είχα ήδη κολλήσει στα βαθιά νερά του γερμανικού πανεπιστημιακού συστήματος. Διπλωματική εργασία τα ένδοξα εκείνα χρόνια στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είχαμε – ακούω μάλιστα ότι ακόμα και τώρα έτσι έχουν τα πράγματα, πλην Πολυτεχνείου… Η Γερμανία, με την οποία κάνουμε, ως γνωστόν, συχνά κακό συνδυασμό, δεν διέθετε τότε σχολές με «δομημένα» μεταπτυχιακά, παρά μόνο μεγάλες καθηγητικές αυθεντίες. Ετσι, ο αδαής και απαίδευτος απόφοιτος του ελληνικού πανεπιστημίου κολυμπούσε με μεγάλες απλωτές, για να βρεθεί κάποια στιγμή έντρομος και ακαθοδήγητος στη μέση ενός πουθενά – είναι το σημείο όπου έχουν συντριβεί και καταβυθιστεί πολλές απόπειρες συγγραφής διατριβών που ξεκίνησαν με τους καλύτερους όρους. Την κρίσιμη στιγμή, κάποιος που δεν θυμάμαι πια μού μίλησε για τον Εκο.
Στο μυαλό μου η αντίδραση ήταν αλυσιδωτή: ο σούπερ σταρ μιας εντελώς άλλης μυθολογίας (μυθιστόρημα, διανόηση, αριστερά) θα ζωντάνευε ξαφνικά ως ιππότης Τζεντάι για να με διασώσει από τον λαβύρινθο. Και, πράγματι, έτσι έγινε. Το βιβλίo –SOS στα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια– (έκτοτε γνώρισα πολύ κόσμο από διάφορους επιστημονικούς κλάδους που είχε στο διάσημο σύγγραμμα ανάλογες οφειλές) ήταν συμπαγής, σύντομη, συστηματική και φιλική στον χρήστη προσέγγιση της μεγάλης δοκιμασίας, η οποία μετά την ανάγνωσή του παύει πια να φαίνεται μεγάλη. Μα πώς το έκανε αυτό;
Τώρα που έφυγε από τη ζωή σκέφτομαι: είναι ό,τι πιο κοντινό σε μάγο έχω γνωρίσει στη δική μου εποχή. «Η ομορφιά της λίστας» θα είναι μάλλον το βιβλίο που με τη βοήθειά του θα ξεκινούσα εκ νέου την επίκληση των υπερφυσικών δυνάμεών του.
No comments:
Post a Comment