Friday, February 27, 2009

«Φωνές» για τη διάσωση του σπιτιού του Λουντέμη στον Εξαπλάτανο Πέλλας

«Σώστε το σπίτι του Μένελαου Λουντέμη» είναι το θέμα ομάδας, που φιλοξενείται στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook.

Η ομάδα δημιουργήθηκε πριν από περίπου δύο εβδομάδες, μετά τη συνέντευξη της κόρης του Μενέλαου Λουντέμη, Μυρτώς, σχετικά με την εγκατάλειψη του σπιτιού -στον Εξαπλάτανο Πέλλας, όπου ο πατέρας της πέρασε τα παιδικά του χρόνια και ήδη μετρά περισσότερους από επτακόσιους «φίλους».

Ευαισθητοποιημένοι πολίτες, βουλευτές, δημοσιογράφοι, και προσωπικότητες από τους χώρους του θεάματος και της επιστήμης αποφάσισαν να ενώσουν τις φωνές τους, με στόχο να «κινήσουν» ένα θέμα, που εδώ και εικοσιτέσσερα χρόνια περιφέρεται από υπηρεσία σε υπηρεσία, από αρμόδιο σε άλλον αρμόδιο φορέα.

«Σίγουρα δεν μπορούμε με ένα κλικ να σώσουμε το σπίτι. Μπορούμε όμως με τη στήριξη της ομάδας και εφόσον μαζέψουμε και άλλα μέλη να φτάσει η διαμαρτυρία μας στα ΜΜΕ», αναφέρει στο μήνυμα του ο Γιάννης, δημιουργός της ομάδας στο Facebook.

«Νομίζω πως και φόνος να ήταν το αδίκημα θα είχε παραγραφεί, η ομάδα έγινε για να δούμε τι κάνουμε τώρα που το σπίτι θα πέσει...», λέει ο Θάνος. «Αν μπορούσαν να κάνουν και την Ακρόπολη πολυκατοικία θα το είχαν κάνει», γράφει η Κατερίνα.

«Σε προσωπικό επίπεδο, η πρωτοβουλία με συγκινεί βαθύτατα» σχολιάζει η Μυρτώ Λουντέμη-Ηλιοπούλου, αν και δηλώνει απαισιόδοξη ότι οι διαδικασίες για την αναπαλαίωση του σπιτιού από την Πολιτεία θα προχωρήσουν τελικά.

«Ο πατέρας μου δεν ήθελε προσωπολατρία και αν ζούσε θα ήταν «έξω φρενών» με όσους σπαταλάνε την περιούσια του και το μόνο που κάνουν είναι να ταλαιπωρούν τους συγγενείς του, οι οποίοι είναι «όμηροι» της κατάστασης που δημιούργησε το κράτος», λέει, προσθέτοντας ότι τα χρόνια που έχουν περάσει είναι πολλά και πρέπει να τεθεί ένα χρονικό όριο.

«Αν θέλουν να τιμήσουν τον Λουντέμη, αν είναι να κάνουν κάτι, ας το κάνουν τώρα, αλλά αν δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα, ας αφήσουν τουλάχιστον την περιουσία του κόσμου ήσυχη, ας δώσουν στους φτωχούς συγγενείς (σ.σ. τους ανιψιούς του Λουντέμη) το οικόπεδό τους», εξηγεί, ενθυμούμενη ότι «η φτωχή μου γιαγιά δούλευε όλη της τη ζωή στα χωράφια για να αφήσει αυτό το σπίτι στα παιδιά της».

Απευθυνόμενη στα μέλη της ομάδας του Facebook και σε όλους εκείνους, που θυμούνται και θέλουν να τιμήσουν τη μνήμη του πατέρα της, η Μυρτώ λέει: «Να τον αγαπάτε και να μη στεναχωριέστε, γιατί ο Λουντέμης δεν βρίσκεται στα ντουβάρια, θα βρίσκεται πάντα στα βιβλία του».

Επερώτηση, σχετικά με το θέμα της αναπαλαίωσης του σπιτιού του Λουντέμη στον Εξαπλάτανο, κατέθεσαν προ ημερών στη Βουλή, προς τους υπουργούς Πολιτισμού, Οικονομίας και Οικονομικών και Μακεδονίας Θράκης, οι βουλευτές του ΚΚΕ Γιάννης Ζιώγας και Σοφία Καλαντίδου, ενώ ανάλογη ερώτηση είχε καταθέσει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Φώτης Κουβέλης.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Wednesday, February 25, 2009

Απόψε τρώμε στης Αγκάθα



Με ατμόσφαιρα του '50 και στιλ βρετανικό το μικροσύμπαν των διακοπών της Αγκάθα Κρίστι, έπειτα από μια ανακαίνιση πεντέμισι εκατομμυρίων λιρών, ανοίγει τις πύλες του
Τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια, οικογένεια και καλεσμένοι μαζεύονταν στο σαλόνι να ακούσουν τη βασίλισσα του εγκλήματος να διαβάζει κεφάλαια ολόκληρα από το τελευταίο θρίλερ της και προσπαθούσαν να μαντέψουν «ποιος το έκανε». Οταν όλοι αποσύρονταν και ήταν σίγουρη πως δεν την άκουγε κανείς η Αγκάθα Κρίστι, που ντρεπόταν για το μουσικό της ταλέντο, έπαιζε στο μεγάλο πιάνο με ουρά.

Για πρώτη φορά οι φανατικοί λάτρεις της θα μπορούν να δουν το πραγματικό σκηνικό, όπου όλα αυτά τα εγκλήματα και οι ένοχοι πρωτοσυνελήφθησαν από τη διάσημη συγγραφέα. Το αγαπημένο εξοχικό σπίτι της στο Ντέβον, το «Γκρινγουέι», που η ίδια περιέγραφε ως το «ωραιότερο μέρος στον κόσμο», θα ανοίξει όχι μόνο σε επισκέπτες, αλλά και σε εκείνους που θα ήθελαν να μείνουν για λίγο εκεί, αφού θα μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 10 τυχερούς.

«Θέλω οι επισκέπτες να νιώθουν την αίσθηση και τη μαγεία του χώρου, που ένιωθα και εγώ με την οικογένειά μου όσο ζούσαμε εδώ τις δεκαετίες του '50 και του '60», δήλωσε σχετικά ο Μάθιου Πρίτσαρντ, εγγονός της Κρίστι.

Ο Βρετανικός Οργανισμός Προστασίας Αρχαιοτήτων δεν τσιγκουνεύτηκε καθόλου. Εδωσε σχεδόν πεντέμισι εκατομμύρια λίρες για την ανακαίνιση που έφερε ολόκληρο το κτίσμα στην κατάσταση που είχε στις ημέρες της δόξας του, στη δεκαετία του 1950.

Ετσι, εκτός από το σαλόνι, οι επισκέπτες θα μπορούν να δουν και την κρεβατοκάμαρα της συγγραφέως, με τους κρεμ τοίχους και τη θέα στη λίμνη. Ενώ από τον Απρίλιο θα ανοίξει και η τραπεζαρία, όπου η οικογένεια μαζευόταν και η Αγκάθα απολάμβανε το αγαπημένο της γεύμα, αστακό, με παγωτό βατόμουρο για επιδόρπιο. Τις πρώτες εβδομάδες, μάλιστα, οι επισκέπτες θα βλέπουν μερικές από τις τελευταίες εργασίες ανακαίνισης, ώστε να καταλάβουν πώς κτήμα και σπίτι απέκτησαν την παλιά τους γοητεία.

Η Αγκάθα Κρίστι (1890-1976) αγόρασε το κτήμα το 1938 και το χρησιμοποιούσε ως εξοχικό της μέχρι το 1959. Το 2000 παραχωρήθηκε από την οικογένειά της στον Οργανισμό Αρχαιοτήτων το κτήμα (εμβαδού 120.000 τετραγωνικών μέτρων), αλλά μόνο ο κήπος, το λεμβοστάσιο και τα γραφικά μονοπάτια που διατρέχουν την έκταση ήταν ανοικτά στο κοινό. Το σπίτι παρέμενε στην ιδιοκτησία της κόρης της Αγκάθα Κρί09στι, Ροσαλίντ, και του συζύγου της Αντονι Χικς, μέχρι που πέθαναν το 2004 και 2005 αντίστοιχα.

«Ελπίζουμε πως οι επισκέπτες θα το απολαύσουν όσο και οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του, την εποχή που τα πάρτι μάζευαν ένα πλήθος που αγαπούσε τα ταξίδια, τη λογοτεχνία, τη μουσική, την ομορφιά και την έμπνευση του Ντέβον», δηλώνει σήμερα ο διευθυντής του κτήματος, Ρόμπιν Μπράουν.
  • ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 25/02/20

Tuesday, February 24, 2009

Νέα Ιστορία της Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας

Ενα έργο του κορυφαίου Ιταλού νεοελληνιστή Φράνκο Μοντανάρι, που καλύπτει τη γραμματεία δεκατεσσάρων αιώνων

Franco Montanari: «Ιστορία της Αρχαίς αΕλληνικής Λογοτεχνίας - Από τον 8ο αι. π. Χ. έως τον 6ο αι. μ. Χ.» Επιμέλεια: Δανιήλ Ιακώβ - Αντώνιος Ρεγκάκος. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 1.183.

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. Μπορεί η ρητορεία μας να θέλει να εμφανίζεται, φορώντας χλαμύδα, τής είναι ωστόσο πάρα πολύ δύσκολο να αρθρώσει λόγο γνώσεως γι’ αυτό που δηλώνει ότι υπεραγαπά και καμαρώνει ότι το κληρονόμησε: για την αρχαιότητα. Κάτω από τον ελληνολατρικό στόμφο, που εύκολα τον διακρίνουμε στη δημόσια ομιλία των ποικίλης προελεύσεως ταγών, δεν υπάρχει γερή ρίζα, αν υπάρχει καν.

Χονδρικώς πορευόμαστε με βάση τη σφόδρα αντιεπιστημονική πλην αγρίως βαυκαλιστική πεποίθηση ότι «Οι αρχαίοι τα είπαν όλα», άρα, αφού τα είπαν όλα, εμείς, οι νεότεροι, οι κληρονόμοι όπως είπαμε, μόνο την υποχρέωση του άναυδου θαυμασμού και της καυχήσεως έχουμε, πως είμαστε τάχα γένος περιούσιο που η ανθρωπότητα οφείλει να το τιμά και να το σιτίζει εσαεί.

Κάπως έτσι τείνει να επικρατήσει σαν εικόνα της αρχαιότητας η εικόνα που έχουν εισαγάγει στην αγορά κάποιοι πολιτικών ή οικονομικών βλέψεων μεταπράτες σαν τον κ. Αδωνη Γεωργιάδη ή τον κ. Δ. Λιακόπουλο, μια εικόνα όχι απλώς κίβδηλη αλλά προσβλητική για την ίδια την αρχαιότητα.

Εν τω μεταξύ, και ενώ θεωρούμε σχεδόν μοιραίο να παραδίδει η μια μαθητική γενιά στην επόμενη την αποστροφή της προς τους αρχαίους, σαν μια σκυτάλη άρνησης, η αρχαιογνωσία εμπλουτίζεται ακατάπαυστα είτε ασχολούμενη, υπό νέα οπτική, με ζητήματα που βασανίζουν τη φιλολογία επί αιώνες, είτε, χάρη και στο νέο υλικό που δεν παύει να αποκαλύπτεται, επεκτεινόμενη σε περιοχές του αρχαιοελληνικού βίου και πνεύματος υποφωτισμένες μέχρι πρότινος, με τον υπόκοσμο στην αρχαιότητα επί παραδείγματι, με τη μαγεία και τους καταδέσμους ή με τους «ελάσσονες» λογοτέχνες εκείνων των καιρών.

Στον εμπλουτισμό αυτό δεν πρωταγωνιστούν αποκλειστικά ξένοι γραμματικοί και φιλόλογοι, αλλά και Ελληνες, με πολυετείς σπουδές στο εξωτερικό οι περισσότεροί τους, που, μακριά από τα πολλά φώτα, τη φήμη και τα αργύρια, αρκούνται στο μεράκι τους και στη χαρά της ανακάλυψης και της γνώσης. Στο μεράκι τους επίσης παρά στο προσδοκώμενο κέρδος βασίζονται όσοι εκδότες τολμούν φροντισμένες εκδόσεις αρχαιοελληνικών κειμένων ή αρχαιόθεμων μελετών, γιατί δεν λείπουν βέβαια και οι πρόχειρες και καιροσκοπικές· τι να αποφέρουν άλλωστε κείμενα που δεν είναι τα «απόκρυφα έργα» του Αριστοτέλη που «μόλις βρέθηκαν στο Αγιον Ορος», ούτε βιβλία που καταγράφουν καταλεπτώς τις περιπέτειες του «Πατρώου Γένους» στον Πλανήτη Αρη κι ακόμα παραπέρα...

Παλαιότερες «Ιστορίες»

Ενας από τους βαρύτερους πρόσφατους αρχαιογνωστικούς τίτλους είναι για πολλούς λόγους η «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας - Από τον 8ο αι. π. Χ. έως τον 6ο αι. μ. Χ.» Συγγραφέας της ο Ιταλός Φράνκο Μοντανάρι, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας, και συνεργάτης του ο Φάουστο Μοντάνα (υπό μετάφραση είναι και ένα άλλο σπουδαίο έργο του Μοντανάρι, το «Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας»). Ο πλούσιος τόμος, κοντά στις 1.200 σελίδες, είδε το φως στα ελληνικά, μια δεκαετία μετά την πρώτη του έκδοση στην Ιταλία, χάρη στον κόπο των τριών μεταφραστών του, του Σπύρου Κουτράκη, της Δήμητρας Κουκουζίκα και της Κατερίνας Σιββά, και στην επιμέλεια δύο πανεπιστημιακών δασκάλων, του Δανιήλ Ι. Ιακώβ και του Αντώνη Ρεγκάκου.

Βεβαίως ιστορίες της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας διαθέτουμε ήδη, και μάλιστα αξιοσύστατες. Θυμίζω την «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» του Αλμπιν Λέσκι (εκδ. Αδελφών Κυριακίδη) που πρωτοεκδόθηκε μισόν αιώνα πριν, το 1957 (και στην Ελλάδα το 1965, μεταφρασμένη από τον Αγαπητό Τσοπανάκη), την «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» της P. E. Easterling και του B. M. W. Knox (εκδ. Παπαδήμα), την «Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία» της Ζακλίν ντε Ρομιγί (εκδ. Καρδαμίτσα) και την «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία» του Φάνη Κακριδή, συνοπτική λόγω του προορισμού της, αφού ανήκει στη σειρά «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση». Θυμίζω επίσης το (συνοπτικό και αυτό) «Λεξικό της Ελληνικής Λογοτεχνίας (Αρχαίας και Νέας)» πάλι της Ζακλίν ντε Ρομιγί (εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου) και το «Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, Ελλήνων και Λατίνων» του Paul Kroh (University Studio Press).

Εν προκειμένω λοιπόν δεν ισχύει το στερεοτυπικώς λεγόμενο, ότι «το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα κενό», τα γνωρίσματα ωστόσο της κατά Μοντανάρι «Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» την καθιστούν έργο πολύτιμο (και όχι μόνο για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους), στην αυθυπαρξία και την αυτοτέλειά της, και όχι σαν πόνημα επικουρικό ή παραπληρωματικό.

Για να ενδιαφερθεί ο φιλαναγνώστης, θα αρκούσε και μόνο το γεγονός ότι με την έκδοση αυτή συμπληρώνεται η «γερμανική αγγλοσαξονική προσέγγιση της ιστορίας της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας με την ιταλική απόπειρα, ώστε να ενισχυθεί η απαραίτητη, κατά τη γνώμη μας, μεθοδολογική πολυφωνία», όπως υπογραμμίζουν οι δύο επιμελητές στο Προλογικό Σημείωμά τους.

Πέραν τούτου πάντως, το έργο το καθιστά απολύτως ωφέλιμο ο ανοιχτός χρονικός του ορίζοντας, όπως διευκρινίζεται από τον υπότιτλό του: «Από τον 8ο αι. π. Χ. έως τον 6ο αι. μ. Χ.» Αυτό σημαίνει ότι η «Ιστορία» του Μοντανάρι, η οποία βεβαίως εκμεταλλεύεται και όλες τις πρόσφατες παπυρικές ανακαλύψεις (την «ενημερωτική της πληρότητα» άλλωστε, καθώς και την «καθαρή της ποιότητα, ζυγισμένη δίκαια και ήρεμα στα επίμαχα και αμφισβητούμενα ζητήματα», την επισήμανε ήδη αρμοδίως ο Δ. Ν. Μαρωνίτης στο κυριακάτικο «Βήμα» της 4ης Ιανουαρίου 2009), δεν τελειώνει, όπως οι προηγούμενές της, στην ελληνιστική εποχή αλλά πραγματεύεται και την ύστερη αρχαιότητα, έως το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.

Μπορούμε έτσι να διαβάσουμε, λόγου χάρη, εκτενή αναφορά στην ελληνόγλωσση χριστιανική λογοτεχνία πριν και μετά τον Κωνσταντίνο, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι αφιερώνονται ξεχωριστά κεφάλαια στην ελληνοεβραϊκή λογοτεχνία κατά την ελληνιστική περίοδο όσο και στην ελληνοεβραϊκή-χριστιανική λογοτεχνία.

Προτερήματα

Δύο από τα προτερήματα του έργου που πρέπει να επισημανθούν, είναι, πρώτον, η συμπερίληψη στην «Ιστορία» και μη λογοτεχνικών μορφών της αρχαιοελληνικής γραμματείας (λεξικογραφία, αστρονομία, γεωγραφία, εθνογραφία, μαθηματικά, ιατρική, γραμματική) και, δεύτερον, η ανάπτυξη της ύλης κατά ευσύνοπτες ενότητες και η υποστήριξη της ανάγνωσης από Χρονολογικούς Πίνακες.

Αν πρέπει να σημειώσω κάτι, πέρα από τη μη παράθεση βιβλιογραφικών στοιχείων, είναι ότι το υπάρχον Ευρετήριο ονομάτων θα απέβαινε αποδοτικότερο αν σε κάθε κύριο λήμμα με το όνομα του συγγραφέα υπήρχαν υπολείμματα με τα οποία να ευρετηριάζονται οι τίτλοι των συγγραμμάτων του. Χρήσιμη θα ήταν επίσης η λημματογράφηση στο Ευρετήριο των «αδέσποτων», άνευ πατρός τίτλων, παρότι παρατίθενται στα αναλυτικά Περιεχόμενα.

  • Του Παντελη Mπουκαλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/02/2009

Monday, February 23, 2009

Δεκαεφτά συγγραφείς τίμησε ο Σύνδεσμος Εκδοτών Β. Ελλάδας

Οι συγγραφείς που βραβεύτηκαν είναι: Γιώρη Ανδρομάχη, Δάρδας Αναστάσιος, Δήμου-Σφέτκου Βούλα, Καΐσης Αθανάσιος, Καλιντζόγλου Γιάννης, Κουκουρίκης Κωνσταντίνος, Κουλαργιός Χρήστος, Μαυρίδης Παναγιώτης, Μαυρομάτης Μίλτος, Μπουσμπούκης Αντώνιος, Παπαϊωάννου Αχιλλέας, Προδρόμου Ζαχαρίας, Ρωμανός Γιώργος, Σπάθης Άγγελος, Σπυριούνης Κυριάκος,Τσοκτουρίδου Παρθένα, π. Χαλβατζάκης Κωνσταντίνος.
«Οι βραβεύσεις γίνονται από τον ΣΕΚΒΕ για να τιμηθούν συμβολικά όλοι οι δημιουργοί του βιβλίου και να δοθεί η ώθηση για περισσότερες συγγραφικές προσπάθειες καθώς και για την τόνωση της φιλαναγνωσίας», τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας Μπάμπης Μπαρμπουνάκης. Επισήμανε με την ευκαιρία ότι «όταν ξεκινήσαμε αυτό το θεσμό, πριν από 18 χρόνια, οι τίτλοι βιβλίων που εκδίδονταν δεν ξεπερνούσαν τις 2.500 ενώ σήμερα ξεπερνούν τις 10.000»

enet.gr, 16:20 Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Christopher Nolan: Irish author who overcame cerebral palsy to win the Whitbread Prize at the age of 21Τ

The Independent, Monday, 23 February 2009

Christopher Nolan, whose writing was described by critics as 'astonishingly accomplished'

With the three acclaimed books he produced, Christopher Nolan proved himself a significant Irish literary figure. With his lifelong struggle against cerebral palsy he proved himself a man of almost superhuman fortitude and tenacity.

He could not speak or move, his condition being so severe that moving his eyes was virtually his only means of communicating unaided. Typing a single word took minutes: his mother had to cup his head in her hands while he tapped at a typewriter with a stick attached to his forehead.

The effort involved was herculean, heroic, for both Nolan and his mother Bernadette. It was a cruel paradox that a person in his condition – she once described him as being “gagged and in a straitjacket for life” – should have an indomitable craving to communicate.

It was therefore one of the highlights of his life when he received a Whitbread Prize at the age of 21. He wrote exultantly: “I want to shout with joy. My heart is full of gratitude. You all must realise that history is now in the making. Crippled man has taken his place on the world’s literary stage.”

He wrote for himself but also for those with similar conditions who had inner feelings but no way of conveying them. He felt he had a duty “to find a voice for the voiceless”.

A commentator wrote that he had: “A keen sense of the generations of mute and helpless who have been ‘dashed, branded and treated as dross’ for want of a voice to tell us what it feels like.”

The breakthrough that partially ended Nolan’s almost complete isolation from the outside world came at the age of 11, when he was treated with a drug which helped minimise the involuntary spasms of what he called “my bedamned body”.

It brought him enough control to be fitted with the rubber-tipped “unicorn” stick to use on an electric typewriter.

But the facility did not come easily: it took a year to master and required Bernadette to continuously cup his chin in her hands.

He described what he produced as “the outcome of an almighty battle” yet he was driven to persist, explaining: “My mind is like a spin-dryer at full speed; my thoughts fly around my skull while millions of beautiful words cascade down into my lap.”

More than once while writing his head shot back on his shoulders, “crashing like a mallet into his mother’s face”. Progress was achingly slow but writing was at last possible, and material that had been trapped in his head could finally find expression.

Four years of laborious effort produced Dam Burst of Dreams, a volume of short stories and poems which was published to much acclaim in 1981 when he was just 15. One critic described him as “astonishingly accomplished” while another described his style as “shrewd, irreverent, moving, joyous, bold”.

Bono of the Irish rock group U2, who went to the same school with Nolan, wrote a song commemorating his success. Named “Miracle Drug”, the lyrics imagined Bernadette talking to Christopher: I want to trip inside your head, Spend the day there, To hear the things you haven’t said, And see what you might see, The songs are in your eyes, I see them when you smile Nolan’s cerebral palsy arose from the fact that he was starved of oxygen at birth and almost died. He was left mute and quadriplegic. From early on, however, Bernadette and her husband, Joe, a psychiatric nurse, realised that he was a highly intelligent child.

The family moved from rural Ireland to Dublin, where he attended a variety of schools and even Trinity College for a year. Nolan told the story of his early years in the autobiographical Whitbread-winning Under the Eye of the Clock, published when he was 22.

He unsparingly recounted the effects of his condition, the cruelty of schoolmates and his experience of being “molested by scathing mockery, silenced by paralysed vocal muscles yet ironically blessed with a sense of physical well-being”.

The widespread praise for his work included some extravagant comparisons with Joyce and other Irish literary giants, especially since like Joyce he created new words and developed a prose style that shaded into poetry. He described dreaming, for example, as “mesmerised woldwaddling in inkblue heaven’s busy mobility of secrets”.

One or two voices suggested that the award of the Whitbread was in part a reflection of charity towards his condition, but this was dismissed by the chairman of the judging panel, Professor Ben Pimlott.

“All one can say is that this is a very extraordinary book,” he responded.

“It’s very powerfully written, very truthful. Sympathy did not play a part in it – he won because of the merits of his book, period.”

Many other accolades came Nolan’s way, including the Medal of Excellence from the United Nation’s Society of Writers, and in 1988 he was named Person of the Year in Ireland.

Thousands of letters of congratulation arrived at the Nolan family home. “He has shown them that life is worth living,” Bernadette said proudly. “It doesn’t matter whether you’re in a wheelchair or a bed – it’s what’s going on in your mind and your soul that is important.”

Another triumph followed with the 1999 publication of The Banyan Tree, a rural saga centring on the life of a lonely and ageing woman in Westmeath.

The Joycean influence was again evident in the novel’s lyrical flights, while Nolan was praised for his ability to attune himself to the woman’s thought processes.

Announcing his death last week his family said: “Following the ingestion of some food into his airways yesterday, oxygen deprivation returned to take the life it had damaged more than 40 years ago.”

Ireland’s Arts minister, Martin Cullen, said: “With grace and courage, and with the support of his family, he never gave up and he never gave in.

His bold creativity has ensured a written legacy.”

Many of the tributes that followed his death praised his family’s devotion.

Nolan will be remembered as a figure who overcame daunting odds to reveal a literary talent that in most cases would have remained stifled and silent.

As Bono said, this became possible “all because of a mother’s love and a medical breakthrough”.

It meant that a figure with no physical voice was able to express himself with remarkable lucidity in print; that a man with no physical command over his body was able to triumphantly display what he called his only gift, his exceptional command of language.

  • David McKittrick Christopher Nolan, author. Died in a Dublin hospital, aged 43, survived by his parents Bernadette and Joseph and sister Yvonne.

Η μπουκιά του ποιητή... Κρίστοφερ Νόλαν

Christopher Nolan in 1988

Christopher Nolan in 1988. Photograph: News (UK)/Rex Features

Τη μάχη για τη ζωή έχασε στα 43 του ο Ιρλανδός ποιητής και συγγραφέας Κρίστοφερ Νόλαν. Μια μπουκιά που στάθηκε στον λαιμό του ήταν εκείνη που του έδωσε τη χαριστική βολή στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, αλλά ο θάνατός του ανακοινώθηκε επισήμως το Σάββατο. Ο ταλαντούχος συγγραφέας- που η στέρηση οξυγόνου κατά τη γέννησή του προκάλεσε παράλυση των άκρων τουχτυπούσε τα πλήκτρα της γραφομηχανής του με ειδικό ραβδάκι που στηριζόταν στο μέτωπό του. Η κλίση του στη λογοτεχνία φάνηκε από τα 11 του και από τα πιο γνωστά του έργα είναι η αυτοβιογραφία του. [Χ. Τα Νέα, 23/02/2009]

Friday, February 20, 2009

Οι εκδόσεις «Suhrkamp» εγκαταλείπουν τη Φρανκφούρτη, μετά μισό αιώνα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ. Στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας μία πόλη, η Φρανκφούρτη, μία εφημερίδα, η Frankfurter Allgemeine, και ένας εκδοτικός οίκος, ο Suhrkamp, ταυτίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, αποτελώντας μια αδιάσπαστη ενότητα επί μισό αιώνα, καθώς κυριαρχούσαν στα πολιτιστικά και εκδοτικά πράγματα της χώρας. Η πόλη ήταν ο «ομφαλός των εκδόσεων», η εφημερίδα πρόβαλε τους τίτλους και τους συγγραφείς, και οι εκδόσεις δημιουργούσαν πολιτισμό, παιδεία, μόρφωση, ό,τι ο Τζορτζ Στάινερ χαρακτήρισε «Suhrkamp Kultur». Ομως, το 2010 θα είναι η χρονιά του «μεγάλου διαζυγίου», αφού ο ιστορικός εκδοτικός οίκος, που στέγασε τα μεγαλύτερα ονόματα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, αλλά και της φιλοσοφίας, θα μεταφερθεί πλέον στο Βερολίνο.

Από το τέλος του 2008, κυκλοφόρησαν δειλά οι πρώτες φήμες. Υστερα από κάποιες διερευνητικές συζητήσεις μεταξύ της Ούλα Μπερκέβιτς-Ζούρκαμπ και του «πρωθυπουργού» του Βερολίνου, Κλάους Βόβεραϊτ, οι εκδόσεις Suhrkamp ενδέχετο να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα της Εσσης και να επιστρέψουν στην αρχική τους βάση, εκεί απ’ όπου έκανε τα πρώτα του εκδοτικά βήματα ο ιδρυτής τους, Πέτερ Ζούρκαμπ. Μεταξύ ψιθύρων και σχολίων, η Φρανκφούρτη, ο δήμος και ο Tύπος της, αισθάνθηκαν σαν τον «απατημένο σύζυγο», που θα εξαναγκαζόταν επιπλέον να πληρώσει υψηλή διατροφή γι’ αυτό το «διαζύγιο», αφού το υπερχρεωμένο Βερολίνο, διατηρώντας προνόμια από την εποχή των δύο Γερμανιών, συνεχίζει να επιδοτείται από τα πλούσια κρατίδια, μεταξύ αυτών και της Εσσης. Η κυριακάτικη έκδοση της FAZ (8/2.), γνωρίζει καλύτερα τα «παρασκήνια» αυτής της μετακόμισης, που έφερε τον κωδικό «Λαίδη Λένιν», που δεν ήταν άλλη από την πάλαι ποτέ, κατηγορηθείσα για τροτσκιστική απόκλιση, ηθοποιό Ούλα Μπερκέβιτς, η οποία συνεργάστηκε με ανατολικογερμανικές σκηνές την περίοδο 1973-1975. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, η «λαίδη Μακβέθ» των γερμανικών εκδόσεων, επιστρέφει στο Βερολίνο.

Το Βερολίνο, πάντως, δεν είναι άγνωστο στις ιστορικές εκδόσεις, αφού λειτουργούσε εδώ και τρία χρόνια ένα «παράρτημα», στη Φαζάνενστράσσε. Από τη Lindenstrasse της Φρανκφούρτης στην Br­derstrasse του (πρώην Ανατολικού) Βερολίνου, όπου πρόκειται να μετεγκατασταθούν το 2010-2011 οι εκδόσεις, μεσολαβούν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα και δύο διαφορετικές παραδόσεις, εκείνη της εξουσίας και του χρήματος σε «διαπλοκή» με τον πολιτισμό και την πολιτική.

  • Του Κωστα Θ. Kαλφοπουλου, Η Καθημερινή, 20/02/2009

Τζέσικα Πρέσμαν: Λογοτεχνία με ήχο, εικόνα και ταχύτητα

Η Τζέσικα Πρέσμαν, επίκουρη καθηγήτρια Αγγλικών στο πανεπιστήμιο Γέιλ, δεν πιστεύει ότι το βιβλίο θα εξαφανιστεί. Κι ας ερευνά η ίδια το αναδυόμενο σήμερα πεδίο της ψηφιακής λογοτεχνίας. Γι' αυτό άλλωστε την προσέλαβε το «παραδοσιακό» Γέιλ. Καλεσμένη του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης παρουσίασε χθες στο κοινό το «ρεύμα» της ψηφιακής λογοτεχνίας, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το «πρωτοποριακό» έργο των Young-hae Chang Heavy Industries, που υπό τον τίτλο «Close your eyes» εκτίθεται έως την 1η Μαρτίου στο Ωδείο Αθηνών (Βασ. Γεωργίου Β 17-19 & Ρηγίλλης).

- Τι θεωρείται ψηφιακή λογοτεχνία;

«Αυτή που δημιουργείται και γράφεται στο κομπιούτερ. Που γεννιέται ψηφιακή. Δεν προορίζεται να τυπωθεί, ούτε βεβαίως έχει καμία σχέση με το e-book. Κάποια απ'αυτά τα κείμενα έχουν ήχο, κίνηση και γραφικά. Η κατασκευή τους δεν αποτελείται μόνο από κείμενα. Υπάρχουν πολλά, διαφορετικά είδη που μπορούν να συμπεριληφθούν στον όρο».

- Είναι όμως τέχνη;

«Η δουλειά των Young-hae Chang Heavy Industries είναι εικαστική τέχνη, είναι φιλμ και διαβάζεται ως λογοτεχνία, κυρίως γιατί έχει πολλές κοινές αποχρώσεις με τους μοντερνιστές. Και είναι και περφόρμανς. Προκαλεί επομένως τους παραδοσιακούς ορισμούς της λογοτεχνίας κι αυτό είναι συναρπαστικό».

- Υπήρχει ρεύμα; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δημιουργείται μια εντελώς νέα γενιά συγγραφέων;

«Οπωσδήποτε. Σήμερα έχουμε ήδη τη δεύτερη γενιά δημιουργών. Ολα ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του '80 με το hypertext, πολύ πριν την έλευση του Διαδικτύου. Η δεύτερη γενιά, όπως οι Young-hae Chang Heavy Industries, που δημιουργούν εδώ και μία δεκαετία, αναδύθηκε με το flash και την κινούμενη εικόνα. Πρόσφατα προέκυψε μια άλλη γενιά που χρησιμοποιεί την τεχνολογία του GPS για να δημιουργήσει της αφηγήσεις της. Οπότε ναι, η φόρμα της ψηφιακής λογοτεχνίας είναι υπαρκτή εδώ και καιρό, είναι διεθνής και συνεχώς μεγαλώνει. Ηδη γίνεται δεκτή από μεγάλα ινστιτούτα, όπως μουσεία και πανεπιστήμια. Προέρχομαι από ένα πολύ παραδοσιακό πανεπιστήμιο, το Γέιλ. Κι όμως με προσέλαβε για να ακολουθήσει το ρεύμα».

- Τι νέο τελικά φέρνει η ψηφιακή λογοτεχνία; Αλλάζει τις αναγνωστικές μας συνήθειες;

«Οι Young-hae Chang Heavy Industries μάς δείχνουν ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι περφόρμανς, με κείμενα, ήχο, εικόνα και ταχύτητα. Εδώ ο καλλιτέχνης ελέγχει το χρόνο της ανάγνωσης και όχι ο αναγνώστης. Αυτό είναι κάτι τελείως νέο. Πρέπει να παρακολουθείς εντατικά την οθόνη, διαφορετικά χάνεις ένα κομμάτι της αφήγησης. Γενικότερα τα ερωτήματα που τίθενται είναι "πώς διαβάζουμε" και "πώς ορίζουμε τελικά την κουλτούρα μας"»

- Και το αισθητικό τους περιεχόμενο ποιο είναι; Εχει κοινά χαρακτηριστικά;

«Αυτό ακριβώς είναι το θέμα της έρευνάς μου. Γράφω ένα βιβλίο με τίτλο "Digital Modernism". Υπάρχει η λεγόμενη mainstream ψηφιακή λογοτεχνία και η αβάν γκαρντ. Οι Young-hae Chang Heavy Industries είναι αβάν-γκαρντ. Είναι ίσως οι σοβαρότεροι εκπρόσωποί της γιατί αντικρούουν και ταυτόχρονα προκαλούν την έντυπη λογοτεχνία, αλλά και τις αντιλήψεις μας για το τι σημαίνει "διαβάζω on line". Η δουλειά τους δεν έχει εικόνες, δεν επιτρέπει την αμφίδρομη επικοινωνία. Είναι ακριβώς το αντίθετο των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή εμπειρίας μας. Αυτή είναι η αισθητική τους πρόκληση».

- Και η επιλογή τους να κρύβονται πίσω από ψευδώνυμα και να μην εμφανίζονται ποτέ, είναι μέρος της αισθητικής τους πρόκλησης;

«Ναι. Προκαλούν τις προσδοκίες μας. Εχουμε συνηθίσει το Ιντερνετ ως ένα χώρο άκρατης δημοσιότητας. Οι περισσότεροι ψηφιακοί καλλιτέχνες θέλουν να φαίνονται. Και κάνουν ό,τι μπορούν να το πετύχουν. Οι Young-hae Chang Heavy Industries χρησιμοποιούν το "μέσο" ακριβώς για το αντίθετο, προκαλώντας ακόμη και την αντίληψή μας για τον ίδιο το ρόλο του καλλιτέχνη σήμερα».

- Η επίσημη κριτική έχει μείνει πίσω;

«Μερικοί ναι. Ακόμη και στο δικό μου τμήμα (σ.σ.: English studies) υπάρχουν κριτικοί που νιώθουν ότι απειλούνται από τη νέα γενιά αναγνωστών. Αλλοι αναγνωρίζουν την αξία των νέων μέσων και θεωρούν ότι χρησιμοποιώντας την τεχνολογία μπορούν να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον για την ανάγνωση, απαντώντας στα ερωτήματα: Τι είναι συγγραφέας; Τι είναι γραφή και τι ανάγνωση; Ορισμένοι κριτικοί θέλουν να ξεχνούν τις επιρροές της τεχνολογίας (ραδιόφωνο, κινηματογράφος, τηλέγραφος) στο κίνημα του μοντερνισμού των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα».

- Θα υπάρξει τελικά μια μέρα που η λογοτεχνία θα είναι μόνο ψηφιακή;

«Το βιβλίο είναι τέλεια εφαρμογή της τεχνολογίας. Εχει μια ιστορία 500 ετών, δεν νομίζω ότι θα εξαφανιστεί. Ομως ολοένα και περισσότερο γράφουμε και διαβάζουμε μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, είτε είναι η οθόνη του κομπιούτερ είτε το κινητό μας τηλέφωνο. Το ερώτημα επομένως, που τίθεται είναι ποιο περιεχόμενο θα διαβάζουμε ηλεκτρονικά και ποιο στα βιβλία. Γιατί ό,τι διαβάζουμε ηλεκτρονικά δεν είναι λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι τέχνη, προκαλεί τη σκέψη μας, την κριτική μας». *
  • Και το Ιντερνετ θέλει κριτική σκέψη
- Εχει αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο κινείται η γνώση σήμερα.

«Αυτό που βλέπω στους φοιτητές μου είναι ότι άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο κάνουν έρευνα. Σκέφτονται την κατάλληλη λέξη για τη μηχανή αναζήτησης στο Ιντερνετ, π.χ. το Google, και ψάχνουν. Δεν σκέφτονται τον συγγραφέα και τον τίτλο, δεν απομνημονεύουν πια τέτοια πράγματα. Δεν θυμούνται ημερομηνίες έκδοσης και εκδοτικούς οίκους. Είναι μια τεράστια πρόκληση αυτές οι αλλαγές για τους κοινωνιολόγους και τους ανθρωπολόγους».

- Είναι οι φοιτητές σας τόσο διαφορετικοί από τη δική σας γενιά, η οποία δεν απέχει και πολύ ηλικιακά;

«Ναι. Οταν σπούδαζα το 1993, εφαρμόστηκε το Διαδίκτυο. Δεν είχαμε e-mails και χρησιμοποιούσαμε βιβλία για να κάνουμε τις εργασίες και τις έρευνές μας. Κάθε ένας από τους φοιτητές μου σήμερα είναι στο Facebook, κάνουν όλη την έρευνά τους on line αλλά και όλες τις επικοινωνίες τους, π.χ. με τους φίλους τους. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου κριτικοί απέναντι στη χρήση της τεχνολογίας. Οταν τους ρωτάω αν έχουν σκεφθεί πως το Facebook συγκροτεί την ταυτότητά τους προς τα έξω, με κοιτούν αμήχανα. Δεν έχουν αναρωτηθεί αν οι αγαπημένες τους ταινίες, τα βιβλία ή τα τσιτάτα που γράφουν στο Facebook προσδιορίζουν αληθινά ποιοι είναι ως οντόητες. Είναι, επομένως, περισσότερο σημαντικό από ποτέ να διδάξουμε σ' αυτά τα παιδιά την κριτική σκέψη και τη δημιουργική γραφή».
  • Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 20/02/2009

Thursday, February 19, 2009

Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία Κύπρου

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στην Κύπρο απονεμήθηκαν τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία για το 2008. Το βραβείο μυθιστορήματος μοιράστηκαν ο Μάριος Μιχαηλίδης για το «Ο οστεοφύλαξ» και ο Αιμίλιος Σολωμός για το «Ενα τσεκούρι στα χέρια σου».

Στην ποίηση τιμήθηκε ο Λεύκιος Ζαφειρίου για το «Η θλίψη του απογεύματος» και στο διήγημα ο Πανίκος Παιονίδης για τα «Βήματα στο θολό τοπίο».

Το κυπριακό υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού έχει θεσπίσει και βραβείο στην κατηγορία «Μελέτη για τη λογοτεχνία, την ιστορία και τον πολιτισμό της Κύπρου από μη Κύπριο συγγραφέα». Αυτό δόθηκε στον Θεοδόση Πυλαρινό για το έργο «Μεθιστορία: μύθος και ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη».

«Εφυγε» ο Γουέμπ Σαλίχ

  • Εγραψε το πιο σημαντικό αραβικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα

Πέθανε ο συγγραφέας του έργου «Η εποχή της μετανάστευσης στο Βορρά», που θεωρείται από τους Αραβες ως το σημαντικότερο αραβικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Ο Γουέμπ Σαλίχ από το Σουδάν έσβησε σε ηλικία 80 ετών στο Λονδίνο.

Γεννημένος σε χωριό του Σουδάν το 1929, ο Σαλίχ έζησε την περισσότερη ζωή του στην Ευρώπη. Εργάστηκε στην αραβική υπηρεσία του BBC και στον πολιτιστικό οργανισμό της Ουνέσκο στο Παρίσι. Εγινε γνωστός ως συγγραφέας το 1966 με το μυθιστόρημα «Η εποχή της μετανάστευσης στο Βορρά», το οποίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (και στα ελληνικά). Η εμπειρία του από το Ηνωμένο Βασίλειο τον οδήγησε να γράψει το έργο, το οποίο αναφέρεται στην αποικιοκρατία από την οπτική ενός περιθωριοποιημένου Σουδανού.

Wednesday, February 18, 2009

Η άγνωστη κινηματογραφική περιπέτεια του Αγγελου Τερζάκη



Ο συγγραφέας Αγγελος Τερζάκης (1907-1979) υπήρξε φανατικός κινηματογραφόφιλος. «Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο και ως τέχνη και ως μηχανικό παιχνίδι», λέει ο γιος του Δημήτρης Τερζάκης. Σε χρόνια που η τηλεόραση ήταν ένα μελλοντολογικό τεχνολογικό στοίχημα, ο συγγραφέας -φέτος κλείνουν τριάντα χρόνια από τον θάνατό του- είχε στήσει στο σπίτι του μία αυτοσχέδια αίθουσα προβολής. Από το «βίντεο κλαμπ» της δεκαετίας του '50 στην οδό Εδουάρδου Λω, ιδιοκτησίας Εμμανουήλ Βερυκοκάκη, νοίκιαζε ταινίες του '50 προς 5 δρχ. την κάθε μία: «Μετρόπολις» και «Νιμπελούγκεν» του Φριτς Λανγκ ή «Το εργαστήρι του δόκτορος Καλιγκάρι» του Ρόμπερτ Βίνε. Ολες της περίφημης εταιρείας «Pathe».

Το διαφημιστικό πολύπτυχο της «Νυχτερινής περιπέτειας». Μάλλον «κινηματογραφική» θα 'πρεπε να λέγεται, αφού ο Αγγ. Τερζάκης δεν μπόρεσε να επιβάλει ως πρωταγωνίστρια τη Βάσω Μανωλίδου
Οταν, λοιπόν, του ζητήθηκε από την «Ελληνική Κινηματογραφική Εταιρεία», ιδιοκτησίας Γ. Κ. Λαζαρίδη, να σκηνοθετήσει τη μία και μοναδική του ταινία, δεν το σκέφτηκε και πολύ, καθώς η αγάπη του για τον κινηματογράφο ήταν δεδομένη. Αμέσως δέχθηκε. Η πρόσκληση ήρθε από τον διευθυντή της εταιρείας, τον σκηνοθέτη και μεγάλο θεατράνθρωπο Σωκράτη Καραντινό. Η «Νυχτερινή περιπέτεια» (1954), σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, ήταν σκέτη αποτυχία. Στον ρόλο μιας φτωχής και απελπισμένης κοπέλας, αντί της Βάσως Μανωλίδου, που είχε προτείνει ο σκηνοθέτης Τερζάκης, προτιμήθηκε η σταρ Ελλάς και τρίτη μις Κόσμος Νταίζη Μαυράκη.

Αποσπάσματα αυτής της ταινίας θα προβληθούν απόψε στις 7, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Ο πολυδιάστατος Αγγελος Τερζάκης και το αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη», που ετοίμασε η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Η παρουσίαση θα γίνει στο αμφιθέατρο Cotsen Hall της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (Αναπήρων Πολέμου 9). Θα μιλήσουν ο γιος του Αγγελου Τερζάκη, συνθέτης Δημήτρης Τερζάκης, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Μένης Κουμανταρέας, η Λήδα Κωστάκη, η οποία κατέγραψε το αρχείο του συγγραφέα της «Πριγκηπέσας Ιζαμπώς», και ο Bart Soethaert, ένας από τους νεότερους ερευνητές τού εν λόγω αρχείου. Επίσης, θα εκτεθούν χειρόγραφα και φωτογραφίες από το αρχείο του συγγραφέα, καθώς και κοστούμια από παραστάσεις θεατρικών έργων του Αγγελου Τερζάκη, που έχουν ανεβεί στο Εθνικό Θέατρο.

Να θυμίσουμε ότι το αρχείο Αγγέλου Τερζάκη δωρήθηκε το 2001 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη από το γιο του Δημήτρη Τερζάκη. Το αρχείο περιλαμβάνει χειρόγραφα και δακτυλόγραφα, τόσο από τη θεατρική όσο και από την πεζογραφική του παραγωγή. Συγκεκριμένα μπορούμε να ανακαλύψουμε επιστολές, δοκίμια και επιφυλλίδες, φωτογραφίες, αποκόμματα από τον Τύπο για παραστάσεις θεατρικών του έργων, καθώς και υλικό από τις διάφορες δραστηριότητές του. Για λόγους συναισθηματικούς ο Δημήτρης Τερζάκης κράτησε το χειρόγραφο της «Πριγκηπέσσας Ιζαμπώς», που είναι, άλλωστε, αφιερωμένο σ' αυτόν και γράφτηκε στη διάρκεια της Κατοχής. Κράτησε ακόμα και τις κούκλες από το κουκλοθέατρο που του έπαιζε ο πατέρας του.

Ο συγγραφέας αγαπούσε τόσο το σινεμά, που είχε στήσει στο σπίτι του ένα home cinema της εποχής και έβλεπε «Μετρόπολις» και «Το εργαστήρι του δόκτορος Καλιγκάρι»
  • Στην «Τσινετσιτά» με Ντε Σίκα και Φελίνι

Ας επανέλθουμε στην ιστορία της ταινίας «Νυχτερινή περιπέτεια», στην οποία εκτός από την Νταίζη Μαυράκη πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Διαμαντόπουλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Νίκος Τζόγιας, Μαρία Αλκαίου. Ο Αγγελος Τερζάκης, όταν πήρε την παραγγελία, πήρε τον δρόμο προς την «Τσινετσιτά». Εμεινε στη Ρώμη δύο μήνες, για να ξεκλέψει τα κόλπα του κινηματογράφου. Εκεί γνώρισε τον Βιτόριο ντε Σίκα και τον Φεντερίκο Φελίνι.

Εν τω μεταξύ, θυμάται σήμερα ο Δημήτρης Τερζάκης, «οι άλλοι παραγωγοί κήρυξαν τον πόλεμο στον πατέρα μου, φοβούμενοι τον ανταγωνισμό. Τα στούντιο δεν τους νοίκιαζαν μηχανές λήψεως και εργαστήριο για το μοντάζ. Ετσι, το γύρισμα έγινε με μηχανές δεύτερης ποιότητας, που τις χρησιμοποιούσαν για τη λήψη των επικαίρων, ενώ το μοντάζ έγινε με τελείως πρωτόγονα τεχνικά μέσα. Χρησιμοποιήθηκε μια παμπάλαια μουβιόλα, που ήταν αδύνατον να πιάσει τα 24 καρέ το δευτερόλεπτο του ομιλούντος κινηματογράφου». Αυτή η έλλειψη τεχνικών μέσων, όπως επισημαίνει και πάλι ο γιος, «ήταν εις βάρος της όλης δραματουργίας, γιατί δεν υπήρχε η σωστή διάρκεια των διαφόρων σκηνών κατά τη διάρκεια του μοντάζ».

Χρόνια μετά, ο Δημήτρης Τερζάκης αναζήτησε το νεγκατίφ της ταινίας, το οποίο θεωρούσε χαμένο. Ο παραγωγός Λαζαρίδης τού είπε πού βρισκόταν, σε μία εγκαταλειμμένη αποθήκη, κάπου στο Μαρούσι. Με τα πολλά, έπειτα από δύο εβδομάδες, την ανακάλυψε καλυμμένη κάτω από το κοκκινόχωμα. Μετά την ανακάλυψή της, τη δώρισε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με την υποχρέωση να ενημερώνονται οι κληρονόμοι, όταν τη ζητούσαν για να προβληθεί. Το μοναδικό αντίδωρο που ζήτησε ο Δημήτρης Τερζάκης ήταν μια κόπια της ταινίας της «Νυχτερινής περιπέτειας» σε 16 mm.

* Το εικονογραφικό υλικό ανήκει: Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Αρχείο Α. Τερζάκη.*
  • Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/02/2009

Tuesday, February 17, 2009

"Έφυγε" ένας πεζογράφος των ανθρώπινων παθών

Από τις σημαντικότερες μορφές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς πεζογράφων και από τις πιο σεμνές φυσιογνωμίες της λογοτεχνίας μας, ο δημιουργός των "Κεκαρμένων" και ένας από τους συγγραφείς των "18 Κειμένων" Νίκος Κάσδαγλης πέθανε το Σάββατο το απόγευμα στη Ρόδο, σε ηλικία 81 ετών. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 4 το απόγευμα στο Παλιό Νεκροταφείο της Ρόδου.

Ο Νίκος Κάσδαγλης της ελκυστικής γραφής, των κοινωνικών και πολιτικών αντανακλαστικών, της θαλασσινής άλμης και των ανθρώπινων παθών που εν τέλει συνθλίβουν τους πρωταγωνιστές των έργων του, μέσα από τα 18 συνολικά βιβλία του επιχείρησε να απεικονίσει την κοινωνική παθολογία επιλέγοντας για τον εαυτό του το ρόλο του αμέτοχου παρατηρητή. Όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, "χωρίς οργή, χωρίς πάθος, με την αμεροληψία ενός εντομολόγου ο Κάσδαγλης έχει βαλθεί να καταθρυμματίσει την ανθρώπινη αντίληψη του 'κατ' εικόνα και ομοίωσιν' και να στήσει μπροστά στα μάτια μας την εικόνα του κτήνους. Δεν ξέρω αν ενδόμυχα υπολογίζει στο φυσιολογικό αποτροπιασμό μας και σε ιαματικές αντιδράσεις που είναι πιθανόν να προκαλέσει μέσα μας αυτή η αναγνώριση του πραγματικού προσώπου μας».

Γεννημένος το 1928 στην Κω, μετά τον σεισμό του 1933 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του στη Ρόδο και από το 1935 στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, οργανώθηκε σε αντιστασιακές ομάδες της δεξιάς και με αφορμή τη δράση του αποβλήθηκε το 1943 από την Ιόνιο Ακαδημία και ένα χρόνο αργότερα συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και φυλακίστηκε για είκοσι μέρες. Μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα επέστρεψε στην Κω, όπου έμεινε μερικούς μήνες και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρόδο. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, η ήττα της αριστεράς και τα δεινοπαθήματα των αγωνιστών της οδήγησαν τον Κάσδαγλη σε αλλαγή του ιδεολογικού και πολιτικού του προσανατολισμού, αλλαγή η οποία ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1951-1953). Φαντάρος ακόμα, πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με το διήγημα "Ο μηχανικός" στο περιοδικό του Ρένου Αποστολίδη "Νέα Ελληνικά", το οποίο περιλαμβάνεται την ίδια χρονιά στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων, "Σπιλιάδες", που, όπως ακριβώς ο τίτλος της, έφερε μιαν άλλη πνοή στην πεζογραφία, γεγονός που εκτίμησε και η κριτική της εποχής αναγνωρίζοντας το τάλαντό του. Στα τέσσερα διηγήματά της ο Κάσδαγλης σκιαγραφεί την υπαρξιακή σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα και δίνει ήδη δείγμα της πορείας που θα ακολουθήσει εμπλέκοντας τους ήρωές του σε αδιέξοδα και φθοροποιά πάθη. Με το πρώτο μυθιστόρημά του, "Τα δόντια της μυλόπετρας", το οποίο αποσπά το δεύτερο κρατικό βραβείο το 1955, ρίχνει το βλέμμα του στον ελληνικό εμφύλιο και τον αναίτιο φόρο αίματος και με το τρίτο του έργο, το μυθιστόρημα "Κεκαρμένοι" (1959), καθιερώνεται στην ελληνική λογοτεχνία. Το θεωρούμενο κορυφαίο έργο του αλλά και μυθιστόρημα-σοκ, οι "Κεκαρμένοι", με τον βαθιά αντιμιλιταριστικό χαρακτήρα τους, δίνουν την ευκαιρία στον Κάσδαγλη να σκιαγραφήσει με τα μελανότερα χρώματα τις συνθήκες του ελληνικού στρατού της εποχής και ως ανατόμους της ανθρώπινης ψυχής να εντρυφήσει στην αλλοτρίωση του ανθρώπου υπ΄αυτή τη συνθήκη. Στο μεταξύ ο ίδιος εργάζεται στην Αγροτική Τράπεζα στη Ρόδο από το '48 μέχρι το 1969, οπότε απολύεται από το καθεστώς των συνταγματαρχών με αφορμή τη συμμετοχή του στα "18 Κείμενα" το 1969, μετά τη γνωστή δήλωση του Γιώργου Σεφέρη, για να επιστρέψει το 1974. Έντονη υπήρξε η αντιδικτατορική δράση του. Εκτός από τα "18 Κείμενα" συμμετείχε επίσης και στα "Νέα Κείμενα 1" και "Νέα Κείμενα 2" αλλά και σε διάφορες άλλες αντιστασιακές προσπάθειες. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα "Εγώ ειμί κύριος ο Θεός σου", "Η Μαρία περιηγείται τη Μητρόπολη των νερών", τα διηγήματα "Η νευρή", "Μυθολογία", "Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται", "Το θολάμι", και τα χρονικά "Το έλος" και "Το Αραράτ αστράφτει". Το τελευταίο του βιβλίο, "Επιβολή. Τα κείμενα της βίας", εκδόθηκε το 2005. Παράλληλα με το πεζογραφικό του έργο ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως από τα γαλλικά, ενώ μετέφρασε το βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουέι "Ο γέρος και η Θάλασσα" και το βιβλίο του Jean Starakis "Στις φυλακές των Συνταγματαρχαίων". Όμως και δικά του μυθιστορήματα έχουν μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «Καθημερινή», καθώς επίσης και με τα περιοδικά «Ταχυδρόμος», «Εποχές», «Διαγώνιος» κ.ά. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1981 συμμετείχε στην ίδρυση της Εταιρείας Συγγραφέων.

Π.Κρ., Η ΑΥΓΗ, 17/02/2009

Αντίο στον συγγραφέα των «Κεκαρμένων»

  • Ο Νίκος Κάσδαγλης, που πέθανε το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου στα 81 του χρόνια στη Ρόδο, ανήκε στους αντιπροσωπευτικότερους συγγραφείς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ανήσυχο πνεύμα αλλά και άγρυπνη δημοκρατική συνείδηση, άφησε πίσω του 16 βιβλία, σημαντικότερα από τα οποία είναι τα μυθιστορήματα «Κεκαρμένοι» και «Τα δόντια της μυλόπετρας», καθώς και η νουβέλα «Το θολάμι».
Στην περίοδο της Κατοχής οργανώθηκε σε ομάδες της Δεξιάς, συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και φυλακίστηκε για τρεις εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όμως οι πολιτικές απόψεις του άλλαξαν. Υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας από το 1948, ο Κάσδαγλης απολύθηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1969 εξαιτίας της γνωστής διακήρυξης που συνυπέγραψε με άλλους 17 συγγραφείς κατά του στρατιωτικού καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στις εκδόσεις «18 Κείμενα», «Νέα Κείμενα 1» και «Νέα Κείμενα 2», καθώς και στη σύνταξη του περιοδικού «Συνέχεια». Ο Νίκος Κάσδαγλης συνεργάστηκε κατά καιρούς με τις εφημερίδες «Τα Νέα» και «Η Καθημερινή» και με τα περιοδικά «Εποχές», «Ταχυδρόμος», «Διαγώνιος», «Γράμματα και Τέχνες» κ.ά. Ως το 1981 ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και από το 1982 της Εταιρείας Συγγραφέων, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Η κηδεία του γίνεται σήμερα στη Ρόδο. [ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009]

Νίκος Κάσδαγλης. «Εφυγε» ο συγγραφέας των «Κεκαρμένων»

Ο χωρίς αρχή και τέλος κύκλος του αίματος, που προήλθε από το μοίρασμα της Ελλάδας σε δυο ιδεολογικά στρατόπεδα, βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στο μυθιστόρημα «Κεκαρμένοι» του 1959.

Το θέμα του ήταν ο στρατός, αλλά ποιος στρατός: του μετεμφυλιακού ζόφου, όπου περίσσευε η βία και η απώλεια της ατομικότητας υπέρ ενός εθνικιστικού ιδεολογήματος. Συγγραφέας του, ο Νίκος Κάσδαγλης. Ο ίδιος, πολλά χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1994, θα μιλήσει ανοιχτά και ξάστερα και για το κουρδικό «εξπρές του μεσονυκτίου» στη μαρτυρία «Το Αραράτ αστράφτει. Αφήγηση Κούρδου αγωνιστή».

Ο Νίκος Κάσδαγλης δεν υπάρχει πια. Πέθανε στα 81 του χρόνια το περασμένο Σάββατο στη Ρόδο, στην οποία είχε επιλέξει να ζει μετά τη συνταξιοδότησή του από την Αγροτική Τράπεζα. Είχε γεννηθεί στην Κω το 1928 και πολύ νωρίς, λόγω του σεισμού που έπληξε το γενέθλιο νησί, μετοίκησαν οικογενειακώς στη Ρόδο, που βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Επειδή τα ελληνικά σχολεία τα είχαν κλείσει οι ιταλικές Αρχές, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη μητέρα και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, για να πάρει την εγκύκλια μόρφωση.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργανώθηκε σε αντιστασιακές ομάδες της Δεξιάς, επιλογή που του στοίχισε την αποβολή του από την Ιόνιο Ακαδημία και τη σύλληψη και φυλάκισή του από τον ΕΛΑΣ.

Ομως, η ήττα της Αριστεράς και οι διώξεις των αριστερών τον οδήγησαν να αλλάξει ιδεολογική ρότα και πολιτικό στρατόπεδο. Σ' αυτή την αλλαγή συνέτεινε και η στρατιωτική του θητεία ('51-53), όπου γνώρισε εκ των έσω τη βία και τη νοθεία του επίσημου κράτους.

Με την έλευση της δικτατορίας απολύθηκε από την Αγροτική Τράπεζα, στην οποία επανήλθε το 1974. Υπέγραψε τα αντιστασιακά «Δεκαοχτώ Κείμενα», «Νέα Κείμενα 1» και «Νέα Κείμενα 2». Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με το διήγημα «Ο μηχανικός», στο περιοδικό «Νέα Ελληνικά» του Ρένου Αποστολίδη. Το πρώτο του βιβλίο ήταν η συλλογή διηγημάτων με θαλασσινά θέματα «Σπιλιάδες» (1952).

Εκτός από τους «Κεκαρμένους», που γυρίστηκε ταινία από τον Δημήτρη Μακρή, έγραψε κι άλλα σημαντικά έργα: «Τα δόντια της μυλόπετρας» (1955), «Εγώ ειμί ο Θεός σου» (1961) -το απαγόρευσε η χούντα με τον νόμο περί ασέμνων- και «Η νευρή», μία τοιχογραφία της ελλαδικής πραγματικότητας μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
  • Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/02/2009

Ο βίος και η πολιτεία του Σωκράτη

  • Giovanni Reale: «Σωκράτης – Προς ανακάλυψιν της αρχαίας σοφίας». Μετάφραση: Μαρία Οικονομίδου, Ακαδημία Αθηνών - Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα 2008, 303 σελ.

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. Με τη μονογραφία του «Σωκράτης – Προς ανακάλυψιν της αρχαίας σοφίας», που πρωτοεκδόθηκε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις Rizzoli, Μιλάνο 2000, ο Giovanni Reale, ο πιο γνωστός σύγχρονος Ιταλός πλατωνιστής, επιχειρεί να παρουσιάσει μ’ ένα νέο τρόπο σύνθεσης των πηγών τις απόψεις, τη δράση, αλλά και τον ιδιωτικό βίο –το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Ξανθίππη– της εμβληματικής μορφής του Σωκράτη, ο οποίος απετέλεσε ορόσημο στην Ιστορία της Φιλοσοφίας και επηρέασε όσο κανείς άλλος τον φιλοσοφικό στοχασμό από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Ο Reale διερευνά τα φιλολογικά και ερμηνευτικά προβλήματα, που προκύπτουν από τη βιογραφία του Σωκράτη, με αποτέλεσμα η χρήση των δευτερογενών αρχαίων πηγών να δυσχεραίνουν την παρουσίαση μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής εικόνας του φιλοσόφου. Επιδίωξη του Reale είναι να εξομαλύνει τα αδιέξοδα από τις αντιφατικές μαρτυρίες των αρχαίων πηγών (Ξενοφών, Σωκρατικοί, Αριστοφάνης, Αριστοτέλης) και να θέσει τη σωκρατική φιλοσοφία μέσα σε «πλαίσιο» ιστορικό και ερμηνευτικό, εξετάζοντας συλλήβδην την ελληνική φιλοσοφία πριν και μετά τον Σωκράτη. Με αυτόν τον τρόπο ο Ιταλός μελετητής επιχειρεί να επιλύσει το «σωκρατικό ζήτημα», δηλαδή αν είναι εφικτή η παρουσίαση του βίου και των ιδεών του Σωκράτη με βάση αληθή στοιχεία, όπως αυτό πρωτοδιατυπώθηκε από τον Γερμανό Schleiermacher (19ος αι.) με το δίλημμα: «Πλάτων ή Ξενοφών ως βασική πηγή της σωκρατικής φιλοσοφίας» και επαναδιατυπώθηκε από τον Ελβετό Gigon (μέσα 20ού αι.), ο οποίος υποστήριξε ότι ο ιστορικός Σωκράτης είναι «απερινόητος», και η εικόνα και οι ιδέες του φιλοσόφου είναι επινόηση του Πλάτωνα.

Από την άλλη, η αγγλο-αμερικανική παράδοση, όπως διαμορφώθηκε από τον Gregory Vlastos (τέλη 20ού) και κατόρθωσε να αναβιώσει το ενδιαφέρον για τη σωκρατική φιλοσοφία, βασίστηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στο πλατωνικό έργο και χρησιμοποίησε τα νέα εργαλεία ερμηνείας, που προέρχονταν από την αναλυτική φιλοσοφία. Ο Vlastos διαχώρισε τα οντολογικά και επιστημονικά ζητήματα του Πλάτωνος από τα ηθικά ερωτήματα που έθεσε ο Σωκράτης, κυρίως το πώς βιωτέον, και ανίχνευσε μια μορφή του Σωκράτη στους πρώιμους απορητικούς διαλόγους, και μια άλλη στους διαλόγους της μέσης και ύστερης πλατωνικής περιόδου.

Στο παρόν βιβλίο ο Reale ανασυνθέτει το φαινόμενο της παρουσίας και της προσωπικότητας του Σωκράτη μέσα από το έργο των φιλοσόφων της ηπειρωτικής Ευρώπης της νεότερης εποχής, οι οποίοι επηρεάστηκαν από τον μεγάλο δάσκαλο είτε συμφωνώντας είτε διαφωνώντας μαζί του. Ο Χέγκελ υιοθέτησε τον Σωκράτη, που περιέγραψε ο Ξενοφών, ενώ στην ίδια γραμμή ο Κίρκεγκορ, θερμός υποστηρικτής του φιλόσοφου, ερμήνευσε τη σχέση δασκάλου και μαθητή ως μέσο κατανόησης του εαυτού, και συνέδεσε τη σωκρατική ειρωνεία με την κατ’ εξοχήν ειρωνική ύπαρξη του ίδιου του Σωκράτη. Πονηρή καρικατούρα των γραπτών του Πλάτωνα και παρουσία προβληματική χαρακτηρίστηκε από τον Nietzsche, σφοδρό πολέμιό του, ο οποίος επέκρινε τη διαλεκτική ως στοιχείο παρακμής, ως μέσο επικοινωνίας των πληβείων, αλλά αναγνώρισε ότι το σωκρατικό «ουδέν οίδα» σηματοδότησε τη νίκη του πολιτισμού της νοημοσύνης έναντι του παραδοσιακού ποιητικού πολιτισμού.

Τα κεφάλαια Β΄ και Ζ΄ του βιβλίου διερευνούν μια βασική αξία των αρχαίων, το δελφικό απόφθεγμα «γνώθι σαυτόν», ως φιλοσοφικό όρο της σωκρατικής θεωρίας, που κατά την ερμηνεία του Reale ταυτίζει την ουσία του ανθρώπου με το αθάνατο στοιχείο της ύπαρξής τους, την ψυχή, η οποία εκφράζει τη νοητική και ηθική προσωπικότητα του ατόμου. Η φθορά και όχι η απώλεια της ψυχής προκαλεί κακό στον άνθρωπο, συνεπώς, όπως τονίζει ο Reale, προσδιορίζεται το ανθρώπινο καθήκον, το οποίο συνίσταται στη φροντίδα της ψυχής, δηλαδή στην απόκτηση γνώσης, συνακόλουθα στην αρετή και την ευδαιμονία.

Τα κεφάλαια Γ΄ - Η΄ εξετάζουν τη θέση του Σωκράτη υπέρ του προφορικού λόγου, όπως εκδηλώθηκε άμεσα με την απόρριψη της γραφής, ενώ έμμεσα η θέση αυτή εισήγαγε ένα νέο φιλολογικό είδος, τον διάλογο, μια νέα μέθοδο εξέτασης των προβλημάτων, τη διαλεκτική και μια γνωσιολογία που βασίζεται στη μαιευτική μέθοδο και την ανάμνηση, τις οποίες ο Real θεωρεί αμιγώς σωκρατικές καινοτομίες, σε αντίθεση με τον Vlastos, που τις κρίνει ως «πλατωνικά επινοήματα». Αναλύονται, επίσης, οι νέες αξίες που εισήγαγε ο Σωκράτης στον ελληνικό πολιτισμό με την ανατροπή των παραδοσιακών και με τη σύνδεση της αρετής με τον λόγο και τη γνώση, και της εσωτερικής ελευθερίας με την αρετή της σωφροσύνης.

Στο κεφ. Στ΄ ερευνάται, επίσης, η ειρωνεία ως φιλολογικό είδος και ως παιδαγωγικό μέσο, όπως αρχικά εξετάστηκε από τον Τσέχο Patocka (μέσα 20ού) και ιδιαίτερα η σωκρατική ειρωνεία ως βασικό μέσο της διαλεκτικής, που αποδεικνύει το αμφίσθενο νόημα των λέξεων –το δηλούμενο είναι αληθές ή ψευδές υπό διαφορετικές όψεις– αλλά και των πράξεων του φιλοσόφου, ώστε δικαιολογημένα ο Vlastos στο περίφημο ομώνυμο έργο του τον αποκάλεσε «ειρωνευτή φιλόσοφο». Κατά τον Reale, ο αντιπροσωπευτικός χαρακτηρισμός για τον Σωκράτη είναι «ο άτοπος», ο παράξενος, συνεπώς ο δυσερμήνευτος· γι’ αυτό, άλλωστε, αποτελεί αδιαλείπτως αντικείμενο μελέτης και ερμηνείας είκοσι έξι αιώνες από την εμφάνισή του.

Η μετάφραση του έργου «Σωκράτης - Προς ανακάλυψη της αρχαίας σοφίας» εντάσσεται στη σειρά μεταφράσεων σπουδαίων φιλοσοφικών έργων, την οποία συνεχίζει με συνέπεια το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

  • Της Χριστινας Σινου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Tρίτη, 17 Φεβρουαρίου 2009

Η ποιητική πορεία του Κώστα Στεργιόπουλου

ΠΟΙΗΣΗ. Πολυσχιδής προσωπικότητα ο Κώστας Στεργιόπουλος (Αθήνα, 1926) διακρίθηκε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, πεζογράφος, αλλά ιδιαιτέρως ως ποιητής. Πρωτοεμφανίζεται το 1943 με την αποκηρυγμένη συλλογή «Χινοπωρινά», και με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στη «Νέα Εστία»· το 1955 εκδίδονται «Τα τοπία του φεγγαριού», με έντονα τα στοιχεία του «αθηναϊκού συμβολισμού και νεορομαντισμού», όπως σημειώνει ο επιμελητής και ανθολόγος Στέφανος Διαλησμάς, ο οποίος με διεισδυτική ματιά παραθέτει πολύτιμες πληροφορίες για το έργο του Στεργιόπουλου. Η εκτενής εισαγωγή ρίχνει φως στην ποιητική πορεία του και αναδεικνύει όλες τις πτυχές και τις εκφραστικές τονικές της εναλλαγές.

Στο μελέτημά του ο Διαλησμάς παρουσιάζει με ευαισθησία και μεθοδικότητα τη διαδρομή του Στεργιόπουλου που δεν μένει στάσιμος σε τεχνοτροπίες. Αντιθέτως, τα μέσα και η θεματική του ανανεώνονται συνεχώς και προσαρμόζονται στην εκάστοτε εσωτερική στάση αλλά και πραγματικότητα, με αποτέλεσμα τα ποιήματα να γίνονται όλο και πιο στέρεα. Η ρευστότητα που σημαδεύει τις πρώτες ποιητικές ασκήσεις, σιγά σιγά υποχωρεί και ήδη από το εξαιρετικό ποίημα «Ενα φεγγάρι στη Ρίβα» -από τη συλλογή «Τα τοπία του φεγγαριού» (1955)- γίνεται η μετάβαση από το συμβολισμό στη νέα ποίηση.

Ο Στεργιόπουλος δεν επαναλαμβάνεται από συλλογή σε συλλογή, γιατί ο πλούσιος εσωτερικός του κόσμος πότε βρίσκει διέξοδο στη μνήμη, που την ανασυνθέτει, πότε στην ένωση παρόντος και παρελθόντος, αλλά και στην έκφραση των υπαρξιακών ανησυχιών. Η ύπαρξη και η ανυπαρξία, η ζωή και ο θάνατος υπήρξαν οι πόλοι που έδωσαν βάθος στη γραφή του. Οι συναισθηματικές διαθέσεις και διακυμάνσεις συναντούν τις εξωτερικές, εκείνες της πραγματικότητας και συνθέτουν μαζί οριακές αντιθέσεις, που υποδεικνύουν διλήμματα, αβεβαιότητες και συνεχείς απορίες για τη φύση των πραγμάτων και του νοήματός τους.

Ο ποιητής, ωστόσο, δεν παραμένει απαθής στα δεδομένα της εκάστοτε εποχής, και έτσι οι προσωπικές του περιπέτειες συμβαδίζουν με τα κοινωνικά γεγονότα. «Η πολιτική κρίση του 1965, αλλά και το σκοτάδι της επταετούς δικτατορίας απηχούνται στα ποιήματα των συλλογών «Τα τοπία του ήλιου» και η «Εκλειψη» με δύο κυρίως τρόπους: πρώτα μέσα από τον ψυχολογικό αντίκτυπο, που άσκησαν στον ποιητή και το βιοτικό πρόβλημα, που του προκάλεσαν», όπως σημειώνει ο επιμελητής.

  • Της Χρυσας Σπυροπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Tρίτη, 17 Φεβρουαρίου 2009

Εφυγε ο Νίκος Κάσδαγλης, συγγραφέας των «Κεκαρμένων»


ΑΠΩΛΕΙΑ. «Είναι μέρες που το νησί κλείνει. Μήτε πλεούμενο σιμώνει, μήτε αεροπλάνο». Ο Νίκος Κάσδαγλης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του περιτριγυρισμένος από θάλασσα. Είτε στην Κω όπου γεννήθηκε, είτε στη Ρόδο όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής. Ο συγγραφέας Νίκος Κάσδαγλης πέθανε την Κυριακή, στα 81 του χρόνια, σε μία από τις εποχές που τα νησιά «κλείνουν» και μήτε πλεούμενα σιμώνουν, μήτε αεροπλάνα. Ο ίδιος ταξίδευε μέσα από τα κείμενά του, κι έγραψε αρκετά από το 1952 οπότε εμφανίστηκε στα γράμματα.

Γεννήθηκε το 1928 στην Κω και από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα ζει μόνιμα στη Ρόδο. Στα χρόνια της Κατοχής συμμετείχε σε αντιστασιακές ομάδες της δεξιάς, αλλά μετά τη λήξη του Εμφυλίου άλλαξε πολιτικό προσανατολισμό. Εργάστηκε από το 1948 στην Αγροτική Τράπεζα μέχρι που τον απομάκρυνε η δικτατορία για συμμετοχή σε αντιδικτατορικές κινήσεις διανοουμένων και συγγραφέων (18 Κείμενα, Νέα Κείμενα 1, Νέα Κείμενα 2, περιοδικό «Συνέχεια», κ.λπ.). Το 1969 τιμήθηκε από το Ιδρυμα Ford για το λογοτεχνικό του έργο. Το πρώτο του πεζογράφημα δημοσιεύτηκε το 1952 («Ο μηχανικός») στο περιοδικό του Ρένου Αποστολίδη «Νέα Ελληνικά». Ακολούθησαν «Τα δόντια της μυλόπετρας» και το γνωστότερο βιβλίο του, «Οι κεκαρμένοι», το οδοιπορικό «Δρόμοι της στεριάς και της θάλασσας» και ένα βιβλίο με παιδικά διηγήματα. Συνολικά έγραψε δεκαεπτά βιβλία (συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα, χρονικό, κ.ά.).

Στα βιβλία του επέλεξε τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής, με έμφαση στην ιστορική διάσταση. Στα έργα του κυριαρχεί η περιγραφή της περιθωριοποίησης μέσα από κοινωνικούς και πολιτικούς μηχανισμούς.

Ο Νίκος Κάσδαγλης θα ταφεί σήμερα στο νησί όπου πέρασε τη ζωή του, τη Ρόδο. Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 2008, οι συντοπίτες του τον αναγόρευσαν επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα.

  • Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Tρίτη, 17 Φεβρουαρίου 2009

Ο ΙΑΝ ΜΑΚΓΙΟΥΑΝ ΕΚΡΥΒΕ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: «Εγώ έδωσα πρώτος καταφύγιο στον Ρούσντι»

Σε εξοχική κατοικία στη  Μεσοδυτική Αγγλία έκρυψε ο  Ίαν ΜακΓιούαν τον Σάλμαν  Ρούσντι, μένοντας μάλιστα  μαζί του για να τον  προφυλάξει
Oι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της «αγίας τετράδας» του σύγχρονου βρετανικού μυθιστορήματος- δηλαδή των Ίαν ΜακΓιούαν, Σάλμαν Ρούσντι, Μάρτιν Έιμις και Τζούλιαν Μπαρνς- είναι πολύ φιλικές, στοιχείο γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό που ώς τώρα δεν ήταν γνωστό είναι οι ιδιαίτεροι δεσμοί που δημιουργήθηκαν ανάμεσα σε ΜακΓιούαν και Ρούσντι, όταν προ εικοσαετίας ο πρώτος προσέφερε καταφύγιο στον δεύτερο, ο οποίος απειλούνταν με εκτέλεση λόγω του φετφά που είχε εκδοθεί από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί για τους «Σατανικούς στίχους».
Ο ΜακΓιούαν έκρυψε τον Σάλμαν Ρούσντι σε εξοχική κατοικία στην περιοχή Cotswolds της Μεσοδυτικής Αγγλίας, μένοντας μάλιστα μαζί του για να τον προφυλάξει. Η αποκάλυψη έγινε μόλις τώρα από το περιοδικό «Νew Υorker», στο οποίο ο ΜακΓιούαν είπε χαρακτηριστικά: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο πρωί που ξυπνήσαμε εκεί. Ήταν μια τρομακτική στιγμή γι΄ αυτόν. Καθήσαμε στον πάγκο της κουζίνας ψήνοντας τοστ και φτιάχνοντας καφέ. Ακούγαμε τις ειδήσεις των οκτώ στο ΒΒC. Στεκόταν δίπλα μου και ήταν πρώτο θέμα στις ειδήσεις. Η Χεζμπολάχ ήταν αποφασισμένη πετύχει πάση θυσία την εξόντωσή του».

Ο ΜακΓιούαν, που ενεπλάκη ενεργά στις συζητήσεις στη Βρετανία περί ισλαμικού φονταμενταλισμού, είχε ωστόσο τη φήμη κάποιου που βλέπει τα πράγματα από την πλευρά μιας πνευματικότητας που απορρίπτει τη μονοκρατορία της λογικής.
«Ήταν, πώς να σας πω, ήταν περισσότερο... Αφγανιστάν», λέει γι΄ αυτόν ο Μάρτιν Έιμις, σύμφωνα με τον «Guardian». Και ο Κρίστοφερ Χίτσενς προσθέτει: «Τον πειράζαμε λέγοντας ότι είχε μια ελαφρά μυστικιστική θεώρηση των πραγμάτων». Εκείνος όμως δεν συμφωνεί απόλυτα, λέει ότι τον ενδιέφερε πάντα ο επιστημονικός λόγος. «Διερεύνησα τον μυστικισμό όσο περισσότερο μπορούσα, αλλά ποτέ δεν μου “επιβλήθηκε”», λέει. «Η πίστη είναι για μένα στην καλύτερη περίπτωση ηθικά ουδέτερη και στη χειρότερη μια αποτρόπαια διαστροφή. Ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις της λογικής μού φαίνονται πολύ πιο ελκυστικές από τα κελεύσματα της πίστης», λέει. «Δεν βάζω πια αυτά τα δύο πράγματα στο ίδιο επίπεδο».
Τελευταία μάλιστα υπερασπίστηκε και τον Έιμις όταν ο τελευταίος θεωρήθηκε ότι έθιξε σε συνέντευξή του το Ισλάμ και στοχοποιήθηκε. Μάλιστα είπε ότι απεχθάνεται τον ισλαμισμό λόγω των ανελεύθερων αντιλήψεων που πρεσβεύει. Κάτι που δεν άφησε ασυγκίνητους ορισμένους ισλαμικούς κύκλους. «Κοιτάξτε στις ισλαμικές ιστοσελίδες. Με θέλουν νεκρό», λέει.
  • Επιμέλεια: Μανώλης Πιμπλής, ΤΑ ΝΕΑ: Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009


Monday, February 16, 2009

Σε ηλικία 81 ετών πέθανε στη Ρόδο ο συγγραφέας Νίκος Κάσδαγλης.

Ο συγγραφ�ας των «Κεκαρμ�νων»  Νίκος Κάσδαγλης

ΝΙΚΟΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ: Φινάλε για τον συγγραφέα των ταινιών. Σε ηλικία 81 ετών πέθανε το Σάββατο το απόγευμα στη Ρόδο ο συγγραφέας Νίκος Κάσδαγλης. Γεννημένος στην Κω, εκτός από το συγγραφικό του έργο, ο Νίκος Κάσδαγλης ανέπτυξε αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας- ήταν μάλιστα μεταξύ των 18 Ελλήνων λογοτεχνών που το 1969 υπέγραψαν τη γνωστή διακήρυξη με την οποία καταδίκαζαν το απριλιανό καθεστώς για τον στραγγαλισμό των πνευματικών ελευθεριών.

Λόγω της αντιδικτατορικής του δράσης, οι συνταγματάρχες τον απέλυσαν από την Αγροτική Τράπεζα όπου εργαζόταν από το 1948 για να επανέλθει με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974. Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με το διήγημα «Ο μηχανικός», το οποίο μάλιστα αργότερα γυρίστηκε και ταινία στη Σοβιετική Ένωση από τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Επίσης ταινίες έχουν γυριστεί τα διηγήματά του «Κεκαρμένοι» (με τίτλο «Κουρεμένα κεφάλια») και «Χώμα και νερό», ενώ έλαβε το Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το μυθιστόρημα «Τα δόντια της μυλόπετρας».

Ο Νίκος Κάσδαγλης έχει γράψει συνολικά 18 έργα, ενώ μετέφρασε το βιβλίο τού Έρνεστ Χέμινγουεϊ «Ο γέρος και η θάλασσα» και το βιβλίο τού Jean Starakis «Στις φυλακές των Συνταγματαρχαίων». Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «Καθημερινή», καθώς επίσης και με τα περιοδικά «Ταχυδρόμος», «Εποχές», «Διαγώνιος» κ.ά. Το τελευταίο βιβλίο του εκδόθηκε το 2005 και είχε τον τίτλο «Επιβολή. Τα κείμενα της βίας». Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1981 συμμετείχε στην ίδρυση της Εταιρείας Συγγραφέων. Γιώργος Ζαχαριάδης, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Η κηδεία του Νίκου Κάσδαγλη θα γίνει αύριο Τρίτη στη Ρόδο

Sunday, February 15, 2009

Η διάρκεια του Καραγάτση

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ

Δημήτρης Τζιόβας

Αν ο Κοσμάς Πολίτης θεωρείται ο καλύτερος πεζογράφος που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1930, ο Καραγάτσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο συνδετικός κρίκος της παλαιότερης και της σύγχρονης πεζογραφίας. Δεν είναι μόνο οι αναφορές στον Παπαδιαμάντη που τον συνδέουν με την παλαιότερη πεζογραφία αλλά μπορεί να πει κανείς ότι έχει και κάτι από την ατμόσφαιρα του Βουτυρά ή τη «λαϊκότητα» του Ξενόπουλου. Αλλά ο Καραγάτσης είναι και ο μεσοπολεμικός συγγραφέας που βρίσκει συνεχιστές στη μεταπολεμική πεζογραφία. Χωρίς να θέλω να αναζητήσω πλαστές συνέχειες ή εικονικές μαθητείες, θα ανέφερα τα ονόματα του Κ. Ταχτσή, του Μ. Κουμανταρέα, του Κ. Μουρσελά και του Χ. Χωμενίδη, ενώ δεν λείπουν και αυτοί που βλέπουν κάποιες αναλογίες με την αναγνωστική απήχηση των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή.

Δεν ήταν μόνο η νεωτερική αναβάθμιση του Καραγάτση που συντελέστηκε σχετικά πρόσφατα, μέσω κυρίως του Κίτρινου Φακέλλου και δευτερευόντως μέσω της μοντερνίζουσας νουβέλας «Μπουχούνστα», αλλά και η ιδεολογική του προσέγγιση φαίνεται να έχει αλλάξει. Μολονότι το ερώτημα αν ο Καραγάτσης ήταν τελικά ο μεγάλος «αντιδραστικός» της ελληνικής πεζογραφίας ή ο συγγραφέας που πίστευε στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στη βιομηχανική ανόρθωση της Ελλάδας παραμένει ακόμη μετέωρο, οι ιδεολογικές αντιρρήσεις για το έργο του έχουν ατονίσει, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να ενοχλούν ο ιδιότυπος «βιολογικός» ιστορισμός του και ο σεξισμός του. Ας σημειωθεί ότι τον Καραγάτση τον απασχολούσε ο φατριασμός των Ελλήνων στην ιστορική του τριλογία «Ο κόσμος που πεθαίνει» και στο πολιτικό μυθιστόρημά του Τα σύνορα του μίσους.

Τώρα λοιπόν που οι μεταμυθοπλαστικές αναζητήσεις στον χώρο της πεζογραφίας έχουν οδηγήσει σε μια επανεκτίμηση του Κίτρινου Φακέλλου και οι αυστηρά ιδεολογικές αξιολογήσεις του έργου του βρίσκονται σε ύφεση, μπορούν να εκτιμηθούν πιο απροκατάληπτα οι αρετές και οι αδυναμίες του Καραγάτση. Δεξιοτέχνης μυθιστοριογράφος και φλύαρος ευκολογράφος, κατάφερε να συνδυάσει το λαϊκό με το υψηλό, την επιθεωρησιακή ελαφρότητα, για παράδειγμα, του Ο Θάνατος κι ο Θόδωρος με την αυτο-αναφορικότητα του Κίτρινου Φακέλλου . Ετσι ο Καραγάτσης μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα ένας από τους προγόνους του σημερινού «λογοτεχνικού λαϊκισμού» αλλά και από τους προδρόμους της ελληνικής μεταμυθοπλασίας με τον Κίτρινο Φάκελλο ή ακόμη και απρόθυμος θιασώτης της συνειρμικής γραφής με τη νουβέλα «Μπουχούνστα», ικανοποιώντας τα γούστα και αυτών που ταυτίζουν το μυθιστόρημα με τον αφηγηματικό οίστρο ή την πλοκή και αυτών που επιζητούν την έντεχνη επινόηση.

Μπορεί ο Καραγάτσης να ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ιστορία και να έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα αλλά ο τρόπος θεώρησης της κοινωνικής εξέλιξης είναι κατά βάση βιολογικός. Στα ιστορικά του μυθιστορήματα παρουσίαζε την ιστορία ως πορεία παρακμής και εκφυλισμού με τη μορφή χαλαρά συνδεδεμένων διαδοχικών περιόδων-επεισοδίων και συνεκτικό κρίκο τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα τόσο στην τριλογία του «Ο κόσμος που πεθαίνει» όσο και στο Σέργιος και Βάκχος.

Ο βιολογικός παράγοντας στον Καραγάτση παραπέμπει και στην εμπειρία με την έμφαση στις ανάγκες και τις επιθυμίες του σώματος αλλά και σε μια μυστικιστική, ανεξέλεγκτη, αταβιστική δύναμη με τη μορφή του ριζικού. Ετσι μέσω ενός διάχυτου και ιδιότυπου «βιολογισμού» το σωματικό/ζωικό συμπλέκεται με το μεταφυσικό στα κείμενά του, καθώς ο Καραγάτσης οργανώνει τις αφηγήσεις του με βάση έναν βιολογικό κύκλο. Στόχος του ήταν να παντρέψει τη λογοτεχνία με την επιστήμη.

Παρά το γεγονός ότι ο Καραγάτσης αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό, τα μυθιστορήματά του- σε αντίθεση με αυτά του Καζαντζάκη- απέτυχαν να συγκινήσουν το κοινό εκτός Ελλάδας. Ετσι η απήχησή του περιορίστηκε στο ελληνικό κοινό και νομίζω πως σήμερα οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί να λειτουργεί και να διαβάζεται και ως λαϊκός και ως (μετα)μοντέρνος συγγραφέας. Η παρατακτική, απλωτή και χαλαρή διαδοχή των επεισοδίων στο Το 10 μας υπενθυμίζει (εν είδει σαπουνόπερας) τη λαϊκή στόφα της αφηγηματικής τέχνης του Καραγάτση, ενώ η έντεχνη διαπλοκή των αφηγηματικών επιπέδων, του πλαστού και του αληθοφανούς στον Κίτρινο Φάκελλο αναδεικνύει τη μοντέρνα πτυχή της.

Είτε όμως ως λαϊκός είτε ως μοντέρνος είτε και τα δύο, ο Καραγάτσης επιβεβαιώνει έμμεσα τη μείζονα αδυναμία της ελληνικής πεζογραφίας: το έλλειμμα μυθοπλαστικής φαντασίας. Αν και οι κριτικοί του μιλούν ποικιλοτρόπως για τον ρεαλισμό του, τον νατουραλισμό του, τον ιστορισμό του ή τον σεξουαλισμό του, παραδόξως όλοι σχεδόν πάντα καταλήγουν στο να αποθεώνουν τη μυθοπλαστική του δεινότητα και φαντασία. Αυτές οι υπερεκτιμήσεις της μυθοπλαστικής φαντασίας του Καραγάτση δεν προσπαθούν απλώς να εντοπίσουν το μυστικό της επιτυχίας του αλλά ενδεχομένως και να την προβάλουν ως αντιστάθμισμα στη χρόνια φαντασιακή υστέρηση της ελληνικής πρόζας.

Ο Καραγάτσης αντιπροσωπεύει τον κρυφό αλλά μάλλον ανέφικτο πόθο πολλών σύγχρονων ελλήνων πεζογράφων να είναι και λαϊκοί και μοντέρνοι ενώ επιβεβαιώνει ότι το πώς και όχι το τι της αφήγησης γοητεύει και εν τέλει κολακεύει τους αναγνώστες. Γιατί πώς αλλιώς δικαιολογείται η διάρκεια της απήχησης ενός συγγραφέα που βλέπει τις γυναίκες ως σκεύη ηδονής και υποδεέστερα όντα ή αντιμετωπίζει τον κόσμο μέσω ενός παρωχημένου βιολογικού πρίσματος;
  • Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.
  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Χάιντεγκερ Ο μέγιστος των στοχαστών, ο ελάχιστος των ανθρώπων

Ο Μάρτιν  Χάιντεγκερ

george steiner: Χάιντεγκερ. Μετάφραση Ασημίνα Καραβαντά, Εκδόσεις Πατάκη, 2009, σελ. 256, τιμή 16 ευρώ

Ο Τζορτζ Στάινερ αναλύει το έργο του Μάρτιν Χάιντεγκερ και εξηγεί γιατί ο κορυφαίος γερμανός φιλόσοφος υποστήριξε τον εθνικοσοσιαλισμό και έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος

Το δοκίμιο αυτό του Τζορτζ Στάινερ δεν είναι καινούργιο. Εχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε (1978). Αλλά, όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα κείμενα του κορυφαίου δοκιμιογράφου, παραμένει το ίδιο δραστικό όπως και την εποχή που δημοσιεύθηκε (δύο χρόνια μετά τον θάνατο του γερμανού φιλοσόφου). Ακόμη και σήμερα λοιπόν ισχύει ο παλιός έπαινος: «Είναι η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του Χάιντεγκερ». Αρκεί άραγε η οποιαδήποτε εισαγωγή, γραμμένη έστω από τον σημαντικότερο ζώντα δοκιμιογράφο, για να εξοικειωθεί κανείς με το έργο ενός από τους σημαντικότερους, τους δυσκολότερους και τους πλέον αμφιλεγόμενους (ως πρόσωπο) φιλοσόφους όχι μόνο του 20ού αιώνα, αλλά και όλων των εποχών; Τι ήταν εκείνο που ώθησε τον Στάινερ να γράψει αυτό το εκτενές δοκίμιο; Οι λόγοι είναι πολλοί.

Ας αρχίσουμε όμως με τη βασική απορία: πώς ένας εβραϊκής καταγωγής διανοούμενος γράφει επαινετικά για τον Χάιντεγκερ, ο οποίος υπήρξε από το 1933 ως το 1945 μέλος του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος; Βεβαίως ο Στάινερ δεν είναι ο μόνος εβραίος διανοούμενος που εκτιμά τόσο πολύ τον Χάιντεγκερ. Τον ίδιο ενθουσιασμό είχε επιδείξει και ο Ντεριντά. Η συζήτηση θα ήταν περιττή αν ο Χάιντεγκερ δεν ήταν «ένας συνηθισμένος ναζιστής», όπως τον αποκάλεσε ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε.

Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσον η εξοικείωση με το έργο του Χάιντεγκερ θα βοηθήσει τον μέσο αναγνώστη να απολαύσει το έξοχο δοκίμιο του Στάινερ, αλλά είναι βέβαιο ότι αν διαβάσει τον Στάινερ θα κατανοήσει ευκολότερα και το magnum opus του φιλοσόφου Είναι και χρόνος και τα άλλα του βιβλία. Ο Στάινερ αναλύει τον Χάιντεγκερ υποστηρίζοντας ότι το έργο του φιλοσόφου αγγίζει την υψηλή ποίηση. Επομένως γράφοντας κανείς για αυτό ορίζει ουσιαστικά και την ποιητική του, η οποία καλύπτει τρεις τομείς:

Πρώτον, τη φιλοσοφία της γλώσσας, και άρα το υψηλό επίπεδο ανταπόκρισης του λόγου προς τα πράγματα και τις ιδέες.

Δεύτερον, το πεδίο της μεταφυσικής, δηλαδή την έξοδο από τον εκλογικευμένο Λόγο.

Τρίτον, το πεδίο του στοχασμού, όπου ο στοχαζόμενος προσπαθεί και - αν είναι ικανός- υπερβαίνει τους περιορισμούς της γλώσσας.

Αφού περάσει κανείς- διαδοχικά ή όχι- από τα πεδία αυτά, εισέρχεται στον φωτεινό κόσμο της ύπαρξης, όπως ο περιπατητής βγαίνει από το δάσος στο ξέφωτο, στο άνοιγμα του φωτός. Δεν είναι επομένως τυχαίο που οι εικόνες του δάσους περνούν συχνά μέσα στα κείμενα του Χάιντεγκερ.

  • Το πλατωνικό δίλημμα

Ο Στάινερ δεν είναι φιλόσοφος. Αλλά στη σύγχρονη εποχή κανένας δεν μπορεί να γράψει δοκίμιο αξιώσεων χωρίς γνώσεις φιλοσοφίας. Εδώ όμως ο συγγραφέας, όπως ομολογεί στο εισαγωγικό κείμενο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του, ενδιαφέρεται πρωτίστως για το πολιτισμικό περιεχόμενο του χαϊντεγκεριανού έργου, για την επίδρασή του στον διάλογο των ιδεών και στην ίδια τη γλώσσα που δεν την αντιμετωπίζει ως πολιτισμικό μόρφωμα, αλλά ως κώδικα αναγνώρισης του πραγματικού- και ο κώδικας αυτός ανοίγει το πεδίο του μέλλοντος. Δηλαδή μέσα από την επεξεργασία των ιδεών προβάλλει μια εικόνα του κόσμου, που για να τη συλλάβει κανείς δεν αρκούν οι αισθήσεις. Είναι επιπλέον εικόνα διπλή. Πρώτα απ΄ όλα εικόνα της πλανητικής κυριαρχίας της τεχνολογίας και έπειτα της εντατικής σκέψης σε μια εποχή ραγδαίου καταμερισμού. Παραπέμπει συν τοις άλλοις σε έναν προβληματισμό με βαθύ ανθρωπολογικό περιεχόμενο, αφού δρα εναντίον της δεσποτικής σκέψης και αναπτύσσεται πάνω στο παλαιό πλατωνικό δίλημμα: φιλοσοφία ή δεσποτισμός. Στον Χάιντεγκερ η λογική και η μεταφυσική συναντώνται και η φύση συνυπάρχει αρμονικά με τον κόσμο των ιδεών.

Αλλά η αρμονία της συνύπαρξης δεν αποκλείει το δράμα, αφού θέτει τον άνθρωπο ενώπιον των ορίων του: ως πού μπορεί να προχωρήσει η σκέψη ώστε να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που είναι; Ποια τα όρια της γλώσσας και πώς η παγκόσμια γλώσσα του πνεύματος παίρνει διαφορετικές μορφές από τη μια στην άλλη εθνική γλώσσα; Αφού υπάρχει ο Χάιντεγκερ, ο Γιάκομπσεν ίσως μοιάζει περιττός. Ο σαρτρικός υπαρξισμός επίσης φαντάζει ως εκτενής υποσημείωση ή ως επιχωμάτωση στο έργο του γερμανού φιλοσόφου. Το Είναι και το μηδέν του Σαρτρ λοιπόν δεν είναι παρά μια ανάγνωση- ή για τους άπιστους Θωμάδες παρανάγνωση- του χαϊντεγκεριανού Είναι και χρόνος. Το ίδιο ισχύει και για τον νομιναλισμό. Αν προχωρήσει κανείς στα νεότερα ρεύματα, τι ήταν ο αποδομισμός αν όχι μια αναγωγή στο ultra non plus των θεωριών του Χάιντεγκερ;

  • Ενα βήμα προς το φως

Ενδεχομένως τα έργα του Χάιντεγκερ να είναι πιο απροσπέλαστα από τα κείμενα του Ντεριντά. Κανένας άλλος στον 20ό αιώνα, συγγραφέας ή φιλόσοφος, δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα μη συγκρίσιμο πεδίο μεταφορών. Κάθε φορά που κάποιος επιχειρεί οιαδήποτε σύγκριση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτός που συγκρίνει με τον Χάιντεγκερ καθίσταται ή παρέκταμα του χαϊντεγκεριανού έργου ή παραλλαγή του. Να τι λέει ο Στάινερ επ΄ αυτού: «Η γαλλική σχολή ψυχανάλυσης,υπό την ηγεσία του Ζακ Λακάν, και η γαλλική σχολή σημειωτικής, υπό την ηγεσία του Ζακ Ντεριντά,προσπαθούν να πραγματώσουν την ετυμολογική κατάδυση του Χάιντεγκερ στη δική τους γλώσσα.Η ποίηση του Τσέλαν γίνεται δυνατή με τη βοήθεια των χαϊντεγκεριανών νεολογισμών και της χαϊντεγκεριανής συμπλοκής λέξεων». Η συμπλοκή αυτή έχει στόχο ωστόσο το να φανερωθεί «ένα δεύτερο γλωσσικό σημάδι», μια απόσπαση του νοήματος από τις γλωσσικές του ρίζες, ένα «βήμα προς το φως». Ετσι, ο Στάινερ έχει σοβαρό λόγο να αναρωτιέται αν η θεωρία του Χάιντεγκερ για την ουσία και την ύπαρξη δεν είναι παρά μια ευφυής παραλλαγή του λεξιλογίου της συνολικής δυτικής μεταφυσικής και εμείς με τη σειρά μας για το κατά πόσον ισχύει ο διάσημος αφορισμός του Σαρτρ «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας».

Γιατί όμως όλα αυτά να μην είναι «παλιές εικασίες», όπως αφήνει να εννοήσουμε ο Χάιντεγκερ; Ο Στάινερ καταλήγει στη φαρμακερή διατύπωση ότι «ο Χάιντεγκερ εκπαιδεύτηκε ως θεολόγος και παρέμεινε θεολόγος». Μπορεί δηλαδή να μην είναι καν φιλόσοφος. Ισως γι΄ αυτό και η θεώρησή του τού θανάτου είναι απελευθερωτική. Χωρίς την αίσθηση του φθαρτού και της περατότητας δεν υπάρχει αλήθεια. Επομένως και η στράτευση του Σαρτρ, για την οποία τόση μελάνη ξοδεύτηκε επί δεκαετίες, είναι κατ΄ ουσίαν μια μετάφραση αυτού που ο Χάιντεγκερ αποκαλεί αποφασιστικότητα, που μας οδηγεί στην έννοια του περιορισμού, έννοια απελευθερωτική επίσης. Το ίδιο, λέει ο Στάινερ, ισχύει και για τον αγγλικό όρο commitment (δέσμευση) - τον οποίο, ας θυμίσουμε, εισήγαγε στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο ο Ανδρέας Παπανδρέου.

  • Ενοχη σιωπή

Αναρωτιέται κάποιος: Πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος με τόσο προωθημένη σκέψη να εξαπατηθεί από τη λεγόμενη εθνικοσοσιαλιστική υπόθεση; Δεν είδε, έκανε λάθος, ήταν ματαιόδοξος, είχε δηλαδή τα βασικά ελαττώματα του ακαδημαϊκού, υποστηρίζει ο Στάινερ. Υπάρχουν και βαθύτερες συγγένειες ωστόσο που τις παραθέτει ο συγγραφέας σε δύο απαράμιλλης λαμπρότητας σελίδες, συμπεραίνοντας ότι ο Χάιντεγκερ δεν έγινε ναζιστής από αντισημιτισμό δεν ήταν αντισημίτης-, αλλά γιατί πριν από τα εγκλήματα του ναζισμού ήταν εύκολο στην Ευρώπη των δικτατόρων να ανακαλύψει κανείς μυστικιστικές συγγένειες ή ακόμη και συνδηλώσεις σχετικά με την ιερότητα του προσώπου και την απελευθέρωση, μέσω της αρχέγονης επιστροφής στον κόσμο της ψυχής και των φυσικών πραγμάτων, από τα δεσμά της αφηρημένης διάνοιας. Επρόκειτο για την πιο ελκυστική από τις εθνικοσοσιαλιστικές «υποσχέσεις». Ετσι εξαπατήθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι όχι μόνον εντός αλλά και εκτός Γερμανίας. Το γεγονός όμως ότι ουδέποτε μεταπολεμικά ο Χάιντεγκερ μίλησε για όλα αυτά τον καθιστά διπλά ένοχο και δικαιώνει έναν άλλον φιλόσοφο, τον Γκάνταμερ, που είπε ότι ο Χάιντεγκερ υπήρξε «ο μέγιστος των στοχαστών και ο ελάχιστος των ανθρώπων».

  • του ανασταση βιστωνιτη | Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Saturday, February 14, 2009

Επαρχιωτισμός και κριτική (2)

  • Νάσος Βαγενάς | ΤΟ ΒΗΜΑ|Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009
Με την επιφυλλίδα μου της 16ης Νοεμβρίου («Επαρχιωτισμός και κριτική») σχολίαζα μια χαρακτηριστική περίπτωση επαρχιωτισμού στη λογοτεχνική κριτική μας. Καθώς η περίπτωση εκείνη ήταν ατομική- αναφερόμουν σε έναν συγκεκριμένο κριτικό- σήμερα θα ολοκληρώσω την εικονογράφηση αυτού του κριτικού φαινομένου με τον σχολιασμό μιας συλλογικής έκφρασής του. Αναφέρομαι στην πρόσφατη επίσκεψη του Τέρρυ Ηγκλετον στην Ελλάδα και στη δεξίωσή της από την, αυτοπροσδιοριζόμενη ως, αριστερή λογοτεχνική κριτική. Η υποδοχή του πολυσχιδούς Βρετανού διανοητή από τον Τύπο ήταν γενικά ενθουσιώδης. Εκεί όμως που η επίσκεψη έλαβε νόημα μεσσιανικό και η υποδοχή της τη μορφή διπλής Κυριακής των Βαΐων ήταν το ένθετο των «Αναγνώσεων» της Αυγής, το οποίο αφιέρωσε στον Ηγκλετον δύο τεύχη του (21 και 28 Δεκεμβρίου), με πλήθος ελληνικών κειμένων για το έργο του, κείμενα του ίδιου του Ηγκλετον και μια μακρότατη συνέντευξή του. Υπό την αιγίδα των «Αναγνώσεων» φαίνεται να έγινε και η κύρια διάλεξη του Ηγκλετον στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, αφού η επίσημη παρουσίαση του ομιλητή έγινε από συνεργάτη του ενθέτου, το οποίο και δημοσίευσε το κείμενό της.

Για όσους από τους παρευρεθέντες στη διάλεξη ο κριτικός νους λειτουργεί ακόμη- και ήταν πολύ λίγοι, αφού η ομιλία διακοπτόταν κάθε τόσο από θερμά χειροκροτήματα- η διάλεξη, με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο «Το τέλος της κριτικής», ήταν μια απογοήτευση. Ο επαρχιωτισμός της όλης εκδήλωσης έγινε αισθητός ήδη από την αρχή, με τον ξαναμμένο παρουσιαστή ειρωνευόμενο τους επικριτές του υψηλού φιλοξενουμένου, ιδιαίτερα τον πρίγκηπα της Ουαλλίας, «που κάποτε χάρισε στον Ηγκλετον τον υπέροχο χαρακτηρισμό “dreadful”», και τον Ελληνα πανεπιστημιακό «που τις προάλλες σύστηνε τον Ηγκλετον ως νεοζντανοφικό». Το περιεχόμενο της παρουσίασης δικαίωνε, βέβαια, τον πρίγκηπα, αφού, όπως ο αγαθός αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου που έκανε ανεπιγνώστως πρόζα, έτσι και ο πανάγαθος παρουσιαστής έκανε νεοζντανοφισμό χωρίς να το ξέρει. Διότι τι άλλο παρά ένα νεοζντανοφικό λογοτεχνικό κριτικό παρουσίαζε περιγράφοντας τον Ηγκλετον ως έναν κριτικό για τον οποίο «το ζητούμενο δεν είναι η συνέπεια της μεθόδου αλλά η συνέπεια του πολιτικού σκοπού» και εκθειάζοντας την «ακτιβιστική “αυθάδεια” του κριτικού του λόγου»; Περιγραφή στην οποία ανταποκρίθηκε πλήρως ο Ηγκλετον με την, κατά τα άλλα, νεφελώδη, περί παντός του επιστητού, διάλεξή του.

Εσωσε την τιμή της κριτικής μας ο σχολιασμός της διάλεξης από την Ελισάβετ Κοτζιά στην Καθημερινή (7 Δεκεμβρίου). «Υπήρξε», γράφει, «κάτι περισσότερο από απογοητευτική, δημιουργώντας ένα δυσάρεστο αίσθημα κίβδηλου». Συνέβαλε, θα προσέθετα, σε αυτό και η νεοαποικιακού τύπου εκπολιτιστική αντιμετώπιση από τον Ηγκλετον του ιθαγενούς ακροατηρίου.

Αλλά τον εντονότερο κριτικό επαρχιωτισμό απέπνεε η θρησκευτική ευλάβεια του Αφιερώματος των «Αναγνώσεων». Ενώ ακόμη και οι μαθητές του Ιησού αμφισβητούσαν ενίοτε τις επιλογές του Διδασκάλου, οι εν Ελλάδι απόστολοι του Ηγκλετον παρέθεταν περικοπές από την παλαιά διαθήκη του έμφορτοι ιερού δέους. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ξόρκισαν την πρόσφατη στροφή του ρωμαιοκαθολικά αναθρεμμένου Ηγκλετον προς θέσεις τις οποίες ο ίδιος μαχόταν ως αντιδραστικές και λοιδορούσε επί ολόκληρες δεκαετίες. Γράφει ο ένας: «Η “μεταφυσική στροφή” του Ηγκλετον» (ο οποίος τώρα, με την καινή διαθήκη του - με το βιβλίο του Μετά τη θεωρία, 2003· και όχι μόνο με αυτό- διαχωρίζοντας τη θέση του από τους άλλους κήρυκες της αντιουσιοκρατικής Θεωρίας, υπερασπίζεται τις ιδέες της αντικειμενικότητας και της απόλυτης αλήθειας) «δεν σαλπίζει άτακτη υποχώρηση από τις ιδεολογικές του αναφορές», απλώς «στρέφει το βλέμμα σε αγωνίες μάλλον ασυνήθιστες για τη ριζοσπαστική θεωρία». «Δεν σημαίνει», διαβεβαιώνει ο άλλος, «συντηρητική στροφή, νοσταλγική επιστροφή στον καθολικισμό ή προσχώρηση στον χρεωκοπημένο φιλελεύθερο ανθρωπισμό, αλλά ακριβώς το αντίθετο, μια απόπειρα για την ανάδειξη του θεμελιακού ηθικού και στοχαστικού πυρήνα της μαρξιστικής σκέψης» (ως εάν ο Ηγκλετον όλο τον προηγούμενο καιρό αγωνιζόταν να αναδείξει κάτι άλλο, και ως εάν οι ουσίες, προς τις οποίες έχει τώρα στραφεί, βρίσκονται στον πυρήνα της μαρξιστικής σκέψης).

Ενδεικτικό της σύγχυσης του Αφιερώματος είναι ότι περιέλαβε- αντιφατικώς- και ένα απόσπασμα από τη διάλεξη του Ηγκλετον στα Γιάννενα, με θέμα την ποίηση, και ένα άρθρο της Αθηνάς Βογιατζόγλου, σχολιασμό του πρόσφατου βιβλίου του Ηγκλετον Ηow to Read a Ρoem (2006)- τα μόνα ενδιαφέροντα κείμενα του Αφιερώματος. Αλλά οι θέσεις αυτής της διάλεξης, περιεχόμενες στο βιβλίο, που είναι προϊόν της στροφής του συγγραφέα του- εδώ βρίσκεται το ενδιαφέρον τους- δεν είναι διαφορετικές από εκείνες της, προΘεωρητικής, Νέας Κριτικής, τις οποίες χλευάζουν οι «Αναγνώσεις» και μυκτήριζε ο Ηγκλετον προηγουμένως.

Προοδευτική κριτική είναι το να κρίνεις με το μυαλό σου, όχι με το μυαλό των άλλων. Η άκριτη μεσσιανοποίηση του Ηγκλετον και η καθησυχαστική παρανάγνωση των πρόσφατων βιβλίων του είναι συμπτώματα βαρείας μορφής κριτικού επαρχιωτισμού και συντηρητικής σκέψης.
  • Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Επικράνθη

Διακρινοντας

Αναδημοσιεύω απόσπασμα κριτικής: «Ισως φανεί παράξενο σε όσους παρακολουθούν την κριτικογραφία της ότι η Ε.Κ. έγραψε ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ιδέες· γιατί οι κριτικές της είναι αυστηρά προσηλωμένες στην αισθητική αποτίμηση των λογοτεχνικών έργων (με τα δικά της κριτήρια, εννοείται) και ελάχιστα ή καθόλου δεν ασχολούνται με το πώς αυτά διαλέγονται με το διανοητικό περιβάλλον τους. Στην πραγματικότητα όμως η «στροφή» της έρχεται φυσιολογικά. Κριτικός με εξαιρετικά αναλυτική, ορθολογική σκέψη και στέρεη επιχειρηματολογία, την οποία δεν μπορείς να προσπεράσεις εύκολα ακόμα και όταν διαφωνείς μαζί της, η Κ. δεν είναι από εκείνους τους εστέτ που αερολογούν για την τέχνη σαν να ήταν εκτόπλασμα. Απλώς οι αισθητικές εκτιμήσεις της βασίζονται σε ορισμένες άρρητες και ασχηματοποίητες ώς πρόσφατα αντιλήψεις για τις σχέσεις της λογοτεχνίας (της λογοτεχνίας όχι γενικά, αλλά ως ιστορικά προσδιορισμένου φαινομένου) με τον κόσμο. Αυτές οι αντιλήψεις παίρνουν τώρα, με το εκτενές δοκίμιό της, συγκεκριμένη και σύνθετη μορφή. Και είναι πολύ ενδιαφέρουσες…» Κι ακόμα: «Η Κ. έχει πλήρη επίγνωση, και το δηλώνει στην εισαγωγή, ότι η αντιστικτική μέθοδός της αναπόφευκτα οδηγεί σε σχηματοποιήσεις. Αλλά ας μη μας κάνει η σχολαστική λεπτολογία να χάνουμε το δάσος βλέποντας μόνο τα δέντρα. Η ουσία είναι ότι το σχήμα που εκθέτει η κριτικός, με τη γνωστή αξιοθαύμαστη συλλογιστική συνέπεια και ενάργεια λόγου, είναι πειστικό και, από τη σημερινή σκοπιά, πολύ αποκαλυπτικότερο από τις παλιές ιδεολογικές κατηγοριοποιήσεις».

H Ε.Κ. είμαι εγώ. Και τα παραπάνω θερμά λόγια που εξαίρουν την αυστηρή προσήλωσή μου στην αισθητική αποτίμηση, την αναλυτική ορθολογική μου σκέψη, την στέρεη επιχειρηματολογία μου, τη γνωστή αξιοθαύμαστη συλλογιστική μου συνέπεια και τις ενδιαφέρουσες αντιλήψεις μου ανήκουν στον Δημοσθένη Κούρτοβικ – γραμμένα σε κριτικό του σημείωμα που δημοσίευσε στα «ΝΕΑ» στις 5.8.2006 για τη μελέτη μου «Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι». Ανήκουν, δηλαδή, στο ίδιο πρόσωπο που δυο χρόνια αργότερα (στις 9.8.2008, στις 15.11.2008 και στις 7.2.2009) δημοσίευσε στην ίδια εφημερίδα τρία κείμενα που με εμφανίζουν ως χείριστο δείγμα «εστετίστικα» εφησυχασμένης ακρισίας και ρυπαρότατης προσωπικής ιδιοτέλειας στον χώρο της σύγχρονης κριτικής. Τι μεσολάβησε; Πριν από αρκετά χρόνια είχα δημοσιεύσει μια επαινετική κριτική για το μυθιστόρημά του «Η νοσταλγία των δράκων» το οποίο είχα βρει πρωτότυπο στη σύλληψη και καλλιτεχνικά ώριμο στην εκτέλεση του, έργο («Καθημερινή», 11.6.2000). Την περασμένη άνοιξη δημοσίευσα μια αρνητική κριτική για το μυθιστόρημα «Τι ζητούν οι βάρβαροι» αναπτύσσοντας τα σοβαρά προβλήματα σύνθεσης, που κατά τη γνώμη μου εμφανίζει το τελευταίο του βιβλίο («Καθημερινή», 18.5.2008). Ο Κούρτοβικ επικράνθη και με κατηγορεί ότι ασκώ «καθεστωτική κριτική» – ότι ασκώ κριτική όχι με τα αισθητικά και ιδεολογικά μου κριτήρια, αλλά ιδιοτελώς για να εξυπηρετήσω κάποιο καθεστώς. Αν πίστευε πράγματι όσα επαινετικά έγραψε για μένα πριν από δύο χρόνια, δεν μπορεί να ισχύουν όσα με μέμφεται σήμερα. Αν πάλι τα έγραψε προσδοκώντας σε κάποια φιλόφρονα ανταπόδοση –προκειμένου να εξυπηρετήσει το καθεστώς του δικού του εαυτού– καλύτερα να το είχε αποφύγει. Ας επιστρέψουμε τώρα στη δουλειά μας.

Ο Αργύρης Χιόνης αποτελεί αξιόλογο μέγεθος στα ελληνικά Γράμματα. Η σαραντάχρονη ποιητική παρουσία του, το ειδολογικό εύρος της μεταφραστικής εργασίας του και η πρωτοτυπία της πεζογραφικής δουλειάς του φανερώνουν έναν ευαίσθητο, επινοητικό και ταυτόχρονα συστηματικό εργάτη της γλωσσικής κατασκευής. Τα έντεκα διηγήματα της συλλογής «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» (εκδ. Κίχλη, σελ. 126) φιλοδοξούν να προσφέρουν, όπως ο ίδιος εξηγεί στον πρόλογό του, παραμυθία σε όσους βρίσκονται σε ασύμβατη σχέση προς τα δεσμά της πραγματικής τους ηλικίας. Εμπνευσμένα από τις αφηγήσεις της Κρητικής μαμάς και της νησιώτισσας γιαγιάς του, παραπέμπουν πολύ συχνά στα μαγικά παραμύθια της ελληνικής λαϊκής παράδοσης (όπως άλλωστε και τα εμπνευσμένα σχέδια της Εύης Τσακνιά). Τα πνευματώδη μάλιστα ακροτελεύτια επιμύθια διανθίζουν τα κείμενα με πολύ χιούμορ. Δεν είναι ωστόσο όλα τα πεζογραφήματα εξίσου σημαντικά, καθώς στη συλλογή αυτή ο αφηγητής περισσότερο μοιάζει να ταυτίζεται με τον φυσικό παραμυθά που δεν αφήνει καμιά ευκαιρία προκειμένου να εξιστορήσει, παρά με τον καλλιτέχνη που καταναγκαστικά σβήνει επιλέγοντας αυστηρά μόνο εκείνα που ταιριάζουν στο όραμά του. Κείμενα, ωστόσο, όπως «Το οριζόντιο ύψος», το «Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει» ή το «Αλφειός συν Αρεθώνι» παραπέμπουν στα αξέχαστα πεζά της παλαιότερης συλλογής του «Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς» (1995) και της πιο πρόσφατης «Οντα και μη όντα» (2006).

  • Tης Eλισαβετ Kοτζια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/02/2009