Wednesday, August 27, 2008

Η Σεχραζάντ του ντιβανιού

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

Στο τελευταίο βιβλίο του ο αμερικανός ψυχοθεραπευτής και δημοφιλής συγγραφέας μάς δείχνει πώς να ξεπεράσουμε τον απαγορευμένο φόβο του θανάτου μέσα από την αυτοβιογραφία του αλλά και από ιστορίες άλλων

ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

Ο Ιρβιν Γιάλομ είναι σήμερα 77 ετών. Πριν από δύο χρόνια, στα 75 του, αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του, με στόχο να αντιμετωπίσει ή να ξεπεράσει τον μεγαλύτερο πραγματικό φόβο: τον θάνατο. «Το να κοιτάξεις κατάματα τον θάνατο διαλύει καθετί μακάβριο» γράφει. Και συμφωνεί με τον Μίλαν Κούντερα που λέει ότι, αν ο τρόμος του θανάτου πηγάζει από την ιδέα πως το παρελθόν χάνεται, τότε η αναβίωση του παρελθόντος προσφέρει ζωτική καθησύχαση. Αυτό κάνει ο Ιρβιν Γιάλομ. Γράφει ένα βιβλίο που αφορά τον θάνατο ανασυσταίνοντας τη βιογραφία του. Και όσοι το διαβάζουμε με την περιέργεια να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για τον διάσημο ψυχαναλυτή, ομότιμο σήμερα καθηγητή Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Στάνφορντ και συγγραφέα δημοφιλών μυθιστορημάτων, όπως το Οταν έκλαψε ο Νίτσε, κυριευόμαστε από ένα αίσθημα ευφορίας και απελευθέρωσης. Κλείνουμε το βιβλίο και νιώθουμε ότι δεν φοβόμαστε πια. Ο Γιάλομ γράφει και για έναν άλλον λόγο την αυτοβιογραφία του: για να τον καταλάβουμε ή, καλύτερα, για να καταλάβουμε το έργο του. Μπορεί αυτό να φαίνεται ματαιόδοξο αλλά ο ίδιος επικαλείται, με χιούμορ, τον Νίτσε: «Ο Νίτσε σχολίασε κάποτε ότι αν θέλεις να καταλάβεις το έργο ενός φιλοσόφου πρέπει να διαβάσεις την αυτοβιογραφία του. Το ίδιο και με τους ψυχιάτρους».

Ο θάνατος της γάτας

Γιος εβραίου μπακάλη της Ουάσιγκτον, ο Ιρβιν Γιάλομ είχε την πρώτη συνάντησή του με τον θάνατο σε ηλικία πέντε ή έξι χρόνων. Ενα αυτοκίνητο πάτησε μία από τις γάτες του πατέρα του, τη Στράιπι. Οταν την είδε ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο, το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να ακουμπήσει πλάι στο κεφάλι της ένα κομματάκι μπιφτέκι. Η γάτα δεν έδωσε σημασία. Γιατί, όπως γράφει ο Γιάλομ, «πεινούσε μόνο για θάνατο». Ακολούθησαν κι άλλοι θάνατοι, ανθρώπινοι πια: ενός συμμαθητή του στο δημοτικό σχολείο, αργότερα ενός 15χρονου φίλου, ύστερα του αδελφού του πατέρα του. Ο πατέρας Γιάλομ ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος και στα 46 του χρόνια παραλίγο να πάθει έμφραγμα. Αυτή η ημέρα άλλαξε τη ζωή του Ιρβιν. Βλέποντας τον γιατρό που είχε έρθει στο σπίτι τους να εξετάσει τον ασθενή πατέρα του, αισθάνθηκε ο ίδιος τόση ανακούφιση που αποφάσισε να γίνει γιατρός για να μεταδίδει με τη σειρά του ανακούφιση σε άλλους.

Το βάρος των ονείρων

Ο θάνατος και τα όνειρα είναι τα καθοριστικά στοιχεία σε αυτή την αυτοβιογραφία. Σε ένα από τα όνειρά του «ένας φίλος τον επισκέπτεται στο σπίτι του, τον ξεναγεί στον κήπο του και τον οδηγεί στο γραφείο του. Βλέπει αμέσως ότι λείπει ο υπολογιστής του, ίσως τον έχουν κλέψει. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το μεγάλο γραφείο του, το οποίο είναι συνήθως παραφορτωμένο με στοίβες από πράγματα, κάποιος το έχει αδειάσει εντελώς». Αυτό το όνειρο είχε προφητεύσει τον θάνατο της μητέρας του. Βρισκόταν με την κατά επτά χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του στο διαμέρισμα της μητέρας του όταν εκείνη ήταν στο νοσοκομείο για εγχείρηση ισχίου. Δέχθηκαν ένα επείγον μήνυμα από το νοσοκομείο να σπεύσουν. Οταν έφθασαν, έτρεξαν στο δωμάτιό της. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Η μητέρα τους είχε πεθάνει. Τότε κατάλαβε το νόημα του ονείρου. Το θέμα δεν ήταν που έλειπε ο υπολογιστής του. Ηταν που το γραφείο του, σαν το κρεβάτι της μητέρας του, ήταν πια τελείως άδειο.
Η θρησκεία και οι μέντορες


Ορθολογιστής, ο Ιρβιν Γιάλομ ομολογεί πως δεν έχει καμία θρησκευτική πίστη. Με τον πατέρα του πήγαινε στη συναγωγή, στις μεγάλες γιορτές, αλλά δεν κατάλαβε ποτέ πώς είναι δυνατόν οι πιστοί να τιμούν «μια θεότητα τόσο βάναυση, ματαιόδοξη, εκδικητική, φθονερή και διψασμένη για εγκώμια». Μπορεί να μην πιστεύει στον Θεό, παραδέχεται όμως ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να υπάρχει ένα ανώτερο ή υπέρτερο ον. Και η επιθυμία τους αυτή αντικατοπτρίζεται στην ανάγκη τους για μέντορες. Είναι τέτοια η ανάγκη των ανθρώπων για μέντορες που πολλές φορές αποδίδουν δικές τους, δημιουργικές ιδέες στους πεθαμένους μέντορές τους. Ο Γιάλομ μάς θυμίζει ότι ο Θωμάς ο Ακινάτης, π.χ., απέδιδε τους περισσότερους δικούς του στοχασμούς στον πνευματικό του δάσκαλο, τον Αριστοτέλη. Ποιοι ήταν οι δικοί του μέντορες; Ηταν ο Τζερόμ Φρανκ, ένας από τους καθηγητές του στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, πρωτοπόρος στην ομαδική θεραπεία. Πέθανε 95 ετών σε έναν οίκο ευγηρίας της Βαλτιμόρης πάσχοντας από άνοια. Οταν τον επισκέφθηκε ο Γιάλομ, ο δάσκαλός του δεν τον αναγνώρισε. Ο Γιάλομ άρχισε να του μιλάει και να ξετυλίγει τις αναμνήσεις του από εκείνον και τους συνεργάτες του. Σιγά σιγά ο Φρανκ θυμήθηκε ποιος ήταν και κούνησε θλιμμένα το κεφάλι.

Ο άλλος μέντοράς του ήταν ο Τζον Γουάιτχορν, για τρεις δεκαετίες πρόεδρος του Τμήματος Ψυχιατρικής στο Τζονς Χόπκινς. Αριστοκρατικός και απόμακρος, οργάνωνε παροιμιώδεις δεξιώσεις όπου προσέφερε ένα μικροσκοπικό ποτηράκι σέρι αλλά από φαγητό ούτε μπουκιά. Ο Γουάιτχορν, ο οποίος είχε εκπαιδεύσει δύο γενιές ψυχιάτρων, πέθανε μόνος, χωρίς οικείους, χωρίς ανθρώπους που να τους αγαπάει και να τον αγαπούν. Τον τελευταίο άνθρωπο που ζήτησε να δει ήταν ο Γιάλομ.

Ο τρίτος μέντορας ήταν ο Ρόλο Μέι, σημαντικός θεραπευτής και συγγραφέας, που βοήθησε τον Γιάλομ να υπερβεί το ψυχαναλυτικό μοντέλο και να απλωθεί προς τη φιλοσοφία, αφού «το βιολογικό και το ψυχαναλυτικό μοντέλο άφηναν έξω από τη θεωρία τους μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ουσίας». Οταν ο Ιρβιν Γιάλομ άρχισε να νιώθει το άγχος του θανάτου, ψυχαναλύθηκε από τον Ρόλο Μέι.

Ο Παναγιότατος Λάμα

Σε αυτή την ανάγκη των ανθρώπων για μέντορες βρίσκει ο Γιάλομ το υλικό που γεννά τη θρησκεία. Διηγείται μάλιστα ένα ανέκδοτο. Οταν το 2005 ο Δαλάι Λάμα μίλησε στο Στάνφορντ, το ακροατήριό του εξιδανίκευσε κάθε λέξη του. «Στο τέλος της ομιλίας του πάρα πολλοί από τους συναδέλφους μου - διακεκριμένοι καθηγητές, πρυτάνεις, επιστήμονες επιπέδου Νομπέλ - έσπευσαν στην ουρά σαν σχολιαρόπαιδα για να τους περάσει πάνω από το κεφάλι μια ταινία προσευχής, να υποκλιθούν μπροστά του και να τον αποκαλέσουν "Παναγιότατο"».

Η οικογένεια και οι παλιές φιλίες

Ο Γιάλομ απολαμβάνει σαν κάτι πολύτιμο τις σχέσεις του με την οικογένειά του. Με τη γυναίκα του, που την αποκαλεί αδελφή ψυχή, είναι μαζί από 15 ετών. Εχει τέσσερα παιδιά και εγγόνια. Και δίπλα στην οικογένεια, οι παλιοί φίλοι. Λέει κάτι σοφό: «Φροντίζω με επιμονή τη διατήρηση και την τροφοδότηση των παλιών φιλιών. Δεν μπορείς να κάνεις καινούργιες παλιές φιλίες». Βέβαια η ανθρώπινη επαφή είναι αυτό που πάντα επιζητούσε. Αν και είναι 77 ετών, η ιδέα να πάρει σύνταξη βρίσκεται μακριά από τη σκέψη του, γιατί η μεγαλύτερη ανταμοιβή του ως θεραπευτή είναι οι πλούσιες ευκαιρίες για ανθρώπινη επαφή που του προσφέρει η ψυχοθεραπεία. Στο ανθρωποκεντρικό και υπαρξιακό έργο του ο Γιάλομ μάς δίνει ευκαιρίες για πολλές σκέψεις. Συγκρατώ αυτό που γράφει για τους ηλικιωμένους, από τις πιο ωραίες αποστροφές του βιβλίου: «Οι ηλικιωμένοι - ο κάθε ηλικιωμένος - είναι για τις εικόνες πολλών ανθρώπων το τελευταίο αρχείο. Οταν πεθαίνουν οι πολύ γέροι, παίρνουν ο καθένας ένα πλήθος ανθρώπων μαζί τους».

Τελικά πώς νικάς τον φόβο του θανάτου; Ο Γιάλομ απαντά μέσα από τη δική του βιωματική εμπειρία: με το να νιώθεις ότι στη ζωή σου και στη δουλειά σου έχεις πραγματώσει τον εαυτό σου και έχεις κάνει πράξη το δυναμικό σου.


Το ΒΗΜΑ, 27/07/2008

No comments: