Sunday, August 31, 2008

Πέρα από τη Μαύρη Αθηνά

Το παρασκήνιο μιας ακαδημαϊκής διαμάχης για την καταγωγή του ελληνικού πολιτισμού, έτσι όπως το παρουσιάζει μία από τις πρωταγωνίστριες, η κλασική φιλόλογος Μαίρη Λέφκοβιτς

«Επιτρέποντας στους θνητούς να θέτουν σκληρές ερωτήσεις, η ελληνική θεολογία τους ενεθάρρυνε να αναζητούν όλα τα πιθανά αίτια των γεγονότων» έγραψε στους «LA Times» η Μαίρη Λέφκοβιτς. «Η Φιλοσοφία - η χαρακτηριστικά ελληνική ανακάλυψη - είχε τις ρίζες της στη θεολογική έρευνα. Οπως και η επιστήμη». Ενα σκληρό ερώτημα ταλανίζει τώρα τη διάσημη ελληνίστρια: σε μια μεταμοντέρνα εποχή σχετικών αξιών (όπου όλα «περνάνε») και «politically correct», πώς να προστατέψει την (ιστορική) αλήθεια;

Η Μαίρη Λέφκοβιτς, από τα πρώτα βιολιά στην κλασική φιλολογία παγκοσμίως, καθηγήτρια του κολεγίου του Wellesley στις ΗΠΑ, όπου προσλήφθηκε αφού αποφοίτησε από το Harvard (το 1961), απέκτησε ευρεία φήμη το 1991 όταν επωμίστηκε τον επίπονο ρόλο του θεματοφύλακα της κλασικής Ελλάδας απέναντι σε ένα λόμπι αφροκεντριστών πανεπιστημιακών που συσπειρώθηκε πίσω από τη θέση της «κλεμμένης κληρονομιάς»: ο δυτικός πολιτισμός δεν κατάγεται από την Ελλάδα αλλά από την Αφρική, οι Ελληνες έκλεψαν τη φιλοσοφία τους από τους αιγυπτίους σοφούς. Οι αφροκεντριστές θεωρούν ότι η Ιστορία γράφτηκε από άνδρες της Δύσης που μαγείρεψαν τα γεγονότα με τους μύθους για να προωθήσουν τους ηγεμονικούς σκοπούς της φυλής τους. Ανθος του κακού ήταν η έκδοση του βιβλίου Μαύρη Αθηνά του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Cornell Μάρτιν Μπερνάλ.

Πόλεμος και κατηγορίες

Αρχισε τότε μια πολυδαίδαλη ακαδημαϊκή διαμάχη που πήρε τις διαστάσεις saga σε παγκόσμιο επίπεδο και εκφράστηκε μέσω δημοσιευμάτων με χροιά ρατσιστικών αλληλοκατηγοριών. Η Λέφκοβιτς απάντησε με το πολυδιαβασμένο βιβλίο Not out of Athens (Η μαύρη Αθηνά, μύθοι και πραγματικότητα ή οι παραποιήσεις του αφροκεντρισμού, εκδόσεις Κάκτος, 1997), όπου ανασκεύασε τα επιχειρήματα του Μπερνάλ αποδεικνύοντας ότι η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να υπονομεύεται από φυλετικές ιδεοληψίες: «Τα δεδομένα αφήνουν μικρά περιθώρια για αμφισβήτηση σχετικά με το ότι λίγοι Αφρικανοί έζησαν στην Ελλάδα ή τη Ρώμη και με το ότι η επιρροή τους πάνω σε αυτούς τους πολιτισμούς ήταν αμελητέα». Αγωνία της Λέφκοβιτς δεν ήταν απλώς να διαφυλάξει τη φήμη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά να μην επιτρέψει να επικρατήσει άλλη «αλήθεια» στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους πλην εκείνης στην οποία καταλήγουμε μέσω της επιστημονικής έρευνας. Οι ακραίες θέσεις έμοιαζαν να έχουν καταλαγιάσει.

Το νέο βιβλίο της Λέφκοβιτς, Μαθήματα Ιστορίας, μια φυλετική Οδύσσεια, μας διαψεύδει. Τι συνέβη από το 1991 ως σήμερα; Οι πένες μπορεί να στέγνωσαν, όμως ο πόλεμος συνεχίστηκε στους ακαδημαϊκούς διαδρόμους με την ίδια ένταση. Τα Μαθήματα Ιστορίας είναι η αφήγηση της προσωπικής της εμπειρίας, του μοναχικού της αγώνα ενάντια σε όσους προσπάθησαν να αντικαταστήσουν την ιστορική αλήθεια με μια άλλη αλήθεια που τους βόλευε πολιτισμικά. Ετσι, όχι μόνο φέρνει στην επιφάνεια τον ηθικό σκοταδισμό που επικρατεί στην πιο υψηλή μορφωτική βαθμίδα αλλά εγείρει επιπλέον καίρια ερωτήματα: με ποιον βαθμό ευθύνης οφείλεις να ασκείς το δικαίωμά σου στην ελεύθερη έκφραση, ειδικά όταν θέτεις υπό αμφισβήτηση παγιωμένα ιστορικά δεδομένα; Και δεύτερον, δεν θα υπερασπιστείς την αλήθεια από φόβο μήπως θεωρηθείς ρατσιστής;

Ακαδημαϊκή ηθική


Η Μαίρη Λέφκοβιτς

Αρχές της δεκαετίας του 1990, μια μικρή αντιπαράθεση μεταξύ δύο πανεπιστημιακών εξελίχθηκε σε διευρυμένη διαπανεπιστημιακή συζήτηση γύρω από το τι σημαίνει εκπαιδευτική - ακαδημαϊκή ηθική. Οταν η Μαίρη Λέφκοβιτς ανακάλυψε ότι ο συνάδελφός της Τόνι Μάρτιν, ιστορικός, παρέδιδε στο Wellesley μάθημα το οποίο είχε τιτλοφορήσει «Αφρικανοί στην Ελλάδα και στη Ρώμη», ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της: ο τίτλος υποδείκνυε το περιεχόμενο: ότι η επιρροή της αφρικανικής κουλτούρας στον κλασικό κόσμο ήταν τόσο μεγάλη ώστε να χρήζει ετήσιου κύκλου εργασίας σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Οταν απαίτησε να αλλάξει ο τίτλος του μαθήματος σε κάτι πιο γενικό («Αφρικανοί στον Ελληνικό και Ρωμαϊκό κόσμο»), που να μην υπονοεί συγγένεια με το δόγμα της κλεμμένης κληρονομιάς, το Wellesley δέχτηκε. Αλλά μπροστά σε έναν εξοργισμένο Τόνι Μάρτιν, οι πρυτάνεις υποχώρησαν και το μάθημά του εξακολούθησε να παραμένει άθικτο.

Η Λέφκοβιτς θεώρησε ότι η απόφαση του Wellesley να αντιμετωπίσει το θέμα ως μια κοινή ασυμφωνία απόψεων ανάμεσα σε δύο πανεπιστημιακούς, σήμαινε ότι έκλεινε τα μάτια μπροστά σε μια ανατροπή της εκπαιδευτικής δεοντολογίας: αποστολή της, μεταξύ άλλων, είναι να μαθαίνει στους νέους πώς να φτάνουν στην αλήθεια και όχι να δίνει λόγο σε όποιους θέλουν να προωθήσουν την υποκειμενική τους εκδοχή για το παρελθόν. «Τα πανεπιστήμια έχουν το χρέος να απαγορεύουν τη διδασκαλία ευαπόδεικτων μυθευμάτων».

Η κλεμμένη κληρονομιά

Παράλληλα, νέα επιχειρηματολογία εξυφαινόταν ως παραφυάδα του δόγματος της κλεμμένης κληρονομιάς: αξιοσημείωτο τμήμα δημοσιευμάτων υποστήριξε ότι ιστορικά οι εβραίοι ήταν οι χρηματοδότες του δουλεμπορίου και κατά συνέπεια αρνούνταν να παραδεχτούν τις οφειλές του δυτικού πολιτισμού στον αφρικανικό (το «μαύρο Ολοκαύτωμα»). Ενα ανυπόγραφο σύγγραμμα Η μυστική σχέση μεταξύ μαύρων και εβραίων καταδικάστηκε ομόφωνα από τον διεθνή Τύπο, με τη λογική ότι καλλιεργούσε αντισημιτικά συναισθήματα στους μαύρους. Και όμως, το 1993, Η μυστική σχέση βρέθηκε μέσα στη λίστα των προτεινόμενων βιβλίων του μαθήματος του Τόνι Μάρτιν. Ο ίδιος, όχι μόνο υπερασπίστηκε τη χρησιμότητα του εν λόγω βιβλίου αλλά χαρακτήρισε τη Λέφκοβιτς «Εβραία» με καταφανή υποτιμητικό τρόπο. Το Wellesley επέπληξε τον Μάρτιν αλλά θεώρησε ότι στο όνομα της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν πρέπει να τον θέσει σε περιορισμό.

Απρόσκοπτα, ο Τόνι Μάρτιν συμπεριελάμβανε στη λίστα εγχειριδίων του επίμαχου μαθήματός του και το εξαιρετικά αμφισβητήσιμης εγκυρότητας βιβλίο του Τζορτζ Τζέιμς Κλεμμένη Κληρονομιά, που εκδόθηκε πριν από 40 χρόνια («αριστούργημα» κατά τον Μπερνάλ). Εκεί αναπτύσσεται η εξωφρενική άποψη ότι ο Αριστοτέλης δανείστηκε βιβλία από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και αντέγραψε το περιεχόμενό τους προβάλλοντάς το ως πρωτότυπη δική σκέψη του. Βεβαίως, ο Αριστοτέλης πέθανε το 322 π.Χ. ενώ η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας χτίστηκε το 297 π.Χ. Λεπτομέρειες!

Στους κοιτώνες του κολεγίου

Επιπλέον, δεν έπαψε ποτέ να πετάει υβριστικές ακίδες προς τη συνάδελφό του (πολλές παραμένουν και σήμερα στο Internet). Η Λέφκοβιτς τότε δημοσίευσε άρθρο στο οποίο εξέθετε τη στάση του Μάρτιν. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που διαδραματίστηκε ανάμεσα σε αυτόν και σε μια φοιτήτρια (και το οποίο κατέληξε με την αποβολή της από το κολέγιο): όταν ο Μάρτιν εντοπίστηκε στους κοιτώνες του κολεγίου (κατά τη διάρκεια μιας φοιτητικής παράστασης), η Μισέλ Πλάντεκ τον ρώτησε «ποιον φοιτητή του Wellesley συνοδεύετε;» διότι σύμφωνα με κανονισμούς του κολεγίου οι άνδρες δεν μπορούν να κυκλοφορούν ασυνόδευτοι στους γυναικείους κοιτώνες. Ο Μάρτιν εξέλαβε την ερώτηση ως φυλετικό σχόλιο και υποτίθεται ότι αποκάλεσε το κορίτσι «ανόητη», «ρατσίστρια». Το κορίτσι αποβλήθηκε.

Το κολέγιο υποστήριξε ότι η έρευνα της Λέφκοβιτς ήταν ελλιπής καθ' ότι στηριζόταν μόνο στη μια πλευρά, αυτή των φοιτητών. Και την έψεξε. Ο Μάρτιν έκανε αγωγή κατά της συγγραφέως για συκοφαντική δυσφήμηση. Το Wellesley σιώπησε. Η αίτηση της Λέφκοβιτς για απαλλαγή (for summary dismissal) έγινε δεκτή μόλις το 1997. Ο αντίπαλός της άσκησε έφεση κατά της απόφασης χωρίς επιτυχία. Η όλη υπόθεση έκλεισε νομικά το 2002, τελικά δικαιώνοντάς την.

Η περιπέτειά της αποδεικνύει ότι οι πανεπιστημιακοί και οι διανοούμενοι δεν έχουν βρει ακόμη κοινό έδαφος σε μια σειρά ηθικών ζητημάτων. Η καθηγήτρια στο King's College του Λονδίνου Μαίρη Μάργκαρετ Μακέιμπ στο ισορροπημένο άρθρο της στο TLS, όπου αναλύει την όλη saga, εντόπισε τους κινδύνους και τα όρια της πολιτικής ορθότητας: Το να επικαλείσαι καταχρηστικά την καταγγελία του ρατσισμού σε μια διαμάχη της οποίας η ουσία βρίσκεται προφανώς αλλού. Η περιπέτειά της διαγράφει επίσης ένα απαισιόδοξο ορίζοντα για το πανεπιστήμιο που υποτίθεται μεταδίδει γνώση (δηλαδή μάς μαθαίνει την έρευνα και την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας) και πολιτισμό (άρα αρνείται τα στερεότυπα και τις ρατσιστικές εμμονές). Για τη Μαίρη Λέφκοβιτς, η υποκειμενική άποψη δεν συνιστά αληθινό δεδομένο και η ιστορική αλήθεια δεν είναι υποκειμενική.

Το ΒΗΜΑ, 31/08/2008

Ενας Κινέζος στη Χαβά

NOIR

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, Το ΒΗΜΑ, 31/08/2008

Το 1925, και ενώ ο Ντάσιελ Χάμετ είχε δημοσιεύσει το πρώτο του διήγημα στο περίφημο pulp περιοδικό Μαύρη Μάσκα, ο 49χρονος Ερλ Ντερ Μπίγκερς, απόφοιτος του Χάρβαρντ, συγγραφέας διηγημάτων, θεατρικών έργων και σεναρίων για το Χόλιγουντ, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με ήρωα έναν κινέζο ντετέκτιβ της αστυνομίας, τον Τσάρλι Τσαν. Ηταν το The house without a key και χάρη στην επιτυχία του ο συγγραφέας έγραψε άλλα πέντε έργα με τον ίδιο πρωταγωνιστή - μερικά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο. Ατυχώς, δεν πρόλαβε να γράψει περισσότερα διότι το 1933, την ίδια χρονιά που άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα στη Μαύρη Μάσκα ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο έτερος των αμερικανών συγγραφέων που άλλαξαν ριζικά το περιεχόμενο της αστυνομικής λογοτεχνίας, πέθανε.

Σε αυτό το εμβληματικό μυθιστόρημα (στα ελληνικά Φόνος στη Χαβάη) ο Τσαν επιχειρεί να εξιχνιάσει τη δολοφονία του Νταν Γουίντερσλιπ, ενός μυστηριώδους προσώπου ανακατεμένου σε δουλεμπόριο μαύρων. Το θύμα είναι κάτοικος της Χονολουλού, μέλος εύπορης οικογένειας, την οποία επισκέπτεται ο νεαρός Τζον Κουίνσι από τη Βοστώνη, ο οποίος φθάνει στη Χαβάη με πλοίο από το Σαν Φρανσίσκο (η περιγραφή του ταξιδιού είναι εξόχως γλαφυρή). Στην πραγματικότητα, πρωταγωνιστής στην ιστορία είναι ο Κουίνσι, ο οποίος συνεργάζεται με τους αστυνομικούς για να εξιχνιαστεί το μυστηριώδες έγκλημα. Στην υπόθεση εμπλέκονται και κάποιοι ναυτικοί, δεδομένου ότι το τροπικό νησί στη μέση του Ειρηνικού είναι σταυροδρόμι πλοίων που πηγαίνουν προς την Απω Ανατολή, κυρίως το Χονγκ Κονγκ, και προς τις δυτικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το ντεκόρ της ιστορίας είναι λίαν ειδυλλιακό και τα μάλα ερωτικό καθώς εκεί, στη Χαβάη, ο Κουίνσι, αρραβωνιασμένος με την Αγκαθα Πάρκερ, γνωρίζει μια νέα γυναίκα, οπότε διαλύει τον αρραβώνα του. Η Χονολουλού, μια πολυεθνική πόλη, παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ως σταυροδρόμι του ωκεανού, ως Βαβέλ γλωσσών και εθνοτήτων, όπου συμβιώνουν αρμονικά βρετανοί και αμερικανοί τυχοδιώκτες που πλούτισαν στις Ινδίες και στην Αυστραλία, καθώς επίσης και Χαβανέζοι, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι, Πορτογάλοι και άλλοι Ευρωπαίοι και Ασιάτες. Από εκεί περνούν ο βρετανικός και ο αμερικανικός στόλος. Είναι η εποχή της ακμής της αδιαφιλονίκητης κοσμοκράτειρας Μεγάλης Βρετανίας, ωστόσο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει να αναδύεται ως μεγάλη δύναμη η Αμερική. Το πολυδαίδαλο σπίτι των Γουίντερσλιπ, το λιμάνι με τις αποβάθρες, τα γιαπωνέζικα σαμπάν, η ομίχλη που καλύπτει συχνά την πόλη, η λάγνα μουσική από γιουκαλίλι, οι τροπικές νύχτες, οι κοκοφοίνικες, οι αληγείς άνεμοι, το φεγγαρόφωτο, ένα ετοιμόρροπο ξενοδοχείο, τα λαθρεμπορικά πλοία με τα ναρκωτικά, όλα συντείνουν στη δημιουργία νουάρ ατμόσφαιρας. Διότι η Χαβάη «μοιάζει κάπως υπερβολικά με τον Παράδεισο για να είναι απόλυτα ασφαλής».

Μολονότι ο Μπίγκερς χρησιμοποιεί στοιχεία από τον Σέρλοκ Χολμς του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, το μυθιστόρημά του έχει δράση: ο Τζον Κουίνσι κινδυνεύει, τον απειλούν, τον πυροβολούν, τον κυνηγούν, τον απάγουν και σώζεται από τον κινέζο αστυνομικό. Το μυστικό της ιστορίας κρύβεται στο ξύλινο χρηματοκιβώτιο με τον θησαυρό ενός καπετάνιου δουλεμπορικού πλοίου, ενός πειρατή, ο οποίος πέθανε στη θάλασσα και θάφτηκε στη στεριά, ενώ η αποκάλυψη του δολοφόνου οφείλεται στο ρολόι του με το φωτεινό καντράν. Ασφαλώς το έγκλημα έγινε για τα λεφτά: το οικονομικό συμφέρον είναι πάντα πιο ισχυρό κίνητρο από τα αισθήματα.

  • Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.

Στις Σπέτσες και στη Μύκονο

Ενας τουρκοελβετός συγγραφέας και ένας αμερικανός, και οι δύο με ελληνικές εμπειρίες, αναδεικνύουν την Ελλάδα τόπο λογοτεχνικής γεωγραφίας

ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, Το ΒΗΜΑ, 31/08/2008

Δύο ξένοι μυθιστοριογράφοι τοποθέτησαν τις ιστορίες τους στα ελληνικά νησιά και έδρεψαν δάφνες. Η Παυλίνα, το τέταρτο μυθιστόρημα του βραβευμένου τουρκοελβετού συγγραφέα Μετέν Αρντιτί, χαιρετίστηκε από την κριτική ως μια ιστορία «ωραία και τραγική σαν την Ελλάδα». Αρχές του 1931 η ομώνυμη κόρη των Σπετσών χάνει τον αγαπημένο της θετό πατέρα, μαζί με τον αληθινό της πατέρα - δύο αδέλφια θαλασσόλυκους -, ακολούθως χάνει τον εξάδελφό της που τον είχε ερωτευτεί χωρίς να ξέρει ότι είναι ουσιαστικά ο αδελφός της· στο τέλος χάνει την κόρη που απέκτησε με τον εξάδελφο/αδελφό, αφού την έδωσε για υιοθεσία αμέσως μετά τη γέννησή της, αλλά παραμένει αγέρωχη σε μια διαρκή αναζήτηση στις Σπέτσες, στην Αθήνα και στη Γενεύη.

Ποια ήταν η επαφή του κ. Αρντιτί με τη χώρα μας κατ' αρχάς; «Η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα. Τα παιδιά και τα εγγόνια μου μιλούν τέλεια ελληνικά. Ολες οι σκηνές που εκτυλίσσονται στο ξενοδοχείο Lido έχουν πλαίσιο (όχι όσον αφορά την ιστορία βέβαια, αλλά την εικονογραφία) αυθεντικό. Η μικρή μου κόρη είναι γιατρός στην Αθήνα. Η θεία της γυναίκας μου ήταν η Βάσω Μανωλίδου. Η κυρία Κατίνα ήταν νομίζω όπως την περιγράφω, την έχω γνωρίσει, έμεινα στο Lido την εποχή των αρραβώνων με τη γυναίκα μου... Και το Παλαιό Φάληρο ήταν ακόμη ένα αξιολάτρευτο χωριουδάκι. Εχω σπίτι στις Σπέτσες εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αυτή η χώρα είναι μαγική, με επαναφέρει στην ουσία της ζωής. Οταν κάνω μπάνιο σε κάποιον ορμίσκο των Σπετσών λέω πάντα, μα στ' αλήθεια πάντα: είναι φυσικό που σε έναν τέτοιο τόπο, τόσο ωραίο και αγνό, οι άνθρωποι βρήκαν από αρχαιοτάτων χρόνων τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουν την ανθρώπινη συνθήκη».

Η αναζήτηση του εαυτού

Είχε προηγηθεί η αναζήτηση του δικού του εαυτού. Γεννήθηκε στην Αγκυρα της Τουρκίας, στάλθηκε εσωτερικός σε κολέγιο της Ελβετίας, έζησε από παιδί την εξορία, τη μοναξιά, την απομόνωση ίσως της Παυλίνας. Από 'κεί και πέρα αλλάζει το σκηνικό: κατευθύνθηκε στον τομέα της ατομικής φυσικής ενέργειας με σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης, σπούδασε μάνατζμεντ στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγινε επιχειρηματίας πουλώντας και αγοράζοντας ακίνητη περιουσία στη Γενεύη όπου εγκαταστάθηκε. Ακολούθως χρίστηκε μαικήνας του πολιτισμού με το Ιδρυμα Αρντιτί που παρέχει υποτροφίες στους πιο δημιουργικούς σπουδαστές των Διεθνών Σχέσεων. «Είστε μπίζνεσμαν και οραματιστής μαζί;» τον ρωτάμε.

«Σήμερα δεν είμαι τόσο άνθρωπος των επιχειρήσεων - υπήρξα κάτι τέτοιο σε όλη μου τη ζωή - όσο συγγραφέας. Ουσιαστικά, η κινητήριος δύναμη του Ιδρύματός μου, όπως και της λογοτεχνίας είναι η ίδια: για να λειτουργήσουν, πρέπει να εστιάσεις στον άλλον, όχι στον εαυτό σου. Δεν είναι φυσικό κάτι τέτοιο, είμαστε όλοι εγωιστές. Αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε. Η λογοτεχνία σε υποχρεώνει σε μια τέτοια άσκηση. Το να γράφεις σημαίνει να ακούς. Να ξεχνιέσαι προσπαθώντας να καταλάβεις τον άλλον. Είναι αυτό ταυτόσημο του να είσαι οραματιστής; Ελπίζω πως όχι, είναι πολύ βαριά λέξη για μένα».

Η λέξη-«κλειδί»


Ο Μετέν Αρντιτί


Εκτός των άλλων, ο κ. Αρντιτί είναι πρόεδρος της Orchestre de la Suisse Romande και αφιέρωσε πρόσφατα την παγκόσμια πρεμιέρα της μουσικής συμφωνίας «Εξοδος» στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. «Ελπίζετε ακόμη σε μια συμφωνία των εθνών ή έχετε χάσει λίγο την αισιοδοξία σας;» τον ρωτάμε.

«Και βέβαια παραμένω αισιόδοξος. Είναι φυσικά αφέλεια να θεωρήσουμε ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι γιατί οι άνθρωποι θα γίνουν σοφότεροι μέσω της τέχνης. Αλλά θεωρώ ρεαλιστικό να σκεφτούμε ότι οι τέχνες επιτρέπουν στους ανθρώπους να "μοιράζονται", αυτή είναι η λέξη-"κλειδί", οπότε μπορούν από 'κεί και πέρα να αισθάνονται κατά τι λιγότερο μίσος, κατά τι περισσότερη κατανόηση, και ακόμη αδελφοσύνη, αυτό το συναίσθημα που μας κάνει να πούμε ότι σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τόσο διαφορετικός ο άλλος από εμάς. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να αποκαλυφθεί ο άλλος. Είναι η δουλειά του καλλιτέχνη αυτό».

Ο μυστηριώδης συλλέκτης

Το μυστήριο της εικόνας είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Αμερικανού Gary van Haas, έγινε μπεστ σέλερ αμέσως μόλις κυκλοφόρησε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και γυρίστηκε ταινία που θα προβληθεί σύντομα και στη χώρα μας. Ο συγγραφέας έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Athens News», «Hellenic Times» και «Herald Tribune», ενώ έχει ασχοληθεί με την έρευνα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. Ο ήρωας του μυθιστορήματός του, ένας νεαρός αμερικανός καλλιτέχνης, εκβιάζεται από έναν μυστηριώδη συλλέκτη ώστε να ταξιδέψει στην Τήνο για να φιλοτεχνήσει ένα πιστό αντίγραφο της εικόνας της Μεγαλόχαρης. Επιλέγει για βάση του τη Μύκονο, όπου σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η εικόνα έχει πολύ βαθύτερη αξία από ό,τι τα διαμάντια, τα ρουμπίνια και τα άλλα πολύτιμα πετράδια της, εξαιτίας ακριβώς του «μυστηρίου» της. Μια διεθνής ίντριγκα, ένα ρομάντζο και αλλεπάλληλες ανατροπές συνθέτουν έναν καινούργιο «Κώδικα Ντα Βίντσι», όπως χαρακτηρίστηκε, αυτή τη φορά όμως ελληνοποιημένο.

Νουάρ ατμόσφαιρα


Ο Γκάρι βαν Χάας


Ηταν και ο συγγραφέας ένας νεαρός από την Καλιφόρνια που επισκεπτόταν τακτικά τη Μύκονο σαν τον ήρωά του; «Ναι, ερχόμουν κάθε καλοκαίρι από το Σαν Φρανσίσκο στη Μύκονο όπου έμεινα και γνώρισα όλους αυτούς τους απίστευτους τύπους, Ελληνες και ξένους, που ήταν γεμάτοι ζωή και ήξεραν πώς να διασκεδάζουν. Ολα αυτά πίσω στη δεκαετία του '80, όταν η αίσθηση του νησιού ήταν πολύ πιο γλυκόπιοτη και ενδόμυχη, και οι άνθρωποι είχαν πιο πολύ ενδιαφέρον από ό,τι στο σημερινό σκηνικό του συνωστισμού στη Μύκονο»

  • Το μυθιστόρημά σας έχει νουάρ ατμόσφαιρα. Ποια ήταν η δική σας εμπειρία στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά;
«Μάλλον δεν ήταν τέτοια η δική μου εμπειρία στα νησιά, γιατί ήταν τόσο έντονα χρωματισμένα όλα και υπήρχε τόση έξαψη στον αέρα. Η νουάρ ατμόσφαιρα στο βιβλίο οφείλεται στο θέμα, που παραπέμπει σε ιστορίες με αστυνομικούς και ντετέκτιβ. Αυτό είναι που προσδίδει το σκοτεινό αίσθημα».
  • Ζήσατε ποτέ ο ίδιος την περιφορά της εικόνας στην Τήνο;

«Επρεπε να κάνω έρευνα και έτσι επισκέφθηκα την Τήνο αρκετές φορές για να νιώσω την ενέργεια του νησιού και να αφομοιώσω την καταλυτική αίσθηση που ασκεί ολόγυρα η εορτή της Παναγίας Ευαγγελιστρίας και η διάσημη περιφορά της εικόνας της. Ηταν απίστευτο να το βλέπεις».

  • Από πού προέκυψε η ιδέα για αυτό το βιβλίο;

«Οταν ένα καλοκαιρινό πρωινό πληροφορήθηκα ότι ένας ονομαστός ζωγράφος που όλοι γνωρίζαμε στη Μύκονο τρελάθηκε ξαφνικά και κατέστρεψε τα έργα και το στούντιό του, άρχισα να ψάχνω την υπόθεση και είχα σύντομα τη βασική ιστορία του βιβλίου. Από 'κεί και πέρα επεκτάθηκα επάνω σε αυτό και το έκανα "μυστήριο": πώς ένας άνθρωπος της διασκέδασης και υγιής καλλιτέχνης έκανε κάτι τέτοιο; Αλλά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου είναι ότι χρησιμοποίησα όλους τους συναρπαστικούς Ελληνες και ξένους που συνάντησα στη Μύκονο και τους έκανα χαρακτήρες του έργου μου. Αναγνώστες που διάβασαν το βιβλίο σχολιάζουν ότι αυτό είναι που κάνει "Το μυστήριο της εικόνας" τόσο αληθινό και πιστευτό». Οπως λένε, «η ζωή μιμείται την τέχνη!».

Χορός πένθους και ελπίδας

Η Χιλή προσπαθεί ακόμη να ξεπεράσει τις πληγές από τη δικτατορία του Πινοσέτ

Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, Kυριακή, 31 Aυγούστου 2008

Αντόνιο Σκάρμετα: Ο χορός της νίκης. Μετ. Ελ. Τσόκα, εκδ. Καστανιώτη

«Ο χορός της νίκης» είναι ο χορός της Βικτόρια Πόνσε, της έφηβης κόρης του τελευταίου εκτελεσμένου της Χιλής πριν πέσει η χούντα του Πινοσέτ. Τη δένει με τη ζωή και για να πληρώσει τη δασκάλα της του χορού εκδίδεται. Είναι η χορογραφία για τον πατέρα της, σε στίχους της μεγάλης Χιλιανής ποιήτριας Γκαμπριέλα Μιστράλ, σύμβολο της γυναικείας ανεξαρτησίας και της φυλετικής επιμειξίας, που έγραψε τα «Σονέτα του θανάτου». Είναι η παράσταση για ένα ρόλο στο Δημοτικό Θέατρο του Σαντιάγο, εκτός νόμων και προγραμμάτων, για μια χούφτα φίλους που δεν ήξερε ότι είχε, μαζί κι έναν ευαίσθητο νεαρό αστυνομικό που θέλει να εξιλεωθεί προσωπικά για τα εγκλήματα της αστυνομίας στη χούντα, στα οποία επ’ ουδενί συμμετείχε.
Αυτή η παράσταση γυρίζει τη Βικτόρια οριστικά ανάμεσα στους ζωντανούς και πίσω από αυτήν κρύβεται ο έρωτας, ο καβαλάρης πρίγκιπάς της, ο όμορφος, αγνός, γενναιόδωρος και πεισματάρης Ανχελ Σαντιάγο, προσφάτως αποφυλακισθείς, που την πρώτη νύχτα του στη φυλακή ο διεστραμμένος διευθυντής, άλλο ένα απομεινάρι της χούντας του Πινοσέτ από τα πολλά που κινούνται στη σκιά στο μυθιστόρημα, τον πέταξε γυμνό σε ένα δωμάτιο γεμάτο ισοβίτες. Τώρα γυρίζει ελεύθερος στην πόλη του από «πάγο και λάσπη», το Σαντιάγο των έξι εκατομμυρίων ψυχών, και ετοιμάζεται να πιάσει την καλή, μαζί με τον αριστοκράτη ληστή Βεργάρα Γκρέι, φημισμένο και αγαπητό, γιατί ποτέ του δεν κατέφυγε στη βία. Στην αποφυλάκιση του Βεργάρα Γκρέι, ένας αλλιώτικος διευθυντής, της αντίπερα όχθης, άνοιξε σαμπάνιες και έβγαλε αποχαιρετιστήριο λόγο. Αλλά ο Βεργάρα Γκρέι ήταν, όπως και η Βικτόρια, μόνος. Η γυναίκα του, με την οποία συνεχίζει να είναι τρελά ερωτευμένος, και ο γιος του τον είχαν απαρνηθεί, ο συνεργός του, τον οποίο προστάτεψε με τη σιωπή του, είχε διασπαθίσει το μερίδιό του. Ως την ώρα που γνώρισε τον Ανχελ, με τη διπλά σημαδεμένη μοίρα. Πριν γίνουν συνεργοί, θα γίνουν φίλοι - και φύλακες άγγελοι της Βικτόρια, που ο χορός της σημαίνει, τελικά, μια νίκη πύρρειο ή τουλάχιστον υπονομευμένη από την παντοδυναμία του θανάτου.
Κοινό πεπρωμένο

Τρία πρόσωπα, τρεις ιστορίες, ένα κοινό πεπρωμένο, που συμβολοποιεί την πορεία της Χιλής, δεκαοχτώ χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος του Πινοσέτ και μόλις δύο μετά τον απελευθερωτικό του θάνατο, ανάμεσα στο ανήκεστο πένθος και την ελπίδα ότι το Κακό, και ας μην ανήκει ολοκληρωτικά στο παρελθόν, έχει νικηθεί, την πίκρα και το όνειρο. Μυθιστόρημα πολιτικό, μελαγχολικό, με πολύ χιούμορ και σασπένς, με αστυνομική πλοκή και κινηματογραφική ροή - όσον αφορά τις εικόνες της πόλης, την κίνηση των συλλογικών προσώπων, τις αναφορές σε φιλμικούς κώδικες (το 2009 άλλωστε θα το δούμε στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία του Φερνάντο Τρουέμπα). «Ο χορός της νίκης» είναι μια ιστορία για όνειρα που γίνονται αληθινά και άλλα που κακοφορμίζουν. Το μεγάλο κόλπο, η ληστεία δεν είναι μόνο ένας τρόπος να γλιτώσουν οι ήρωες από τη μιζέρια που τους επιφυλάσσει η σύγχρονη Χιλή της ανεργίας, της οικονομικής ύφεσης, του διεφθαρμένου και αγκυλωμένου κράτους, των φαντασμάτων της χούντας που καραδοκούν. Είναι και μια πράξη δικαιοσύνης, μιας και τα χρήματα, λεκιασμένα με αίμα αλλά και αδήλωτα, ανήκουν σε έναν από τους πιο ειδεχθείς συνεργάτες του Πινοσέτ. Η Βικτόρια θα σωθεί και η ληστεία θα ευοδωθεί, αλλά νίκη δεν θα υπάρξει. Διότι η ζωή δεν είναι παραμύθι και το αίσιο τέλος δεν ταιριάζει στη Χιλή, ακόμα τουλάχιστον όπως φαίνεται. Οπως η απλούστευση και η σχηματοποίηση δεν ταιριάζει στον Σκάρμετα.
Αποστασιοποίηση

Οι χαρακτήρες του, τους οποίους ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην αγαπήσει, από το πρωταγωνιστικό τρίο ώς τους λαϊκούς, ζεστούς και αφοσιωμένους δευτεραγωνιστές, είναι ρεαλιστικοί και ζωντανοί, μαζί όμως και παραμυθένιοι: συμπαραστάτες και αντίμαχοι, ο πρίγκιπας και η ωραία κοιμωμένη, ο καλός βασιλιάς και οι πιστοί υποτακτικοί του - και η πόλη το μαγεμένο βασίλειο όπου είναι δυνατά όλα, τα καλά, τα κακά και τα χειρότερα. Πίσω όμως από τη δεξιοτεχνικά οργανωμένη πλοκή, πίσω από τον απλό, φυσικό λόγο του Σκάρμετα, είναι εμφανής μια συνειδητή όσο και διακριτική επιλογή αποστασιοποίησης, μέσα από το χιούμορ, συχνά μαύρο, τη λεπτή ειρωνεία, την παρωδία. Από μια άλλη σκοπιά, το μυθιστόρημα είναι ένας φόρος τιμής στη χιλιανή ποίηση, στη νομπελίστα Γκαμπριέλα Μιστράλ, στον αντιποιητή Νικανόρ Πάρα, στον Ενρίκε Λιν, στον Πάμπλο Νερούδα, που το έργο τους μοιάζει να διαποτίζει με απόλυτη φυσικότητα τις ζωές των ανθρώπων, την καθημερινότητά τους. Και μαρτυρεί όχι μόνο μαστοριά του Σκάρμετα, αλλά και την υψηλή ποιότητα της χιλιανής λογοτεχνίας εν γένει, όπως τη γνωρίζουμε και μέσα από τα έργα άλλων μεγάλων Χιλιανών, μεταξύ άλλων ο Χοσέ Δονόσο και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Λουίς Σεπούλβεδα και η Ιζαμπέλ Αλιέντε.
Και κάτι τελευταίο, αλλά πολύ εντυπωσιακό: το ευρύτατο, πλουσιότατο αναλυτικό πρόγραμμα του χιλιανού λυκείου, όπως το παρακολουθούμε μέσα από την προσπάθεια και το άγχος της Βικτόρια να τελειώσει το σχολείο. Μπορεί ο Σκάρμετα να είναι επικριτικός προς την απομνημόνευση και τη συσσώρευση γνώσης που δεν λαμβάνει υπόψη τον άνθρωπο και τις ανάγκες του - η Βικτόρια κόβεται επειδή δεν ξέρει το ποιητικό υποκείμενο και τα ρητορικά σχήματα και η καλλιτεχνική της έφεση δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη. Το πρόγραμμα καθαυτό όμως, εάν και εφόσον ο Σκάρμετα αποδίδει πιστά τη χιλιανή εκπαιδευτική πραγματικότητα, δεν στερείται ενδιαφέροντος, για λόγους που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη Χιλή αλλά και με τη χώρα μας

Αλήθειες και ψέματα για τον Κάφκα

Ο Κάφκα ήταν σχεδόν άγνωστος στην εποχή του. Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Hawes μόνο και μόνο γι’ αυτή του την ενότητα. Είναι εκπληκτικός ο μηχανισμός που στήθηκε για να προβληθεί ο Κάφκα στη λογοτεχνική αγορά της Πράγας, και πώς ο ίδιος ο Κάφκα είχε συμμετοχή σε αυτό το σχεδόν ξεδιάντροπο αλισβερίσι με εκδότες, συγγραφείς, κριτικούς, επιτροπές βραβείων. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε αλλά, στ’ αλήθεια, εδώ συναντάμε ένα «δούναι και λαβείν» που νομίζουμε ότι απαντά μόνο στο ελληνικό λογοτεχνικό σινάφι.
Ο Κάφκα συνετρίβη κάτω από ένα επάγγελμα γραφειοκρατικό. Εδώ, ο Hawes αποδεικνύεται μάστορας στην κοινωνιολογική μελέτη της εποχής. Κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, μας λέει. Αν κοιτάξουμε όμως προσεκτικά στις συνθήκες της εποχής, ο Κάφκα, ο οποίος εργαζόταν στο νομικό τμήμα επιφανούς ασφαλιστικής εταιρείας, είχε μια αξιοσέβαστη δουλειά (είχε διεκδικήσει μάλιστα προαγωγή και αύξηση, με επιτυχία), με υψηλό μισθό, με πολύ ανεκτικό προϊστάμενο και άφθονο χρόνο από το μεσημέρι και μετά να ασχοληθεί με «τα δικά του». Επρόκειτο για επάγγελμα που του προσέδιδε κοινωνικό κύρος και οικονομική άνεση.
Ο Κάφκα φοβόταν τις γυναίκες. Το κοινωνικό κύρος, η οικονομική άνεση και η αίγλη του ταλαντούχου συγγραφέα, έκανε τον νεαρό Κάφκα μάλλον ελκυστική περίπτωση εργένη. Η αλήθεια είναι ότι όντως ο Κάφκα φοβόταν, όχι τις γυναίκες γενικά αλλά τη δέσμευση. Ο Hawes μας δείχνει με αφοπλιστικό τρόπο πώς καταταλαιπώρησε την αρραβωνιαστικιά του Φελίτσε, την οποία ουδέποτε επιθύμησε, αλλά ήξερε ότι ήταν μια γυναίκα η οποία θα του εξασφάλιζε μια ήσυχη ζωή για να γράφει. Αποτέλεσμα; Απίστευτες παλινωδίες, σε βαθμό γελοιότητας και, βέβαια, απιστίες.
Ο Κάφκα ήταν ξενύχτης και τακτικός θαμώνας οίκων ανοχής. Στην καλύτερη περίπτωση, προτιμούσε τους εύκολους στόχους: λαϊκά κορίτσια. Από σερβιτόρες μέχρι αποτυχημένες ηθοποιούς, τη συντροφιά των οποίων απολάμβανε στα εστιατόρια με τα περίφημα σεπαρέ της εποχής και σε δωμάτια ξενοδοχείων. Ενα τέτοιο κορίτσι φωτογραφήθηκε μαζί του – μόνο που στη συνέχεια, η μισή φωτογραφία… λογοκρίθηκε. Ετσι, η γνωστή φωτογραφία του χαμογελαστού(!) Κάφκα με το καπέλο και το σκύλο στα δεξιά του περιείχε στην πραγματικότητα και μια άσημη, λησμονημένη αρτίστα, ονόματι Hansi Szokoll. Ο Hawes είναι ίσως ο πρώτος που δημοσιεύει ολόκληρη τη φωτογραφία, όχι επειδή την ανακάλυψε πρώτος αλλά επειδή κανένας άλλος βιογράφος ή μελετητής δεν τόλμησε(;) να μας δείξει τον Κάφκα παρέα με μια κοπέλα που ίσως σήμερα να χαρακτηρίζαμε… μπίμπο. Τέλος, ο Hawes παραθέτει στο βιβλίο του σειρά σχεδίων και σκίτσων από την προσωπική συλλογή του Κάφκα με πορνογραφικό υλικό. Εικόνες καλλιτεχνικές μα σαφέστατα νοσηρές, με σαδομαζοχιστικές νύξεις και σχήματα κτηνοβασίας. Η εν λόγω συλλογή ήταν γνωστή στους κύκλους των «καφκολόγων».
Ο Κάφκα ήταν καταπιεσμένος Εβραίος και με το έργο του προέβλεψε το Ολοκαύτωμα. Και εδώ, ο Hawes παραδίδει μαθήματα ιστορίας και κοινωνιολογίας. Μας δείχνει πώς ο Κάφκα σκεφτόταν και έγραφε γερμανικά (τα τσέχικα τα θεωρούσε «παρακατιανά), πως ήταν αποδεδειγμένα υπέρμαχος της Αυστρίας και της Γερμανίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (αγοράζοντας μετοχές και πρωτοστατώντας στην ίδρυση σανατορίου για τους Γερμανούς βετεράνους, σε μια τοποθεσία με την ονομασία… Φρανκενστάιν) και πώς ο αντισημιτισμός δεν είχε ακόμα γίνει το πρόβλημα που θα γινόταν, παρά πολύ μετά τον θάνατό του, το 1924. Εκεί δε που ο Hawes ακούγεται οργισμένος είναι όταν ακούει θεωρίες περί… πρόβλεψης του Ολοκαυτώματος μέσα, π.χ., από την «Αποικία των τιμωρημένων» ή τη «Δίκη». Αν το πρόβλεψε αυτός, λέει ο Hawes, τότε τα 6 εκατομμύρια Εβραίων που το Ολοκαύτωμα τους χτύπησε την πόρτα ήταν ανόητοι που δεν το προέβλεψαν; Απόψεις σαν κι αυτές, ο Hawes θεωρεί ότι όχι μόνον υπεραπλουστεύουν την πολυσχιδή σημασία του έργου του Κάφκα αλλά αποτελούν και προσβολή απέναντι στα θύματα του Ολοκαυτώματος.
Πολλοί μύθοι. Ο Hawes μιλάει ακόμα για την υποτιθέμενη απόφαση του Κάφκα να καούν όλα του τα έργα, για τη σχέση με τον πατέρα του, για τη φυματίωσή του και τη σχέση του με τη Μίλενα, καθώς και για την υπόγεια επιρροή του Γκαίτε στη «Μεταμόρφωση», για το χιούμορ του Κάφκα. Στο τέλος, μιλάει εκτενώς για το έργο του προτρέποντας τον αναγνώστη να ξεχάσει όλα τα παραπάνω και να αφιερωθεί σε αυτό. Το αν ο Κάφκα ήταν «καλό» ή «κακό» παιδί ελάχιστα θα πρέπει να μας ενδιαφέρει. Οπως είχε γράψει και ο ίδιος: «Οχι άλλη ψυχολογία!»

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 31 Aυγούστου 2008

Λάγνος και εγωκεντρικός ο Φραντς Κάφκα;


Του Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 31 Aυγούστου 2008

«Καλό παιδί, τέλος» ή όπως λένε οι Αμερικανοί: «No more Mr Nice Guy». Και ποιο ήταν, εν προκειμένω, το «καλό παιδί»; Ο Φραντς Κάφκα (1883 - 1924). Γι' αυτόν ο Αγγλος συγγραφέας και μελετητής του καφκικού έργου James Hawes μας λέει, καλό παιδί, τέλος. Στο βιβλίο του «Excavating Kafka» («Ξεθάβοντας τον Κάφκα» - εκδ. Quercus), ο Hawes βάλθηκε να διαλύσει την ψευδή, όπως λέει, εικόνα του Κάφκα ως «αγίου», για έναν και μόνον λόγο: όλη αυτή η μυθολογία του «καταπιεσμένου ασκητή» έχει διαστρεβλώσει τον τρόπο ανάγνωσης του έργου του. Η κεντρική ιδέα του βιβλίου του είναι αυτή: «Οσα λιγότερα ξέρετε για την υποτιθέμενη ζωή του Κάφκα τόσο περισσότερο μπορεί να απολαύσετε το έξοχο γράψιμό του».

Το βιβλίο του Αγγλου συγγραφέα (ο γερμανοτραφής Hawes πέρασε μια δεκαετία μελετώντας και διδάσκοντας το έργο του Κάφκα και, μεταξύ των άλλων, στην Οξφόρδη εργάστηκε πάνω στο πρωτότυπο χειρόγραφο του «Πύργου») προκάλεσε την οργή των κλασικών «καφκολόγων» (όπως τους αποκαλεί ειρωνικά ο Κούντερα), καθώς, ανάμεσα στα άλλα, έφερε στο φως κάποιες πτυχές της προσωπικότητας του Κάφκα, που για ορισμένους είναι ενοχλητική. Ομως, ο ίδιος ο Hawes παραδέχεται ότι δεν «ανακάλυψε την Αμερική». Απλώς, μέσα από μια προσεκτική ιστορική, πολιτική και κοινωνιολογική ανάγνωση της εποχής, αλλά και των (αυτο)βιογραφικών ντοκουμέντων γύρω από τον Κάφκα, έδειξε κάποια σημεία στη βιογραφία του Κάφκα που έως σήμερα οι απανταχού «καφκολόγοι» απέφευγαν να δείξουν μην τυχόν και αμαυρώσουν τη μυθοποιημένη εικόνα του «βασανισμένου συγγραφέα».

Αθώα ψυχή;

Την αγιοποιημένη φιγούρα του Τσεχοεβραίου συγγραφέα οφείλουμε κυρίως στον επιστήθιο φίλο του και δραστήριο παράγοντα της λογοτεχνικής πιάτσας της Πράγας, Μαξ Μπροντ. Ο Μπροντ έκανε ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να διαδοθεί το όνομα του φίλου του και για να εξασφαλίσει την υστεροφημία του. Αποτέλεσμα; Επικράτησε η εικόνα του Κάφκα ως ένα τρομαγμένο παιδί, τρομοκρατημένο από τον βάναυσο πατέρα του, ως μοναχικός, ασθενικός γραφιάς που έτρεμε τις γυναίκες και την «πολλή συνάφεια του κόσμου» όπως θα έλεγε ο Καβάφης, «έρμαιο των δισταγμών» του, που βίωνε την «πραγματικότητα με σωματικό πόνο», καταπώς θα 'λεγε κι ο Καρυωτάκης.

Το ίδιο το έργο του Κάφκα, ο τρόπος με τον οποίο «απλώνει παντού όλα τα σκοτάδια, ανάβοντας όμως όλα τα φώτα», όπως εύστοχα έγραψε ένας μελετητής του, σε προκαλεί να τον δεις σαν ένα πλάσμα που έχει κάτι το εξωπραγματικό. Η ερμηνεία αυτού του έργου, εξάλλου, έχει προκαλέσει διχογνωμίες: κάποιοι μαρξιστές κριτικοί είδαν σε αυτό την «πάλη του εργαζομένου εναντίον του καπιταλισμού». Αλλοι μαρξιστές διαφώνησαν και τον κατέκριναν διότι ο Κάφκα δεν προέβαλε την «πάλη των τάξεων». Οι ψυχαναλυτές έκαναν λόγο για ενοχικά σύνδρομα, οι φιλόσοφοι για λογοτεχνία του υπαρξισμού, οι θρησκειολόγοι για εβραϊκό μυστικισμό, άλλοι είδαν στο πρόσωπό του έναν πρόδρομο του «θεάτρου του παραλόγου» και πάει λέγοντας. Αλλά αυτό δεν είναι το κακό - το κακό είναι όταν μια διαστρεβλωμένη βιογραφία επικαλύπτει την ίδια τη γραφή. Κοινώς, ο Hawes βάλθηκε να «ξεθάψει» τον Κάφκα. Τι μας λέει λοιπόν γι' αυτόν;

Μοναχικός «Νοστράδαμος»

«Είναι παράξενη η φήμη που ακολουθεί τον Κάφκα», γράφει ο Hawes. «Ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε, ο Κιτς, ο Φλομπέρ, ο Ντίκενς, ο Τσέχοφ, ο Προυστ, ο Τζόις, είναι οι φράσεις τους που θυμόμαστε. Οι λέξεις τους είναι που μετράνε και, δεδομένου ότι μόνον λέξεις άφησαν πίσω τους, αυτό μοιάζει λογικό. Μάλλον πολύ λιγότερο ανατρέχουμε στις λέξεις του Κάφκα συγκριτικά με κάθε άλλον συγγραφέα του διαμετρήματός του: ο Κάφκα είναι παγκοσμίως γνωστός για τα οράματά του». Ενας άνθρωπος μεταμορφώνεται σε έντομο, ένας άλλος γίνεται καλλιτέχνης της πείνας, κάποιος πεθαίνει μπροστά στην Πύλη του Νόμου, κάποιος άλλος προσπαθεί να μπει σε έναν μυστηριώδη πύργο και ένας τελευταίος συλλαμβάνεται νωρίς το πρωί σπίτι του χωρίς να του απαγγέλλονται κατηγορίες. Τι σημαίνει αυτό; Οτι εύκολα απομονώνουμε τη βασική ιδέα, σχεδόν αγνοούμε το υπόλοιπο σώμα του εκάστοτε κειμένου, και κρατάμε το, όντως ζοφερό, «προφητικό όραμα».

Εδώ, μας λέει ο Hawes, μπαίνει στη μέση ο «μύθος του Κ.» - όπως ονομάτισε τους δύο μυθιστορηματικούς του ήρωες ο Κάφκα (στη «Δίκη» και στον «Πύργο»). Ενας μύθος ο οποίος «προβάλλει ακατάπαυστα την ιδέα μιας μυστηριώδους μεγαλοφυΐας, ενός μοναχικού Νοστράδαμου της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, αγνοημένος σχεδόν από τους συγχρόνους του, με κάποιο τρόπο καταδύθηκε στα βάθη της μυστηριώδους, όσιας ψυχής του για να προφητέψει το Ολοκαύτωμα και τα γκούλαγκ».
Οπότε, παραφράζοντας μια πρόταση του Κάφκα για το τι πρέπει να κάνει ένα καλό βιβλίο, ο Hawes βάλθηκε να «σπάσει με ένα τσεκούρι την παγωμένη θάλασσα» της καφκολογίας. Οντας σατιρικός μυθιστοριογράφος, εκτός από καθηγητής, με άψογο βρετανικό φλέγμα και βιτριολικό χιούμορ, ο Hawes ξεφλουδίζει έναν έναν τους μύθους σαν κρεμμύδι. Και το κάνει σκύβοντας πάνω από τεκμήρια, στοιχεία.

Η αποικιοκρατία στο εδώλιο


Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται κυρίως στην κατασπαραγμένη από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις αφρικανική ήπειρο και δη στη γερμανοκρατούμενη Νοτιοδυτική Αφρική, τη σημερινή Ναμίμπια, στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και εν μέρει - μέσω των αναμνήσεων «φλας μπακ» της μαρτυρικής πρωταγωνίστριας - στη Γερμανία. Η Γερμανία στέλνει για τις ανάγκες του αντρικού πληθυσμού της στη Νοτιοδυτική Αφρική φουρνιές απελπισμένων νέων γυναικών, που δε βρίσκουν διέξοδο στην πατρίδα τους και πιστεύουν ότι στη μακρινή αφρικανική χώρα τους περιμένει μια καλύτερη ζωή, «εκεί που γεννιέται ο άνεμος που κάνει τους φοίνικες να λυγίζουν».
Η Γερμανία χάνει την αποικία της στη Νοτιοδυτική Αφρική, όταν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την καταλαμβάνει η Νότια Αφρική. Η Κοινότητα των Εθνών - πρόδρομος των Ηνωμένων Εθνών - της ανέθεσε τη διοίκηση μέχρι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Νότια Αφρική προσάρτησε τη Ναμίμπια χωρίς διεθνή αναγνώριση. Τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε στη Ναμίμπια ένας εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος, όπως σε τόσες άλλες αποικίες. Το 1966 η στρατιωτική πτέρυγα της Οργάνωσης του Λαού της Νοτιοδυτικής Αφρικής (SWAPO), ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Ναμίμπια, που είχε ιδρυθεί το 1962, ξεκίνησε έναν ανεξάρτητο ανταρτοπόλεμο. Το 1990 η Ναμίμπια ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Νότια Αφρική.
Τις γυναίκες τις περιμένουν συμπατριώτες ενδεχόμενοι γαμπροί, εκτός αν απορριφθούν, και τότε δε χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ποια θα είναι η μοίρα τους. Ετσι και η Χάννα Χ., μια κοπέλα με σπάνια αξιοπρέπεια και τόλμη, που δεν κατάφερε το ορφανοτροφείο - όπου μεγάλωσε - καθώς και τα αφεντικά στα σπίτια που το ίδρυμα αυτό την έστελνε να ξενοδουλέψει - να την τσακίσουν ηθικά. Επιβιβάζεται στο πλοίο της ελπίδας για μια καινούρια ζωή, γελασμένη από το γραφείο αποστολής γυναικών στο Αμβούργο. Θέλει να φύγει, να φύγει, να φύγει... Το όνειρο, όμως, μετατρέπεται σε κόλαση και η Χάννα, που αρνείται να υποταχθεί στη θέληση των αξιωματικών και που αποκρούει κάθε προσπάθεια να την εξευτελίσουν, τελικά ακρωτηριάζεται φρικτά και στέλνεται παραμορφωμένη στο ίδρυμα - φυλακή - μπορντέλο Φραουενστάιν στην καρδιά της ερήμου, απ' όπου ξεκινάει και η ανατρεπτική πορεία της προς την εκδίκηση και την κάθαρση με κινητήρια δύναμη το μίσος: «...Οχι, ποτέ δε φανταζόταν ότι το μίσος θα ήταν έτσι. Τόσο όμορφο. Τόσο μοναδικό. Τόσο καθάριο. Τόσο γεμάτο ζωή. Νιώθει σαν να είχε πάντοτε ένα κενό μέσα της... Το οποίο τώρα έχει γεμίσει από αυτό το περίλαμπρο μίσος...».
Η ψυχογραφία, που δίνει ο συγγραφέας της εσωτερικής πορείας της πρωταγωνίστριας (η οποία υπήρξε στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας έκανε έρευνα στους καταλόγους των ονομάτων του «γραφείου», πήγε και στη Γερμανία για να εντοπίσει τα ίχνη της) είναι βαθιά και χωρίς ίχνος ηθικολογίας. Αντιθέτως, καταγγέλλεται η βαθύτατη υποκρισία των Γερμανών χριστιανών κληρικών, είτε μέσα στην ίδια τη Γερμανία, είτε μέσα στα ιδρύματά τους στην Αφρική. Η πορεία της Χάννας μπορεί να είναι ατομική, αλλά η ιστορία της είναι μια ιστορία πολλών γυναικών, απόβλητων της γερμανικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα, και μ' αυτή την έννοια συλλογική και κοινωνική. Μέσα από μια ατομική ιστορία μαθαίνουμε όλο το αίσχος ενός συστήματος, που δεν είναι μόνο γερμανικό. Η πρωταγωνίστρια τοποθετείται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και εξελίσσεται «πέρα από κάθε ατομικότητα και ταυτότητα» (με τα λόγια του συγγραφέα), γίνεται αντικείμενο βάναυσης φυλετικής και ταξικής καταπίεσης, αλλά συνάμα και δείγμα ηθικού παραστήματος. Η εικόνα της πατρίδας εχθρική και βλοσυρή, νοσηρή σε πολλές περιπτώσεις, παρόλο που δε λείπουν οι αχτίδες φωτός στη μορφή κάποιων καλών ανθρώπων.
Στην Αφρική ο πολιτισμένος κόσμος είναι οι ιθαγενείς, ενώ οι άγριοι είναι οι αποικιοκράτες, που όλο μιλούν για την υποτιθέμενη και γι' αυτούς ούτως ή άλλως δοσμένη αγριότητα των ιθαγενών, κάτι που τους δίνει το «δικαίωμα» να κάνουν ό,τι θέλουν, ακόμα και να τους σφάξουν χωρίς λόγο. Οι εμπειρίες της Χάννας με τους συμπατριώτες της στην πατρίδα συνεχίζονται και στην Αφρική. Αντιθέτως, το καλό που συναντάει προέρχεται από μια ντόπια φυλή. Ακόμα κι αν θα μπορούσες να πεις ότι ο συγγραφέας έχει μια τάση απολυτοποίησης των αντιθέσεων ανάμεσα στους δύο κόσμους και τείνει να εναποθέτει τις εναλλακτικές κοινωνικές αξίες στη γυναίκα, καθώς και στις ανέγγιχτες από το δυτικό «πολιτισμό» φυλές, δε διολισθαίνει σε ουτοπικές νοσταλγίες για παλιότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Συμπαθεί φανερά τους αγώνες για την απελευθέρωση του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και τονίζει εμμέσως τη σημασία της ατομικής ικανότητας για εξέγερση, που ωστόσο για να έχει επιτυχία πρέπει να ακολουθήσουν οι στρατιές των καταπιεσμένων.

Αννεκε Ιωαννάτου, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Πτυχές των επαναστατημένων Ελλήνων του 1821


Τα τελευταία χρόνια, το ιστορικό μυθιστόρημα γνωρίζει άνθηση στα ελληνικά γράμματα. Το γεγονός είναι αρκετά θετικό: είναι σημαντικό, σε μια εποχή που της μόδας είναι ο αυτοεγκλεισμός του λογοτέχνη στους ατομικούς του ορίζοντες, άνθρωποι των γραμμάτων να καταπιάνονται με την κατασκευή μεγάλων τοιχογραφιών, αξιοποιώντας το υλικό που παρέχει η επιστήμη της ιστορίας και η συλλογική ιστορική μνήμη. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα τα λογοτεχνήματα που κινούνται στο χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος είναι αριστουργήματα: ωστόσο, ανάμεσά τους, μπορεί κανείς να ανθολογήσει ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές προτάσεις των τελευταίων ετών.
Στην κατηγορία
αυτή ανήκει το τελευταίο μυθιστόρημα του - ενεργού δάσκαλου - Ισίδωρου Ζουργού, «Η αηδονόπιτα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Σε αυτό, ο Ζουργός καταπιάνεται με ένα θέμα - μύθο, με τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821. Οι κίνδυνοι οι οποίοι εμπεριέχονται στη λογοτεχνική διαχείριση αυτού του μέγιστου γεγονότος, είναι δύο ειδών: ο λογοτέχνης μπορεί να διολισθήσει σε μια γραφική αναπαράσταση της εποχής, που να παραπέμπει σε σχολική γιορτή. Από μια αντίθετη πλευρά, μπορεί, προσπαθώντας να τηρήσει συναισθηματικές (ακόμα και ιδεολογικές) αποστάσεις, να υποβαθμίσει το γεγονός, να το αντιμετωπίσει με τον αφ' υψηλού αέρα του κοσμοπολιτισμού, ως ένα, εκτεταμένο έστω, επεισόδιο άσκησης ένθεν και ένθεν εθνικιστικής βίας.
Στην «Αηδονόπιτα»
, ο Ισίδωρος Ζουργός περνά με επιτυχία ανάμεσα σε αυτές τις Συμπληγάδες. Η θέση του για την Επανάσταση του '21 είναι σαφής: κορυφαία, πολιτική έκφραση της συγκρότησης ελληνικού έθνους που αποτυπώνεται στην ένοπλη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του από τους οθωμανούς και στη συγκρότηση έθνους - κράτους. Ταυτόχρονα, επανάσταση που ξεσπά μέσα σε συνθήκες γενικευμένης νίκης της αντεπανάστασης και, για τούτο, συσπειρώνει τα πιο ριζοσπαστικά πνεύματα της εποχής: επαγγελματίες επαναστάτες που επένδυαν σε κάθε καινούριο επαναστατικό ξέσπασμα και πήγαιναν να πολεμήσουν - για να καταλήξουν, δίνοντας τη ζωή τους πολλοί από αυτούς, στο μόνο από τα ξεσπάσματα αυτά που φαινόταν να έχει ιστορικό μέλλον: την επανάσταση των Ελλήνων.
Με τα μάτια
ενός τέτοιου «επαγγελματία επαναστάτη» προσπαθεί να δει την επανάσταση ο Ζουργός. Ο νεαρός Αμερικανός Γκάμπριελ Θακερέι Λίντον, νόθος γιος ενός πλούσιου πουριτανού του νέου κόσμου, λάτρης και μελετητής της κλασικής ελληνικής παιδείας, μετά από έναν άτυχο έρωτα, θα φύγει για την επαναστατημένη Ελλάδα, έχοντας στο μυαλό του την άμωμη τελειότητα των αρχαίων αγαλμάτων, για να βρει μια νέα χώρα και ένα νέο λαό: όχι ξεκομμένο από τη συλλογική μνήμη του χώρου, αλλά με την ιδιοσυστασία και τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του. Θα συναντήσει την ωμή βία των οθωμανών κυριάρχων αλλά και την εθνικοαπελευθερωτική βία των επαναστατημένων Ελλήνων. Θα δει τις συγκρούσεις ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα του ίδιου του επαναστατημένου έθνους, καθώς και τις βλέψεις τους για τον τύπο του υπό συγκρότηση κράτους. Θα διαβλέψει τις αρπακτικές διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας, απέναντι στο μελλοντικό κράτος. Θα ελπίσει ότι η παρέμβαση της - νεαρής ακόμη - χώρας του, στα πράγματα της Μεσογείου θα βελτιώσει τα πράγματα προς όφελος των υπό διαμόρφωση ακόμη εθνών της περιοχής - και, την ίδια στιγμή, θα γεννηθεί στην ψυχή του ο φόβος και η αμφιβολία για το τι είδους «δημοκρατία» είναι ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Θα πολεμήσει στο Μεσολόγγι (οι σκηνές της πολιορκίας και της εξόδου είναι εξαιρετικές), θα γνωρίσει μεγάλες μορφές του αγώνα (τον Καραϊσκάκη, το Λόρδο Μπάιρον και... τον «Ανώνυμο Ελληνα», τον άγνωστο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας», στον οποίο ο Ζουργός δίνει ένα καθ' όλα νόμιμο λογοτεχνικά πρόσωπο). Θα ερωτευτεί μια Ελληνίδα με την οποία θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του και θα γίνει, για τους Ελληνες συντρόφους του στον αγώνα, «ο Γαβρίλης».
Ενα από τα μεγάλα
προσόντα του βιβλίου είναι η εξαιρετικά δουλεμένη γλώσσα του. Ο Ζουργός έχει μελετήσει το ιδίωμα και τις εκφράσεις της εποχής και οι διάλογοι των ηρώων αποδίδονται με φυσικότητα και χωρίς να διολισθαίνουν σε γραφικότητα ή σε σχετικά πιο σύγχρονη ντοπιολαλιά. Μ' ένα λόγο, πρόκειται για ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, λογοτεχνικά και ιστορικά έγκυρο, που βοηθά τον αναγνώστη να προσεγγίσει με συγκίνηση πολλές πτυχές του κορυφαίου αυτού ιστορικού γεγονότος.

Θ.Ι.Μ., ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Από τη μεγάλη ιδέα στη μικρασιατική καταστροφή

Σκηνή της μάχης του Σαγγαρίου σε λαϊκή εικόνα της εποχής (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Πηγή: Ιστορία του ελληνικού έθνους, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών»
ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ της συγκρότησής του, το ελληνικό κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821 «καταδυναστευόταν», στο πεδίο της ιδεολογίας, αλλά και του πολιτισμού, από τη «Μεγάλη Ιδέα» (σύμφωνα με την έκφραση του Ηπειρώτη γιατρού και πολιτικού Ιωάννη Κωλέττη) ή «Δόγμα του αλυτρωτισμού». Η «Μεγάλη Ιδέα» είναι η βαθιά πεποίθηση ότι το κράτος θα μπορούσε να προκόψει μόνο με τη διεύρυνση της επικράτειας, μέσω της απόσπασης εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα οποία κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί.
Η κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας» δεν είναι ιστορικά αναιτιολόγητη: Η αστική τάξη, πολιτικά υπεύθυνη για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους - κράτους, θεωρούσε ως αδήριτη ανάγκη τη διεύρυνση της επικράτειας, άρα και τη διεύρυνση και ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Οι άλλες κοινωνικές τάξεις (η μικρή και ακτήμων αγροτιά, η υπό διαμόρφωση ακόμη εργατική τάξη) δεν μπορούσαν να βάλουν την ιδεολογική τους σφραγίδα στις πολιτικές εξελίξεις και ακολουθούσαν τα δόγματα και την επίσημη ιδεολογία των αστών. Στο παρόν άρθρο δε θα μας απασχολήσει ωστόσο η «Μεγάλη Ιδέα» καθεαυτή, αλλά η αντανάκλασή της στα λογοτεχνικά πράγματα ενός νεοσύστατου κράτους, που ακόμη προσπαθούσε να συγκροτήσει την πολιτιστική του φυσιογνωμία.
ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ, μέσα στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουμε, να αναπτύξουμε σε βάθος και σε έκταση το θέμα. Θα αρκεστούμε λοιπόν στην παράθεση ορισμένων παραδειγμάτων, που βοηθούν να κατανοήσουμε το πώς η «Μεγάλη Ιδέα» και η θλιβερή της κατάληξη στα νερά της Σμύρνης επέδρασαν στη συνείδηση των λογοτεχνών, είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο.
Δε θα μπορούσαμε πάντως να ισχυριστούμε ότι η «Μεγάλη Ιδέα» παρουσιάζεται έκτυπα στα λογοτεχνήματα του 19ου αιώνα - πεζογραφία ή ποίηση. Στην πεζογραφία κυριαρχεί, έτσι κι αλλιώς, η ηθογραφία, η αποτύπωση, δηλαδή, κάποτε φανερά εξωραϊσμένη, της ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Ο «πρύτανης» του είδους, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, είναι στενά δεμένος με τα πιο λαϊκά στοιχεία της ορθόδοξης βυζαντινής παράδοσης και στο έργο του ζει και ανασαίνει ο σκιαθίτικος (κάποτε και αθηναϊκός) μικρόκοσμος, βυθισμένος στη φτώχεια του και στα προσωπικά του πάθη, χωρίς περιθώρια για ευρύτερους εθνικούς οραματισμούς. Αλλά και στην ποίηση - όπου η μεγάλη παράδοση του Σολωμού και του Κάλβου δε φαίνεται να έχει άμεσους επιγόνους - κυριαρχεί είτε η σχολαστική αρχαιοπληξία των Φαναριωτών (που, πάντως, με τις διασυνδέσεις τους με τις διοικητικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ποτέ δε γίνονται ιδιαίτερα ριζοσπαστικοί) είτε το πνεύμα ενός παρακμιακού ρομαντισμού. Η Επτανησιακή Σχολή, χωρίς οι εκπρόσωποί της να φτάνουν στο ύψος των «γεναρχών», του Σολωμού και του Κάλβου, παρουσιάζει μια εντελέστερη εθνική ιδεολογία, επηρεασμένη ακόμη βαθιά από το επαναστατικό πνεύμα του πρώιμου ρομαντισμού. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο οποίος εμπνέεται από τους ήρωες του 1821 ή και από προγενέστερες ηρωικές μορφές του τόπου του (όπως, π.χ., ο Φωτεινός). Ο Βαλαωρίτης είναι οπαδός της «Μεγάλης Ιδέας» και οι επιδράσεις της είναι φανερές στο έργο του.
Το μεγαλοϊδεάτικο πνεύμα (ο χαρακτηρισμός εδώ αποδίδεται χωρίς αρνητική φόρτιση) υπάρχει στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή και στον Κωστή Παλαμά, το μεγαλόπνοο βάρδο της εξόρμησης της ελληνικής αστικής τάξης προς την εκπλήρωση του ιστορικού της ρόλου: Τη διεύρυνση της επικράτειας και την καθιέρωση αστικοδημοκρατικών θεσμών, η οποία, στην Ελλάδα, προχωρούσε με εξαιρετικά αργά βήματα. Είναι γνωστό ότι ο Παλαμάς εμπλεκόταν προσωπικά στην επονομαζόμενη «Εθνική Εταιρεία», ένα μάλλον ανεύθυνο φορέα, ο οποίος συντέλεσε, μεταξύ άλλων, και στην έκρηξη του άτυχου πολέμου του 1897. Ο Παλαμάς θα υμνήσει το μακεδονικό αγώνα και θα θρηνήσει το θάνατο του Παύλου Μελά, την ίδια εποχή που το κίνημα του δημοτικισμού αρχίζει να διχάζεται πολιτικά ανάμεσα στους εθνικιστές και στους σοσιαλιστές. Στους πρώτους συγκαταλέγεται ένας χειμαρρώδης συντηρητικός λόγιος, ο Ιων Δραγούμης, ο οποίος θεωρεί ότι η λαϊκή γλώσσα είναι η πλέον κατάλληλη για να εκφράσει τις ελπίδες και την εξόρμηση του έθνους, για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών.
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥΣ παρουσία στα ελληνικά γράμματα οι σοσιαλιστές λογοτέχνες θα διαφοροποιήσουν τη στάση τους, σε σχέση με τα «εθνικά οράματα». Ο Κ. Χατζόπουλος στο διήγημά του «Αντάρτες» σαρκάζει τις ένοπλες ομάδες που εφορμούσαν από την Αιτωλοακαρνανία στα εδάφη της Ηπείρου, που τελούσαν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Ενας άλλος λογοτέχνης, εξαιρετικά συντηρητικός πολιτικά, ο Στρατής Μυριβήλης, στρατιώτης ο ίδιος στο μακεδονικό μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα δώσει μια κατηγορηματικά αντιπολεμική και αντιμιλιταριστική τριλογία: Τη «Ζωή εν τάφω» (όπου αναφέρεται στις εμπειρίες του από το μακεδονικό μέτωπο), τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και την «Παναγιά τη Γοργόνα», έργα τα οποία μπολιάζονται και με τις εμπειρίες της μικρασιατικής εκστρατείας, της καταστροφής και της προσφυγιάς.
Είναι γεγονός ότι η μικρασιατική εμπειρία είναι το σημείο καμπής της ελληνικής Ιστορίας για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η αστική τάξη αποτυγχάνει να διευρύνει τα εδάφη της, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας (και, μαζί, τα ακμαία ελληνικά κεφάλαια της Σμύρνης), επιτυγχάνει όμως - στην πλάτη, εννοείται, των αγρίως ξεριζωμένων Μικρασιατών - μεγάλη συγκέντρωση εργατικών χεριών στις πόλεις. Ο ελληνικός καπιταλισμός, μετά από αυτή την τραγική περιπέτεια, περνά σε μια νέα ποιοτική φάση ανάπτυξης. Η «Μεγάλη Ιδέα» πεθαίνει μαζί με τη φλεγόμενη Σμύρνη.
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, μαζί με την ελληνική κοινωνία, αλλάζει προσανατολισμούς. Μπολιάζεται με τη σοσιαλιστική ιδεολογία, αλλά και με τα υλικά και ψυχικά τραύματα που απορρέουν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τώρα πια, το κέντρο βάρους της ελληνικής ζωής μεταφέρεται από την ύπαιθρο στις πόλεις, που ο πληθυσμός τους έχει πυκνώσει με τον ερχομό και την προλεταριοποίηση των προσφύγων. Η επονομαζόμενη «Γενιά του '30» μεταφέρει τη ματιά της από την ύπαιθρο στο νέο αυτό αστικό τοπίο. Η ποίηση του «πατριάρχη» της, του Σμυρνιού Γιώργου Σεφέρη, διαποτίζεται, μέχρι το τέλος της ζωής του, από την πικρία των διαψευσμένων ελπίδων - την απογοήτευση για τη δράση και το ρόλο της ίδιας της τάξης του, που, ωστόσο, ποτέ δε θα τη διαχειριστεί πολιτικά ώστε να ξεφύγει από αυτήν και να περάσει στην άλλη πλευρά. Οι εμπειρίες του μετώπου ή των «Ταγμάτων Εργασίας» θα καταγραφούν σε έργα όπως η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, ή το «Νούμερο 21328», του Ηλία Βενέζη. Πάλι ο Ηλίας Βενέζης θα δώσει μια σπαραχτική περιγραφή των συνθηκών εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, στη «Γαλήνη» του και, πολλά χρόνια αργότερα, θα περιγράψει ένα χαμένο μικρασιατικό παράδεισο στην «Αιολική Γη». Κορυφαίο, ωστόσο, ανάμεσα στα πάμπολλα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί για τη μικρασιατική εμπειρία παραμένει το έργο της Διδώς Σωτηρίου «Ματωμένα χώματα». Λογοτέχνημα σπαραχτικό, που αποκαλύπτει το ρόλο του ιμπεριαλισμού στο αιματοκύλισμα των λαών της περιοχής.
Θα θέλαμε να κλείσουμε το παρόν σημείωμα με ένα έργο το οποίο δε συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο γνωστά που αναφέρονται στη μικρασιατική εμπειρία. Θεωρούμε όμως ότι δεν πρέπει να λείπει από τη σύντομη αυτή αναφορά μας, και γιατί είναι αξιόλογο, αλλά και ως φόρο τιμής σε ένα δικό μας άνθρωπο: Αναφερόμαστε στο μυθιστόρημα «Χρυσή Ζωή», του γλυκύτατου Νίκου Παπαπερικλή, που, μέχρι τα βαθιά του γεράματα, υπήρξε αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη», υπογράφοντας ως «Νίκος Φιλικός». Το «Ριζόχαρτο» προτείνει, στους νεότερους κυρίως αναγνώστες του, να διαβάσουν αυτό το θαυμάσιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, που περιγράφει τη «χρυσή ζωή» ενός Ελληνόπουλου της Προποντίδας, με το βλέμμα του ώριμου κομμουνιστή: Με το βλέμμα δηλαδή ενός ανθρώπου που γνωρίζει τις διαλεκτικές δυνάμεις που κινούν την ιστορία, προκαλούν τους πολέμους και διαμορφώνουν τις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς. Μέσα από αυτή τη γνώση, ο συγγραφέας φιλτράρει την προσωπική του εμπειρία από το μικρασιατικό ελληνισμό, τη σχέση με το σύνοικο τουρκικό στοιχείο και την καταστροφή, πράγμα που καθιστά το μυθιστόρημα εξαίρετο δείγμα του τρόπου με τον οποίο η μικρασιατική εμπειρία και η προσφυγιά μετασχηματίστηκαν σε τέχνη.

Δώρα Μόσχου, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Saturday, August 30, 2008

«Ελύτης, ο αγαπημένος των Κινέζων»

15η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου στο Πεκίνο

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ, Ελευθεροτυπία / 2 - 30/08/2008

Ο 53χρονος Λεωνίδας Ρουί Χονγκ Λίου αγάπησε τόσο την Ελλάδα όσο και τη νεοελληνική λογοτεχνία, ώστε βαφτίστηκε Λεωνίδας και με αυτό το όνομα τον προσφωνούν. Γεννήθηκε στην πόλη Νανγίνγκ, παλιά πρωτεύουσα της Κίνας, και το 1978 μπήκε στη Νεοελληνική Σχολή του Πανεπιστημίου Διεθνών Σπουδών της Σανγκάης.
«Με πέθαιναν κυριολεκτικά οι λέξεις, η σύνθεση, οι έννοιες και τα νοήματά τους και πάνω απ' όλα ο τόνος, ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα των ποιημάτων», λέει ο Λεωνίδας Ρουί Χονγκ Λίου
Το 1982, διορίστηκε ερευνητής στο Ελληνικό Ινστιτούτο Ερευνών της Ξένης Λογοτεχνίας της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Κίνας. Το 1989, με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, έκανε δύο χρόνια μεταπτυχιακά πάνω στη νεοελληνική ποίηση στο Αριστοτέλειο. Σήμερα εργάζεται ως γενικός διευθυντής σε μεγάλη ελληνική κατασκευαστική εταιρεία. Θεωρείται ο κατ' εξοχήν μεταφραστής του Σεφέρη και του Ελύτη στα κινεζικά.
  • Ποια είναι τα κοινά στοιχεία της κινεζικής και της νεοελληνικής λογοτεχνίας;
«Και οι δύο χώρες μας έχουν μακρόχρονη ιστορία και τεράστια λογοτεχνική κληρονομιά από την αρχαιότητα. Η κινεζική και η ελληνική γλώσσα, όπως αναγνωρίζουν όλοι, αποτελούν στον κόσμο δύο μοναδικές αρχαίες γλώσσες που ξεκίνησαν πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια και μιλιούνται αδιάπτωτα μέχρι σήμερα».
  • Από τους Ελληνες συγγραφείς του εικοστού αιώνα, ποιος είναι περισσότερο γνωστός στην Κίνα;
«Ο πιο μεταφρασμένος Ελληνας συγγραφέας είναι ο Νίκος Καζαντζάκης. Εκτός από το περιεχόμενο και τις ιδέες των έργων του, που έλκουν τους Κινέζους αναγνώστες, αυτό που τον έκανε δημοφιλέστερο στην Κίνα είναι και ότι ως άνθρωπος της θεωρίας και της πράξης ταξίδεψε στην Κίνα δύο φορές στη ζωή του ως φίλος του κινεζικού λαού.

»Ο Ελύτης είναι ο ποιητής που έχει βρει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στο κοινό και συγχρόνως έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επίδραση στους Κινέζους ποιητές, αφού εμφανίστηκε σε μια εποχή στην Κίνα όπου όλοι οι συγγραφείς διψούσαν και έψαχναν τις νέες ιδέες και τους καινούργιους εκφραστικούς τρόπους».
  • Ποιες δυσκολίες βρήκατε στη μετάφραση του Σεφέρη και του Ελύτη;
«Οι μεταφράσεις μου στα ποιήματα του Σεφέρη και του Ελύτη ξεκίνησαν στη μέση της δεκαετίας του '80. Βρήκα στην πράξη δυσκολίες, όταν, π.χ., οι ποιητές δανείζονται μυθολογικά, θρησκευτικά και ιστορικά στοιχεία, ακόμα και στα σύμβολα και στις έννοιες που κρύβουν μέσα τους.

»Πολλές φορές ξόδευα περισσότερες ώρες για να βρω μια σωστή λέξη, χωμένος στα αμέτρητα βοηθητικά βιβλία. Μα πάνω από όλα, η μέγιστη δυσκολία είναι η ίδια η γλώσσα, από την άποψη ότι η ελληνική είναι πλούσια, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Με πέθαιναν κυριολεκτικά από την αρχή μέχρι το τέλος οι λέξεις, η σύνθεση και οι σχέσεις των λέξεων, οι έννοιες και τα νοήματά τους, και πρώτα από όλα ο τόνος και ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα που δίνονται μέσω των λέξεων, που πολλές φορές θεωρούνται αμετάφραστες».
  • Τι ανταπόκριση έχει η νεοελληνική λογοτεχνία στην Κίνα;
«Σε σύγκριση με την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, που τα περισσότερα, όπως τα έπη του Ομήρου και οι αρχαίες τραγωδίες, έχουν μεταφραστεί στα κινεζικά, η νεοελληνική λογοτεχνία έμεινε αμετάφραστη για πολύ καιρό. Οι πρώτες μεταφράσεις δεν έγιναν απευθείας από τα ελληνικά, αλλά από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, και εμφανίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του '70. Ουσιαστικά, οι Κινέζοι κρύβουν πάντα το ενδιαφέρον τους για τη νεοελληνική λογοτεχνία, αν και έχουν την άποψη ότι η Ελλάδα είναι μια αρχαία χώρα με πολιτισμό εξίσου μεγάλο όπως ο δικός μας.

»Το ενδιαφέρον αυτό δείχνει να αυξάνεται συνέχεια με κινεζικές εκδόσεις όλο και περισσότερων λογοτεχνικών έργων της Ελλάδας, και θέλω να πιστεύω ότι με την αφή της Φλόγας των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου στην Αρχαία Ολυμπία, με την πολιτιστική χρονιά αφιερωμένη στην Ελλάδα, με την Ελλάδα ως τιμώμενη χώρα της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου του Πεκίνου, με το άνοιγμα του τουρισμού προς την Ελλάδα και με τη γενική σύσφιγξη των σχέσεων των δύο χωρών σε όλα τα επίπεδα, το ενδιαφέρον αυτό θα κορυφωθεί και θα καρποφορήσει στο μέλλον.

»Στους λογοτεχνικούς κύκλους της Κίνας προσπαθούν να πιάσουν το δημιουργικό πνεύμα των Ελλήνων και να βρουν δικές τους λύσεις για τα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, όπως της παράδοσης και του μοντερνισμού, της Ιστορίας και της εποχής μας, της κοινωνίας και του ατόμου».
  • Ποιος Νεοέλληνας συγγραφέας σάς αρέσει;
«Εμένα μου αρέσουν ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ιδιαίτερα ο Ελύτης. Οι τρεις μεγάλοι Ελληνες ποιητές αποτελούν μαζί το ιστορικό μνημείο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, το λαμπρό παράδειγμα της διασταύρωσης της παράδοσης και του μοντερνισμού. Διαβάζοντας τα ποιήματά τους, βλέπει κανείς εύκολα κάποια κοινά στοιχεία, όπως τη μυθολογία και την Ιστορία, μα αν τα παρατηρήσει προσεκτικά, θα καταλάβει ότι ο καθένας είναι διαφορετικός στους τρόπους έκφρασής του.

»Γι' αυτόν τον λόγο, αγαπώ τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Θαυμάζω τον Καβάφη. Είναι πρωτοπόρος στην εποχή του, γράφει με τολμηρούς τρόπους σαν να στέκεται στην άκρη των ερειπίων και διαβάζει την εποχή του, ρίχνοντας ειρωνική ματιά στην Ιστορία. Σέβομαι τον Σεφέρη, που γράφει σαν να βρίσκεται στο κέντρο των ερειπίων, και με την κοινωνική του ευθύνη και την ιστορική του συνείδηση μας έφερε όλους μας κοντά στους "Αργοναύτες" ή στη βυθισμένη "Κίχλη", για να διαβάσουμε την εποχή μας στον καθρέφτη της Ιστορίας. Αγαπάω τον Ελύτη. Γράφει σαν να είναι κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια, δημιουργεί τον δικό του τρόπο μυθολόγησης και φτιάχνει έναν καινούργιο μύθο για την εποχή μας». *


«Παντού δύσκολος ο δρόμος για δημοκρατία»
  • Οι Κινέζοι διανοούμενοι έχουν προβλήματα έκφρασης με το καθεστώς της Κίνας;
«Τα τελευταία τριάντα χρόνια, με τις πολιτικές και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται στην Κίνα και έγιναν αντιληπτές σ' όλο τον κόσμο, οι Κινέζοι διανοούμενοι αποκτούν όλο και μεγαλύτερο χώρο έκφρασης, με αυξημένο αίσθημα συνείδησης και ευθύνης τους προς την κοινωνία και το έθνος. Υπάρχει μια άνεση, μέσα στην οποία εκφράζεται ο καθένας με τον δικό του τρόπο για τα κοινωνικά και ατομικά του προβλήματα. Ο δρόμος προς την ελευθερία και τη δημοκρατία είναι μακρινός και δύσκολος, παντού σε όλο τον πλανήτη μας, γι' αυτό, "εδώ που φτάσαμε, λίγο δεν είναι, τόσο που κάναμε, μεγάλη δόξα"».
  • Πώς κρίνετε τους Κινέζους συγγραφείς και διανοούμενους που εγκατέλειψαν τη χώρα τους και ασκούν κριτική με την ασφάλεια της απόστασης, από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα;
«Σήμερα ο κόσμος δεν έχει πια τα σύνορα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και με την ευκολία της επικοινωνίας. Στην πραγματικότητα, οι μετακινήσεις των πνευματικών ανθρώπων σε άλλες χώρες της Γης δεν είναι κάποιο καινούργιο φαινόμενο, το είδαμε ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα. Οπως συμβαίνει σε άλλους τομείς της καλλιτεχνίας και του αθλητισμού, οι Κινέζοι συγγραφείς και διανοούμενοι που προτιμούν να φύγουν από την πατρίδα τους και να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό, κάνουν απλώς μια δική τους επιλογή, που κατά την άποψή μου θα βοηθήσει ενεργητικά τις ανταλλαγές των διαφόρων πολιτισμών, την κατανόηση των διαφόρων λαών, και σε τελευταία ανάλυση, την ειρήνη και την ανάπτυξη της ανθρωπότητας».

Κομφούκιος, για τα μεγάλα μας ερωτήματα


Ο Κινέζος μεταφραστής Λεωνίδας Ρουί Χονγκ Λίου και ο σινολόγος Σωτήρης Χαλκιάς θα είναι τα κεντρικά πρόσωπα στη 15η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου στο Πεκίνο. Ξεκινά τη Δευτέρα με την Ελλάδα τιμώμενη χώρα. Θα διαρκέσει έως και την Πέμπτη.

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ, Ελευθεροτυπία / 2 - 30/08/2008

Είναι από τους λίγους Ελληνες που γνωρίζουν αρχαία κινεζικά ο 61χρονος Σωτήρης Χαλικιάς. Τα πρώτα και τα τελευταία κινεζικά τα έμαθε στις Βρυξέλλες, όπου βρίσκεται ως διερμηνέας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Την πρώτη επαφή με τα ιδεογράμματα την είχε το 1989, στη Σχολή του Βελγοκινεζικού Συνδέσμου Φιλίας. Ομως, καθώς ο προσανατολισμός της ήταν καθαρά επαγγελματικός, δεν ικανοποιούσε τον Σωτήρη Χαλικιά. Ετσι, μαθήτευσε κοντά στην καθηγήτρια Σινολογίας στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, Φρανσουάζ Λοβαέρτ.
«Επέλεξα ν' ασχοληθώ με την κομφουκιανή σκέψη λόγω του πολιτικού της χαρακτήρα», απαντά ο Σωτήρης Χαλικιάς
Εχει μεταφράσει τα δύο μεγάλα βιβλία της κινεζικής σκέψης «Τα ανάλεκτα του Κομφούκιου» και «Το βιβλίο του Μέγγιου». Αυτή του η πνευματική περιπλάνηση στα μεγάλα σινικά κείμενα θα ολοκληρωθεί με την απόδοση στα ελληνικά των βιβλίων της «Μεγάλης Μάθησης» του Τσι Σι και της «Διδασκαλίας της Μεσότητας» του Τσονγκ Γιονγκ.

Σε δική του μετάφραση κυκλοφορούν έργα των Λευκάδιου Χερν, Λου Σουέν, Βικτόρ Σεγκαλέν. Παράλληλα, έχει γράψει πρωτότυπες δημιουργίες, πεζά και ταξιδιωτικά -οι περισσότεροι τίτλοι του Σωτήρη Χαλικιά κυκλοφορούν από την «Ινδικτο».

Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο, λόγω της δικτατορίας κατέφυγε στο Παρίσι, όπου συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές. Ξεκίνησε την εκπόνηση διδακτορικού με τον Γκι Μπιουρζέλ, το οποίο δεν ολοκλήρωσε ποτέ.
  • Τι σας ώθησε πριν από περίπου είκοσι χρόνια να ασχοληθείτε με την κινεζική γλώσσα, επιλέγοντας να ειδικευτείτε στην αρχαία της φάση;
«Ως πολιτικοποιημένος φοιτητής, ένιωσα μια γοητεία για την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο στην Κίνα. Ηταν τότε ένα κοινό φαινόμενο στους πολιτικοποιημένους κύκλους, οι οποίοι θεωρούσαν την Πολιτιστική Επανάσταση μια διαρκή επανάσταση. Η συνεχής επίκλησή της στο νέο γοήτευε τους διανοουμένους της εποχής. Οταν άρχισαν να φτάνουν οι πληροφορίες που έδιναν μια τραγική εικόνα γι' αυτό το φαινόμενο, δύο ήταν οι δρόμοι για τον καθένα μας: ή να πούμε ότι ήταν μια τρέλα και δεν με αφορά ή να θεωρήσει κανείς ότι ήταν δεμένο με τη χώρα αυτή».
  • Τότε στραφήκατε προς τα ένδον της Κίνας, για να βρείτε το νήμα που ενώνει την Πολιτιστική Επανάσταση με το κινεζικό πολιτιστικό παρελθόν;
«Αρχισα λοιπόν να μελετώ τα μεγάλα κείμενα των Γάλλων σινολόγων. Κι αυτή η μελέτη μού δημιούργησε την ανάγκη να μάθω αυτή τη χώρα. Καθώς οι αποδόσεις των παραθεμάτων από τους μεγάλους αρχαίους Κινέζους διανοητές διέφεραν από συγγραφέα σε συγγραφέα, θεώρησα ότι ίσως ήταν προτιμότερο να μελετήσει κανείς αυτή τη γλώσσα, για να έχει προσωπική εικόνα για τα μεγάλα κείμενα του σινικού πολιτισμού».
  • Τελικώς επικεντρωθήκατε στην κομφουκιανή σκέψη, έτσι δεν είναι;
«Επέλεξα από την τεράστια σινική γραμματεία να ασχοληθώ με την κομφουκιανή, ακριβώς λόγω του πολιτικού χαρακτήρα που είχε η σκέψη αυτή. Δηλαδή, η κομφουκιανή σκέψη επικεντρώνεται στο ζήτημα του ιδανικού κράτους. Περισσότερο ενδιαφέρεται για τη σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο. Σε αντίθεση με την ταοϊστική σκέψη, που ασχολείται με τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο».
  • Υπάρχει κάποιο κοινό θεμελιακό και βασικό χαρακτηριστικό των δύο σχολών της κινεζικής σκέψης;
«Και στον κομφουκιανισμό και στον ταοϊσμό υπάρχει μια κοινή έννοια, η έννοια του Ταό, της γενικότερης αρμονίας. Οι πρώτοι αντιμετωπίζουν την αρμονία ως αρμονία της κοινωνίας, ενώ οι δεύτεροι ως αρμονία του κόσμου. Υπάρχει ώσμωση μεταξύ τους, πριν από την αυτοκρατορική περίοδο (δυναστεία Χαν 2ος-1ος π.Χ.), προτού μετατραπεί ο κομφουκιανισμός σ' ένα στεγνό ιδεολογικό κίνημα. Η αρχαία κινεζική σκέψη σε κάθε επιμέρους ρεύμα πρεσβεύει την αέναη μεταβολή των πραγμάτων, η οποία αποκλείει την αναζήτηση μιας οποιασδήποτε ουσίας, όπως π.χ. των ιδεών του Πλάτωνα, που αντιδιαστέλλεται με τον κόσμο που μας περιβάλλει».
  • Επιβιώνει η αρχαία κινεζική σκέψη στα σημερινά πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της Κίνας, η οποία κινείται μεταξύ κομμουνιστικού κρατισμού και ελεύθερης αγοράς;
«Σε αντίθεση με τη μαοϊκή περίοδο, κατά την οποία η αναφορά στο παρελθόν ήταν απορριπτική, το τωρινό καθεστώς μοιάζει να διεκδικεί ένα μέρος της παράδοσής του, σε μια προσπάθεια να ενταχθεί στη σημερινή πορεία της Κίνας. Σήμερα, η σπουδαιότητα των αρχαίων κινεζικών κειμένων εκτιμάται περισσότερο στους πνευματικούς κύκλους της Δύσης, όπου λόγω των αδιεξόδων του δικού μας πολιτισμού, τα μεγάλα σινικά κείμενα μοιάζουν να είναι θεωρήσεις που απαντούν και σε ερωτήματα δικά μας». *

Φερνάντο Πεσόα: «Πόσα προσωπεία φοράμε, και άλλα τόσα κάτω απ΄ αυτά»

Φερνάντο Πεσόα: «Πόσα προσωπεία φοράμε, και άλλα τόσα κάτω απ΄ αυτά»

ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 30 Αυγούστου 2008
Γενέτειρα: Λισαβώνα «Η αθανασία μου ανήκει»: Σε επιστολή προς τη μητέρα του, σε ηλικία μόλις 26 χρόνων, της ανακοινώνει ότι «σε δέκα το πολύ, ίσως και σε πέντε χρόνια, θα συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές». Πράγματι την επόμενη κιόλας χρονιά, δημοσιεύει στο περιοδικό Οrpheu μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως «Ο ναυτικός» και η «Θαλασσινή Ωδή».
Το γνωρίζατε; Το έργο του αποτελείται από 25.426 χειρόγραφα που βρέθηκαν μετά τον θάνατό του στο θρυλικό πλέον «μπαούλο», τα περισσότερα από τα οποία ο ίδιος είχε αρνηθεί να εκδώσει εν ζωή και παραμένουν ακόμη αδημοσίευτα.
Ο άγγλος «ασθενής»:
Μιλούσε τέλεια αγγλικά και σ΄ αυτή τη γλώσσα έγραψε μερικά από τα πρώιμα ποιήματά του, αλλά και παραδόξως όψιμα έργα όπως ο Ηρόστρατος . Αυτή η διγλωσσία του ίσως και να είναι η αιτία της πρωτοφανούς ανομοιογένειάς του, όταν έγραφε στα πορτογαλικά. Ακριβώς επειδή πάντοτε πιεζόταν να διαλέξει μεταξύ αγγλικών και πορτογαλικών, ο Πεσόα εκμεταλλεύτηκε την αποξένωση από τον εαυτό που προκαλούσε η ανάγκη επιλογής ανάμεσα σε δύο γλώσσες εξ ίσου οικείες και ταυτόχρονα ξένες.
Τα
πολλά πρόσωπα της μεγαλοφυΐας: Ο Πεσόα, είναι αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους Ευρωπαίους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Στο έργο του συμπυκνώνονται θέματα και τεχνικές του μοντερνισμού, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη χαώδη πολυμορφία της σύγχρονης ζωής και την πειραματική προσέγγιση της ποιητικής σύνθεσης. Μέσα από τη δημιουργία μιας σειράς alter ego, τα οποία προσδιόριζε ως «ετερώνυμα», ο Πεσόα κατόρθωσε να διερευνήσει σε βάθος και να αποτυπώσει με απαράμιλλη λεπτότητα την ασταθή φύση της προσωπικής ταυτότητας, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς μιας και μόνης φιλολογικής persona. Τα ετερώνυμα χρησίμευσαν ως μέσο για να εκφράσει διάφορες φιλοσοφικές και αισθητικές απόψεις, κατορθώνοντας έτσι να επιτύχει μια θεώρηση της πραγματικότητας πληρέστερη και πιο αντικειμενική από οποιαδήποτε θα μπορούσε να προσφέρει μια και μόνη προοπτική. Εφοδιάζοντας κάθε ετερώνυμο με συγκεκριμένο βίο και διαφορετικό λογοτεχνικό ύφος, ο Πεσόα τα αποσύνδεσε από τη δική του προσωπικότητα, δημιουργώντας έτσι ένα πιο απρόσωπο, αλλά περισσότερο οικουμενικό- σαιξπηρικό θα έλεγε ο ίδιος- έργο.
Βιβλιογραφία:
Το βιβλίο της ανησυχίας, Η θαλασσινή ωδή, Ο αναρχικός τραπεζίτης (μεταφρασμένα εξαιρετικά από τη Μαρία Παπαδήμα), ο Ηρόστρατος (μτφ: Χάρης Βλαβιανός) και τα Μarginalia (μτφ: Μαρία Παπαδήμα-Χάρης Βλαβιανός) κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Εξάντας. Ο Αντίνοος (μτφρ: Γιάννης Σουλιώτης) και Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο (μτφ: Φίλιππος Δρακονταειδής) κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Παρουσία και Γνώση αντίστοιχα.
Στίχοι: « Πόσα προσωπεία φοράμε, και άλλα τόσα κάτω απ ΄ αυτά / στηνόψηπάνωτης ψυχήςμας;».

Υπάρχουν πόρτες για να μπεις σε μια ιστορία



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ

Σαράντα συγγραφείς (ποιητές και πεζογράφοι) ανοίγουν σε κοινή θέα το εργαστήρι της γραφής τους - το συναρπαστικό σημείο όπου διασταυρώνονται η περιπέτεια της γραφής και η γραφή της περιπέτειας. Σαράντα άνθρωποι που μοχθούν μπροστά στη λευκή σελίδα, μιλούν για τα μυστικά και τα ψέματα του εαυτού και των λέξεων, του κόσμου και της αναπαράστασής του. Παλαιότερα και νεότερα πρόσωπα της λογοτεχνίας αναπνέουν τη φλούδα αλλά και την ψίχα του κειμένου, εναλλάσσουν τις μάσκες του λογοτεχνικού ήρωα, του κριτικού και του αναγνώστη, αποκαλύπτουν τη βάσανο που υποσκάπτει την απόλαυση του γραφιά - εντέλει αφηγούνται την ιστορία που αρνείται να γίνει ιστορία.

Η βασική ιδέα μπορεί να προέλθει από μια φράση, μια εικόνα, οτιδήποτε, αρκεί να μου χτυπάει μια χορδή υποσυνείδητη. Μετά χτίζω σιγά σιγά την ιστορία μου, ενώ παράλληλα στοχάζομαι πάνω στο θέμα της. Η διαδικασία αρχίζει τη στιγμή της έμπνευσης, για να συνεχιστεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συγγραφής, αλλά ακόμη και μετά τη δημοσίευση ενός γραπτού. Θα έλεγε κανείς, επ' άπειρον.

Μυθιστόρημα, νουβέλα ή διήγημα; Ποια έκταση και ποια μορφή ταιριάζει καλύτερα στην ιστορία μου; Αλλά και τι ταιριάζει καλύτερα σ' εμένα τον ίδιο; Ιδίως την αφηγηματική ιδιοσυγκρασία μου υποπτεύομαι ότι μια ζωή ολόκληρη δεν φτάνει για να την εξερευνήσω. Κατά τα άλλα, μεγάλο ειδικό βάρος έχει η εναρκτήρια πρόταση. Επειδή ακριβώς μ' αυτήν ξεκινάει ένας αφηγηματικός ρυθμός που, παρά τα σκαμπανεβάσματα των ξεχωριστών επεισοδίων, οφείλεις να τον ακολουθήσεις μέχρι τέλους.

Υπάρχουν πόρτες για να μπεις σε μια ιστορία. Να πιάσω τα γεγονότα από την αρχή, τη μέση ή το τέλος; Μήπως να παρακολουθήσω την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός δευτεραγωνιστή, και όχι του κεντρικού ήρωα; Να την αφηγηθώ στον αόριστο ή στον ενεστώτα; Επίσης, να τη γράψω άραγε σε τρίτο πρόσωπο (ο παντογνώστης αφηγητής), σε πρώτο (το βασίλειο του υποκειμενισμού) ή σε δεύτερο; Μήπως να χρησιμοποιήσω και τα τρία μαζί, όπως ο Τσίρκας στις «Ακυβέρνητες πολιτείες»;

«Για να γράψεις ένα μεγάλο μυθιστόρημα, χρειάζεσαι ένα θέμα μεγάλο όσο μια φάλαινα!» έλεγε, όχι μόνο μεταφορικά, ο δημιουργός του «Μόμπι Ντικ ή Η άσπρη φάλαινα», Χέρμαν Μέλβιλ. Υπάρχουν όμως και τα περιφερειακά θέματα, τα οποία λειτουργούν ως ανάσες και οάσεις, και ταυτόχρονα ως αντίστιξη που αναδεικνύει το κυρίως θέμα ενός μυθιστορήματος.

Γνωρίζω εξαρχής το τέλος ή τον στόχο της αφήγησής μου, μολονότι συνήθως στη διαδρομή αλλάζουν. Κάθε φορά που γίνεται κάτι τέτοιο, σπεύδω να αρπαχτώ από τη νέα εκδοχή, κι ας πρόκειται να την εγκαταλείψω κι αυτήν σύντομα. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, εάν θέλεις η αφήγησή σου να είναι αγωνιώδης. Ή ίσως τυχαίνει απλώς να είμαι αγχώδης τύπος.

Αλλοτε έχω μια συγκεκριμένη ιστορία να πω, άλλοτε κυριαρχεί μια κατάσταση. Εχω βρεθεί αντιμέτωπος και με τις δύο περιπτώσεις, και προτιμώ τη μέση οδό. Φέρ' ειπείν, μια ιστορία με ζώνες στατικής, ενδοσκοπικής αφήγησης, με μέρη καθαρόαιμου στοχασμού. Εξάλλου στο μυθιστόρημα μπορούν να ενσωματωθούν όλα τα άλλα είδη λόγου: ποίηση, δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, φιλοσοφικό δοκίμιο, θεατρικός διάλογος, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό σενάριο. Μέχρι και εικόνες, από φωτογραφίες έως έργα ζωγραφικής.

Προσέχω να μη χαθώ μες στον λαβύρινθο της πλοκής, χωρίς τον οποίο οι ιστορίες καταδικάζονται στην εσχάτη των ποινών: τη βαρεμάρα. Η πλοκή δεν είναι μόνον η εξωτερική, που ισούται με την περιπετειώδη αφήγηση, αλλά και η εσωτερική, που οδηγεί στο ψυχογράφημα, ενώ ο συνδυασμός τους εγγυάται το καλύτερο αποτέλεσμα. Επιπλέον φροντίζω ακόμη και τα πιο ετερόκλιτα επεισόδια ή μοτίβα να συνδέονται μεταξύ τους. Ο Τσέχοφ έλεγε: «Οταν αρχίζεις μια ιστορία με ένα καρφί, θα πρέπει στο τέλος ο ήρωας να κρεμαστεί απ' αυτό!»

Κάποτε οι χαρακτήρες μου είναι δημιουργημένοι εκ των προτέρων, κάποτε προκύπτουν μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας. Η πρώτη κατηγορία συγγενεύει με το θέατρο, η δεύτερη με τον κινηματογράφο. Και πάντα με απασχολεί τι ακριβώς είναι οι πρωταγωνιστές μου. Η αρχαία τραγωδία ή το ελισαβετιανό δράμα είχαν βασιλιάδες για ήρωες. Αστούς, το μυθιστόρημα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Τι ισχύει για τις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες; Πώς μπορεί να είναι ήρωας ένας μέσος άνθρωπος; Αρκεί να υπογραμμίζεις το κοινωνικό και ιστορικό φόντο; Μήπως φτάνεις πιο βαθιά με τις ακραίες προσωπικότητες, τους κακούς της λαϊκής λογοτεχνίας; Ή με την εκδοχή «συνηθισμένοι άνθρωποι, ασυνήθιστες καταστάσεις»;

Σε άλλα γραπτά μου υπερτερεί η αφηγηματική πρόζα, σε άλλα ο διάλογος. Διάλογοι που θυμίζουν απομαγνητοφωνημένη συνομιλία, και διάλογοι που απλώς τους περιγράφω. Αλλοτε πάλι ολόκληρο το γραπτό δεν είναι παρά ένας απέραντος δραματικός μονόλογος. Υπάρχει όμως και το ζήτημα του τίτλου, ο οποίος οφείλει να αναφέρεται ευθέως ή πλαγίως στο κυρίως θέμα. Ανώτεροι οι τίτλοι που επιτρέπουν πολλαπλές ερμηνείες ενός αφηγήματος (παράδειγμα, το όνομα του πρωταγωνιστή).

Τέλος, άλλα γραπτά μου είναι ρεαλιστικά, άλλα ανήκουν στη λογοτεχνία του φανταστικού, κι άλλα διαθέτουν στοιχεία και από τα δύο. Το φανταστικό, κι ας μην είναι τόσο δημοφιλές στη χώρα μας, μού φαίνεται συνώνυμο της ακραιφνούς λογοτεχνίας. Από την άλλη, εφόσον μιλάμε πάντα για επινόηση, για λογοτεχνία, στο βάθος κάνει το ίδιο.


Ελευθεροτυπία, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/08/2008

«Είναι μια εποχή αντιποιητική»

Της ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ, Η Καθημερινή, Σάββατο, 30 Aυγούστου 2008

Την έχουμε γνωρίσει ως ποιήτρια. Το τελευταίο διάστημα κυκλοφόρησαν δύο βιβλία της Ιουλίτας Ηλιοπούλου σε πεζό λόγο, που απευθύνονται σ’ ένα άλλο κοινό: σε παιδιά. Το ένα είναι παραμύθι («Η πράσινη σκουφίτσα») και το άλλο ένα ιδιότυπο δοκίμιο («Η κούκλα»). Τη συναντήσαμε στο γνωστό ασφυκτικά γεμάτο διαμέρισμα της οδού Σκουφά, απλή και πρόθυμη ν’ απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις. Η πρώτη, η αυτονόητη ήταν γιατί μετά από μια θητεία στην ποίηση επιλέγει να υπηρετήσει ένα άλλο λογοτεχνικό είδος.

«Δεν το είδα ποτέ σαν πέρασμα από το ένα είδος στο άλλο, γιατί έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι η ποιητική λειτουργία είναι ενιαία. Υπ’ αυτήν την έννοια και το παραμύθι για μένα ήταν παρόμοιο. Και μάλιστα από τη στιγμή που έχω εντάξει στο παραμύθι αυτόνομες ποιητικές που λειτουργούν σε σχέση με το κείμενο και αποτελούν μικρά ποίηματα, το θεώρησα έναν άλλο τρόπο ποιητικής γραφής».
Κι αν θεωρήσουμε ότι η ποίηση απευθύνεται σ’ ένα μικρότερο κοινό, μήπως μέσω των βιβλίων για παιδιά εξυπηρετεί την ανάγκη της ν’ απευθυνθεί σ’ ένα ευρύτερο κοινό; «Από την επαφή που είχα κατά καιρούς με παιδιά, διαπίστωσα ότι η πιο καθαρή, η πιο τολμηρή σκέψη βρίσκεται στον άνθρωπο όταν δεν έχει ακόμη υποστεί την αλλοίωση και του εκπαιδευτικού συστήματος και της ζωής. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι ένα πιο πρόσφορο και πιο δεκτικό κοινό για να μυηθεί σ’ αυτό που ονομάζουμε ποίηση, δηλαδή σε μια άλλη οπτική του κόσμου. Ισως ένας λόγος ακόμη να ήταν ότι στον κόσμο των παιδιών δεν υπάρχουν όροι και όρια: και τα πουλιά μιλάνε και τα αντικείμενα περπατάνε, και μέσα από αυτό το εντελώς υπερρεαλιστικό παιχνίδι μπορεί να μιλήσει κανείς για πολύ ρεαλιστικά γεγονότα».
Η αλήθεια είναι βέβαια, ότι το πρώτο της παραμύθι το έγραψε κατόπιν παραγγελίας του συνθέτη Αγη Μπαλτά. Και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου ανταποκρίθηκε «σε μια εξωτερική πρόταση, που έγινε προσωπική ανάγκη». Και βέβαια δεν σημαίνει πως όταν καταπιάνεται με το ένα είδος αφήνει το άλλο. «Στη δική μου αντίληψη όλα αυτά είναι ένας τρόπος. Είναι όπως ένας ηθοποιός στο θέατρο που θα παίξει και Σαίξπηρ και Κομέντια Ντελ’ Αρτε. Με την ίδια χαρά και την ίδια φυσικότητα».
Με δεδομένο ότι, κατά γενική ομολογία, η ποίηση περνά δύσκολες μέρες, μήπως ο ποιητής «αναγκάζεται» να στραφεί σε άλλα είδη λόγου; «Θα ήταν ψέμα να πει κανείς ότι γράφει για τον εαυτό του. Παρ’ όλα αυτά δεν έγραψα τα παραμύθια για να επικοινωνήσω με άλλο κοινό και δεν έκανα κανένα σκόντο. Εχουν διαστάσεις ποιητικής σκέψης (άλλωστε το ένα, «Η κούκλα», είναι δοκίμιο), είναι γλωσσοκεντρικά και δεν δίστασα να χρησιμοποιήσω το πολυτονικό, παρότι ίσως να ξένιζε τους μικρούς αναγνώστες. Είναι κείμενα ειλικρινή, αφού δεν μπορώ να υποδυθώ κάτι άλλο έξω από μένα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι που θα έφευγε από τη δική μου λογική, τις επιδιώξεις μου ή την πίστη μου στη σημασία και την αξία που αποτελεί η ποίηση για τη ζωή των ανθρώπων, μόνο και μόνο για ν’ αποκτήσω ένα ευρύτερο κοινό», λέει και υπογραμμίζει: «Είναι μια εποχή αντιποιητική, γιατί είναι αντιπνευματική. Κάθε πνευματική τέχνη, για να μην πω σε διωγμό, είναι στο περιθώριο».
Και στην ερώτηση αν ελπίζει ότι αυτό το αντιπνευματικό κλίμα μπορεί ν’ ανατραπεί απαντά: «Δεν ξέρω. Νομίζω ότι για ν’ αλλάξει και να ευαισθητοποιηθούν οι άνθρωποι, θα πρέπει οι μικρές ηλικίες, τα παιδιά, πέρα από το τεχνοκρατικό πρότυπο της ζωής, πέρα από την αξία της οικονομικής ασφάλειας και της καριέρας, που προβάλλονται παντού, να ευαισθητοποιηθούν και να πάψουν να πιστεύουν ότι αυτοί είναι οι μόνοι στόχοι. Νομίζω ότι στα παιδιά πρέπει ν’ ανοίξουμε ένα παράθυρο, πριν κλείσει. Ενα παράθυρο που είναι ανοιχτό στα μάτι και τη σκέψη τους και που βίαια το κλείνουμε. Αν έχουμε κάποια ελπίδα ν’ αλλάξει αυτός ο μονόδρομος της ζωής, είναι οι μικρότερες γενιές να δουν κι αλλιώς τον κόσμο. Δεν νομίζω λοιπόν ότι ανεπίστρεπτα έχουμε χαθεί, ούτε ότι το Διαδίκτυο έχει σκοτώσει το βιβλίο. Πιστεύω ότι πάντα οι άνθρωποι θα ερωτεύονται, και θα έχουν ανάγκη της ποιητικής σκέψης όχι σαν διακόσμηση, αλλά σαν καταφύγιο. Εξαρτάται κι από μας πόσο τίμια επιμένουμε σ’ αυτό που κάνουμε, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς παραίτηση».

  • «Η πράσινη σκουφίτσα» (ζωγραφική Γιάννης Κόττης, εκδ. «Υψιλον/βιβλία»), «Η κούκλα» (εκδόσεις «Ικαρος»).

Ιβο Αντριτς - Μέσα Σελίμοβιτς: δύο λογοτέχνες που δεν κοιτάζονται στα μάτια

Υπάρχει μια μικρή πλατεία στο κέντρο του Σαράγιεβο. Στις σκιές της ξεκουράζονται οι προτομές του Μέσα Σελίμοβιτς και του Ιβο Αντριτς. Ο Αντριτς είχε κροατική καταγωγή, έγραψε στα σερβοκροατικά, χρησιμοποιώντας «ανατολικούς» ιδιωματισμούς, που απαντώνται κυρίως στη Σερβία, το Μοντενέγκρο και τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Ο Σελίμοβιτς ήταν απόγονος Σέρβων μουσουλμάνων, έγραψε στα σερβοκροατικά και η βασική θεματική του αφορά τη μουσουλμανική κουλτούρα της Βοσνίας στην Οθωμανική περίοδο.

Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όταν το ιδεολόγημα της «γιουγκοσλαβικής λογοτεχνίας» είχε καταρρεύσει, τις μορφές τους αποπειράθηκαν να προσεταιρισθούν νεόκοποι διανοούμενοι για λογαριασμό της νέας εθνικής ταυτότητάς τους. Το ίδιο πρόχειρα τους επικαλέστηκαν Κροάτες, Σέρβοι και Βόσνιοι.
Οσοι θεώρησαν ότι τους κέρδισαν τους αποθέωσαν: ως εθνικό συγγραφέα των Σέρβων τον Αντριτς, ως πατέρα των βοσνιακών γραμμάτων τον Σελίμοβιτς. Οι υπόλοιποι τους λοιδόρησαν: ως απολογητή του σερβικού εθνικισμού τον πρώτο, ως τιμητή του ισλαμισμού τον δεύτερο.
Οι δύο λογοτέχνες, στη μικρή πλατεία που εξελίσσεται η ιστορία μας, δεν κοιτούν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Αφουγκράζονται την πόλη γύρω τους, τους πέρα λόφους, την ομορφιά του τοπίου. Μοιάζουν σαν να αναπολούν την εποχή που ο κόσμος τους δεν στεκόταν κατακερματισμένος από εθνικά και εθνοτικά όρια.
Μοιάζουν να αναρωτιούνται πώς τόσος πολιτισμός και τόση βαρβαρότητα μπορούν να συνυπάρχουν σε έναν τόσο μικρό κόσμο. Παιδιά του πολιτισμού, έρμαια της βαρβαρότητας, περιμένουν τώρα να ξαναέρθει ο καιρός που ο λόγος γι’ αυτό που αποτέλεσε την πρώτη ύλη της έμπνευσής τους, αυτών και άλλων σπουδαίων Βαλκάνιων λογοτεχνών, η κοινή βαλκανική συνείδηση, δεν θα ακούγεται σαν ρομαντική νοσταλγία, αλλά τουλάχιστον ως άποψη με ιστορικό περιεχόμενο. Εάν κάποτε η εποχή αυτή επιστρέψει, τα αριστουργήματα τους, «Το Γεφύρι του Δρίνου» του Αντριτς και «Ο Δερβίσης και ο Θάνατος» του Σελίμοβιτς θα αποκατασταθούν ως έκφραση του πνεύματος της συνύπαρξης πολλών «βαρβάρων» σε κοινό τόπο.
Μέχρι τότε ο προσωπικός πολιτισμός τους, τα βιβλία τους και οι προτομές τους θα είναι χρήσιμα αντικείμενα γι’ αυτούς που οριοθετούν τα αδιέξοδα. Επιβεβαιώνοντας την αγωνία τους για το χειρότερο που έβλεπαν να εγκυμονεί ο κόσμος τους. «Δεν φοβάμαι τους ανθρώπους, αλλά την απανθρωπιά που έχουν μέσα τους», έλεγε ο Αντριτς. «Η μεγαλύτερη μιζέρια είναι ότι βυθιστήκαμε στο αδιέξοδο και δεν θέλουμε πια να το εγκαταλείψουμε», ο Σελίμοβιτς.

Friday, August 29, 2008

Δημόσια συγγνώμη από τον σερ Σάλμαν Ρούσντι

Σάλμαν Ρούσντι

Δημόσια συγγνώμη ζήτησε από τον συγγραφέα σερ Σάλμαν Ρούσντι το πρώην μέλος της φρουράς του, ο αστυνομικός Ρον Έβανς, για τις ψευδείς πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο «Οn Ηer Μajesty΄s Service». Ο Έβανς ήταν από τους αστυνομικούς που ανέλαβαν τη φύλαξη του Ρούσντι επί Χομεϊνί και «Σατανικών Στίχων» (1989)- εποχή κατά την οποία η ζωή του κινδύνευε ανά πάσα στιγμή από το μένος φανατικών μουσουλμάνων. Μεταξύ άλλων έγραψε ότι ο Ρούσντι είχε τόσο κακή σχέση με τους σεκιουριτάδες του, που μια φορά τον κλείδωσαν μέσα σε ένα δωμάτιο για να τον συνεφέρουν. Ότι είχε πάρει διαζύγιο με το... σαπούνι και ότι ο γάμος του με την Ελίζαμπεθ Γουέστ στηριζόταν καθαρά στο οικονομικό. Όλα αυτά ο Έβανς τα ανακάλεσε στο δικαστήριο.

Μια αγάπη για το καλοκαίρι

Να ξενοδοχείο, να έμπνευση!

ΤΑ ΝΕΑ: Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008
Υπάρχουν κάποιοι χώροι που προκαλούν την έμπνευση. Και τη συγγραφή. Για την Έρση Σωτηροπούλου αυτοί οι χώροι είναι συνήθως ξενοδοχειακοί. Και σ΄ αυτούς μάς ξεναγεί
Στην Έρση Σωτηροπούλου αρέσει το γράψιμο σε ξενοδοχεία. Έχει γράψει στο Λουτεσιά στο Παρίσι αλλά και σε τρισάθλιες πανσιόν με παράθυρο στον φωταγωγό.
  • Τι είναι για σας το ξενοδοχείο;
Είναι ένας χώρος ανώνυμος γεμάτος ιστορίες. Από εκεί έχουν περάσει διάφοροι, έχουν ερωτευθεί, έχουν μεθύσει, έχουν κοιτάξει με τρόμο το σκοτάδι, μερικοί έχουν πεθάνει σε κάποιο κρεβάτι. Αλλά το εκπληκτικό είναι ότι όλες αυτές οι ιστορίες δεν αφήνουν τραυματικά ίχνη, γιατί κάθε πρωί το ξενοδοχείο ξαναγεννιέται. Τα σεντόνια αλλάζουν, το βρώμικο πάτωμα σφουγγαρίζεται, λεκέδες από ανθρώπινο αίμα εξαφανίζονται και η ζωή ξαναρχίζει.
  • Γιατί γράφετε εκεί;
Νιώθω ελεύθερη, απερίσπαστη.
  • Σε τι συναισθηματική κατάσταση σας βάζει;
Λειτουργεί αγχολυτικά. Ιδιαίτερα όταν μπαίνω για πρώτη φορά στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου είναι σαν ν΄ αφήνω πίσω μου την άλλη ζωή και να γυρίζω στον φυσικό μου χώρο. Νιώθω μια έξαψη χαμηλής έντασης καθώς κοιτάζω τα διάφορα έπιπλα και το κρεβάτι, πηγαίνω μέχρι το παράθυρο, ρίχνω μια ματιά στο μπάνιο χωρίς να μπω μέσα κι αρχίζω να σκέφτομαι πού θα βάλω τα χαρτιά μου, αν θα πρέπει ν΄ αλλάξω θέση στο τραπέζι κ.λπ. Ανοίγω το σακ-βουαγιάζ και βγάζω έξω μερικά βιβλία και ρούχα. Υπάρχει ένα κύμα προσδοκίας, η υπόσχεση για ένα νέο ξεκίνημα, έστω μόνο για το χρονικό διάστημα που πρόκειται να μείνω εκεί. Και ταυτόχρονα μια αίσθηση ελευθερίας. Σ΄ ένα ξενοδοχείο δεν σ΄ ενδιαφέρει αν είσαι ευπρόσδεκτος ή όχι, πράγμα που σημαίνει ότι αισθάνεσαι πάντα ευπρόσδεκτος. Πληρώνεις, και το δωμάτιο σού ανήκει. Όλα μπορούν να ξεκινήσουν από εκεί κι αυτό είναι πολύ καλό για το γράψιμο.
  • Ποια είναι η διαφορά από το σπίτι; Είναι μόνο θέμα ησυχίας;
Όχι μόνο. Ένα σπίτι είναι συναισθηματικά φορτισμένο. Όλοι οι χώροι και τα αντικείμενα έχουν στοιχειωθεί από προσωπικές ιστορίες, οικογενειακές στιγμές. Χρειάζομαι ένα παρθενικό τοπίο. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο- γιατί τα δωμάτια των ξενοδοχείων είναι στιγματισμένα από χιλιάδες παρουσίες και εάν δεν καθαριστούν καλά αυτές οι παρουσίες στέλνουν σήματα νεκρανάστασης, όπως μια φορά στη Λιλ που βρήκα ένα σκισμένο εσώρουχο μέσα στα σεντόνια μου, ένα κατακρεουργημένο γυναικείο καλσόν κι άρχισα να υφαίνω μια ιστορία γύρω απ΄ αυτό-, το ξενοδοχείο μού εξασφαλίζει αυτή την παρθενικότητα.
  • Αν, πάντως, πιστέψουμε την ετυμολογική πλευρά του πράγματος, μόνο ο οίκος είναι οικείος. Θέλετε να ξεβολεύεστε για να γράφετε;
Υπάρχουν συγγραφείς για τους οποίους αυτό το «οικείο» είναι απαραίτητο. Οι περισσότεροι δεν θα άφηναν το γραφείο, τα βιβλία τους, έναν χώρο προσωπικό και αγαπημένο, γιατί μόνο εκεί μπορούν να αποδώσουν καλά. Για μένα η οικειότητα είναι παγίδα. Το σπίτι μπορεί να γίνει εχθρός. Σαν ένα μεγάλο μάτι που παραμονεύει. Σ΄ αγαπάει, αλλά σε παρακολουθεί. Το σπίτι σε ξέρει. Κι αυτό το αίσθημα είναι ολέθριο όταν γράφεις. Στο ξενοδοχείο κανείς δεν δίνει δεκάρα για σένα. Μπαίνεις, βγαίνεις και, τελικά, είσαι αόρατος. Αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα ζούσα μόνιμα σε ξενοδοχεία.
  • Στο ξενοδοχείο τι είδους δωμάτιο χρειάζεστε; Με θέα; Ή απομονωμένο από τον έξω κόσμο εντελώς;
Η θέα δεν έχει τόση σημασία. Περισσότερο μ΄ ενδιαφέρει η διάταξη των επίπλων. Η αύρα του δωματίου. Πού μπορώ να βάλω ένα τραπέζι για να γράψω. Ένα δωμάτιο παραφορτωμένο με πίνακες, μπιμπελό και βαριές κουρτίνες είναι καταπιεστικό.
«Στο ξενοδοχείο κανείς δεν δίνει δεκάρα για σένα. Μπαίνεις, βγαίνεις και, τελικά, είσαι αόρατος. Αν είχα την οικονομική δυνατότητα, θα ζούσα μόνιμα σε ξενοδοχεία»
Η θάλασσα στο δωμάτιο και η κατσαρίδα
  • Προτιμάτε ξενοδοχεία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και γιατί;
Υπάρχουν ξενοδοχεία όπως το Λουτεσιά στο Παρίσι ή το Πελαγία Αφροδίτη στα Κύθηρα που θα ξαναγύριζα οποιαδήποτε στιγμή. Στο Πελαγία Αφροδίτη τελείωσα το Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές. Ήμουν κατάκοπη κι όταν σήκωνα το βλέμμα μου, η θάλασσα πλημμύριζε στο δωμάτιο. Αλλά γενικά πηγαίνω όπου προκύψει. Έχω γράψει σε μικρές πανσιόν δίπλα στο σπίτι μου. Σε τρισάθλια δωμάτια με παράθυρο στον φωταγωγό και τρίχες στην μπανιέρα. Στις Βρυξέλλες μια μικρή κατσαρίδα έβγαινε γύρω στις τρεις το πρωί, έκανε μια βόλτα κι έφευγε. Έχω γράψει σε ακριβά ξενοδοχεία με υπέροχη θέα όπου έτυχε να με καλέσουν. Κι έχω περάσει ώρες στο Ίντερνετ αναζητώντας τη φθηνότερη λύση για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όταν υπήρχε πίεση κι αυτό που έγραφα απαιτούσε απόλυτη συγκέντρωση. Για μένα είναι ένας λειτουργικός χώρος. Δεν ψάχνω το τέλειο ξενοδοχείο. Ούτε έχω την πολυτέλεια να διαλέγω πάντα.
Δωμάτια με θέα στη γραφή