Αν και το όνομά του είναι κυρίως συνδεδεμένο με τη Νέα Αγγλία, ο Φροστ γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Η μητέρα του Isabelle Moodie, είχε σκοτσέζικη καταγωγή και ο πατέρας του, Ουίλιαμ Πρέσκοτ Φροστ ο νεότερος, ήταν απόγονος των Φροστ από το Ντέβονσαϊρ, που εγκαταστάθηκαν στο New Hampshire το 1634. Ο πατέρας του, πρώην δάσκαλος, που αργότερα έγινε συντάκτης της εφημερίδας San Francisco Daily Evening Post, είχε πρόβλημα με τον αλκοολισμό και τον τζόγο, και εφάρμοζε σκληρή πειθαρχία στα παιδιά του. Είχε πάθος με την πολιτική και ασχολήθηκε ενεργά με αυτήν, όσο του το επέτρεπε η υγεία του.
Πορτρέτο του Φροστ, μεταξύ 1910-1920
Ο Φροστ έζησε στην Καλιφόρνια μέχρι τα έντεκά του χρόνια. Μετά το θάνατο του πατέρα του από φυματίωση το 1885, μετακόμισε με τη μητέρα και την αδερφή του στην ανατολική Μασαχουσέτη, κοντά στους προγόνους του πατέρα του. Η μητέρα του προσχώρησε στην εκκλησία των Swedenborgian και τον βάπτισε σε αυτήν, αλλά ο Φροστ την εγκατέλειψε ως ενήλικας. Μεγάλωσε ως παιδί της πόλης και το πρώτο του ποίημα δημοσιεύθηκε στο Lawrence της Μασσαχουσέτης. Παρακολούθησε μαθήματα στο Dartmouth College το 1892, για λιγότερο από ένα εξάμηνο. Ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές, όπως η διδασκαλία, η διανομή εφημερίδων και η εργασία σε εργοστάσιο. Το 1894 πούλησε το πρώτο του ποίημα, My Butterfly, στην εφημερίδα The Independent για δεκαπέντε δολάρια. Υπερήφανος για το επίτευγμά του, έκανε πρόταση γάμου στην Elinor Miriam White. Ήταν συμμαθητές στο Λύκειο και είχαν διατηρήσει επαφή μέχρι τότε. Αυτή αρνήθηκε, λέγοντας πως ήθελε να αποφοιτήσουν πρώτα από το Κολέγιο πριν παντρευτούν. Ο Φροστ απογοητευμένος, ταξίδεψε στο Great Dismal Swamp στην Βιρτζίνια. Επέστρεψε αργότερα τον ίδιο χρόνο και επανέλαβε την πρόταση στην Elinor, αυτή δέχθηκε και παντρεύτηκαν το Δεκέμβριο του 1895.
Εργάστηκαν και οι δύο ως καθηγητές σε σχολείο μέχρι το 1897. Μετά ο Φροστ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ για δύο χρόνια. Αν και τα πήγαινε καλά, ένιωθε ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω λόγω της υγείας του και επειδή η σύζυγός του περίμενε το δεύτερο παιδί τους. Ο παππούς του αγόρασε μια φάρμα στο New Hampshire για το νεαρό ζευγάρι. Ο Φροστ έμεινε εκεί για εννέα χρόνια και έγραψε πολλά από τα ποιήματα που αποτέλεσαν τα πρώτα του έργα. Η απόπειρά του να ασχοληθεί με την ανατροφή πουλερικών απέτυχε και αναγκάστηκε να δεχθεί τη θέση καθηγητή στην Ακαδημία Πίνκερτον.
Το 1912, ο Φροστ ταξίδεψε με την οικογένειά του στη Γλασκώβη, και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Beaconsfield, έξω από το Λονδίνο.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, A Boy’s Will, εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο. Στην Αγγλία απέκτησε σημαντικές γνωριμίες, όπως ο ποιητής Έντουαρντ Τόμας (Edward Thomas) (μέλος της γνωστής ομάδας Dymock poets), ο T. E. Hulme, και ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος ήταν ο πρώτος Αμερικανός που έγραψε ευνοϊκή κριτική για το έργο του Φροστ. Ο Φροστ συνέγραψε μερικά από τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του ενόσω βρισκόταν στην Αγγλία.
Ο Ρόμπερτ Φροστ σε αμερικανικό γραμματόσημο του 1974
Ο Φροστ επέστρεψε στην Αμερική το 1915, αγόρασε μία φάρμα στην Franconia του New Hampshire και ξεκίνησε την συγγραφική του καριέρα, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με τη διδασκαλία. Από το 1916 ως το 1938 ήταν καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Amherst College. Ως καθηγητής, ενθάρρυνε τους μαθητές του να χρησιμοποιούν τον ήχο της ανθρώπινης φωνής στην τέχνη τους.
Κατά την τελετή εγκατάστασης του προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στο αξίωμα του το 1961, ο Φροστ απείγγειλε το The Gift Outright. Μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματά του είναι τα Death of the Hired Man, Stopping by Woods on a Snowy Evening, Mending Wall, Nothing Gold Can Stay, Birches, After Apple Picking, The Pasture, Fire and Ice, The Road Not Taken, και Directive. Ο Φροστ τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ τέσσερις φορές, επίτευγμα μεγάλο για έναν ποιητή.
Από το 1921, και για τα επόμενα 42 χρόνια (με τρεις εξαιρέσεις), ο Φροστ κάθε καλοκαίρι δίδασκε στο Bread Loaf School of English του Κολεγίου Middlebury στο Ρίπτον, του Βερμόντ. Το Κολέγιο Middlebury έχει ακόμη στην κατοχή του τη Φάρμα του Ρόμπερτ Φροστ ως Εθνικό Ιστορικό Αξιοθέατο, κοντά στις εγκαταστάσεις του Bread Loaf.
Το 1961, ο 86χρονος αλλά θαλερότατος «πρύτανης των Αμερικανών ποιητών», Ρόμπερτ Φροστ, επισκέφτηκε την Αθήνα, δηλώνοντας ότι «ήθελε να γνωρίσει την πατρίδα ενός παλιού του φίλου που τον συντροφεύει στις μοναχικές του σκέψεις: του Σωκράτη».
Πέθανε στη Βοστόνη στις 29 Ιανουαρίου του 1963. Ο τάφος του βρίσκεται στο Παλαιό Κοιμητήριο του Μπένινγκτον, στο Μπένινγκτον του Βερμόντ. Ο κατάλογος αποφοίτων του Χάρβαρντ του 1965 τον αναφέρει ως απόφοιτο με τιμητική διάκριση. Ο Φροστ έλαβε επίσης πτυχίο με τιμητική διάκριση από το Κολέγιο Bates καθώς και από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ενώ ήταν ακόμη εν ζωή, το σχολείο the Robert Frost Middle School στο Φέρφαξ της Βιρτζίνια, και η κεντρική βιβλιοθήκη του Κολεγίου Άμχερστ, πήραν το όνομά του.
To ποίημα του «Nothing Gold Can Stay» περιέχεται τόσο στο βιβλίο The Outsiders της S.E. Hinton, όσο και στην ομώνυμη ταινία (The Outsiders), του Φράνσις Φορντ Κόπολα που γυρίστηκε το 1983.
- (1997) Εικοσιπέντε ποιήματα, Δελφίνι
No comments:
Post a Comment