Tuesday, January 11, 2011

Ο πατριάρχης Ομηρος στην τρίτη του χιλιετία


Ο εσωτερικός «διάλογος» του ποιητή στην «Ιλιάδα» με τους ήρωές του, Ελληνες και Τρώες, σαν ένα νεύμα στους κατοπινούς
  • Του Παντελη Mπουκαλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Tρίτη, 11 Iανoυαρίου 2011
Στην εποχή τους και για κάμποσους αιώνες έπειτα, όταν ο Ομηρος την Ελλάδα πάσαν επαίδευε και η πλούσια τράπεζά του έδινε υψηλής ποιότητας ύλη στους τραγωδούς για να συνθέσουν τα δικά τους σπουδαία έργα, τα έπη αφηγούνταν ιστορίες σε ανθρώπους που ήδη τις γνώριζαν· κατά συνέπεια ο αοιδός θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα άξιος για να καθηλώσει τους ακροατές-θεατές του και να τέρψει το πνεύμα τους. Σήμερα οι ιστορίες αυτές πρέπει να ξαναειπωθούν, πλήρεις και σε γλώσσα και ρυθμό οικείο, γιατί μόνο αποσπασματικά είναι πια γνωστές, για να μην πω ότι διαμεσολαβήθηκαν μαζικώς και διαβλήθηκαν από τις χολιγουντιανές παραναγνώσεις. Το αίτημα, ακριβώς, της επαναναγνώρισης και ευρύτερης ανάκτησης των ομηρικών επών υπηρετεί στο ακέραιο η μετάφρασή τους από τον Δ.Ν. Μαρωνίτη.

Ακουγα λοιπόν πρόσφατα, σε ένα ντοκιμαντέρ για τις αφηγηματικές τεχνικές των αρχαίων πολιτισμών, ότι οι εικόνες που σκάλιζαν ή ζωγράφιζαν οι Αβορίγινες της Αυστραλίας ήδη 40.000 χρόνια πριν, και οι οποίες στα μάτια του πεπολιτισμένου Δυτικού είναι αφελέστατα παιδικά σκαριφήματα μονότονα επαναλαμβανόμενα, αυτές λοιπόν οι ζωγραφιές γίνονται εκτενείς και πλούσιες ιστορίες όταν αρχίζει να τις αφηγείται κάποιος από τους λιγοστούς εναπομείναντες Αυτόχθονες (είναι περίπου 350.000, όταν οι Ελληνες της Αυστραλίας προσεγγίζουν το μισό εκατομμύριο). Οι ιστορίες όμως αυτές δεν γίνονται πλήρως αντιληπτές, δεν υπάρχουν καν, αν η αφήγηση του γέροντα δεν συνοδεύεται από τον ήχο του ντίτζερι, του χειροποίητου ξύλινου πνευστού οργάνου των ιθαγενών. Ο λόγος δηλαδή νοηματοδοτείται από τη μουσική του υπόκρουση, δίχως την οποία παραμένει όχι απλώς ατελής αλλά, αυτό κυρίως, αμετάδοτος.
  • Εσωτερική ρύθμιση
Ντίτζερι η ελληνική μουσική παράδοση δεν διαθέτει, αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα ή το ζητούμενο. Το ζητούμενο, αυτό δηλαδή που κατορθώνει η μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη, πέραν των άλλων της αρετών, είναι να ακούγεται ενόσω διαβάζεται, και να ακούγεται έρρυθμη, να επικυρώνει δηλαδή το νόημά της, να το οξύνει και να το σαφηνίζει με τη ρυθμική της αγωγή· ο λόγος εδώ δεν είναι άμουσα πεζός αλλά και δεν εξαρτά τη μετρική του από σταθερά σχήματα, που συχνά αποδεικνύονται πνιγηρά ή οδηγούν σε απιστίες προς το μεταφραζόμενο κείμενο, καθιστώντας σχεδόν υποχρεωτικές τις απαλοιφές ή τις προσθήκες για να ικανοποιηθούν. Είναι δηλωμένος άλλωστε ο στόχος του μεταφραστή «να επιμείνει η μετάφραση στην εσωτερική ρύθμιση του ποιητικού λόγου, στον εσωτερικό ρυθμό: στον σφυγμό και στην ανάσα του· στην αναπνοή και την εκπνοή του· στην ταχύρρυθμη ή αργόρρυθμη ροή του, ανάλογα με τον κυματισμό του νοήματος· στην ένταση ή στη χαλάρωση· στο κόμπιασμα ή στην προσωρινή ανακοπή, όπου τα δρώμενα του ποιητικού λόγου κόβουν την ανάσα». Και επειδή αυτός ο ρητός στόχος δεν μένει γράμμα κενό όπως συμβαίνει με τους στόχους της πολιτικής, αλλά σαρκώνεται, με την προκείμενη μετάφραση ο Ομηρος ξαναδιαβάζεται, απαιτεί να ξαναδιαβαστεί, επειδή ξανακούγεται.

Κι όσο βλέπω, ακόμα και οι αλλαγές που επιφέρει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης από την προκαταρκτική ή δοκιμαστική δημοσίευση (σε περιοδικά ή εφημερίδες ή ως τμήμα της ύλης των δοκιμιακών βιβλίων του) στην τελική -αν νοείται τέλος σε μια μετάφραση- αποβλέπουν εξίσου στη λύση μικροκόμπων του ρυθμού και στη σημασιολογική διευκρίνιση ή ενίσχυση. Ενα μόνο δείγμα: Στο βιβλίο του «Μεγαθέματα» οι στίχοι 529-530 της ιλιαδικής ραψωδίας Δ μεταφράζονται ως εξής: «Υστερα βρέθηκε κοντά του ο Θόας, τραβά απ’ το στέρνο / το βαρύ κοντάρι, βγάζει το μυτερό του ξίφος και το βύθισε / στη μέση της κοιλιάς». Τώρα, στον πρώτο από τους δύο τόμους της μετάφρασής του που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αγρα», παραδίδονται ως ακολούθως: «Υστερα βρέθηκε κοντά του ο Θόας, τραβά απ’ το στέρνο / το βαρύ κοντάρι, βάζει το μυτερό του ξίφος, το βύθισε / στη μέση της κοιλιάς». Τι άλλαξε; Μόλις ένα «και» που έφυγε για να μπει ένα κόμμα στη θέση του. Αλλά ένα «και» που προβλημάτιζε τον βηματισμό του κειμένου, του στερούσε τον ακαριαίο χαρακτήρα, και κόβοντας σε ξεχωριστές στάσεις τη βιαιότατη, ορμητική κίνηση του πολεμιστή, ανέκοπτε την ίδια την ταχύτητα του ραγδαία επερχόμενου θανάτου, την οποία οφείλει να παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής η ταχύτητα της ποίησης.

Ο Ομηρος λοιπόν, ο οποίος στην «Οδύσσεια» βρίσκει τρόπους και μεθόδους να υποδηλώσει την παρουσία του, την παρουσία δηλαδή ενός ποιητή που δεν είναι απλώς αχθοφόρος ήδη δημιουργημένων ωδών (μπορούμε να τον ακούσουμε πίσω από το τραγούδι του «περικλυτού αοιδού» Δημόδοκου, αλλά και πίσω από την αυτοεξιστόρηση του ίδιου του Oδυσσέα), αφήνει τελικά το ίχνος του και στην «Ιλιάδα». Το πιο συγκινητικό χνάρι του πιστεύω πως σχηματίζεται όταν, εγκαταλείποντας προσωρινά την τριτοπρόσωπη ή απρόσωπη αφήγηση, στρέφεται και απευθύνεται όχι πια στις Μούσες, κατά το έθος, αλλά σε κάποιον από τους ήρωές του, θεό ή θνητό, Ελληνα ή Τρώα, με έναν τρόπο οικειότητας ή τρυφερότητας που αναγνωρίζεται και στα δημοτικά τραγούδια (για παράδειγμα: «Σήμερα, Δήμο μ’, Πασχαλιά, σήμερα πανηγύρι / κι εσύ, Δήμο μ’, στα Γιάννινα», «Λιάκο, σε κλαίνε τ’ Αγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα», ή «Ηλιε μου Μπουκουβάλα μου, κι άστρο μου Καρακίτσο, / σύμασ’ τα παλικάρια σου»). Ετσι, εκτός από τη συζυγική, την παρασυζυγική και την εταιρική ομιλία που έχουν ήδη εντοπιστεί στα δύο έπη (ανάμεσα σε συζύγους, εραστές ή συντρόφους), είναι σαν να συστήνεται με τις αποστροφές αυτές και μια παράπλευρη ή υπόγεια συνομιλία ανάμεσα στον ποιητή και τα πρόσωπα του έπους του, μια ημι-συνομιλία μάλλον, μιας και δεν υπάρχει απόκριση στον ποιητικό δημιουργό από αυτούς στους οποίους απευθύνεται.

Για να σταθώ μόνο στον δεύτερο τόμο της μεταφρασμένης «Ιλιάδας», σημειώνω τις εξής αποστροφές του ποιητή: Στο Ν 603 ο Ομηρος απευθύνεται στον Μενέλαο («Μοίρα κακή τον έσπρωχνε να βρει το θάνατό του, να δαμαστεί, / Μενέλαε, μέσα στην άγρια μάχη, απ’ το δικό σου χέρι»), στο Ο 365 στον Απόλλωνα, στο Ο 582 στον Μελάνιππο («Ετσι και πάνω σου, / Μελάνιππε, με πείσμα ορμά ο Αντίλοχος τα όπλα σου ν’ αρπάξει»), στο Π 20, στο Π 584, στο Π 692, στο Π 744, στο Π 812 και στο Π 843 στον Πάτροκλο («Στενάζοντας βαριά αποκρίθηκες, Πάτροκλε καβαλάρη», ή «Ομως κι εσύ, γενναίε, Πάτροκλε, μίλησες τότε ξεψυχώντας»), στο Ρ 679 και στο Ρ 703 στον Μενέλαο. Ας μην πέσουμε σε υπολογισμούς για το πώς και σε ποιους μοιράζει ο ποιητής τη συμπάθεια, την εκτίμηση ή τον σεβασμό του.

Κι ας υποθέσουμε ότι δεν πρόκειται για απλή φιλοφρόνηση αλλά για μεθοδευμένο σήμα με το οποίο κάπως εμφανίζεται και προσωποποιείται ο αφανής ποιητής.

Το παράδοξο, μολαταύτα, παραμένει, ως τμήμα του ευρύτερου ομηρικού προβλήματος, όχι πάντως το σημαντικότερο: Ο ποιητής που βεβαίωνε ότι «σ’ αυτόν τον κόσμο κανείς δεν μένει ανώνυμος» («ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμός εστ’ ανθρώπων») και έθετε σταθερά στο στόμα των ηρώων του το ερώτημα «ποιος είσαι κι από πού; πού βρίσκονται ο τόπος κι οι γονείς σου;» («τις πόθεν εις ανδρών; πόθι τοι πόλις ηδέ τοκήες;») πέρασε στην αθανασία δίχως να γνωρίζουμε ποια η πόλη του από τις επτά που ερίζουν ποια υπήρξε η γενέτειρά του και ποιο το όνομα των γονέων του (ακόμα και ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα, έχει προταθεί σαν πατέρας σου, όπως διαβάζουμε στο παλαιότατο έργο «Αγών Ομήρου και Ησιόδου», ενώ και σήμερα δεν λείπουν όσοι υποστηρίζουν ότι δεν ήταν άλλος από τον Οδυσσέα), αλλά και ποιο ήταν το δικό του πρώτο όνομα (Μέλης; Μελησιγένης; ή μήπως Αλτης;) και για ποιον ακριβώς λόγο αποκλήθηκε έπειτα Ομηρος· επειδή έτσι ονόμαζαν οι Αιολείς τους τυφλούς ή επειδή ο πατέρας του είχε δοθεί όμηρος από τους Κύπριους στους Πέρσες;

Με τη μετάφραση των επών έχουν δοκιμαστεί πολλές γενιές Ελλήνων· αλλά το στοίχημα αυτό δεν κλείνει ποτέ, δεν πρέπει να κλείνει· κάθε γενιά οφείλει να αναλάβει τη δική της μεταφραστική προσπάθεια, εκμεταλλευόμενη την εν τω μεταξύ πρόοδο της φιλολογίας, την εξέλιξη και τα επιτεύγματα της λογοτεχνίας, καθώς και την προκοπή της ίδιας της νεοελληνικής γλώσσας. Αυτό ακριβώς επιχείρησε και αυτό πέτυχε η μετάφραση της «Ιλιάδας» από τον Δ.Ν. Μαρωνίτη· ζευγαρωμένη πια με την προηγηθείσα μετάφραση της «Οδύσσειας» από τον ίδιο, επανατοποθετεί τα έπη στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας, γλωσσικού, γραμματολογικού, λογοτεχνικού και εκπαιδευτικού, ως έργα ενός ποιητή νεότατου με όλες τις τρεις χιλιετίες της ηλικίας του.

No comments: