Sunday, January 9, 2011

Τύχη Αγαθή


  • Η Αγαθή Δημητρούκα γράφει για τις ιστορίες πίσω από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου και την κοινή τους ζωή
Η βλάστηση φαινόταν παράταιρα γιορτινή εκείνη τη μαγιάτικη μέρα του 1992 στην Ασέα Αρκαδίας. Η κηδεία του Νίκου Γκάτσου στο χωριό όπου μεγάλωσε είχε μόλις τελειώσει και οι φίλοι του και συγγενείς κάθονταν γύρω από ένα μακρύ τραπέζι στο καφενείο. 

Με δισταγμό πλησίασα τον Μάνο Χατζιδάκι:
«Θερμά συλλυπητήρια».
«Συλλυπητήρια σε όλους μας» απάντησε.

Θα ήθελε να μου πει δυο λόγια για την εφημερίδα; ρώτησα ζητώντας συγνώμη για την ακατάλληλη στιγμή. «Καλύτερα μια άλλη μέρα» είπε μαλακά, μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο. Είχα απομακρυνθεί από τη μουδιασμένη συντροφιά, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχαν λόγια πιο κατάλληλα για τον Γκάτσο από κείνα που αυθόρμητα μου είχε ήδη πει. Ο καλύτερός του φίλος ήταν ο πατριάρχης της σύγχρονης ελληνικής στιχουργικής, που συνόψισε με τον πιο προσωπικό, αλλά συγχρόνως επιδραστικό, τρόπο από τη δημοτική παράδοση ώς τον υπερρεαλιστικό λόγο. Και την επομένη μ' αυτά τα λόγια τιτλοφορήσαμε το δημοσίευμα της «Ε»: «Συλλυπητήρια σε όλους μας».

Δεκαεννιά χρόνια μετά, η Αγαθή Δημητρούκα ακόμα δεν αναφέρεται σ' εκείνη τη μέρα. Τουλάχιστον όχι στο βιβλίο της «Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε τον θάνατο» (εκδ. Πατάκη). Προτιμά να γράψει δυο λόγια παρηγοριάς που της «είπε» ο Γκάτσος λίγους μήνες μετά, στο όνειρό της. Αλλά και όλα όσα γράφει για την κοινή ζωή τους, κοντά είκοσι χρόνια, επίσης δεν θυμίζουν συνηθισμένη βιογραφία. Αντί να παρουσιάσει ένα βιβλίο δηλωμένα αφιερωμένο στον Γκάτσο, η ποιήτρια και μεταφράστρια που ταυτίστηκε μαζί του προτίμησε μια δική της «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία».

Είχε ρίσκο η επιλογή της. Αν και οι στίχοι του σε μουσική των κορυφαίων συνθετών μας έχουν τραγουδηθεί από εκατομμύρια Ελληνες κι έχουν ακουστεί από τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη σ' όλο τον κόσμο, ο Γκάτσος παρέμεινε ηθελημένα ένας «άγνωστος». Δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν εξήγησε ποτέ γιατί δεν εξέδωσε άλλο ποιητικό έργο μετά την «Αμοργό» κι ούτε ποιος ήταν «ο Γιάννης ο φονιάς» ή η «Περιμπανού». Ομως η Δημητρούκα διακινδύνευσε να μιλήσει για κείνον μεσ' από τη δική της ιστορία ξετυλίγοντας τα δύσκολα παιδικά της χρόνια σ' ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, την καταφυγή στα πρώτα διαβάσματα κι ακούσματα, από τα δημοτικά τραγούδια ώς τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο. Ως τη στιγμή που, διαπιστώνοντας ότι τη μετάφραση του «Ματωμένου γάμου» και τους στίχους των αγαπημένων της τραγουδιών υπογράφει ο ίδιος άνθρωπος, τηλεφώνησε γεμάτη θαυμασμό στον Γκάτσο.

Μια επικοινωνία ξεκίνησε τότε. Μετά το τρίτο τηλεφώνημα, ο ποιητής έστειλε στη φιλομαθή μαθήτρια δίσκους, βιβλία, μια πένα και ελβετικές σοκολάτες και αργότερα επισκέφθηκε ο ίδιος την οικογένειά της. «Αργησες είκοσι χρόνια!» της είπε όταν εκείνη ήρθε στην Αθήνα να τον δει. «Μάλλον έπρεπε να ήμουν εγώ είκοσι χρόνια νεότερος». Ομως μια ιδιαίτερη σχέση είχε αρχίσει να στεριώνει.

Η Δημητρούκα αφηγείται με ειλικρίνεια, παραστατικότητα και χιούμορ πώς μπήκε στην ιστορική παρέα του «Φλόκα» προσπαθώντας να μιμηθεί τους άλλους για να μην εκτεθεί «ως ανίδεη και ανόητη χωριατοπούλα». Πώς παρακολουθούσε προσεκτικά αλλά κι αχόρταγα τις συζητήσεις με τον Ελύτη «για ποίηση, για ποιητές και για παλιές συνήθειες, κορίτσια και ρουλέτες», αλλά και τ' αθυρόστομα αστεία με τους νεότερους, τον Ξαρχάκο, τον Μούτση και τον Κηλαηδόνη, που ο Χατζιδάκις δήθεν κάθε τόσο επανέφερε στην τάξη. Αυτή η ασυνήθιστη καθημερινότητα περιείχε και ανεπιτήδευτα μαθήματα στιχουργικής που ήταν ουσιαστικά μαθήματα σκέψης και ζωής.

Τα χρόνια περνούσαν, το αγρίμι των πρώτων σελίδων είχε βρει ταυτότητα, αλλά ο χρόνος παίζει το δικό του παιχνίδι: στον νέο προσφέρει ωριμότητα, στον ώριμο επιφυλάσσει τη φθορά. Κι αυτή, ωστόσο, καταγράφεται εδώ με ειλικρίνεια. Οι ιστορίες για στίχους με παράξενη γοητεία και για γάτες με παράξενα ονόματα, τον Κούνελο, την Καλημέρα και τον Τουπαμάρος, εναλλάσσονται αρμονικά, όπως η βαρύτητα και η ελαφρότητα. Συναισθηματική, αλλά ποτέ μελοδραματική, αποκαλυπτική αλλά ποτέ αδιάκριτη, η Δημητρούκα κερδίζει το στοίχημα της επιλογής της εξομολογούμενη με αγάπη και σεβασμό τον τρόπο με τον οποίο έμαθε πλάι στον Γκάτσο να ζει ποιητικά την καθημερινότητα και καθημερινά την ποίηση. *

No comments: