- ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
- Μέσα από την ιστορία μιας μεσόκοπης και ανάπηρης- στο σώμα και στην ψυχή- γυναίκας που μένει και γερνά μόνη στο κέντρο της σημερινής Αθήνας ο Γιάννης Ξανθούλης δίνει με οργή και χιούμορ το πανόραμα μιας γκροτέσκας μικροαστικής κοινωνίας
Η «δεσποινίς» Πελαγία είναι μια μεσόκοπη γυναίκα που μένει και γερνά μόνη στον Κολωνό και στις πέριξ του Σταθμού Λαρίσης γειτονιές της σημερινής Αθήνας. Κουτσαίνει στο σώμα αλλά πρωτίστως στην ψυχή. Το ένα της πόδι, από γεννησιμιού της, είναι πιο κοντό απ΄ το άλλο. Η συναισθηματική της «αναπηρία», ωστόσο, είναι το οδυνηρό μυθοπλαστικό κέντρο γύρω από το οποίο ο Γιάννης Ξανθούλης οργανώνει το τελευταίο του μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας από την Αλεξανδρούπολη χαρίζει στους αναγνώστες του μια πολύ ενδιαφέρουσα και αντιφατική ηρωίδα.
Η Πελαγία είναι το «ντόπερμαν» της «Βηθλεέμ». Εργάζεται για πολλά χρόνια, ως ανώτατη και απαραίτητη υπάλληλος, σε μια μικρή βιοτεχνία που κατασκευάζει χριστουγεννιάτικα είδη διακόσμησης, μια επιχείρηση που φυτοζωεί στα χέρια του Βασίλη Δαδή. Η Πελαγία ανέχεται τη δουλειά και το αφεντικό της, ένα κράμα νεοελληνικής κουτοπονηριάς και γκρίνιας, όπως ακριβώς υπομένει την ίδια της τη ζωή που μοιάζει τελματωμένη. Μένει ολομόναχη στο πατρικό της σπίτι (οι γονείς πρόσφυγες από τη μακρινή Καππαδοκία) και αντιμετωπίζει τις υπαρξιακές της ανησυχίες, της ωριμότητας και της μοναξιάς, έχοντας δημιουργήσει ένα προστατευτικό πλέγμα που ονομάζει «παρηγορητικό ενεστώτα». Πρόκειται για ένα σταθερό σημείο μέσα στη βαρύθυμη καθημερινότητά της από το οποίο κάνει τις μικρές και πικρές διαπιστώσεις του βίου της, δοκιμάζει τη μνήμη και μετρά τα απωθημένα της.
Η Πελαγία είναι το «ντόπερμαν» της «Βηθλεέμ». Εργάζεται για πολλά χρόνια, ως ανώτατη και απαραίτητη υπάλληλος, σε μια μικρή βιοτεχνία που κατασκευάζει χριστουγεννιάτικα είδη διακόσμησης, μια επιχείρηση που φυτοζωεί στα χέρια του Βασίλη Δαδή. Η Πελαγία ανέχεται τη δουλειά και το αφεντικό της, ένα κράμα νεοελληνικής κουτοπονηριάς και γκρίνιας, όπως ακριβώς υπομένει την ίδια της τη ζωή που μοιάζει τελματωμένη. Μένει ολομόναχη στο πατρικό της σπίτι (οι γονείς πρόσφυγες από τη μακρινή Καππαδοκία) και αντιμετωπίζει τις υπαρξιακές της ανησυχίες, της ωριμότητας και της μοναξιάς, έχοντας δημιουργήσει ένα προστατευτικό πλέγμα που ονομάζει «παρηγορητικό ενεστώτα». Πρόκειται για ένα σταθερό σημείο μέσα στη βαρύθυμη καθημερινότητά της από το οποίο κάνει τις μικρές και πικρές διαπιστώσεις του βίου της, δοκιμάζει τη μνήμη και μετρά τα απωθημένα της.
- Το κοκαλάκι της νυχτερίδας
Τα δύο μικρότερα αδέλφια της τα μεγάλωσε σαν «ετεροθαλής μάνα», όταν οι γονείς απεδήμησαν εις τόπους χλοερούς. Αφησε πίσω τα όνειρά της να μεγαλουργήσει στα Μαθηματικά και ρίχτηκε στη βιοπάλη για να ζήσει την εναπομείνασα οικογένεια. Η ιδιότυπη «αστυνόμευση» του αίματος της επέβαλε έναν ρόλο υποστηρικτικό για τα δύο αγόρια αλλά ματαίωσε πλήθος επιθυμιών και φαντασιώσεων που έπλαθε στα νεανικά της χρόνια. Τότε περίσσευαν οι αυταπάτες, ήλπιζε ότι θα απέμενε αρκετός χρόνος ακόμη για όλα, ότι θα έρθουν κάποτε οι αλλαγές που λαχταρούσε στην γκρίζα ζωή της. Τα αδέλφια μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, μετακόμισαν προς τα βορειότερα προάστια και απομακρύνθηκαν επαρκώς από την αδελφή τους. Η Πελαγία, για να εκδικηθεί σιωπηρά την τυπικότητα που μάτωνε τη σχέση τους, εγκαθιστά μια γριά ζητιάνα με τους παπαγάλους της σε ένα μικρό καμαράκι στο πατρικό τους, ιδιοκτησία παλαιότερα του αγαπημένου τσαγκάρη θείου της. Το έκανε πιο πολύ για να ενοχλήσει και τις νύφες της, την «Γκόλντα» και τη «Λάρα», που μετονομάστηκαν έτσι από Χρυσούλα και Εριφύλη αντίστοιχα, προκειμένου να εξυπηρετήσουν την περιφρονητική και αηδιασμένη ματιά του Ξανθούλη απέναντι στις μικροαστικές και νεοπλουτίστικες εκφάνσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Η Πελαγία πού και πού σμίγει ερωτικά στο νεκροταφείο της Καισαριανής με το «Μαμούθ», τον ογκωδέστατο αχθοφόρο της βιοτεχνίας ονόματι Παρασκευά, με τον οποίο προσπαθεί να καλύψει ετεροχρονισμένα και βίαια όσες σαρκικές απολαύσεις απώλεσε στη διάρκεια μιας ζωής στην οποία έστηνε περίπλοκες άμυνες απέναντι στον κόσμο- από τον συγκρατημένο αυτοοικτιρμό ως το αγνό μίσος. Τα πράγματα ανατρέπονται απρόβλεπτα όταν η ζητιάνα, που κρύβει ένα μυστηριώδες και μεγαλοπρεπές παρελθόν, πεθαίνει μέσα στην ακαταστασία και στη δυσωδία του παραπήγματος. Η «Πολυτίμη Δωματίου-Τσαγκάρη» (η ονομασία αποδίδεται στην αλλοπαρμένη καλόγρια-εξαδέλφη της «δεσποινίδος») αφήνει κάτω από το λιγδιασμένο στρώμα της ανεκτίμητα απομεινάρια που εντείνουν τη «συνωμοσία της τύχης» υπέρ της Πελαγίας, τη βοηθούν να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς και εν τέλει τη στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη- σταθερή πλέον λογοτεχνική αναφορά του Ξανθούλη. Εκεί επιχειρεί να αναμοχλεύσει το παρελθόν της αλλά και τις ιστορίες στις οποίες εμμέσως εμπλέκεται. Ο θάνατος της γυναίκας που είχε περιμαζέψει από πείσμα περισσότερο και όχι από ανιδιοτέλεια (η «δεσποινίς», άλλωστε, φουρκιζόταν αφάνταστα από το κουτσομπολιό των πτηνών της μακαρίτισσας) δίνει στην Πελαγία το κοκαλάκι της νυχτερίδας και στην αφήγηση μια νέα αναπάντεχη (ίσως και άνιση) ώθηση- ως εκείνο το σημείο ο συγγραφέας συντηρεί το ενδιαφέρον μέσα από το προσωπικό ύφος που έχει κατακτήσει αλλά και τους ξεκαρδιστικούς χαρακτήρες που έπλασε για να αντισταθμίσει το δραματικό βάρος με το οποίο «φορτώνει» την ηρωίδα του.
- Σάτιρα νεοελληνικής κοπής
Ο Γιάννης Ξανθούλης ανήκει σε μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία συγγραφέων: είτε τον αποδέχεσαι και τον παρακολουθείς στενά (όχι πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό) είτε τον εγκαταλείπεις εκεί που αισθάνεσαι ότι έχει εξαντλήσει το αναγνωστικό σου ενδιαφέρον.Στο βιβλίο αυτό μετέρχεται με την ίδια ζέση το γνώριμο λογοτεχνικό ιδίωμα με το οποίο τον ακολουθούν και νιώθουν οικεία οι αναγνώστες του.Είναι ένα είδος ξεχωριστής σάτιρας,πλασμένης σταδιακά μέσα στα χρόνια,που άλλοτε θυμίζει επιθεώρηση και άλλοτε μαύρη κωμωδία αυστηρώς νεοελληνικής κοπής.Στα βιβλία του Ξανθούλη μπορεί κανείς ανερυθρίαστα να είναι βουτηγμένος μέσα στα ελληνικά στραβά κι ανάποδα,να είναι ακραιφνώς «έλληνας αναγνώστης» με ιδιαίτερους κώδικες συνεννόησης,να ξεσπά σε γέλια για όσα σουρεαλιστικά συμβαίνουν και να προβληματίζεται μόνο όταν κρίνει ο ίδιος ότι πρέπει (αν πρέπει) να το κάνει- όχι κατόπιν συγγραφικής υποβολής ή κάποιας ασαφούς λογοτεχνικής αναγκαιότητας.
Η γλωσσική και υφολογική συνέπεια του συγγραφέα, ο σαρκασμός και η ειρωνεία του,συμπληρώνονται και σε αυτό το βιβλίο από την ανανέωση του πραγματολογικού υλικού που στα βιβλία του αναμειγνύεται με γνώριμα μοτίβα που αφορούν τη μνήμη και (εσχάτως) τη μοναξιά.Εντοπίζει κανείς μέσα από το γκροτέσκο βλέμμα του Ξανθούλη, αδρά ή υπαινικτικά,όλες τις μεταλλάξεις που βιώνει η πρωτεύουσα (και η κοινωνία εν γένει) αλλά και τα ελληνικά ήθη γενικότερα.Η δεσποινίς Πελαγία,ωστόσο,είναι μια ηρωίδα καμωμένη από νεύρο και ανησυχία,από οργή και ένα πρόταγμα: μπορεί να μην ευτυχήσεις ποτέ,προσπάθησε τουλάχιστον να δυστυχήσεις αξιοπρεπώς.
- http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=379822&dt=23/01/2011#ixzz1CaMwddUN Διαβάστε περισσότερα: