Sunday, September 18, 2011

Σωτήρης Πατατζής: 20 χρόνια από τον θάνατό του: Η εντολή του κοριτσιού



«Αν έχεις καλό μνημονικό, ξεχνάς πιο εύκολα ορισμένα πράγματα» έγραψε βουτώντας την πένα του στην κυνικότητα των καιρών και στην επιλεκτική τους μνήμη ο Λεκ Στάνισλαβ. Είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Σωτήρη Πατατζή και η Μνήμη του παραμένει «το πιο κρυφό μυστικό» της ελληνικής λογοτεχνίας.

«Υπάρχουν εξηγήσεις γι' αυτή την ελληνική σιωπή που περιβάλλει τον Σωτήρη. Και τον κάθε Έλληνα με τον χαρακτήρα του Σωτήρη», όπως έγραψε στην "Ελευθεροτυπία" πέντε χρόνια πριν ο Αλέξης Ζήρας… «Από τον Σωτήρη έμαθα το νόημα της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης, της Ειλικρίνειας και της Αξιοπρέπειας… μας έμαθε ακόμη να υπερασπίζουμε με επιχειρήματα και όχι με τη βία τις αμετακίνητες ιδέες μας. Και με τον ίδιο τρόπο να καταγγέλλουμε τα πρόσωπα και τις 'σφραγίδες' που εκμεταλλεύονται κι ευτελίζουν αυτές τις ιδέες».

Ο Πατατζής, όπως και κάθε ρομαντικός, «γνώρισε» ότι ο βράχος του Σίσυφου είναι ένα κέλυφος «άδειο». Μα την απογοήτευσή του τη χρησιμοποίησε για να σταθεί όρθιος, όχι να σκύψει. «Ξέρετε γιατί γίναμε άνθρωποι; Γιατί μερικοί πρόγονοί μας πάλευαν και είχανε το θάρρος να πεθάνουν όταν χρειαζότανε. Όσα ζώα δεν ήξεραν να πεθάνουν έμειναν για πάντα ζώα» γράφει στην εμβληματική (και τόσο πρόχειρα, παρά την προσωπική γοητεία των πρωταγωνιστών της, μεταφερμένη στην τηλεόραση) «Μεθυσμένη Πολιτεία».

Μ’ άλλα λόγια «όσα ζώα δεν ήξεραν να πεθάνουν δεν έζησαν ποτέ». Ο Πατατζής μιλά συνειδητά στη φράση αυτήν, όπως και στο σύνολο της ζωής του, για την απέκδυση, την άρνηση πολύτιμων πραγμάτων προς όφελος μιας συλλογικής αποταμίευσης που τα δειλά όρια της ατομικής 'αποταμίευσης' ριζικά ανατρέπει. Είναι ο ίδιος ήρωας ουσιαστικά που, γνωρίζοντας αταβιστικά σχεδόν πως πρέπει ν’ ακροβατήσεις πάνω στις αντιφάσεις της ζωής για να βρεις το πλέριο νόημα της, λέει περιγράφοντας σπαρακτικά την πιο κρυφή γενοκτονία απ’ όλες, αυτήν του σκεπτόμενου απέναντι σε «πιστούς» και απλουστευτικά «φίλαυτους» κάθε είδους: «Τι θα πει 'σκέφτομαι'; Γίνομαι δυστυχισμένος, ναι, ναι, αυτό θα πει. Ε, λοιπόν, φανταστείτε τώρα να κάνουμε όλους τους ανθρώπους γύρω μας να σκέφτονται, σ’ έναν κόσμο τόσο γελοίο, τόσο αποκρουστικό! Είναι σα να τους θερίζουμε με πολυβόλο».
Στη «Μεθυσμένη Πολιτεία» ο γεννημένος στη Μεσσήνη Πατατζής θερίζει με τις λέξεις του -συνειδήσεις, όχι ζωές- βαθύτερα από πολυβόλο και συμβάλλει με το μυθιστόρημα αυτό στα θεμέλια του νεοελληνικού μεταπολεμικού αφηγήματος όσο ελάχιστοι άλλοι. Όπως βάζει και βαθύτερα τα θεμέλια του νεοελληνικού θεάτρου τόσο με διασκευές όσο και με νέες δημιουργίες.
Είναι χαρακτηριστικό πόσο ο Πατατζής, την ίδια ώρα που ηθογραφεί με εντιμότητα ό,τι ζούμε, παίζει το σκάκι του φιμωμένου ταλαντούχου με τους λογοκριτές και ταράζει τα αυτονόητα του μετεμφυλιακού ελληνικού κόσμου ανατρέποντας τα προσδοκώμενα, τα «αυτονόητα» των ρόλων, και μέσα από αυτό διευρύνοντας τα όρια της πρόσληψης και της κοινωνικής συνείδησης.
Η γραφή του έτσι συνομιλεί με τη στάση ζωής του και γίνεται από πνευματικό προϊόν «ενέργημα» αμφισβητώντας στο επίπεδο της σημειολογίας κάθε συμπεριφορά και κάθε σημαινόμενο. Στον «Δον Καμίλο» π.χ. (μια συγκλονιστικά νέα δημιουργία, πολύ μεστότερη και προσαρμοσμένη πανέξυπνα στα μετεμφυλιακά ελληνικά ήθη από την αρχική συρραφή επεισοδίων του Ιταλού Γκουαρέσκι) ο δήμαρχος είναι «καλοσυνάτος μα ξύλινος κουμουνιστής» σε εποχές ηθικής νίκης της αριστεράς και σύγχρονα αυστηρής πολιτικής τής παρανομίας που εξοβελίζει τους δημάρχους της από την εξουσία στην εξορία (ανατρέποντας έτσι διά της «ποιήσεως» και τα δυο και την ηθική νίκη και την πραγματική ήττα!), ο παπάς αναρχικός που τα βάζει με τον θεσμό που υπηρετεί και τσιγκλάει διαρκώς τον Θεό που «πιστεύει», υποβάλλοντας την ιδέα ότι ο μόνος Θεός του είναι ο Άνθρωπος ή αλλιώς η Φωνή της Συνείδησης του Ανθρώπου («Δον Καμίλο!!»).
Ο καρδινάλιος, τέλος, μικρός Ρασπούτιν που επιζεί στις πλάτες ενός λαού ηλίθιου (που τον κατάντησαν έτσι οι επιλογές των ηγετών του και τα δικά του λάθη) κι ο λαός ικανός για όλες τις αμαρτίες κι όλες τις αγιότητες του κόσμου.
Αλλά και όλες δυνητικά τις δυνατότητες: "- Άκουσε, φίλε. Βάζεις ένα σκοπό στη ζωή σου. Λες: Θα χτίσω ένα σπίτι. Και το χτίζεις κάποτε. Το λοιπόν, τι γίνεται; Φυσάει ξαφνικά ένας πουνέντες μέσα στο μυαλό σου και βλέπεις το σπίτι σου μ’ άλλο μάτι: Άχαρο, βαρύ, σκοτεινό. Το σιχαίνεσαι. Και το σπίτι και τον ίδιο σου τον εαυτό που το ’χτισε. Και τότε, αδερφέ μου, βάζεις για σκοπό της ζωής σου το γκρέμισμα εκείνου του σπιτιού. Θέλεις να χτίσεις ένα καινούργιο σπιτάκι που θ’ αστράφτει από φως…" γράφει στο Ich Τέσσερα, περιγράφοντας μία παρέα που έμελλε να εκτελεστεί, περιγράφοντας ως Προκρούστη τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αλλά και οράματα και προδοσίες πολύ πέρα από αυτήν.
Κι όμως ούτε η γεύση της πικρίας ούτε της αποτυχίας δεν οδήγησε τον Πατατζή σε μια ρητορική «μαρτυρικού μεγαλοϊδεατισμού». Αντίθετα πήρε τις ζωές των ανθρώπων που παρατηρούσε τρυφερά στις παλάμες και τις απόθεσε στο χαρτί ως μια σταθερή καταγγελία ενός κόσμου διεφθαρμένου και υποκριτή που το πρώτο που κάνει είναι να σπάει τα δάκτυλα όσων ψηλαφητά προσπαθούν να διαμορφώσουν τη ζωή τους με βάση την εύθραυστη εικόνα μιας άξιας του ανθρώπου ύπαρξης.
Ή αλλιώς: «Το κορίτσι τον κοίταξε πολλήν ώρα στα μάτια. Ύστερα τίναξε τα χρυσά της μαλλιά προς τα πίσω και φέρνοντας την παλάμη της μπροστά στο μέτωπο μουρμούρισε κοιτάζοντας τον ήλιο: "Πρέπει να διώξουμε το θάνατο από τους δρόμους. Κι έφυγε τρέχοντας…" λέει η Ναντούλα στο Τραγούδι των Σκοτωμένων.
Ο Πατατζής επέλεξε να ζήσει ακολουθώντας την εντολή του κοριτσιού, προσπαθώντας να σκαλίσει με τα νύχια το Φως στον αδιάφορο βράχο μιας εξαιρετικά σκληρής εποχής που επιστρέφει με άλλον τρόπο στην εποχή μας. Κι όμως! «Η θέλησή μας να θυμόμαστε είναι η θέλησή μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο», όπως έγραψε η Τζόαν Νεστλ. Είκοσι χρόνια από τον θάνατό του αξίζει να τον θυμηθούμε. Όχι μόνο ως πολιτιστική επιλογή αλλά και ως πολιτική (μα με την ουσιαστικότερη έννοια) πράξη.

  • Ελένη Καρασαββίδου, Η ΑΥΓΗ, 18/9/2011

2 comments:

librarian said...

Μα πρώτη φορά διαβάζω κάτι γι' αυτόν το συγγραφέα, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στη λίστα με τους αγαπημένους μου συγγραφείς καθώς το μυθιστόρημά του Ελεονόρα είναι το μοναδικό βιβλίο που έχω διαβάσει τρεις φορές και θα διάβαζα κι άλλες. Αλήθεια γιατί τόσο λίγα λόγια γράφονται γι' αυτόν;

Νίκος Λαγκαδινός said...

Απλώς διότι οι σύγχρονοί μας δεν αφήνουν χώρο για άλλους! Ξέρετε ότι δύσκολα λένε καλή κουβέντα για άλλους...