Sunday, February 14, 2010

Ένας εκρηκτικός Εγγονόπουλος

http://www.peri-grafis.com/patroklos/spaw/images/engonopoulos.foto.jpg
Η ΑΥΓΗ: 14/02/2010

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ

Οι επιστολές του Ε. Χ. Γονατά προς τον Νίκο Εγγονόπουλο και η γενιά του '30

Δύο επιστολές του Ε. Χ. Γονατά προς τον Νίκο Εγγονόπουλο δημοσιεύονται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Μανδραγόρας», τρία χρόνια μετά το θάνατο του Γονατά, φέρνοντας στο φως το περιεχόμενο των συζητήσεων που πραγματοποιούσαν οι δύο ποιητές κατά τη διάρκεια περιπάτων τους στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η πρώτη, πολυσέλιδη επιστολή δημοσιεύεται ταυτόχρονα και στον ετήσιο κατάλογο των εκδόσεων «Στιγμή» του 2009, με επιμέλεια του Αιμίλιου Καλιακάτσου. Στην επιστολή αυτή ο Γονατάς αναφέρει «μερικούς από τους άπειρους λόγους της αγάπης και της ευγνωμοσύνης» που νιώθει προς το δάσκαλό του και εκφράζει τις σκέψεις του για γενικότερα ζητήματα που αφορούν την τέχνη και το ρόλο του καλλιτέχνη. Η επιστολή γράφεται τον Οκτώβριο του 1976, με αφορμή μια συνέντευξη που έδωσε ο Εγγονόπουλος στα Νέα (17.9.1976), στην οποία ξεχώριζε τον Γονατά ως έναν από τους πιο αξιόλογους νέους ποιητές. Ο προσωπικός, εξομολογητικός τόνος, η εσωτερική ένταση που κυριαρχεί σε κάποια σημεία, η διάθεση του Γονατά να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του προς πάσα κατεύθυνση καθιστά την ανάγνωσή της συναρπαστική.

Η λογοτεχνική πορεία του Γονατά θυμίζει την αντίστοιχη του Εγγονόπουλου (λίγες, όχι και τόσο ενθαρρυντικές κριτικές και καθυστερημένη αναγνώριση της λογοτεχνικής του αξίας). Εξαιρετικά ολιγογράφος, εξέδωσε μόνο επτά ολιγοσέλιδες συλλογές κειμένων σε διάστημα μεγαλύτερο των 50 χρόνων. Ασχολήθηκε συστηματικά και με τη μετάφραση, ενασχόληση η οποία τον έφερε, μεταξύ των άλλων, κοντά στο έργο τριών συγγραφέων (Alfred Otto Wolfgang Schulze (Wols), Antonio Portsia, Georg Christof Lichtenberg), με τους οποίους διακρίνει εκλεκτικές συγγένειες. Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι οι τρεις συγγραφείς υπηρέτησαν την τέχνη του αφορισμού (εκλεπτυσμένη και τεχνικά άρτια συμπύκνωση ενός θέματος), που γοήτευε σε μεγάλο βαθμό το Γονατά.

Τέτοιοι αφορισμοί περιέχονται στη συνέντευξη του Εγγονόπουλου και προκαλούν ενθουσιασμό στο Γονατά. Ξεχωρίζει εκείνον που αναφέρεται στον Γιώργο Σεφέρη: «Ένας ξένος φίλος μου προσπάθησε να μεταφράσει τον κ. Σεφεριάδη. Άλλοτε του έβγαινε Έλιοτ, άλλοτε Λαφόργκ, και άλλοτε Βαλερύ». Η άποψη του Γονατά για τον Σεφέρη είναι κοντά σε εκείνη του δασκάλου του. Το πώς επενέργησε ο αφορισμός του Εγγονόπουλου (...για τον κ. Σεφεριάδη), το περιγράφει ως εξής: «...ένιωσα να επενεργεί κατά τον μόνο τρόπο που ο Ιβάνοβιτσ-Σβέντεντσοφ, άνθρωπος των ρωσικών γραμμάτων και αξιωματικός της φρουράς, σύγχρονος του Κορολένκο, δεχόταν να επενεργεί στο κοινό ένα διήγημα: «Πρέπει να χτυπάει κατακέφαλα τον αναγνώστη, σα μπαστουνιά, για να του δώσει να καταλάβει τι κτήνος είναι».

Οι «άπειροι λόγοι αγάπης και ευγνωμοσύνης» του Γονατά προς το δάσκαλό του, φανερώνουν και μια διαφορετική αντίληψη του Εγγονόπουλου για την τέχνη και το ήθος του καλλιτέχνη. Όταν ο Εγγονόπουλος διδάσκει το νεαρό Γονατά ότι ο γνήσιος καλλιτέχνης και ο άνθρωπος των γραμμάτων οφείλουν να έχουν ξεκάθαρη γνώμη, να έχουν αρχές και απόψεις και άφοβα να τις εκφράζουν, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, στοχεύει κατευθείαν το Σεφέρη και ιδιαίτερα το δοκιμιακό του έργο. Αυτό το συνειδητοποίησε ο Γονατάς αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ξαναδιάβασε κάτι απ' τις Δοκιμές του Σεφέρη και διαπίστωσε ότι δεν έπαιρνε θέση: «Δε μ' ενδιαφέρει δράμι, αν θεωρείται και από ποιους θεωρείται και γιατί θεωρείται ως ο καλύτερος δοκιμιογράφος μας. Εγώ, εκείνο που ξέρω, είναι ότι τελικά δεν άντεξα κι αναγκάστηκα να πετάξω το βιβλίο στη φωτιά, γεμάτος αγανάκτηση, γιατί τον συνέλαβα ...ν' αποφεύγει συστηματικά και μεθοδικά στις περισσότερες ...μελέτες του, να εκφέρει ξάστερη γνώμη, ακόμα και για τον Κάλβο, καταφέρνοντας να ξεγλιστράει αδιάκοπα, πάντοτε και παντού, με μια ικανότητα διπλωμάτη, άφταστη ομολογώ -σαν το χέλι, σε σημείο που δεν έβρισκες άκρη αν, ας πούμε, τον Κάλβο τον υμνεί ή τον καταδικάζει».

Είναι γνωστό ότι ο Εγγονόπουλος είχε επιφυλακτική στάση απέναντι στον Σεφέρη και αρνητική απέναντι σε όλη τη γενιά του '30, με την οποία διαφωνούσε αισθητικά και ιδεολογικά. Σε συνέντευξή του απορρίπτει κατηγορηματικά και τον όρο «γενιά του '30»: «Δεν ανήκω στην ανύπαρκτη Γενιά του '30» (Τα Νέα, 28 και 29 Μαρτίου 1978). Στην ίδια συνέντευξη κρατάει αποστάσεις απέναντι στο Σεφέρη:

-Δημοσιογράφος: Η ρωμιοσύνη θέλει αυτό που 'λεγε ο Παπαδιαμάντης: μορφωμένους ιερείς, όχι εγγραμμάτους! Το 'λεγε κι ο Σεφέρης για τον Μακρυγιάννη...

-Εγγονόπουλος: Ώ, ο Σεφεριάδης ο καημένος! Τον ικανοποιούσε το Νόμπελ!

-Δ. Οι Δοκιμές είναι ένα σπάνιο ελληνικό σχολείο μόνες τους...

-Ε.: Δυστυχώς, κύριε Λιάνη, δεν μπορώ να σας ακολουθήσω σ' αυτή την αισθητική θεώρηση των πραγμάτων. Μόνο ν' αγαπώ μπορώ και να μένω αδιάφορος...

Ο χώρος δεν μας επιτρέπει φυσικά να σχολιάσουμε τη γνώμη του Εγγονόπουλου για το νομπελίστα ποιητή ή να αναλύσουμε τους λόγους της συνειδητής απομάκρυνσής του από τη γενιά του '30. Η κριτική, άλλωστε, ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να είναι διστακτική ή να αρνείται να ασχοληθεί με την ουσία των απόψεων που εξέφρασε ο Εγγονόπουλος. Συνοπτικά, όμως, θυμίζουμε τα εξής: το κεντρικό ζήτημα που ανέδειξε άτυπα η γενιά του '30 ήταν το ζήτημα της ελληνικότητας στην τέχνη, ενταγμένο στην αναζήτηση και τον προσδιορισμό της εθνικής μας ταυτότητας. Η γενιά αυτή, ζώντας σε μια κοινωνία φοβική προς την Ευρώπη και τα μοντερνιστικά της κινήματα, επιχείρησε, κάπως εκβιαστικά και τεχνητά, να γεφυρώσει μέσα από την τέχνη το χάσμα της εθνικής ταυτότητας, συμφιλιώνοντας το μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα. Το ελληνικό φως, το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, ο Μακρυγιάνης και ο Θεόφιλος, η επιστροφή στις πηγές, χαρακτηρίζουν τις αναζητήσεις, τον αισθητικό και ιδεολογικό προσανατολισμό της γενιάς του '30.

Ο Εγγονόπουλος μέσα από το έργο του προτείνει έναν άλλο δρόμο αναζήτησης του ελληνικού στοιχείου στην τέχνη. Η ελληνικότητα δεν είναι μία καθ' εαυτή, αλλά παρουσιάζεται διευρυμένη με πολλαπλά χαρακτηριστικά (γλωσσικά, ιστορικά, γεωγραφικά) και επιρροές, καθώς υπερβαίνει τα χωροχρονικά πλαίσια της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παραγωγής τών μετά την Επανάσταση και τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους χρόνων. Ο Γονατάς, ενθυμούμενος τη διδαχή του Εγγονόπουλου, αναγνωρίζει την αξία που έχει για την παιδεία ενός καλλιτέχνη η ανακάλυψη ελληνικών έργων, που πάντα διέφευγαν την προσοχή των ειδικών. «Διότι μου δείξατε», λέει ο Γονατάς, «τι μπορώ να ωφεληθώ εντρυφώντας στις Περιηγήσεις του Ποταγού, στο Ελληνικόν Θέατρον του Ζαβίρα, στα Ήθη και έθιμα του Εδίπ Ζαδέ, στις φυλλάδες του 'Φοίνικος' Βενετίας, στην Ιστορία δύο Μελλονύμφων του Αλέξανδρου Μανζόνου, στο Ημερολόγιο του Ντελακρουά, στα σημειωματάρια του Λ. Ντα Βίντσι κ. ά. εξαισίων». Η διαφορετική αισθητική και ιδεολογική προσέγγιση του Εγγονόπουλου υποδηλώνεται με την προτίμησή του σε κείμενα, που αν και δεν προβάλλονταν από τον επίσημο λογοτεχνικό και γραμματολογικό κανόνα, περιείχαν γλωσσικό και πνευματικό πλούτο. Τον Εγγονόπουλο συγκινεί ο λογοτεχνικός λόγος, η γνησιότητα και το ήθος του, η ελληνική γλώσσα στη διαχρονική της εξέλιξη και η σχέση της με βαλκανικές και ευρύτερες επιρροές, καθώς και η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, που κινείται και πέρα από τον ελλαδικό χώρο.

Ο Εγγονόπουλος, τέλος, αρνείται τον εξουσιαστικό λόγο, όπου κι αν εκφέρεται, λογοτεχνικό ή ιδεολογικό. Και οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς του '30 εξέφεραν έναν τέτοιο λόγο, ειδικά με τη στάση τους απέναντι στον υπερρεαλισμό. Από την αρχαιοελληνική γραμματεία, από τη μυθολογία, από τη δημώδη ποίηση και από την ιστορία, επιλέγει να αντλήσει τα παραδείγματα εκείνα που, αν και δεν έφεραν τα καθιερωμένα αναγνωριστικά σημάδια, μπορούσαν να προβάλουν μια άλλη ηθική πρόταση. Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το ποιες είναι οι δικές του αισθητικές αρχές, απαντάει:

-«Αισθητική δεν υπάρχει, μόνον ηθική. Αν καταφέρομαι εναντίον ορισμένων 'μεγάλων ανδρών' της εποχής μας είναι γιατί δεν έχουν ηθική. Τα μεγαλεία τους είναι ψεύτικα. Κάνουν θόρυβο γύρω από τον εαυτό τους. Ο θόρυβος είναι ένα μέσον για να φτάσουν... Στη Γαλλία παρουσιάστηκαν κάποτε κάτι ξεθυμασμένοι επίγονοι... Αυτοί οι επίγονοι ήταν τελείως ξεθυμασμένοι, εξαντλημένοι, όπως ο Κλωντέλ, ο Βαλερύ, ο Ζιντ, λησμονημένες απηχήσεις των παλαιών μορφών, του Προύστ, του Βερλαίν, του Μαλλαρμέ. Οι εκπρόσωποι της δικής μας λεγόμενης Γενιάς του '30 αυτούς πήγαν ν' αντιγράψουν. Δεν είχαν τα κότσια να εμπνευσθούν από τους παλιούς γερούς, αλλ' από τους παρακμίες» (Η Καθημερινή, 12-13 Απριλίου 1981).

Οι απόψεις του Εγγονόπουλου, όπως απηχούνται στην επιστολή του Γονατά, ίσως κάποτε οδηγήσουν την κριτική (αν καταφέρει επιτέλους να απαλλαγεί από τις γνωστές ιδεολογικές και αισθητικές της φοβίες) σε επαναπροσδιορισμό των λογοτεχνικών πραγμάτων της περιόδου και επαναξιολόγηση των εκπροσώπων της γενιάς του '30.

*Ο Μιχάλης Άνθης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

No comments: