- Το δεύτερο πεζογραφικό εγχείρημα της Μαριλένας Παπαϊωάννου συνιστά μια γλωσσική και αφηγηματική ωρίμαση
- Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, ΤΟ ΒΗΜΑ: 05/06/2016
Οι φυλακές Βούρλων στον Πειραιά που δεν υπάρχουν πια
Μαριλένα Παπαϊωάννου
Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους
Εκδόσεις Εστία, 2016,
σελ. 140, τιμή 11 ευρώ
Μια ασθματική και κλειστοφοβική περιπέτεια η οποία διαδραματίζεται στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα την ώρα που ο Εμφύλιος έχει κορυφωθεί είναι το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο της Μαριλένας Παπαϊωάννου. Στοιβαγμένοι στο κελί τους, πνιγμένοι στον ιδρώτα και ξεραμένοι από τη ζέστη και τη δίψα, οι κρατούμενοι που πρωταγωνιστούν στην αφήγηση έχουν σαν μοναδική παρηγοριά τη μύηση στους στίχους του Ερωτόκριτου και του Κάλβου (πρωτοβουλία του αφανούς καθοδηγητή τους).
Πλάι όμως στην πνευματική υπάρχει και η σωματική παρηγοριά: το κρύο νερό με το οποίο γεμίζει τα παγούρια τους ένας απρόσμενος φύλακας-άγγελος, ο φρουρός Σκουλάς, που καλύπτει την ευεργεσία του με ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο για τον αποτρόπαιο αντεθνικό τους ρόλο. Ο κλοιός, παρ' όλα αυτά, σφίγγει καθημερινά: από τη μια πλευρά τα βασανιστήρια και οι ανακρίσεις, από την άλλη η αγωνία της μεταγωγής στα ξερονήσια ή, χειρότερα, ο φόβος για το εκτελεστικό απόσπασμα - ακόμα κι αν δεν υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία, ακόμα κι αν καμία συγκεκριμένη κατηγορία δεν τους έχει απαγγελθεί.
Επιστροφή στον φρουρό Σκουλά και στη μεταμφιεσμένη κόρη του η οποία θα αναλάβει κάποια στιγμή να τον αντικαταστήσει (το ασουλούπωτο και κακοχυμένο κορμί της βοηθάει στη μεταμφίεση). Σκοπός και των δυο τους δεν είναι μόνο να απαλλάξουν τους κρατουμένους από το μαρτύριο της δίψας αλλά και να διασώσουν την ιστορία που στριμώχνει σε μικρά κομμάτια χαρτί ο Φώτης, ο νεότερος της συντροφιάς, που ψήνεται μονίμως στον πυρετό. Η ιστορία της Γαλιανής που γράφει ο Φώτης είναι το τρίτο φάρμακο για την παρηγοριά των φυλακισμένων: απομακρύνει το φάσμα του Καμουζά (του θηριώδους νέου διευθυντή των φυλακών ο οποίος αναμένεται με τρόμο) και τρέφει με τον μυθοποιητικό, υπερβατικό της κόσμο την ανάγκη τους για αγάπη και έρωτα. Και αυτό είτε αφυπνίζοντας τα παροπλισμένα τους αισθήματα είτε κινητοποιώντας (και απογειώνοντας) τη φαντασία τους.
Και στο σημείο αυτό η νουβέλα της Παπαϊωάννου έρχεται να συναντήσει το πρώτο της μυθιστόρημα, τον Νικήτα Δέλτα, που δημοσιεύτηκε προ τριετίας. Ο Εμφύλιος αγωνίζεται εκεί να επουλώσει τα τραύματά του μέσα από ένα σχεδόν ουτοπικό μήνυμα: το μήνυμα ενός ανίκητου έρωτα, ικανού να ζήσει ακόμα και μεταθανατίως χάρη στη δύναμη της αφοσίωσης ή στο πάθος του τραγικού του παραδαρμού. Η διαφορά στο Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους είναι πως ο Εμφύλιος έχει ένα πρόσθετο μέσον για την επούλωση της τραυματικής του εμπειρίας: τα χαρτάκια και την τέχνη του Φώτη που είναι ενδεχομένως τα μόνα που θα διασωθούν από τη φυλακή των Βούρλων.
Σαφώς ωριμότερη στη δεύτερη προσπάθειά της η Παπαϊωάννου: χωρίς τα δραματουργικά και τα τεχνικά κενά που παρουσιάζει κατά τόπους ο Νικήτας Δέλτα, με μια γλώσσα που έχει αποβάλει κάθε διακοσμητικό στοιχείο και με μιαν αφήγηση η οποία ξέρει πώς να μοιράσει κατ' οικονομίαν τους ρόλους της. Η συγγραφέας εγκλιματίζεται στο πολιτικό περιβάλλον της εποχής της δίχως να δοκιμάζει ακριβώς να την αναπαραστήσει ιστορικά. Οι ήρωές της ξεπηδούν από τη φωτιά του Εμφυλίου αλλά τα πάθη τους θέλουν να ανταποκριθούν σε ένα καθολικότερο, πολύ σύγχρονο ερώτημα: στο τι μπορούμε να διαφυλάξουμε ως παρακαταθήκη της ζωής μας όταν η ψυχή μας ετοιμάζεται να κάνει πανιά.
No comments:
Post a Comment