Saturday, February 19, 2011

Το πώς της ζωής αλλά και της γραφής

Η ελληνική πραγματικότητα με καυστικό στυλ
  • Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, Kυριακή, 20 Φεβρουαρίου 2011
  • ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Κωμωδία, εκδ. Πόλις
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ζορζ Περέκ, Αλφρέντ Ζαρί, Ρολάν Τοπόρ, Πατρίκ Μοντιανό, Ζαν Εσνόζ, Φίλιπ Ροθ, Αντριου Κρούμι, Κάρλος Φουέντες, Λουίς Σεπούλβεδα, Κάρλο Φραμπέτι: μερικοί από τους συγγραφείς που έχει μεταφράσει ο πολυβραβευμένος πεζογράφος, δοκιμιογράφος, κινηματογραφιστής Αχιλλέας Κυριακίδης (1946). Μπορεί μια λίστα -αγαπημένος τρόπος του Μπόρχες- εκλεκτικών συγγενειών εν προκειμένω να ορίσει έναν συγγραφέα; Ισως, αλλά δεν λέει τίποτα για την ιδιοπροσωπία του, την οποία ο Κυριακίδης έχει κατακτήσει προ πολλού. Από το 1973 που πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τη «Διαφάνεια» ώς σήμερα, μέσα από μια μακρά πορεία στην οποία τα γράμματα συναιρέθηκαν με τις τέχνες και ειδικά το σινεμά, ο Κυριακίδης δεν έπαψε ποτέ να θέτει ένα ερώτημα παρόμοιο με αυτό που θέτει ο ήρωας στο νέο του βιβλίο, την «Κωμωδία»: «Να ζήσω, αλλά πώς;» αναρωτιέται ο ήρωας. «Να γράψω, αλλά πώς;» αναρωτιέται ο Κυριακίδης. Απαντά γράφοντας, με στυλ. Με το δικό του αναγνωρίσιμο στυλ, λιτό, ειρωνικό, έντονα διακειμενικό, ανάλαφρο ακόμα και όταν πραγματεύεται το αβάσταχτο. Με κείμενα που παρασύρουν στις καλοκρυμμένες δίνες τους τον χώρο, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τα παραδίδουν στις ταλαντώσεις ενός παρόντος που καταργεί το βέλος του χρόνου και δημιουργεί «μικρά άπειρα» σε μικρή φόρμα.
  • Μινιμαλισμός
Ετσι και η «Κωμωδία», η οποία ξεκινά με τον ορισμό της πύκνωσης και του μινιμαλισμού και καταλήγει στην ειδολογική υποκατηγορία της κωμωδίας, τη φάρσα, δημιουργεί έναν κύκλο: στο κέντρο, ο θεός, λιγότερο ή περισσότερο πλακατζής, το χάος, η μοίρα, η Ιστορία, μια γενεσιουργός δύναμη της ανθρώπινης συνθήκης. Γύρω από το κέντρο, τέσσερα δαχτυλίδια, τέσσερις ζωές, ενός ανθρώπου χωρίς ιδιότητες, του Δ.Χ. (δημοσίας χρήσεως), και ως εκ τούτου ανοιχτού στην εναλλαγή ταυτοτήτων.

Δ.Χ.1: δημόσιος υπάλληλος κλεισμένος στο «μονοθέσιο ιδιωτικό του χώρο», ζωή τακτοποιημένη, απομονωμένη, απολίτικη και αντιποιητική, βασισμένη στην επαναληπτικότητα των κινήσεων και τη δυσανεξία προς τον άλλον, με το απρόοπτο να εισβάλλει με τη μορφή μιας απειλής στον τηλεφωνητή.

Δ.Χ.2: διανοούμενος της γενιάς του Πολυτεχνείου, με το σημάδι της αντίστασης εμφανές στο πρόσωπο, παντρεμένος, με παιδί, προδότης του φίλου του, κινούμενος με άνεση ανάμεσα στη ρητορεία και το βόλεμα.

Δ.Χ.3: βαλκανιολόγος που καλείται στην Ασφάλεια για την εξαφάνιση του πρώην γαμπρού του, ο οποίος του έχει αφιερώσει μια νουβέλα με τη μοναδική επαναλαμβανόμενη φράση «Δεν πάει άλλο».

Δ.Χ.4: ένας Αλβανός που μπορεί και να μην είναι Αλβανός, ένα μήνυμα που έπρεπε να είναι άλλο και μια καταδίωξη που μπορεί να είναι και φάρσα. Τις τέσσερις ιστορίες συναρθρώνει μια ουλή που μετακινείται κατά βούληση στα πρόσωπα, η μεταστοιχείωση εμψύχων και αψύχων -ένας δρόμος που γίνεται καθηγητής Πανεπιστημίου και μετά λοχαγός, ένα βιβλίο που γίνεται ουίσκι λόγου χάρη- και μια διάχυτη αίσθηση απειλής ειρωνικά υπονομευμένη.

Ο ήρωας ξυπνάει άλλος, η ταυτότητά του αναδύεται, αναθρώσκει από τη «μεταφυσική κραιπάλη» όχι αναγκαστικά μιας νύχτας, αλλά ενός ονείρου που μπορεί να είναι και πραγματικό, όπως ο δημόσιος υπάλληλος από το μετρό - με τρόπο που περισσότερο θυμίζει το ξύπνημα του Ριπ Βαν Ουίνκλ του Ουάσιγκτον Ιρβινγκ παρά τον ζόφο της καφκικής μεταμόρφωσης. Μέσα από τις ελλειπτικές αυτές ζωές, που αναπαριστάνονται με σχήματα και αναλογίες, ο Κυριακίδης εξεικονίζει την ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων σαράντα ετών με τρόπο υπαινικτικό, πνευματώδη και καυστικό, ποντάροντας στο στερεότυπο που αναζωογονείται, στη νεκρή μεταφορά που επανασυνδέεται με την κυριολεξία της και τις εναλλακτικές της προσλήψεις. Ετσι, ο Δ.Χ. 2 κλαίει «απελευθερωμένα και απελευθερωτικά, έτσι όπως λένε όλοι πως κλαίνε οι άνδρες που όπως λένε όλοι δεν κλαίνε ποτέ». Ο Δ.Χ. 4 προσπαθεί να δει κάτι «απ’ το σκοτάδι που να μην είναι σκοτάδι» και στρέφεται έπειτα, «βαθιά νυχτωμένος» στη γυναίκα δίπλα του.

Αιχμηρό όσο και παιγνιώδες, πολιτικό όσο και ποιητικό, το κείμενο της «Κωμωδίας» έρχεται την κατάλληλη στιγμή: το ερώτημα «Να ζήσω, αλλά πώς;» είναι η μεγάλη απορία όλο και περισσότερων ανθρώπων, που θεωρούν ότι «Δεν πάει άλλο». Η απάντηση του Κυριακίδη, αυτή η ολιγοσέλιδη εκδοχή του «Η ζωή είναι ένα όνειρο» που τέρπει χωρίς να διδάσκει και μας δείχνει το πρόσωπό μας στον καθρέφτη του ποτέ και του πάντα, δίνει μια απάντηση που αφορά το πώς και της ζωής και της γραφής: με επίγνωση χιούμορ και, κυρίως, με στυλ. Ενα σπουδαίο κείμενο από έναν ώριμο και κατασταλαγμένο τεχνίτη του λόγου.

No comments: