Friday, December 31, 2010

Οι ωραίες μέρες

Δώδεκα κείμενα - δώδεκα ζωγραφιές της πατρίδας και της Αλεξανδρούπολης, από τη συγγραφέα, δημοσιογράφο και συνεργάτιδα της Αυγής Ελένη Σκάβδη με υλικό τις λέξεις. Δώδεκα κείμενα που γεννώνται στο ανάμεσα, ανάμεσα Αλεξανδρουπόλεως και Αμαλιάδας. Δώδεκα κείμενα - ποιήματα ακριβά, για τη γενέθλια πόλη, την Αλεξανδρούπολη, που η συγγραφέας κουβαλάει εντός της και της παρέχει αφορμή, θεώμενη «τα ουρανοσκέπαστα ξέφωτά της», να γράψει το ωραιότερο και πιο θαρραλέο κείμενο «για την πατρίδα που ορίζεται -παγκόσμια- από τον ουρανό της». Αυτόν τον ουρανό από τον οποίο τη χωρίζουν και μας χωρίζουν μεγαλειώδεις αυταπάτες...
12 κείμενα + 25 φωτογραφίες για την Αλεξανδρούπολη
Δώδεκα κείμενα συντροφιά με είκοσι πέντε φωτογραφίες του ταλαντούχου Πλάτωνα - Ορέστη Σεραφειμίδη (οι φωτογραφίες του στο παρόν ημερολόγιο δημοσιεύονται για πρώτη φορά), που υπενθυμίζουν ότι οι πόλεις είναι οι άνθρωποί της, αυτοί που μπορούν να καθιστούν το αθέατο θεατό και δεν διστάζουν να ζουν, αποζητώντας χρώματα του ουράνιου τόξου στην καθημερινότητα.
Δώδεκα κείμενα - ποιήματα σπονδή στην ωραιότητα της γενέθλιας πόλης, που συνοδεύουν τρυφερά κάθε μήνα του έτους κι ανταποκρίνονται σε τίτλους όπως: “Θρακιώτης γητευτής”, “Ουράνια Μηχανική”, “Ηλεκτροφόρος Τρομπετίστας”, “Μάης Τριανταφυλλένιος”, “Κεράσι βύσσινο γλυκό και μία μοδιστρική χωρίς ραφή και ράμμα”, “Επτά ζωές”, “Ωκύπους κι εξαδάχτυλος”, “Ξανθός, λαστιχένιος Σμαραγδής”, κάποια εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί στις “Συναντήσεις” της Αυγής.

Ημερολόγιο 2011, “Οι ωραίες μέρες”, εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2010.
(Τιμή: 25 ευρώ. Για παραγγελίες τηλ.: 25310 33474)

Μανώλης Φουρτούνης: Oφείλουμε να επινοήσουμε νέες μορφές αντίστασης

  • Ποιος είναι ο Μανώλης Φουρτούνης
Ο Μανώλης Φουρτούνης γεννήθηκε στην Κέφαλο της Κω, στις 3 Οκτωβρίου του 1926. Έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κω και στη Ρόδο. Το 1946 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1947 έως το 1958, με μικρά διαλείμματα αδείας, εκτοπίζεται στη Μακρόνησο και στον Άη-Στράτη. Το 1958 γίνεται μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης. Από το 1967 έως το 1971 εξορίζεται από τη δικτατορία στη Γυάρο, στη Λέρο (Παρθένι) και στον Ωρωπό. Στην πορεία, παντρεύεται τη Στέλλα Πασβάνη και αποκτούν δύο παιδιά. Άσκησε επί πολλά χρόνια το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στα γράμματα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1950 από τη λογοτεχνική στήλη της εφημερίδας Ο Δημοκρατικός. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Εγγραφές και προσωπεία (1962, Εκδόσεις Κουλουφάκου), Βιογραφίες (1972, Διογένης), Τοπία του χρόνου (1978, Ανθολογία), Η πληγή και το αλάτι (1985, Θεμέλιο) και Διαδρομές (2010, Εκδόσεις Γαβριηλίδη). Έχει μεταφράσει: Παλμίρο Τολιάτι, Με δημοκρατία και ειρήνη στο σοσιαλισμό (1964, Εκδόσεις Παπακώστα), Ντίνο Μπουτσάτι, Η έρημος των Τατάρων (1971, Διογένης), Ζακ Λορύ, Οδηγός δίσκων κλασικής μουσικής (1972, Λέσχη του Δίσκου) και Παγκόσμια ανθολογία παραμυθιού, τόμοι 5 (χ.χ., Ανθολογία).
  Η ΑΥΓΗ: 02/01/2011

Έχουμε την τιμή και τη χαρά, ο ανθολόγος των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2011 να είναι ο Μανώλης Φουρτούνης, μέλος της ομάδας σύνταξης του ιστορικού περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης. Με αφορμή την επιλογή ποιημάτων από το περιοδικό αυτό, μιλά στην Αυγή για την εμπλοκή του στο σημαντικό εκείνο εκδοτικό εγχείρημα, για την υπόθεση Γκράνιν στην οποία πρωτοστάτησε, κάνει λόγο για τα σημεία-σταθμούς στην δωδεκάχρονη πορεία του εντύπου, από το 1955 μέχρι την εγκαθίδρυση της Χούντας, το 1967. Μιλά για τη συνεισφορά της Επιθεώρησης Τέχνης στην υπόθεση της αριστεράς, όπως και στη σχέση του πολιτισμού με την πολιτική πράξη. Από το βήμα αυτό θα θέλαμε να ευχαριστούμε τον γιο του, Γιώργο Φουρτούνη, για την πολύτιμη βοήθειά του.
* Ανθολογείτε ποιήματα από την Επιθεώρηση Τέχνης, ένα ιστορικό περιοδικό, που απετέλεσε σταθμό στην πνευματική ζωή του τόπου. Ποιο είναι το σκεπτικό της συγκεκριμένης ανθολογίας; Με ποια κριτήρια επιλέξατε τα ποιήματα αυτά;
Στην Επιθεώρηση Τέχνης δημοσιεύτηκαν πολλά καλά ελληνικά ποιήματα. Ως μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του περιοδικού, τα γνώριζα κατά κάποιο τρόπο από πρώτο χέρι. Η ιδέα ήταν να κάνω μια επιλογή από αυτά - μιλάω για ποιήματα που οι ίδιοι οι ποιητές τους τα εμπιστεύτηκαν στην Επιθεώρηση Τέχνης. Πολλοί από αυτούς, που έμελλε να αποδειχθούν πολύ σημαντικοί για τα ελληνικά γράμματα, ξεκίνησαν από το περιοδικό. Η ανθολόγηση αυτή, λοιπόν, έχει ένα προφανές ποιητικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Πέρα από αυτό, όμως, είναι για μένα και μιας μορφής μνημόσυνο μερικών πολύ καλών μου φίλων, αλλά και του Άγγελου Ελεφάντη, που πρώτος αυτός έριξε την ιδέα πριν από λίγα χρόνια, ένα καλοκαίρι στην Κω.
* Ήσασταν μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της Επιθεώρησης Τέχνης και μάλιστα από τους πρωτεργάτες, με σημαντική συμβολή στην πορεία του περιοδικού. Πείτε μας για τη δική σας εμπλοκή στο συγκεκριμένο εγχείρημα.
Η ιδέα για ένα πνευματικό περιοδικό της αριστεράς γεννήθηκε στην εξορία, στον Άη - Στράτη, περισσότερο ως ένα όνειρο για τα χρόνια της μελλοντικής ελευθερίας, από μια παρέα νέων διανοούμενων (Κουλουφάκος, Ραυτόπουλος, Πατρίκιος, αλλά και πολλοί άλλοι). Η ιδέα αυτή, και το όνειρο, πραγματοποιήθηκε τα Χριστούγεννα του 1955. Η άδεια για την έκδοση βγήκε στο όνομα του αρχιτέκτονα Νίκου Σιαπκίδη, ο οποίος δεν είχε ακόμα φάκελο - αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να εκδοθεί. Με δυο λόγια, το περιοδικό υπήρξε μια «ιδιωτική πρωτοβουλία» και όχι αποτέλεσμα κάποιας κομματικής απόφασης. Αργότερα το περιοδικό πλαισιώθηκε από την ΕΔΑ, της οποίας, ως νέοι κομμουνιστές, ήμασταν όλοι μέλη, και ξεκίνησε έτσι μια ιστορία υποστήριξης αλλά και μόνιμων εντάσεων. Εγώ, αν και ήμουν μέλος αυτής της παρέας στον Άη Στράτη, εντάχθηκα στη Συντονιστική Επιτροπή του περιοδικού το 1958, την πρώτη φορά που κατόρθωσα να έρθω στην Αθήνα ως αδειούχος εξόριστος.
* Τον Φεβρουάριο του 1959 δημοσιεύεται το αντικομφορμιστικό διήγημα του Σοβιετικού συγγραφέα Ντάνιελ Γκράνιν Η σιωπή (τεύχος 50-51), που είχατε μεταφράσει, και το οποίο προκάλεσε πολλές κομματικές αντιδράσεις. Μιλήστε μας για την υπόθεση Γκράνιν στην οποία πρωταγωνιστήσατε.
Το διήγημα είχε προηγουμένως δημοσιευθεί στο θεωρητικό περιοδικό του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Contemporaneo (που τότε ακόμα ήταν ένθετο στην κυριακάτικη έκδοση της “Unità”). Ο συγγραφέας του δεν ήταν αντικαθεστωτικός - αντιθέτως, υπήρξε ήρωας του «μεγάλου πατριωτικού πολέμου». Ξέραμε ωστόσο ότι το διήγημα είχε προκαλέσει την οργή του Χρουτσώφ, καθώς έδινε μια όχι απολύτως ειδυλλιακή εικόνα για τη ΕΣΣΔ. Το συζητήσαμε στη Συντονιστική Επιτροπή εν όψει της δημοσίευσής του στο περιοδικό. Όλοι συμφωνήσαμε, αλλά ο Κ. Πορφύρης εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις, όχι γιατί διαφωνούσε επί της ουσίας, αλλά επειδή, ως παλιός ακροναυπλιώτης, φοβήθηκε τις συνέπειες - και αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Η δημοσίευση εν τέλει προκάλεσε αντιδράσεις από τον σκληρό κομματικό πυρήνα, που κορυφώθηκαν με μια ιδιότυπη δίκη, ένα «κομματοδικείο» κατά την έκφραση του Δημήτρη Ραυτόπουλου. Σε ρόλο κατηγόρων βρέθηκαν γνωστές πνευματικές προσωπικότητες της αριστεράς και υψηλά κομματικά στελέχη - ας μην πούμε ονόματα. Το αποτέλεσμα ήταν η ανασύνταξη της Συντονιστικής Επιτροπής, από την οποία απομακρυνθήκαμε ο Δ. Ραυτόπουλος και εγώ, που όμως εξακολουθήσαμε να εργαζόμαστε στο περιοδικό από τις θέσεις μιας συμβουλευτικής επιτροπής, δημιουργημένης επί τούτου. Το περιοδικό, με τη νέα επιτροπή, τέθηκε υπό την υψηλή εποπτεία της ΕΔΑ, μέχρι το κλείσιμό του από τη χούντα.
* Εκτιμάτε ότι υπήρξαν σημεία-σταθμοί για την πορεία της Επιθεώρησης Τέχνης; Πώς θεωρείτε ότι συνεισέφερε αυτό το εγχείρημα στην υπόθεση της αριστεράς; Ποιος ο ρόλος της στη διαπάλη των ιδεών, στη σχέση της λογοτεχνίας και εν γένει του πολιτισμού με την κριτική σκέψη και την πολιτική πράξη;
Το πρώτο σημαντικό ορόσημο υπήρξε ασφαλώς η υπόθεση Γκράνιν, που άλλαξε σημαντικά τη φυσιογνωμία του περιοδικού και το μετέτρεψε σταδιακά σε περισσότερο «κομματικό» έντυπο. Άλλο ορόσημο υπήρξε και η υπόθεση των Ντάνιελ και Σινιάφσκι, το 1966, οι οποίοι καταδικάστηκαν από δικαστήριο της Μόσχας για συγγραφή αντισοβιετικών έργων, που εκδόθηκαν στο εξωτερικό. Τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, μαζί με άλλους αριστερούς διανοούμενους, συνολικά 22, προχωρήσαμε σε κίνηση διαμαρτυρίας, που περιελάμβανε και αποστολή τηλεγραφήματος προς τον πρόεδρο της ΕΣΣΔ, όπου υπερασπιζόμασταν το δικαίωμα της πνευματικής ελευθερίας ως σύμφυτο με τη σοσιαλιστική απελευθέρωση του ανθρώπου. Αυτό νομίζω ότι δίνει και το στίγμα του όλου εγχειρήματος: διεκδικήσαμε την αυτόνομη κριτική σκέψη στο πλαίσιο της κομμουνιστικής στράτευσής μας. Σε μια περίοδο που ήμασταν στριμωγμένοι ανάμεσα στο αστυνομικό κράτος και τον κομματικό δογματισμό, προσπαθήσαμε να μείνουμε ψύχραιμοι και ανεπηρέαστοι απέναντι στα πνευματικά φαινόμενα καθ’ εαυτά, στην ουσία τους, χωρίς να χάσουμε τον μπούσουλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Ενώ ήμασταν στρατευμένοι με τον τρόπο μας (το περιοδικό ήταν η στράτευσή μας), νομίζω ότι διατηρήσαμε τη νηφαλιότητά μας απέναντι στις ιδεολογικές τοποθετήσεις ενός συγγραφέα ή ενός δημιουργού.
* Μπήκαμε στο 2011. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας τεράστιας κρίσης που δεν είναι μόνον οικονομική. Θεωρείτε ότι υπάρχουν σήμερα δομές αντίστασης και παρέμβασης;
Θα υπάρξουν τέτοιες δομές αντίστασης και παρέμβασης μόνο εάν τις δημιουργήσουμε. Τότε θα μπορούν να υπάρξουν και εγχειρήματα ανάλογα, αλλά όχι ίδια, με εκείνα του παρελθόντος. Τις νέες μορφές οφείλουμε να τις επινοήσουμε. Δεν υπάρχουν συνταγές.

Wednesday, December 29, 2010

Οι θησαυροί της Ριζαρείου Βιβλιοθήκης ψηφιοποιούνται από τον Ιανουάριο


Βράβευση της Ακαδημίας Αθηνών σε έκδοση του Ιωάννη Χουλιαρά.

Στα μέσα Ιανουαρίου θα πραγματοποιηθούν τα εγκαίνια της Ριζαρείου βιβλιοθήκης, η οποία βρίσκεται σε φάση αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού. Στόχος είναι η καλύτερη πρόσβαση των ενδιαφερομένων, που πλέον δεν θα περιορίζονται στους μαθητές και σπουδαστές της Σχολής.

«Η βιβλιοθήκη της Ριζαρείου έχει ήδη αποκτήσει ηλεκτρονικό αναγνωστήριο, ενώ συνεχίζεται η ψηφιοποίηση των τόμων. Στη συνέχεια, θα γίνει η ψηφιοποίηση των σπάνιων και παλαίτυπων βιβλίων, που όμως είναι ένα δύσκολο κομμάτι καθώς απαιτεί κονδύλια. Δεν μπορεί να γίνει με τα μέσα που έχουμε. Το πιο πιθανό είναι να μπει σε κάποιο πρόγραμμα», μας πληροφορεί ο βιβλιοθηκονόμος Γιώργος Λάππας.

Σε λίγους μήνες, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να βρίσκουν έργα της βιβλιοθήκης μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης www.rizarios.gr ή www.lyk-rizar.att.sch.gr, όπου ειδικός σύνδεσμος θα τους συνδέει με τον κατάλογο των βιβλίων.

«Σκοπός μας είναι να γίνει μια καλή βιβλιοθήκη των βορείων προαστίων, που θα απευθύνεται στο κοινό. Από τα εγκαίνια και μετά, η βιβλιοθήκη θα είναι ανοιχτή σε όλους, μαθητές, φοιτητές, δασκάλους, ερευνητές και εμείς θα είμαστε εδώ για να τους βοηθούμε. Δεν μπορείς να βρεις τα πάντα μέσω Ίντερνετ», διαπιστώνει η υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης Μαρία Καΐρη.

Παράλληλα με τα εγκαίνια, θα πραγματοποιηθεί και μια έκθεση βιβλιοδεσίας για να γνωρίσει ο κόσμος τον πλούτο που κρύβει η Ριζάρειος Βιβλιοθήκη.

«Είμαι, κατά δυστυχίαν, ολιγομαθής, αγάπησα όμως πάντοτε τας μαθήσεις και ετίμησα τους πεπαιδευμένους…», έγραφε το 1835 σε επιστολή του προς τον Αδαμάντιο Κοραή ο Γεώργιος Ριζάρης, ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες μας.

Λόγια τα οποία αντικατοπτρίζουν την αγάπη που είχαν για τα γράμματα, τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του Μάνθος, και τα οποία δεν έμειναν μόνο στο χαρτί. Έγιναν πράξη το 1844 με την ίδρυση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, ενός από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας.

Ωστόσο, είχε προηγηθεί η συγκρότηση μιας βιβλιοθήκης με αγορές που έκανε ο ίδιος ο Γεώργιος Ριζάρης, αφού ενημερωνόταν από τους λόγιους συμβούλους του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αδαμάντιος Κοραής. Τα βιβλία αυτά αφιέρωσε με τη διαθήκη του στο νέο σχολείο.

Οι αδελφοί Ριζάρη ήταν έμποροι από το Μονοδένδρι Ζαγορίου που έκαναν μεγάλη περιουσία στη Ρωσία. Τους χαρακτήριζε η μεγάλη αγάπη για την πατρίδα και το ενδιαφέρον τους για την πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων.
Ο Μάνθος, ο οποίος δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει την Ελλάδα να ελευθερώνεται αλλά ούτε και την πορεία ίδρυσης της σχολής που οραματίστηκε, ήταν ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Με το συνθηματικό όνομα «Πρόθυμος» βοήθησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και με όλα τα μέσα τον αγώνα.
Από την πλευρά του, ο Γεώργιος, ήταν πιο τυχερός. Έζησε την απελευθέρωση, επισκέφτηκε το χωριό του που είχε να δει από μικρός και βρέθηκε πολύ κοντά στην πραγματοποίηση του ονείρου του.

Η διαθήκη του, που ξεκίνησε να συντάσσεται το 1839 και ολοκληρώθηκε το 1941, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του, ήταν σαφής ως προς τις επιδιώξεις του ευεργέτη: «Η βελτίωσις της καταστάσεως του Κλήρου και η Εξάπλωσις της Ευαγγελικής αληθείας και εν εγένει των Φώτων».

Όμως, αρχικός πυρήνας όλων ήταν η βιβλιοθήκη του ιδρύματος, η οποία έχει πολλούς λόγους για να περηφανεύεται.

Η Ριζάρειος Σχολή λειτουργούσε επί 120 χρόνια στα κτίρια που βρίσκονταν στη Βασ. Σοφίας, απέναντι από τον Ευαγγελισμό. Από το 1960 μεταφέρθηκε στις καινούργιες εγκαταστάσεις της στο Χαλάνδρι, σε ένα χώρο ήσυχο και κατάφυτο. Εκεί βρίσκεται και η βιβλιοθήκη της, που εμπλουτίζεται συνεχώς.
«Το πρώτο βασικό τμήμα της είναι τα έργα που έγραψε ο Άγιος Νεκτάριος, διευθυντής της Σχολής μεταξύ 1894 και 1908», δήλωσε ο βιβλιοθηκονόμος Γιώργος Λάππας.

Τα έργα του Αγίου βρίσκονται σε ειδικό έκθεμα στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης, εκεί όπου εκτίθεται και το πρώτο βιβλίο που αγόρασε ο Γεώργιος Ριζάρης και φέρει τη χειρόγραφη σημείωσή του «εγώ υπήρξα ολιγομαθής αλλά ετίμησα τους πεπαιδευμένους».

«Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο ίδιος ήταν στ' αλήθεια ολιγομαθής. Ήταν ένας έμπορος της εποχής του, που γνώριζε λατινικά και φυσικά να εκτιμά τα αξιόλογα έργα», διευκρινίζει η Μαρία Καΐρη.

Στο αναγνωστήριο εκτίθενται και κάποια από τα σπάνια και παλαίτυπα βιβλία που αγόρασε ο ίδιος ο ευεργέτης, όπως για παράδειγμα ένα παλαίτυπο του 1577 για την Οικουμενική Σύνοδο της Φλωρεντίας και το «Ομήρου Οδύσσεια» του 1529, από τα λίγα βιβλία που δεν έχουν θεολογικό περιεχόμενο.

«Σκοπός του ιδρύματος είναι να έχουμε μια κυρίως θεολογική βιβλιοθήκη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν προσπαθούμε, ιδιαίτερα με τις καινούργιες αγορές βιβλίων, να έχουμε μια ακαδημαϊκού περιεχομένου βιβλιοθήκη», διευκρίνισε ο κ. Λάππας.

«Οπωσδήποτε θέλουμε να κρατήσουμε το θεολογικό κομμάτι, καθώς δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η Γεννάδειος», συμπλήρωσε.
  • Παλαίτυπα και σπάνιες βιβλιοδεσίες
Το καμάρι της βιβλιοθήκης της Ριζαρείου είναι τα παλαίτυπα, οι παλιές εκδόσεις του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα, που αναμένεται να τοποθετηθούν, για την καλύτερη συντήρησή τους, στα καινούργια βιβλιοστάσια.

Το περιεχόμενό τους είναι ποικίλο: από κείμενα αρχαίων ελλήνων και λατίνων συγγραφέων, πατερικά κείμενα, θεολογικά συγγράμματα, λεξικά της αρχαίας και λατινικής γλώσσας μέχρι βοηθήματα, έργα ιστορίας, αρχαιολογίας, παιδαγωγικής, λογοτεχνίας, μαθηματικών, γεωγραφίας κ.α.

Όπως αναφέρει στον τόμο του «Βιβλιοθήκη της Ριζαρείου Σχολής, Εκδόσεις ΙΣΤ΄, ΙΖ΄, ΙΘ΄ αι. (1523-1800)», ο Νικηφόρος Καχριμάνης, πρώην καθηγητής της σχολής, η αξία των βιβλίων αυτών δεν είναι μόνο ιστορική, αλλά και παλαιογραφική και καλλιτεχνική. Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για το περιεχόμενό τους, αλλά και για την εκτύπωση, τη βιβλιοδεσία, την εικονογράφηση και την πλούσια καλλιτεχνική διακόσμηση που τα συνοδεύει.

«Εκείνο όμως που κάνει τα βιβλία αυτά ξεχωριστά είναι οι βιβλιοδεσίες τους», αναφέρει η κ. Καΐρη. «Ο Γεώργιος Ριζάρης, όταν αγόραζε τα βιβλία του, που δεν ήταν καθόλου τυχαία, τα έστελνε κατευθείαν σε μεγάλα βιβλιοδετικά κέντρα και τα έδενε. Αυτό σημαίνει ότι εντός της βιβλιοθήκης υπάρχει μια σπάνια συλλογή βιβλιοδεσίας με έργα σημαντικών ξένων τεχνιτών (βιβλιοδετών, τυπογράφων κλπ.), τα ονόματα των οποίων γνωρίζουμε από τα βιβλία που υπάρχουν στις ανά τον κόσμο βιβλιοθήκες. Τέτοια παραδείγματα της δουλειάς τους δεν υπάρχουν πουθενά σ' αυτή την έκταση στην Ελλάδα», συμπληρώνει.

Στις δραστηριότητες της βιβλιοθήκης εντάσσεται και το εκδοτικό πρόγραμμα του ιδρύματος, με εκδόσεις αναγνωρισμένες από την επιστημονική κοινότητα, που εμπλουτίζουν με σημαντικά συγγράμματα τη βιβλιογραφία των ανθρωπιστικών σπουδών.

Για του λόγου το αληθές, αύριο, 28 Δεκεμβρίου, η Ακαδημία Αθηνών θα βραβεύσει την έκδοση «Η εντοίχια θρησκευτική ζωγραφική του 16ου και 17ου αιώνα στο Δυτικό Ζαγόρι» του Ιωάννη Χουλιαρά, ενός ερευνητή του βυζαντινού πολιτισμού και της ιστορίας της τέχνης.

Επίσης, στην ίδια σειρά κυκλοφορούν τα έργα «Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Το Φιλολογικό Έργο» (Η θεωρία των «Γραμματικών Τεχνών"), του Γιάννη Ξούρια (2007), «Το δυτικό Sacrum Imperium και η βυζαντινή αυτοκρατορία: Ιδεολογικές τριβές και αλληλεπιδράσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή του 12ου αιώνα» (1135-1177), της Ελένης Τούντα (2008), «Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως και η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή (1894-1908). Η εσωσχολική και εξωσχολική δράσις επί τη βάσει ανεκδότων αρχειακών πηγών», του Αρχιμανδρίτη Κλεόπα Στρογγύλη (2008) και «Η ζωγραφική των σπιτιών του Ζαγορίου τέλη 18ου αρχές 20ού αιώνα. Ιστορική και πολιτισμική προσέγγιση» του Στέφανου Τσιοδούλου (2009).
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δημιουργήθηκε η «Βιβλιοθήκη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης

Με τη συλλογή βιβλίων του Κ. Στάικου.
Το Ίδρυμα Ωνάση, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών του δράσεων, προχώρησε πρόσφατα στην απόκτηση της Συλλογής Βιβλίων του Κωνσταντίνου Σπ. Στάικου, εφεξής «Η Βιβλιοθήκη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Η Βιβλιοθήκη θησαυρίζει εκδόσεις που καταγράφουν την πνευματική δραστηριότητα των Ελλήνων της Διασποράς από την εποχή της πρώιμης Αναγέννησης ως τα χρόνια του ύστερου Νεοελληνικού Διαφωτισμού (αρχές 15ου- αρχές 19ου αιώνα), σκιαγραφώντας, παράλληλα, την έντονη εκδοτική τους ενασχόληση στη Δύση και στην Ανατολή, από τη Βενετία και τη Ρώμη έως την Κωνσταντινούπολη και τη Μόσχα.

Η Βιβλιοθήκη στεγάζεται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, στο ιδιόκτητο κτήριο του Ιδρύματος της οδού Αμαλίας 56 στην Αθήνα. Χωρίζεται σε πέντε βασικές ενότητες (Αναγέννηση-Ουμανισμός, Νεοελληνική Γραμματεία, Λειτουργικά βιβλία, Θεολογικά Συγγράμματα και Νεοελληνικός Διαφωτισμός) και αποτελείται από περισσότερους από 1.400 τίτλους- αντίτυπα των οποίων εκτείνονται σε 2.000 περίπου τόμους- με την προοπτική του συνεχούς εμπλουτισμού της με νέους τίτλους.

Στο σχετικό κατάλογο, παρατίθεται το σύνολο των τίτλων της συλλογής, με σύντομη αλλά περιεκτική περιγραφή κάθε εκδόσεως για την καλύτερη ενημέρωση του βιβλιόφιλου κοινού, το οποίο είναι ευπρόσδεκτο να επισκεφθεί τη βιβλιοθήκη και τους θησαυρούς της κατόπιν συνεννοήσεως.

«Εξορκιστής» και «Ροζ Πάνθηρας» μπήκαν στη λίστα της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου

Ανάμεσα στις πιο σημαντικές ταινίες όλων των εποχών, μαζί με άλλες 23 «υποδειγματικές» ταινίες, μπήκαν στην λίστα της Βιβλιοθήκης του Αμερικανικού Κογκρέσου ο «Ροζ Πάνθηρας» και ο «Εξορκιστής».  Οι πασίγνωστες ταινίες που πραγματικά έχουν αφήσει εποχή, για διαφορετικούς η κάθε μία λόγους, μπήκαν στην μακρά λίστα του εθνικού αρχείου ταινιών. Στην λίστα φιγουράρουν -μεταξύ άλλων- και τίτλοι όπως : "Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται", (η δεύτερη ταινία της τριλογίας του "Πολέμου των Άστρων" του Τζόρτζ Λούκας),  το "Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου", (που αφορά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ), το "Πυρετός το Σαββατόβραδο" (με τον Τζον Τραβόλτα) και η ταινία "Μάλκολμ Χ" (στην οποία πρωταγωνιστεί ο Ντένζελ Ουάσιγκτον). Υπεύθυνος για την επιλογή είναι ο Τζέιμς Μπίλινγκτον, κορυφαίος βιβλιοθηκάριος του Κογκρέσου . Κάθε χρόνο η  Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου επιλέγει 25 ταινίες, που θεωρούνται "πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντικές". Με τις 25 ταινίες του 2010, η λίστα αυτή μετράει συνολικά 550 ταινίες που συμπεριλαμβάνονται στο αρχείο. [Μ.ΜΥΣΤ.,

Tuesday, December 28, 2010

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατό του

 

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και η «εκκλησία» της νεώτερης ελληνικής γραμματείας μας εορτάζει τη μνήμη του «Αγίου των Γραμμάτων»  που γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911.

Ο «κοσμοκαλόγερος» της πεζογραφίας μας εξακολουθεί ακόμη και σήμερα -στους ψηφιακούς καιρούς μας- να φωτίζει με το κεράκι του το ελληνικό διήγημα, προσφέροντας το Χριστόψωμο του ύφους και του ήθους του.

Το θεωρούμενο από όλους κορυφαίο έργο του «Η φόνισσα» μοιάζει σύγχρονο ,εμπνέοντας κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες. Η υπόθεση-αν εξαιρέσεις τα γραφικά ονόματα της εποχής- μοιάζει τωρινή, παρ' όλο που γράφτηκε το 1902: «Η θεία Χαδούλα της Φραγκογιαννούς, απεγνωσμένη από τον οικογενειακό αυταρχισμό, παραλογίζεται και σκοτώνει μικρά κορίτσια προκειμένου να γλυτώσει αυτά και τους γονείς τους από τα βάσανα που ήταν συνταυτισμένα με τις γυναίκες εκείνου του κόσμου. Περιγράφοντας τους φόνους και την καταδίωξή της από τα όργανα της τάξεως, ο Παπαδιαμάντης οδηγεί την ηρωίδα του σε απόκρημνο παραθαλάσσιο γκρεμό, για να πνιγεί "εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης Δικαιοσύνης».

 Γεννημένος από πατέρα ιερέα και θεοσεβούμενη μητέρα ,μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά αδέλφια (τα δύο πέθαναν σε μικρή ηλικία) και γνώρισε τα ξωκκλήσια της Σκιάθου ,που ύμνησε μέχρι το τέλος της βασανισμένης ζωής του. Γράφει ο ίδιος σε ένα σύντομο βιογραφικό του:

 «Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα απο το ελληνικόν Σχολείον εις τώ 1863, αλλά μόνον τώ 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα είς Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα είς την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα είς το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τώ 1873 ήλθα εις Αθήνας καί εφοίτησα εiς την Δ΄ του Βαρβακείου. Τώ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.

Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, καί εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τώ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τώ 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τώ 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των εθνών» εις τώ «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά καί εφημερίδας


 Η φτώχεια ήταν αυτή που δεν του επέτρεψε να τελειώσει τις σπουδές του. Ζούσε σε δωμάτια ταπεινά. Άρχισε να κερδίζει αρκετά, για την εποχή, χρήματα όταν ο Βλάσης Γαβριηλίδης, της πρωτοποριακής «Ακρόπολης», τον προσέλαβε στην εφημερίδα με το ποσό των 250 δραχμών το μήνα. Επί πλέον κέρδιζε και άλλα χρήματα από τις συνεργασίες με άλλες εφημερίδες και περιοδικά. Αλλά δεν αποταμίευε. Τα ξόδευε … «εν ριπή οφθαλμού».

Ήταν γνωστό τότε πως μόλις έπαιρνε το μισθό του ξεπλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, όπου σύχναζε επί 27 συναπτά έτη, πλήρωνε το ενοίκιο , έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς και την επόμενη ήταν και ο ίδιος φτωχός! Είχε αποστροφή στα βιοτικά. Τον περιγράφουν σχεδόν κουρελή… Σιγά-σιγά το κρασί και το τσιγάρο του έγινε από ευχαρίστηση εξάρτηση. Τον γοήτευε η μοναξιά του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του. Η χαρά της ζωής του ήταν να ψάλλει στον Άγιο Ελισαίο στην Πλάκα.

 Οπότε, τον Μάρτιο του 1908 εγκατέλειψε την Αθήνα της «δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως έγραψε και κατέφυγε στο αγαπημένο του νησί, εξακολουθώντας να δουλεύει ως μεταφραστής έργων για λογαριασμό του Γιάννη Βλαχογιάννη. Πρήστηκαν τα χέρια του. Υστερα από επιδείνωση της υγείας του πέθανε, αφήνοντας 180 διηγήματα, ποιήματα, μελέτες και άρθρα. Η είδηση του θανάτου του γέμισε πένθος όχι μόνο τους συντοπίτες του, αλλά όλη την Ελλάδα. Πολλοί λογοτέχνες, που όσο ήταν εν ζωή δεν είχαν γράψει κουβέντα για το έργο του, συνέθεσαν εγκωμιαστικά κείμενα. Ο εκδοτικός Οίκος Φέξη ξεκίνησε το 1912-1913 την έκδοση 11 τόμων με τα έργα του. Διότι ουδείς οίκος δεν είχε εκδώσει σε βιβλίο τα πεζογραφήματά του όσο ζούσε. Οι αναγνώστες τα απολάμβαναν από τις εφημερίδες και τα περιοδικά…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένας ψαλμωδός των φτωχών και καταφρονεμένων του χθες. Αντίδωρο και αντίδοτο στον κόσμο του σήμερα.

Ακολουθεί αναλυτικά η εργογραφία του:

Μυθιστορήματα και νουβέλες:

Η Μετανάστις

Οι έμποροι των εθνών

Η γυφτοπούλα

Χρήστος Μηλιόνης

Η φόνισσα

*Διηγήματα:

 Αγάπη στον γκρεμό

 Άγια και πεθαμένα

 Αλιβάνιστος

 Άνθος του γιαλού

Απόλαυσις στη γειτονιά

Αψαλτος

Γουτού γουπατού

Δαιμόνια στο ρέμα

Εξοχική Λαμπρή

Ερως - Ήρως

Ζάνος Χαρίσης

Η αποσώστρα (γραμμένο στη δημοτική)

Η βλαχοπούλα

Η στρίγγλα μάννα

Η μαυρομαντηλού

Η νοσταλγός

Η παιδική πασχαλιά

Η σταχτομαζώχτρα

Η τύχη απ' την Αμέρικα

Η Φαρμακολύτρια

Η χολεριασμένη

Θαλασσινά ειδύλλια

Μια ψυχή

Ναυαγίων ναυάγια

Ο Αμερικάνος

Ο βαρδιάνος στα Σπόρκα

Ο Γαγάτος καί τ' άλογο

Ο γείτονας με το λαγούτο

Ο έρωτας στα χιόνια

Ο καλούμπας

Ο σημαδιακός

Ο νεκρός ταξιδιώτης

Ο ξεπεσμένος δερβίσης

Ο πανδρολόγος

Ο Πανταρώτας

Ο φτωχός άγιος

Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη

Ολόγυρα στη λίμνη

Όνειρο στο κύμα

Οι μάγισσες

Οι Χαλασοχώρηδες

Στο Χριστό, στο Κάστρο

Το μοιρολόγι της φώκιας

Τ' αγνάντεμα

Τ' αστεράκι

Τ' μπούφ' του πλι

Τα δυο κούτσουρα

Τα δυό τέρατα

Τα κρούσματα

Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη

Της Κοκκώνας το σπίτι

Το ενιαύσιον θύμα

Το Πάσχα ρωμέϊκο

Το πνίξιμο του παιδιού

Το χριστόψωμο

Τρελλή βραδυά

Φτωχός άγιος

Υπηρέτρα

Υπό την βασιλικήν δρύν

Ω! τα βασανάκια

 *Ποιήματα:

Στην Παναγίτσα στο Πυργί

Προς την μητέρα μου

Δέησις

Έκπτωτος ψυχή

Η κοιμισμένη βασιλοπούλα

Το ωραίον φάσμα

Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη

Νύχτα βασάνου

Επωδή παπά στη χολέρα

Επωδή γιατρού στη χολέρα

Το τραγούδι της Κατίνας

Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν

Έρωτες στα κοπριά

  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Sunday, December 26, 2010

Η κραυγή των αμνών

  • ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ

  • Πρόβατα και μάλιστα ιρλανδικά είναι οι ήρωες του πρώτου μυθιστορήματος μιας νέας συγγραφέως που έχει κάνει αίσθηση στη Γερμανία. Ενα από αυτά, η... ντετέκτιβ μις Μαπλ, προσπαθεί να εξιχνιάσει τη δολοφονία του βοσκού τους

Την αρχή έκανε ο Τζορτζ Οργουελ με το πολιτικό αλληγορικό παραμύθι Η φάρμα των ζώων, μια σάτιρα της Οκτωβριανής Επανάστασης όπου τα ζώα με επικεφαλής τα γουρούνια επαναστατούν εναντίον των ανθρώπων. Ζώα όμως έχουν χρησιμοποιηθεί και στην αστυνομική λογοτεχνία, σχεδόν πρόσφατα: στο Η τελευταία παγίδα του Γάλλου Ζαν-Μπερνάρ Πουί (Εκδόσεις Πόλις) πρωταγωνιστεί μια αγελάδα.

 
Η Λέονι Σουάν, αγγλομαθής Γερμανίδα, το 2000 εξέδωσε το μυθιστόρημα Το ξύπνημα των αμνών (πρωτότυπος τίτλος Glennkill )που διαδραματίζεται στο χωριό Γκλένκιλ της Ιρλανδίας. Οι βασικοί του ήρωες είναι πρόβατα τα οποία, όταν βρίσκουν τον βοσκό τους, τον Τζορτζ Γκλεν, δολοφονημένο με ένα φτυάρι μπηγμένο στο κορμί του, αποφασίζουν να βρουν τον δράστη ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Σε αυτό πρωταγωνιστούν η μις Μαπλ, «το πιο έξυπνο πρόβατο του Γκλάνκιλ» και ίσως όλου του κόσμου, η Μοντ, ο Οθέλλος, η Κορντέλια, ο Μέλμοθ, η Λέιν, η Νεφέλη και μερικά άλλα, τα ονόματα των οποίων είναι δανεισμένα από έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

Οι αναφορές σε βιβλία της Αγκαθα Κρίστι, του Σαίξπηρ, του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Χένρι Τζέιμς είναι συχνές. Η μις Μαπλ παραπέμπει βεβαίως στη μις Μαρπλ, τη συμπαθητική κυρία της Κρίστι που εξιχνιάζει εγκλήματα. Παρομοίως, η μις Μαπλ κάνει έρευνες για τη λύση του αινίγματος, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ντετέκτιβ. Τη λέξη τη γνωρίζει από τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Τα αξιαγάπητα ζώα λοιπόν συσκέπτονται, συνεννοούνται βελάζοντας, μιλούν και κατανοούν τη γλώσσα των ανθρώπων. Στην πλοκή εντάσσονται και άνθρωποι, όπως ο Τομ ο χασάπης, ο Γκάμπριελ, ο έτερος βοσκός, ο Τζος ο ξενοδόχος, αλλά και αστυνομικοί και δημοσιογράφοι.

Ο Τζορτζ Γκλεν, το θύμα, ήταν παντρεμένος με την Κέιτ, αλλά της έκανε απιστίες με τη Λίλι, η οποία τον επισκεπτόταν στο τροχόσπιτό του, απ΄ όπου ακούγονταν οι «παράξενες κραυγές» της, οι ερωτικές. Τα πρόβατα εκφράζουν απορίες και προβληματισμούς σχετικά με την περίεργη υπόθεση. Τι απέγινε η Τέσι, η γέρικη λυκοσκυλίνα, πιστή σύντροφος του Τζορτζ Γκλεν; Τι σημαίνει το αποτύπωμα μιας οπλής προβάτου στην κοιλιά του; Γιατί ο Τζορτζ έκανε ασκήσεις σκοποβολής; Γιατί ο δολοφόνος δεν έκρυψε ή δεν εξαφάνισε τον νεκρό και τον άφησε εκτεθειμένο σε κοινή θέα; Ποιο πρόβατο βρέθηκε δίπλα στον Τζορτζ τη στιγμή του θανάτου του; Σε τι ήταν μπλεγμένος;

Πρώτη ύποπτη για τη δολοφονία είναι η Λίλι, ενώ ύποπτη είναι και η Κέιτ. Υπάρχει η διαθήκη του νεκρού που ίσως φωτίσει το έγκλημα που φαινομενικά προκλήθηκε από οικονομικά κίνητρα. Η σχέση του Τζορτζ με τα ζώα ήταν ιδανική, χωρίς προβλήματα. Τα πρόβατα θυμούνται με νοσταλγία τον αγαπημένο τους βοσκό (αυτός τους έδωσε τα ονόματά τους), ο οποίος τους διάβαζε παραμύθια με νεράιδες, αισθηματικά βιβλία με κοκκινομάλλες ηρωίδες που τύλιγαν στα δίχτυα τους αφελείς άντρες, αλλά και αστυνομικά. Συνειδητοποιούν ότι μετά τον θάνατό του χρειάζονται έναν βοσκό, αφού μόνα τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ζωή, ούτε τους ανθρώπους. Σε αυτό είναι τυχερά: τον βρίσκουν στο πρόσωπο της Ρεβέκκας, της κόρης του Τζορτζ, που επίσης αρχίζει να τους διαβάζει βιβλία.

  • Αγέλη Ιρλανδών
Η συγγραφέας μέσω της αστυνομικής πλοκής κάνει ένα γοητευτικό, χιουμοριστικό λογοτεχνικό παιγνίδι. Τα πρόβατα δεν έχουν μόνο φωνή, έχουν και σκέψη, και μάλιστα φιλοσοφημένη. Από το βλέμμα τους περνάει ο μυστηριώδης κόσμος των ανθρώπων, τους οποίους βλέπουν σαν αγέλη, μια αγέλη διαφορετική από τη δική τους. Ξέρουν τι είναι οι λύκοι, ξέρουν επίσης πως ενίοτε οι λύκοι βρίσκονται ανάμεσα στους ανθρώπους μεταμφιεσμένοι και επομένως, αν δεν τους αναγνωρίσουν, δεν μπορούν να προστατευτούν από αυτούς.
  • Από το Νταχάου στον Προυστ
Η ψευδώνυμη Λέονι Σουάν, γεννημένη στο Νταχάου το 1975, έχει σπουδάσει φιλοσοφία, ψυχολογία, αγγλική λογοτεχνία στο Μόναχο και ζει στο Βερολίνο. Το Ξύπνημα των αμνών είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και έχει κάνει αίσθηση διεθνώς, κυρίως στον γερμανόφωνο κόσμο. Η Μαρλένα Πολιτοπούλου, συγγραφέας η ίδια αστυνομικών αναγνωσμάτων, το μετέφρασε εξαιρετικά ενώ έγραψε ένα κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα που βοηθάει τα μέγιστα στην κατανόησή του. Το επόμενο μυθιστόρημα της Σουάν, όνομα που ίσως αποτελεί τιμητική αναφορά στον Μαρσέλ Προυστ, παραπέμποντας στο αριστούργημά του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, έχει ως ηρωίδα τη Ρεβέκκα, που οδηγεί τα πρόβατα στην Ευρώπη.

Ηρωες σε πτώση

  • Σε μια σειρά κειμένων, που ο ίδιος τα παρομοιάζει με «κομφετί», ο Μένης Κουμανταρέας γράφει για συγγραφείς και για ανθρώπουςπου αγάπησε και αγαπά

Ακούγοντας έναν συγγραφέα να μιλάει για άλλους συγγραφείς γνωρίζεις πιο καλά τον ίδιο τον συγγραφέα. Παρακολουθείς τι εκθειάζει, τι τον δυσαρεστεί, πώς κρίνει τη δουλειά των ομοτέχνων του και τελικά καταλαβαίνεις πιο πολλά για τη δική του δουλειά παρά για τα υπό συζήτηση πρόσωπα.

Τα κείμενά του είναι τυχαία, δεν υπακούουν σε ένα σχέδιο, ο ίδιος τα παρομοιάζει με «χιόνι ή κομφετί που πέφτουν πυκνά, μεταμφιεσμένα σε δοκίμια, βιογραφίες, συνομιλίες ή απλά αφηγήματα». Τα περισσότερα κείμενα αναφέρονται στο σινάφι. Χαίρεται να ονομάζει «σινάφι» τους ομοτέχνους του, έχει την αίσθηση ότι οι συγγραφείς μοιάζουν με τους ξυλουργούς, τους σοβατζήδες, τους ηλεκτρολόγους, ανθρώπους που δουλεύουν με τα χέρια όπως και οι συγγραφείς.

Ενα μέρος από τα κείμενά του αφορά πρόσωπα μυθικά για τους νεότερους που τον σημάδεψαν στην εξέλιξή του, διαμόρφωσαν τις απόψεις του για την τέχνη και κάποια από αυτά τον προσανατόλισαν στον δύσκολο δρόμο της συγγραφής. Η μύησή του αρχίζει από το θέατρο. Εν αρχή είναι ο Τενεσί Γουίλιαμς.
 
Θα δει τον «Γυάλινο κόσμο» με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Κάρολο Κουν στον ρόλο του ονειροπαρμένου Τομ που θα τον καθηλώσει, θα του δείξει κάτι από τον εαυτό του, «παράταιρος μέσα στο ίδιο του το σπίτι- είμαι κι εγώ αλλά δεν το ξέρω», θα πει. Αυτό όμως που θα τον συγκλονίσει είναι το «Λεωφορείον ο Πόθος» με τη Μελίνα στον ρόλο της Μπλανς Ντυμπουά. Η ηρωίδα είναι «το μεγαλύτερο άλλοθι για τους απανταχού κατατρεγμένους και καταπιεσμένους σεξουαλικά» και τον επηρεάζει όσο κανείς άλλος ήρωας του θεατρικού ρεπερτορίου.

Αναφέρεται στην ομάδα Κουν, Χατζιδάκι, Τσαρούχη λέγοντας ότι «ξεκινώντας από την ομοφυλοφιλία τους χωρίς να την κάνουν σημαία ανέβασαν τον κοινό λαϊκό άνθρωπο, τα ντέρτια του, τα τραγούδια του, τον ψυχισμό του και τον έφεραν από τις λαϊκές γειτονιές στα καλά σπίτια του Κολωνακίου». Αναγνωρίζει μια προσωπική οφειλή σε αυτό, αφού και η μεσαία τάξη στην οποία ανήκε και ο Μένης Κουμανταρέας, άνθρωποι που έμεναν στην Κυψέλη, στην Πατησίων και στην πλατεία Βικτωρίας επικοινώνησαν με ανθρώπους που τους «θέλανε μέχρι τότε μόνο για υπηρετικό προσωπικό».

Εκείνο που μου αρέσει στον Μένη Κουμανταρέα είναι η αμφισημία του. Κατορθώνει να πει αυτό που σκέπτεται με έναν τέτοιον τρόπο που να μπορεί να ιδωθεί από πολλές όψεις. Διαθέτει ένα κριτικό πνεύμα ακόμη και απέναντι στους φίλους του, τον Γιώργο Χρονά («έχει σχηματίσει τον θίασο των ινδαλμάτων του φθάνοντας κάποτε να τα εξυμνεί σε βαθμό κατάχρησης και υπερβολής»), τον Πέτρο Τατσόπουλο («τα κείμενά του λάμπουν από εξυπνάδα, κάποτε υπερβολική»), τον Αλέκο Φασιανό («λένε ότι επαναλαμβάνεται αλλά μήπως και ο Βιβάλντι δεν κατηγορήθηκε ότι έγραφε πάντα το ίδιο κοντσέρτο;»).

Ισως η μεγάλη σημασία αυτών των κειμένων να βρίσκεται σε εκείνα τα μέρη που μιλάει για ομοτέχνους, ξεχασμένους από τον καιρό. Θα ανατρέξει στον περίτεχνο αφηγηματικό λόγο του Ιωάννου, θα τον χαρακτηρίσει μια βαθιά διχασμένη φύση, έναν Βυζαντινό στα χρόνια μας, και θα απαντήσει σε αυτούς που τον κατηγορούν ως υπερβολικά προσκολλημένο στην ελληνική παράδοση: «Μήπως όλοι αυτοί που τοποθετούν τη δράση των μυθιστορημάτων τους στην Πράγα ή στο Βερολίνο είναι πιο κοσμοπολίτες από τον Τζόυς που έγραψε μόνο για το Δουβλίνο;». Ομοίως θα υπερασπιστεί τον Μ. Καραγάτση και θα υπενθυμίσει στους επικριτές του ότι τον Μίτια τον έχει κρίνει ο χρόνος, όπως και τον Κώστα Ταχτσή, θυμίζοντας ότι το έργο του απελευθέρωσε τους νεότερους πεζογράφους από τα δεσμά της καλλιγραφίας και της φιλολογίας κτλ.

Τέλος, ο Μένης Κουμανταρέας θα μιλήσει για την ίδια την τέχνη του: «Γράφω όταν είμαι θλιμμένος», ενώ τον θέλγουν οι ήρωες σε πτώση. Ισως γιατί και αυτός στη ζωή του «ένιωσε απελπισία, να αυτοκτονεί σε μικρές δόσεις, απειροελάχιστες, που δεν φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού».
 
 
 

Ο επίμονος αναγνώστης

  • Αυτή την Κυριακή ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Λιάκος διαβάζει το βιβλίο του Πολυμέρη Βόγλη για την ελληνική κοινωνία στη διάρκεια της Κατοχής. Ο ελληνοαλβανικός πόλεμος, η συνθηκολόγηση, η διάλυση του μετώπου, η πείνα

Διαβάζοντας το βιβλίο του Πολυμέρη Βόγλη για την ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, έχει επιτέλους κανείς την αίσθηση ότι τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους, μετά τη φουρτούνα που προκάλεσαν νέα και παλαιά κύματα. Πράγματι, χωρίς δημαγωγία και πολεμική, αλλά και με συναίσθηση των κρίσιμων ζητημάτων που ανέδειξε η δεκαετής συζήτηση για τον Εμφύλιο, ο Βόγλης επιχειρεί μια σύνοψη των μελετών και των νέων προσεγγίσεων για την περίοδο του πολέμου, της Κατοχής και της απελευθέρωσης (1940-1944). Δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος του βιβλίου εστιάζεται στον όρο κοινωνία. Επιβάλλει επομένως μια διαπραγμάτευση των δραματικών γεγονότων εκείνης της εποχής όχι ως ασυσχέτιστων συμπτωμάτων βίαςόπως συνήθως γίνεται στη δημόσια συζήτηση- αλλά μέσα από μια συνολική αντιμετώπιση της κοινωνίας, ενός οργανισμού που βιοπορίζεται, έχει παρελθόν, είναι σύνθετος, πολυεπίπεδος, γεωγραφικά κατακερματισμένος, με όμοιες και ανόμοιες εμπειρίες και επιδιώξεις. Αφορά μια κοινωνία που μπήκε στον πόλεμο πριν καν συνέλθει από τις κοσμογονικές μεταβολές που έφερε ο προηγούμενος πόλεμος με τις μεταφορές εδαφών, πληθυσμών και παραγωγικών δικτύων από την οθωμανική επικράτεια στην ελληνική, με ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες, μειονότητες, ανάδυση νέων πολιτικών υποκειμένων και πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του πολιτικού συστήματος.

Τα κεφάλαια του βιβλίου αντικατοπτρίζουν τις σιωπηλές αλλά παραγωγικές μετατοπίσεις της ιστοριογραφίας. Οχι μόνο ο ελληνοαλβανικός πόλεμος, αλλά επίσης η συνθηκολόγηση και η διάλυση του μετώπου. Οχι μόνο η πείνα, αλλά συνολικά η αποδιάρθρωση της οικονομίας. Η Αντίσταση όχι ως αυτονόητο, αλλά ως φαινόμενο, και κυρίως στις πόλεις που έλειπαν από το κάδρο των ενδόξων καπεταναίων του Βουνού. Οι «άλλοι» Ελληνες, δηλαδή οι εβραίοι, οι Σλαβομακεδόνες, οι Τσάμηδες, οι μειονότητες. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, και όχι χωρισμός της περιόδου στη φωτεινή πλευρά της Αντίστασης και στη σκοτεινή του Εμφυλίου. Τέλος, η πύκνωση της ιστορίας το μοιραίο έτος 1944, πριν και μετά την απελευθέρωση.

  • Η δημόσια συζήτηση

 
Τι καινούργιο μάς φέρνει η μελέτη αυτή; Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση ως τώρα, θα νόμιζε κανείς πως ό,τι συνέβη εκείνη την εποχή αφορούσε μόνο εμφύλιες συγκρούσεις. Στο βιβλίο αποκαθίσταται η σημασία της Αντίστασης, οι συγκρούσεις με τους Γερμανούς και οι συνέπειές τους. Επισημαίνεται ο ρόλος των Γερμανών, και ιδιαίτερα της πολιτικής αντιποίνων τον τελευταίο χρόνο, στις εμφύλιες συρράξεις. Φυσικά και δεν υποβαθμίζει τις εμφύλιες συγκρούσεις που ξέσπασαν στην Κατοχή, αλλά εκείνο που μας λέει ο Βόγλης είναι πως πολλές από αυτές, ειδικότερα εκείνες που είχαν σχέση με τις μειονότητες, έχουν προιστορία στον Μεσοπόλεμο και στις εκκρεμότητες που άφησε η διευθέτηση των μειονοτικών ρυθμίσεων. Αλλωστε, η εμπλοκή των μειονοτήτων στην πολιτική πολέμου δεν ήταν κάτι που συνέβη μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ευρεία έκταση στην Ανατολική Ευρώπη. Ο συσχετισμός με τον Μεσοπόλεμο δείχνει κάτι που έχει επισημανθεί επανειλημμένα: η δεκαετία του ΄40, όσο δραματικά γοητευτική και αν είναι, τόσο για τους μελετητές όσο και για το κοινό που ενδιαφέρεται για την Ιστορία, δεν πρέπει να μελετάται ξεκομμένα από τις προπολεμικές εξελίξεις.

Ενα κρίσιμο ζήτημα που συζητήθηκε την περασμένη δεκαετία με ένταση είναι η ηγεμόνευση της Αριστεράς στο κίνημα Αντίστασης. Ο Βόγλης βασισμένος σε πολλές μελέτες μικρών και διαφορετικών περιοχών δείχνει τη μεγάλη πολυμορφία στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε και αναδείχθηκε το φαινόμενο Αντίσταση, σε σχέση με ό,τι μας επιτρέπει να υποθέσουμε η ματιά που βλέπει τα πράγματα από τα πάνω, ως αποφάσεις κομμάτων. Αν στο πολύμορφο αυτό κίνημα ηγεμόνευσε η Αριστερά, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι προπολεμικές πολιτικές ηγεσίες ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διανομή της μεταπολεμικής πολιτικής πίτας παρά για τα καθημερινά προβλήματα, όπως ήταν η πείνα, η μαύρη αγορά και τα συσσίτια, η παρεμπόδιση της δήμευσης της σοδειάς από τις αρχές κατοχής και της στρατολογίας εργατών για τη Γερμανία. Είναι πολύ χαρακτηριστική η αναφορά στην αλληλογραφία Βενιζέλου- Σοφούλη μέσα στην Κατοχή: το θέμα που τους απασχολούσε ήταν ο καταρτισμός ψηφοδελτίων για τις... επόμενες εκλογές!

 
 Συσσίτιο για παιδιά στη διάρκεια της Κατοχής. Φωτογραφία του Δημήτρη Χαρισιάδη 
 
  • Βίαιο και επιθετικό
Οποιος γράφει μετά το 1989 για κινήματα και επαναστάσεις είναι περίπου υποχρεωμένος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις κυρίαρχες ορθοδοξίες να τα αντιμετωπίζει περίπου ως ύποπτα ολοκληρωτισμού, πράγμα που σκιάζει την ιστορική εξερεύνηση των μοριακών αντιδράσεων του πλήθους που από ειρηνικό και φοβισμένο μπορεί να μετατραπεί σε βίαιο και επιθετικό.

Κυρίως επισκιάζει τις διαφορές, ισοπεδώνοντας κίνητρα, ιδέες και συμπεριφορές. Ο Βόγλης συνοψίζοντας με τη μεγαλύτερη διαύγεια τις έως τώρα έρευνες επιχειρεί να γράψει για τη δεκαετία του 1940 χωρίς τη δημαγωγία περί ολοκληρωτισμού και χωρίς την εξιδανικευμένη νοσταλγία του ΚΚΕ και του αντάρτικου. Εχει συνείδηση ότι ο «Δεκέμβρης», που για μερικούς δεν έχει τελειώσει συμβολικά ενώ άλλοι κυνηγούν το φάντασμά του πραγματικά, έχει περάσει στην επικράτεια της Ιστορίας, και από αυτή την αποστασιοποιημένη ματιά προσπαθεί να μας κάνει οικεία αυτή την εποχή. Το βιβλίο αυτό δείχνει ότι υπάρχει τελικά σε μια δημόσια συζήτηση για το παρελθόν ένας ρόλος για τον ιστορικό επαγγελματισμό. Βέβαια, ας μην καλλιεργούμε αυταπάτες, η συζήτηση για τον Εμφύλιο θα συνεχιστεί, έχει πια διευρυνθεί σε εκτός Ιστορίας χώρους, και πολλοί θα σπεύσουν να αυτοστρατολογηθούν με ενθουσιασμό και πάθος για έναν πολύ απλό λόγο. Γιατί δεν αφορά πλέον το παρελθόν, αλλά την κυριαρχία στις ιδεολογικές τάσεις του παρόντος.

Saturday, December 25, 2010

Στιγμιότυπα του δρόμου, τότε και σήμερα

  • Eξ αφορμης
  • Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 26 Δεκεμβρίου 2010

Πολύ πριν από το Google Street View, η λογοτεχνία, πάντα ένα βήμα μπροστά από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ήξερε να καταγράφει και να αποτυπώνει την κίνηση στους δρόμους της μητρόπολης. «Ιδού κάποια κάλαντα που άκουσα να τραγουδούν στη Rue de Buci. Δεν γνωρίζω από πού προέρχονται. Εν πάση περιπτώσει, είναι πολύ αγροτικά κι όλο νοστιμιά», σημειώνει ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ το 1918 στον «Περιπατητή των δύο όχθεων. Οδοιπορικό στο Παρίσι», που παρουσιάζεται περίπου έναν αιώνα μετά και στα Eλληνικά (εκδ. Φαρφουλάς, σε μετάφραση, επιμέλεια και με εισαγωγή Ν. Σταμπάκη, απ’ όπου δεν λείπει και ο «δικός μας» Ζαν Μωρεάς), καθώς αιφνιδιάζει ευχάριστα την ούτως ή άλλως ισχνή εγχώρια βιβλιογραφία, η οποία έχει σταματήσει κάπου ανάμεσα στα «Παρισινά γράμματα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου και στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη» του Γ. Ν. Πεντζίκη.
Ο, τι πάντως, στα ίχνη του Απολλιναίρ, καταφέρνουν τα 3Β (Beaudelaire, Balzac, Benjamin), ν’ απλώσουν δηλαδή πάνω στον χάρτη της πόλης τη μεμβράνη της λογοτεχνίας και του δοκιμίου, ανοίγοντας τον δρόμο στους σουρεαλιστές (Μπρετόν, Αραγκόν), αλλά και τους «καταστασιακούς», το ωθεί στα άκρα ο Ζωρζ Περέκ με το «Εργαστήριο της δυνητικής λογοτεχνίας» (OuLiPo), συνθέτοντας το «Δοκίμιο για τον εντοπισμό ενός χώρου στο Παρίσι».
Στην Πλατεία του Αγίου Σουλπικίου, ο Περέκ επιδιώκει να «περιγράψει το σύνηθες: ό, τι δεν σημειώνει κανείς γενικά, αυτό που περνάει απαρατήρητο, που δεν έχει καμία σημασία, ό, τι συμβαίνει όταν δεν συμβαίνει τίποτα εκτός από τον χρόνο, τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα και τα σύννεφα», δηλαδή ό, τι σαράντα χρόνια μετά απορροφάει μέσω δορυφόρου η χοάνη του «παντογνώστη Google».

O «απόγονος του Απολλιναίρ» σημειώνει με ακρίβεια εντομολόγου επί τρεις μέρες από τρία διαφορετικά Café της γειτονιάς, ό, τι κινείται κι ό, τι δεν κινείται γύρω από το οπτικό του πεδίο. Οι καταγραφές του δομούνται πάνω σε τέσσερα μέρη: τη χαρτογράφηση και τις συντεταγμένες του χώρου, τη σημειο-κειμενική προσέγγιση (γράμματα της αλφαβήτου, σύμβολα, αριθμοί κ. λπ.) και τέλος, τα δίκτυα επικοινωνίας και συγκοινωνίας, με ιδιαίτερη αδυναμία στα λεωφορεία της γραμμής), κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει «ένα παιδί που τσουλάει το αυτοκινητάκι του στη βιτρίνα του Café (ελαφρύς θόρυβος)», αλλά κι ένα «σχέδιο μιας ταξινόμησης των ομπρελλών σύμφωνα με το σχήμα, τον τρόπο λειτουργίας, τα χρώματά τους, το υλικό τους…», σε μία προ-εθνογραφική προσέγγιση του αστεακού τοπίου ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία με έμφαση στις «μικρο-καταστάσεις».
Κλείνοντας τα βιβλία, ο αναγνώστης - περιπατητής επιστρέφει στη σημερινή Αθήνα, η οποία, παρά τον εορταστικό διάκοσμο και τις όποιες (μεγαλόπνοες ή ψευδεπίγραφες) παρεμβάσεις σχεδιάζονται, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ευρωπαϊκή μητρόπολη, όπως τον 19ο αιώνα δεν κατάφερε να γίνει «δεύτερο Μόναχο», παρά τον οθωνικό σχεδιασμό της «αθηναϊκής τριλογίας». Ομως, όπως ο Απολλιναίρ στα «Χριστούγεννα στη Rue de Buci» καταγράφει εξαντλητικά τα κάλαντα ως «τα πλέον ιδιάζοντα μνημεία της θρησκευτικής και λαϊκής παράδοσης», η πόλη επιστρέφει σαν μνήμη από οικογενειακές γιορτές και σχολικό αναγνωστικό. Κι αυτό στις μέρες μας δεν είναι πάντα αυτονόητο.

Ο «Μακαβέττας» του Απόστολου Δοξιάδη

  • ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ 
  • Κάτοπτρο
  • Tης Ελισαβετ Kοτζια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 26 Δεκεμβρίου 2010
Ο «Μακαβέττας» του Απόστολου Δοξιάδη (Ικαρος, σελ. 252) πρωτοκυκλοφόρησε το 1988, παραμένει ωστόσο ένα επίκαιρο ελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του, οι αλλεπάλληλες συνωμοτικές ενέργειες στρατιωτικών αξιωματούχων σε μια χώρα που την κυβερνά ο στρατός· και ειδικότερα του υποδειγματικού νομοταγούς Μακαβέττα, που δεν αποφεύγει εν τέλει να ηγηθεί ανατρεπτικού πραξικοπήματος με διακηρυγμένο στόχο την αποκατάσταση των προδομένων ιδεωδών της Επανάστασης, στην πραγματικότητα όμως για να περισώσει την καριέρα του και την προσωπική του ζωή. Με την πάροδο του χρόνου, το μυθιστόρημα έχει κατά τη γνώμη μου κερδίσει ως προς την απόλαυση που προφέρει. Διότι, δεδομένου ότι έχουμε απομακρυνθεί από το πολιτικό τραύμα της δικτατορίας, η διακωμώδηση ενός πραξικοπήματος δεν ενοχλεί πλέον και δεν στενοχωρεί. Κι ακόμη, διότι δεδομένου ότι έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της μεταμοντέρνας αναδιάταξης των αφηγηματικών ειδών και των λογοτεχνικών τους τρόπων, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε καλύτερα τη συμβολή του συγγραφέα προς την κατεύθυνση που επρόκειτο να λάβει ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής πεζογραφίας στην τελευταία εικοσαετία όταν η ζυγαριά έγειρε προς τη μεριά της βλάσφημης παρωδίας και του πολύτροπου υβριδισμού.

Στην 25ετή συγγραφική πορεία του, ο Δοξιάδης χτύπησε δύο από τις φλέβες που έχουν αρδεύσει τη σημερινή συλλογική φαντασία – τα κόμικς και τα μαθηματικά. Από μια άποψη, ο «Μακαβέττας», όπως και το μεταγενέστερο μυθιστόρημά του «Τα τρία ανθρωπάκια» (1997), θα μπορούσαν να θεωρηθούν προάγγελοι του πρόσφατου γραφιστικού μυθιστορήματος Logicomix (2008). Διότι και στα δύο πεζογραφικά αφηγήματα, οι ήρωές είναι στερεοτυπικοί, σχηματικοί και στατικοί, με τον τρόπο που αναγκαστικά απεικονίζονται από το ένα καρέ στο άλλο οι ήρωες των κόμικς. Με μια βασική διαφορά. Οτι ενώ οι ήρωες στα δύο μυθιστορήματα είναι δισδιάστατοι και την κίνηση στα έργα αυτά προσφέρει η ιλιγγιώδης ταχύτητα της δράσης, το γραφιστικό Logicomix προσπαθεί, αντιθέτως, να υπερβεί τους περιορισμούς του είδους και να αποδώσει το ψυχικό βάθος των επίπεδα απεικονιζομένων ηρώων. Κι ακόμα, ότι ενώ ο «Μακαβέττας» και «Τα τρία ανθρωπάκια» αποτελούν παρωδία, η ιστορία στο Logicomix κάποιες στιγμές αγγίζει τα όρια του τραγικού. Ισως διότι, όπως αποδεικνύεται στο τρίτο μυθιστόρημα του Δοξιάδη «Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ» (2001), η κωμωδία και το δράμα γεννιούνται ταυτόχρονα και συμβιώνουν μέσα στον ίδιο άνθρωπο, στην ίδια βιογραφία και στο ίδιο ριζικό.
Οσον αφορά τον «Μακαβέττα», μπορεί οι ήρωες να μη διαθέτουν ψυχολογικό βάθος, μέσα όμως από τη φάρσα την οποία συνθέτει η παράδοξη ιστορία του εξωφρενικού αντισυνταγματάρχη προκύπτουν ορισμένα βαρυσήμαντα ζητήματα. Πρώτον, η μεταφυσική της σύμπτωσης, η σημασία που έχει, με άλλα λόγια, το τυχαίο και μάλιστα το επουσιώδες περιστατικό στην έκβαση της ιστορίας. Κι ακόμη, το πρόβλημα της νομιμότητας: Πότε οι πράξεις που επιτελούνται με σκοπό τη προάσπιση της έννομης τάξης εκτρέπονται στην καθολική παραβίασή της; Και μέσω των δύο αυτών κομβικών θεμάτων οδηγούμαστε στο γενικότερο πρόβλημα της ειρωνικής μετάπτωσης των ανθρώπινων επιδιώξεων στο αντίθετό τους. Οι ήρωες στον «Μακαβέττα» διαρκώς αυτοδιαψεύδονται με τρόπο φαιδρό, καθώς οι καταστάσεις εξελίσσονται προς διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν που επιθυμούν. Πρόκειται για τη σαρκαστική αρχή της αυτοεκπληρούμενης προφητείας – θεματική η οποία μας οδηγεί στην Ελλάδα της κρίσης. Ο «Μακαβέττας» προσφέρεται, με άλλα λόγια, σαν ένα κάτοπτρο προκειμένου να αντικρίσουμε πτυχές από τον σημερινό μας εαυτό. Διότι μπορεί στην ιστορία του να επικρατούν πραξικοπηματίες στρατιωτικοί, αλλά ο βίος και η πολιτεία των ηρώων παραπέμπουν σε δημόσιες στάσεις και καταστάσεις πολύ οικείες. Διότι τι άλλο κάνουν οι πρωταγωνιστές από συνεχείς ίντριγκες και ατελείωτους ελιγμούς; Τι διαφορετικό πράττουν από το να υπονομεύουν διαρκώς εαυτούς και αλλήλους; Τι αλλιώτικο απ’ το να δωροδοκούν και να διαφθείρουν τις πιο άμεμπτες συνειδήσεις; Και τι διαφορετικό απ’ το να μιλούν μια ξύλινη γλώσσα που ενώ επικαλείται την προσωπική τιμή, εξυπονοεί ακριβώς το αντίθετό της; Και τι άλλο κάνουν από το να προωθούν στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς; Και τι διαφορετικό από το να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που θέτουν σε κίνηση πολυπλοκότατους μηχανισμούς οι οποίοι, ξεφεύγοντας από τον έλεγχό τους, παγιδεύουν στο τέλος τους ίδιους τους υποκινητές; Τι άλλο δείχνει, τέλος, το μυθιστόρημα από ένα πολίτευμα εφτάψυχο που, παρά τα εμφανέστατα τεράστια κρίματά του, καταλήγει να επιβιώνει με κάθε μέσο και για κάθε σκοπό.

Thursday, December 23, 2010

Η προέλευση της λέξης «μήνας»

  • ΓΛΩΣΣΑ
Η προέλευση της λέξης «μήνας», εξέλιξη της αρχαιοελληνικής «μην», με πρώτη καταγραφή στη συλλαβική γραφή των αρχαίων Μηκυναίων (me-no, του μηνός), είναι αρχαιότατη. 

Η λέξη «μην» σήμαινε αρχικά τη Σελήνη (άλλη αρχαιοελληνική ονομασία: μήνη), αλλά και το διάστημα μιας πλήρους περιφοράς της Σελήνης γύρω από τη Γη. Το διάστημα αυτό αντιστοιχεί σε 29 ή 30 μέρες, τον λεγόμενο σεληνιακό μήνα.

Το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν από πολύ νωρίς στην ιστορία τους τον κύκλο της Σελήνης για να μετρούν το χρόνο, αντανακλάται στην κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα της λέξης «μην»: Το αρχικό ινδοευρωπαϊκό θέμα me, από το οποίο παράγονται λέξεις με τη σημασία του «μετρώ, ορίζω» (αυτή είναι και η προέλευση της λέξης «μέτρον»), καθώς και το παραγόμενο ινδοευρωπαϊκό θέμα men-s, που έχει τη διπλή σημασία «σελήνη», «σεληνιακός μήνας».

Η κοινή αυτή ινδοευρωπαϊκή προέλευση ανιχνεύεται, τόσο γραμματικά όσο και σημασιολογικά, στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια: mensis στα λατινικά, mois στα γαλλικά, month (μήνας) και moon (σελήνη) στα αγγλικά, mena (σελήνη) και menops (μήνας) στα αρχαία γοτθικά, mano (σελήνη) και monat στα αρχαία γερμανικά κ.λ.π.
© Science Illustrated


Wednesday, December 22, 2010

Ερη Ρίτσου: «Εγώ γράφω από χόμπι, ο πατέρας μου έγραφε από ανάγκη»

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
 
 
 
Ο ποιητής με τη γυναίκα του, τη σαμιώτισσα γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδου, και την κόρη τους Ερη.

Με δύο νέες εκδόσεις κλείνει το 2010 για την οικογένεια Ρίτσου. Με τον τίτλο «Yannis Ritsos – Poems» κυκλοφόρησε μόλις στον Καναδά, από τον εκδοτικό οίκο Libros Libertad, σε νέα μετάφραση στα αγγλικά από τον χανιώτη Μανόλη Αλιγιζάκη, επιλογή ποιημάτων από δεκαπέντε ποιητικά βιβλία του Γιάννη Ρίτσοy. Τις ίδιες μέρες στην Αθήνα κυκλοφορεί από τον Κέδρο «Η μικρή καμηλοπάρδαλη που δεν έτρωγε το φαγητό της» της Ερης Ρίτσου. Δύο εκδόσεις που αποτέλεσαν την αφορμή για μια σύντομη συνομιλία με τη μοναχοκόρη του ποιητή, επίσης συγγραφέα.

Το πρώτο βιβλίο της Ερης Ρίτσου ήταν μια παιδική ιστορία που έγραψε για να διασκεδάσει την κόρη της Λητώ. Την έδωσε στους φίλους εκδότες του Κέδρου από περιέργεια, για να μάθει αν τους αρέσει. «Την είχα γράψει σε ένα σχολικό τετράδιο. Τους το άφησα και το ξέχασα. Κάποιους μήνες αργότερα αναζήτησα το τετράδιο και πήγα να το πάρω. Και τότε έμαθα ότι είχαν αποφασίσει να εκδώσουν την ιστορία μου σε βιβλίο». Ηταν οι «Τρεις βασιλοπούλες» (Κέδρος, 2001). Με την αυθόρμητη ειλικρίνεια και το χιούμορ που χαρακτήριζε τον πατέρα της, σχολιάζει: «Μετά το πρώτο βιβλίο, κακά τα ψέματα, γλυκαίνεσαι και λες ας δοκιμάσω να γράψω και κάτι άλλο». Ακολούθησαν το παιδικό «Η καλή μεγάλη καφετιά αρκούδα βρήκε την ευτυχία» (Κέδρος, 2002), η συλλογή διηγημάτων «Γιατρός επαρχίας» (Κέδρος, 2004) και το μυθιστόρημα «Μυστικά και αποκαλύψεις» (Κέδρος, 2006).

, λέει. «Μπορεί, αν έχω το κέφι. Γενικά βαριέμαι το γράψιμο. Είμαι από αυτούς που δεν γράφουν καν ευχετήριες κάρτες». Παραξενεύεται και η ίδια που οδηγήθηκε στη συγγραφή. Είναι το παροιμιώδες μήλο που έπεσε κάτω από τη μηλιά; Όχι, βιάζεται να διευκρινίσει: «Για μένα το γράψιμο είναι χόμπι. Μπορώ και χωρίς αυτό. Για τον πατέρα μου ήταν ανάγκη. “Αν φτάσει κάποια μέρα που δεν θα μπορώ να γράψω, θα πεθάνω” έλεγε».
«Δεν ξέρω αν θα γράψω κάτι άλλο»
Κληρονόμος του Γιάννη Ρίτσου, η Ερη διαχειρίζεται τα πνευματικά δικαιώματα για το έργο του ποιητή. Η νέα αγγλική μετάφραση έρχεται να προστεθεί σε ένα σύνολο περίπου 400 αυτοτελών εκδόσεων με μεταφράσεις ποιημάτων του πατέρα της. Ο Ρίτσος ήταν ανέκαθεν από τους πιο πολυμεταφρασμένους έλληνες ποιητές. Βρίσκουμε μεταφράσεις έργων του σε όλες τις γλώσσες, μεταξύ αυτών στα αραβικά, στα καταλανικά, στα δανικά και στα περσικά. Πολλές είναι οι μεταφράσεις στα γαλλικά, από έλληνες αυτοεξόριστους στη Γαλλία την εποχή της δικτατορίας και από γάλλους ελληνιστές. Εξαιρετικές οι μεταφράσεις του Νικόλα Κροτσέτι στα ιταλικά, που έγιναν και με τη συνεργασία του ποιητή. Το μεταφραστικό ενδιαφέρον για τον Ρίτσο είναι αμείωτο, μας πληροφορεί η κόρη του. «Εχουν πυκνώσει πολύ οι μεταφράσεις των έργων του στην Ισπανία τα τελευταία χρόνια. Είχαμε έξι-επτά εκδόσεις μέσα στην τελευταία τριετία». Αλλά και εκδόσεις ποιημάτων του στη Λατινική Αμερική, πολλές στην Τουρκία, και πρόσφατα στην Αίγυπτο, ενώ αναμένεται σύντομα μια δίγλωσση ελληνο-γαλλική έκδοση της «Φαίδρας» από τις εκδόσεις Εrosonyx στη Γαλλία.

«Δεν είναι μόνο οι μεταφράσεις που πιστοποιούν ότι το έργο του Ρίτσου εξακολουθεί να συγκινεί. Το διαπίστωσα η ίδια στις τόσες εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν το 2009, έτος αφιερωμένο στον Ρίτσο, και συνεχίστηκαν και το 2010, που έκλεισαν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του. Και κυρίως εντυπωσιάστηκα από τη μεγάλη απήχηση που έχει ειδικά στους νέους», συνεχίζει η Ερη. «Λέμε ότι τα παιδιά και οι νέοι σήμερα δεν αγαπούν τη λογοτεχνία, αλλά χρειάζονται μονάχα ένα ερέθισμα. Είναι σαν τη διψασμένη γη που περιμένει τη βροχή», ήταν το τελευταίο της σχόλιο προτού μας αποχαιρετίσει για να αναχωρήσει για την πρεμιέρα της παράστασης «Ανώνυμη Αγία», στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη. Μια θεατρική μεταφορά του τολμηρού ερωτικού διηγήματος «Μια κοινότατη ιστορία» από το «Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων», του Ρίτσου βεβαίως.

Tuesday, December 21, 2010

Διαλογισμοί για τη γλώσσα από τον Γ. Μπαμπινιώτη

Το νέο του βιβλίο «Διαλογισμοί για τη γλώσσα και τη γλώσσα μας» που αναφέρεται στα καίρια θέματα της γλώσσας παρουσίασε πριν λίγες ημέρες ο διακεκριμένος γλωσσολογίας Γιώργος Μπαμπινιώτης στη «Στοά του Βιβλίου». Ο τίτλος του βιβλίου «Διαλογισμοί» προήλθε από τον εσωτερικό διάλογο που κάνει ο γλωσσολόγος με τον νοητό αναγνώστη. Ο γλωσσολόγος και φιλόλογος στον πρόλογο του βιβλίου του, εξηγεί, πως το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους όσοι αγαπούν τη γλώσσα, στους αποκαλούμενους κατά τον καθηγητή «εραστές της γλώσσας».

«Γιατί η αγάπη για τη γλώσσα -όπως υποστηρίζει ο καθηγητής-είναι η πιο ουσιαστική αφού έχει να κάνει με την ίδια τη σκέψη μας και ότι πιο σημαντικό χαρακτηρίζει τον άνθρωπο».

Το βιβλίο προέρχεται -όπως εξήγησε ο κ. Μπαμπινιώτης - από τις σκέψεις του, που γεννήθηκαν στο μάθημα, στη διάλεξη, στις απαντήσεις και ερωτήσεις. Έτσι δημιουργήθηκαν 62 αδημοσίευτα κείμενα, γραμμένα με έναν απλό και κατανοητό τρόπο, ώστε ν' απευθύνονται σ' ένα ευρύτερο κοινό με σκοπό να «μείνουν». «Η γλώσσα ενώνει και χωρίζει», είπε μεταξύ άλλων, ο καθηγητής. Ενώνει τους ανθρώπους μιας εθνικής κοινότητας που μιλούν την ίδια μητρική γλώσσα, τους χωρίζει όμως από όλους τους άλλους ανθρώπους οι οποίοι μιλούν τη δική τους εθνική- μητρική γλώσσα. Η γλώσσα επίσης ενώνει τους ανθρώπους διαφοροποιώντας τους από όλα τα άλλα ζωικά είδη.

Αναφορικά με την ποίηση της γλώσσας και αφιερώνοντας την παρουσίαση της συγκεκριμένης ενότητας-στην παρούσα στην εκδήλωση- ποιήτρια Κική Δημουλά, ο καθηγητής, τόνισε πως ''η ποίηση στηρίζεται στη γλώσσα, υπάρχει και δημιουργείται με τη γλώσσα.'' Θέση του γλωσσολόγου είναι ότι και η ίδια η γλώσσα έχει ποιητικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως οι δομές τις γλώσσας, τα συστατικά της μπορούν να αξιοποιηθούν ποιητικά. Ο ποιητής δεν χρησιμοποιεί μόνο τις λέξεις αλλά και τη δομή της γλώσσας, τη σύνταξη- χαρακτηριστικό Καβάφη.

Η επικοινωνία απασχολεί τον καθηγητή : «η γλώσσα ως επικοινωνία είναι μια αμοιβαία αλήθεια (ομιλητή- ακροατή).Η αλήθεια των λόγων μας, των σκέψεών μας, των προθέσεων μας και πάνω από όλα η αλήθεια μιας ουσιαστικής συνάντησης με τον άλλον». Η γλώσσα είναι η εξ ορισμού συνάντηση του ανθρώπου με τον άνθρωπο. Επίσης αναφέρθηκε στους πρώτους «τεχνολόγους» του κειμένου τους ανθρώπους, οι οποίοι πρώτοι ξεκίνησαν να αναλύουν τη γλώσσα από το μηδέν, ανακάλυψαν τις λειτουργίες της και άρχισαν τη συστηματοποίηση των τύπων αυτής. Αναφέρεται επίσης στη βάση της γλώσσας, τη δύναμη δηλαδή του ρήματος του λόγου, την ενέργεια. «Το κυριότερο συστατικό της πρότασης και του νοήματος αλλά και το επίκεντρο της γλωσσικής επικοινωνίας είναι το ρήμα .Η επικοινωνία μας είναι αλληλουχία ρηματικών πληροφοριών που εξειδικεύονται απ'ότι περιβάλλει τα ρήματα». Αυτή είναι και η βασική προσέγγιση στη διδασκαλία της γλώσσας», επεσήμανε.

Κλείνοντας ο Γιώργος Μπαμπινιώτης τόνισε ότι: «Η γλώσσα είναι ένας κόσμος, είναι σύμπαν, δεν είναι μόνο ένα εργαλείο, αλλά αξία, νοοτροπία, ιστορία, ταυτότητα, και πάνω απ' όλα η γλώσσα είναι οι συναντήσεις των ανθρώπων''.[kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ]

«Εκανα παρέα με τον Περικλή»

  • Η Γαλλίδα ακαδημαϊκός Ζακλίν ντε Ρομιγί αφιέρωσε τη ζωή της στην ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό
  • Του Σπυρου Γιανναρα, Η Καθημερινή, Tρίτη, 21 Δεκεμβρίου 2010
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. Πικραμένη από τη σταδιακή υποχώρηση των ανθρωπιστικών σπουδών και την αντίστοιχη επικράτηση μιας τεχνοκρατικής αντίληψης στην παιδεία, έφυγε το περασμένο Σάββατο στα 97 της χρόνια, η Γαλλίδα ελληνίστρια και ακαδημαϊκός Ζακλίν ντε Ρομιγί.
«Η Ρομιγί αφιέρωσε τη ζωή της στην ελληνική γλώσσα και στον ελληνικό πολιτισμό, διότι θεωρούσε ότι η μελέτη τους οδηγεί στην κατανόηση της ελευθερίας του ανθρώπου και της δημοκρατίας», υπογράμμισε και η ισόβια γραμματέας της Γαλλικής Ακαδημίας Ελέν Καρέρ ντ’ Ανκός.
«Εζησα σε μια ευτυχισμένη εποχή όπου οι γυναίκες είχαν πρόσβαση στα αρχαία ελληνικά και μετά τον πόλεμο μια περίοδο όλο και μεγαλύτερης άνθισης της μελέτης τους. Υστερα ήρθε ο Μάης του ’68 κι όλα σταμάτησαν. Σήμερα πρέπει να παλεύουμε για να μην εξαφανιστούν από τα σχολεία. Η άμεση επαφή με την ομορφιά των κειμένων μεταμορφώνει κι εξυψώνει τον άνθρωπο. Οι ανθρωπιστικές σπουδές μας κάνουν πιο ανεκτικούς, πιο γενναιόδωρους, πιο ευαίσθητους στην ομορφιά του κόσμου. Οι ανθρωπιστικές σπουδές αυξάνουν την ανθρωπιά μας», ανέφερε σε συνέντευξη στην εφημερίδα «La Croix» το 2008.
Η Ρομιγί άλωσε πολλά ανδρικά προπύργια. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο γαλλικό College de France (1973) στην έδρα «Η Ελλάδα και η διαμόρφωση μιας ηθικής και πολιτικής σκέψης» και η πρώτη γυναίκα που εξελέγη ακαδημαϊκός στην έδρα «Αρχαίων Επιγραφών και Γραμμάτων» (1975). Ηταν η δεύτερη Γαλλίδα που στέφθηκε ακαδημαϊκός μετά τη συγγραφέα Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Υπήρξε επίσης η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην Ecole Normale (1933) και η πρώτη που πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις για το δίπλωμα της Agregation (1936).
«Είχα το προνόμιο να ανήκω σε μια γενιά, όπου άνοιξαν επιτέλους οι πόρτες στις γυναίκες οι οποίες είχαν για πρώτη φορά την ευκαιρία να ανέβουν σε έδρα», είχε δηλώσει σχετικά, με μεγάλη δόση μετριοφροσύνης, σε συνέντευξη στο περιοδικό «Le Point» το 2007.
Για πάνω από εξήντα χρόνια αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία γράφοντας και διδάσκοντας είτε για το θέατρο του Αισχύλου και του Ευριπίδη, τον αγαπημένο της Θουκυδίδη και τον Πελοποννησιακό πόλεμο, είτε για την εξέλιξη της ιστορίας των ιδεών, ειδωμένη μέσα από το πρίσμα της ελληνικής σκέψης. Εξετάζοντας δηλαδή τη διαχρονική εξέλιξη θεμελιακών αρχών και εννοιών του ανθρώπινου πολιτισμού όπως τον Νόμο και το Δίκαιο, την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Απλότητα σε σχέση με την καταγωγική τους σημασία.
Η Ρομιγί δεν αντιμετώπιζε τα αρχαία ελληνικά κείμενα ως έργα γραμμένα σε μια νεκρή γλώσσα, αλλά ως έναν θησαυρό που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πληρέστερα και σε μεγαλύτερο βάθος το παρόν μας. Ενδεικτική είναι η δήλωσή της ότι τα αρχαία ελληνικά τής έδιναν χαρά κι ότι ξόδεψε περισσότερο χρόνο κάνοντας παρέα με τον Περικλή και τον Αισχύλο, απ’ ό,τι με τους συγχρόνους της. Η φράση αυτή, η οποία απέχει έτη φωτός από τις κοινότοπες και πανομοιότυπες κατά καιρούς δηλώσεις αδιάφορων πολιτικών για τη σημασία της αρχαίας Ελλάδας, προκαλεί κατάπληξη και θλίψη στους αποφοίτους του ελληνικού σχολείου, από τη Μεταπολίτευση και δώθε, που στην πλειονότητά τους βίωσαν τη διδασκαλία των αρχαίων ως μια ανιαρή διαδικασία αποστήθισης λεξιλογίου και γραμματικοσυντακτικών κανόνων.
Η Ζακλίν ντε Ρομιγί, η οποία γεννήθηκε το 1913, την παραμονή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατά τη διάρκεια του οποίου έχασε τον πατέρα και δύο θείους της, γνώρισε τα ιλιγγιώδη επιτεύγματα, αλλά και τις ολέθριες καταστροφές του περασμένου αιώνα, παραμένοντας σταθερά προσηλωμένη στα ιδεώδη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Δεν ήταν ένας μουσειολόγος που διέσωσε μια παρωχημένη γνώση, αλλά ένας πνευματικός άνθρωπος που πάλεψε ώστε να μην ξεχάσουμε ότι το μεγάλο μάθημα του παρελθόντος μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο σε δύσκολους καιρούς.
Εξέδωσε δεκάδες βιβλία, η πλειονότητα των οποίων έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Το τελευταίο, «Το ανθρώπινο μεγαλείο στον αιώνα του Περικλή» (εκδόσεις Ωκεανίδα), κυκλοφόρησε πέρυσι το καλοκαίρι.

Απόσπασμα από την ομιλία της Jacqueline de Romilly για την εκπαίδευση


«Οι όροι Παιδεία και Εκπαίδευση χωρίζονται από μια ανεπαίσθητη νοηματική διαφορά. Με τον πρώτο όρο εννοούμε την εκπλήρωση των διανοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, ενώ με τον δεύτερο τη μετάδοση γνώσης. Ο διχασμός μεταξύ τους προκαλεί τη σημερινή κρίση και την υποβάθμιση της ιστορίας ή της λογοτεχνίας, που χαρακτηρίζονται περιττές πολυτέλειες για το εκπαιδευτικό σύστημα. Η εκφραστική όμως αδυναμία και η ανικανότητα να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον, είναι αυτές που οδηγούν στη βία.

»Για να αντιληφθούμε με ακρίβεια τον λόγο του άλλου, πρέπει να κατανοήσουμε τη σκέψη των προγόνων μας. Η άγνοια του παρελθόντος που επιδεικνύουν οι σημερινοί νέοι απειλεί τη σύγχρονη κοινωνία με πολιτειακή εκτροπή. Στη λογοτεχνία μπορεί να βρει κανείς τη ζωντανή γνώση του παρελθόντος και για τον λόγο αυτό η αντιμετώπισή της ως περιττή πολυτέλεια αποτελεί σοβαρό και επικίνδυνο σφάλμα. Ο Πρωταγόρας αναφέρει στον Πλάτωνα ότι οι νέοι Αθηναίοι είχαν συμφέρον να μελετούν τον Ομηρο, από όπου θα αντλούσαν πρότυπα ηθικής και γενναίας συμπεριφοράς. Κάθε λογοτεχνικό κείμενο δίνει πρόσβαση σε μια εποχή και τον τρόπο σκέψης της, αφήνοντας έντονες εντυπώσεις και μνήμες. Πολλές φορές, οι γνώσεις αυτές από τη σχολική αίθουσα αναπαράγονται σε ώριμα έργα, όπως κάνουν με τις αρχαιοελληνικές μνήμες του ο Ζιρωντού, ο Σαρτρ και τόσοι άλλοι...» (μετάφραση: Φίλιππος Χατζόπουλος).

Σίγησε η φωνή της Jacqueline de Romilly, πρέσβειρας του Ελληνισμού


Τη χριστουγεννιάτικη εβδομάδα από την αρχή της σκίασε η θλιβερή είδηση του θανάτου της κορυφαίας Ελληνίστριας και Ακαδημαϊκού Jacuqeline de Romilly σε ηλικία 97 ετών, με πνεύμα αστραφτερό ώς την τελευταία στιγμή! Ενθερμη υπερασπίστρια της Ελλάδας ως πηγής πολιτισμού και υπέρτατων αξιών η Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας που το 2000 η Βουλή των Ελλήνων ανακήρυξε «Πρέσβειρα του Ελληνισμού», αφού το 1955 είχε πάρει την ελληνική υπηκοότητα κι έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ηταν η δεύτερη γυναίκα που εξελέγη το 1988 μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και υπεραμύνθηκε της κλασικής παιδείας και ζητούσε, ώς το τέλος, την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. «Δεν υπάρχουν νεκρές γλώσσες, όπως τα λατινικά, αλλά στενά μυαλά», είχε πει σ’ έναν μαθητή της, που τη ρώτησε, αρνούμενος τη χρησιμότητα των λατινικών, αλλά και των αρχαίων ελληνικών στη διδασκαλία της, «αν τα λατινικά και τα ελληνικά ήταν ήδη νεκρές γλώσσες όταν εκείνη ήταν φοιτήτρια ή αυτό το ατύχημα έγινε μετά...». Προσπάθησε να αναδείξει την αξία της διδασκαλίας της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας στη σύγχρονη εκπαίδευση. «Για να ξεπεράσουμε την κρίση που υπάρχει στον τρόπο διδασκαλίας, για να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ παιδείας και τρόπου εκπαίδευσης, δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά να ξαναβρούμε την ισορροπία που έχει επικίνδυνα διασαλευθεί, για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον...» (Από την ομιλία της κάτω από τον Θόλο του Ινστιτούτου της Γαλλίας, στη συνένωση των πέντε Ακαδημιών, τον Οκτώβριο του 2008, από το «Figaro» της 29/10/2008).
THΛEΦOΣ, Η Καθημερινή, 21/12/2010

Monday, December 20, 2010

H Ζακλίν ντε Ρομιγύ και η ελληνική γλώσσα

«Δεν κατοικούμε μια χώρα, κατοικούμε μια γλώσσα» έλεγε ο Σιοράν· και αυτό είχε προσπαθήσει να αποδείξει η Ζακλίν ντε Ρομιγύ που κατοίκησε με πάθος την ελληνική γλώσσα. Το έργο της-και ευτυχώς, μεγάλο μέρος του είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά- διαπερνάται από την αγάπη και την εμμονή για την ελληνική γλώσσα. Θυμάμαι την εντύπωση που είχε κάνει πριν από μερικά χρόνια το βιβλίο Pour l' amour du grec («Για τον έρωτα των ελληνικών»), που η Ζακλίν ντε Ρομιγύ συνυπέγραφε με έναν άλλον κορυφαίο Γάλλο ελληνιστή, τον Ζαν-Πιερ Βερνάν.

Υπό την διεύθυνση των δύο ελληνιστών, καμιά τριανταριά ειδικοί και μη, μεγάλες υπογραφές της φιλολογίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και των επιστημών αλλά και νέα πνεύματα όλων των επαγγελμάτων και των πειθαρχιών, είχαν κληθεί να παρουσιάσουν ένα σύντομο ελληνικό κείμενο και να εξηγήσουν γιατί θυμούνταν αυτό το κείμενο, γιατί τους σημάδεψε, γιατί το αγάπησαν, ποιες δυνατές ιδέες βρήκαν εκεί. Με το βιβλίο αυτό οι δύο ελληνιστές ήθελαν να αποδείξουν ότι τα ελληνικά δεν είναι μια υπόθεση ειδικών, μια εργαστηριακή συνάντηση άνευ νοήματος, αλλά μια συνάντηση παιδευτική, παιδαγωγική, μορφωτική για κάθε ανθρώπινο πνεύμα. 
Στο εντελώς πρόσφατο βιβλίο της Μαθήματα ελληνικών, που στα γαλλικά είχε κυκλοφορήσει το 2008 και στα ελληνικά το 2009 (εκδόσεις Ωκεανίδα) και που η τυφλή πιά Ζακλίν ντε Ρομιγύ είχε γράψει μαζί με τη μαθήτρια της Μονίκ Τρεντέ, η μεγάλη ελληνίστρια μας είχε κάνει μια ένεση αισιοδοξίας.

Εκεί που νομίζαμε ότι τα ελληνικά είχαν πεθάνει, η Ζακλίν ντε Ρομιγύ μας είπε ότι η κρίσητων ελληνικών, που είναι ταυτόχρονα και μια κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών, θα είναι σύντομη και θα παρέλθει γρήγορα. «Οπως και να ΄χει- και για να παραμείνουμε στην εκπληκτική ιστορία μιας εξελικτικής πορείας που μας οδηγεί από τον 15ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 21ο- το σίγουρο είναι πως σαστίζει κανείς μπροστά στη δύναμη με την οποία διαδόθηκε η ελληνική γλώσσα μέσα από τόσες κρίσεις και αναγεννήσεις» έγραφε.Σ’αυτό το βιβλίο η Ρομιγύ υποστήριζε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: ότι η ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί μόνο μέσο πρόσβασης στα ίδια τα κείμενα αλλά και το ότι η ποιότητά της διαμόρφωσε την ποιότητα των έργων.

Η απώλεια της Ζακλίν ντε Ρομιγύ μας προκαλεί να αναρωτηθούμε πόσες ευθύνες έχουμε εμείς οι Ελληνες για τη γλώσσα μας και πόσο αδιάφοροι στεκόμαστε απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε « ελληνικά». Σίγουρα βρισκόμαστε στην εποχή των παγετώνων και αναρωτιόμαστε τι κάνουν όλοι αυτοί οι μανδαρίνοι που πλαισιώνουν επιτροπές παιδαγωγικών ινστιτούτων και άλλων πομπωδών σχημάτων. Αν κρίνουμε από τα περισσότερα σχολικά εγχειρίδια για τα οποία είναι υπεύθυνοι, η κατάσταση είναι απογοητευτική.



 

Εβαλε την Ελλάδα στο επίκεντρο της δυτικής σκέψης

Η Ελλάδα αποχαιρετούσε πάντα όσους σπουδαίους συνέβαλαν κατά καιρούς με το έργο και την προσωπικότητά τους στη διατήρηση της αξιοπρέπειάς της, χρησιμοποιώντας το βαφτιστικό τους όνομα, σε μια υπόμνηση μιας αρχαιοελληνικής εκδοχής οικειότητας.
 

 Ετσι κατευοδώσαμε τη «Μελίνα», τον «Μάνο». Να αποχαιρετήσουμε την ντε Ρομιγί ως Ζακλίν; Αξίζει πάντως ένα ύστατο ελληνοπρεπές χαίρε στην «Κυρία Ελλάδα», όπως χαρακτήρισε χθες το «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» τη φωτισμένη ελληνίστρια και παθιασμένη φιλέλληνα, τη Γαλλίδα ακαδημαϊκό, συγγραφέα, μεταφράστρια των Ελλήνων κλασικών στα γαλλικά και καθηγήτρια, που πέθανε στα 97 χρόνια της, αφήνοντας τη χώρα μας σε μία από τις δυσκολότερες περιόδους της νεότερης ιστορίας της, φτωχότερη κατά μια σημαντικότατη πνευματική συμμαχία. 

«Σε στιγμές δύσκολες για την Ελλάδα, όπου η φήμη της τίθεται συχνά υπό αμφισβήτηση, η φωνή και το έργο της Ζακλίν ντε Ρομιγί υπήρξαν καθοριστικά για την υπενθύμιση και ανύψωση του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής γραμματείας. Σπάνια η χώρα μας αξιώθηκε τέτοιους συμμάχους. Η Ελλάδα σήμερα πενθεί», ανέφερε και το συλλυπητήριο μήνυμα του υπουργού Πολιτισμού. 

Περνώντας τα τελευταία χρόνια το μεγαλύτερο διάστημα στο εξοχικό σπίτι της στην Εξ-αν-Προβάνς, το οποίο είχε διαμορφώσει σαν μικρογραφία του ελληνικού τοπίου, μέσα στις ελιές και τα πεύκα, η Ζακλίν ντε Ρομιγί πέθανε σε νοσοκομείο στο παρισινό προάστιο της Βουλόνης. Ηταν πια σχεδόν τελείως τυφλή, αλλά με το πνεύμα της απολύτως αδιάβλητο από το γήρας. «Είμαι πια πολύ γριά. Αλλά στο τέλος της ζωής μου ό,τι υπήρξε πάντα βασικό αντικείμενο της εργασίας μου, μου φαίνεται πιο πολύτιμο από ποτέ», έλεγε και υπαγόρευε τα τελευταία της βιβλία στους συνεργάτες της ή στο μαγνητόφωνο.
  • Λόγος εναντίον κτηνωδίας
Το 2007 μιλώντας στο περιοδικό «Le Point» προέβλεπε: «Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη για τις αγαπημένες μου αρχαίες γλώσσες, ούτε άλλωστε για τα γαλλικά ούτε για τις ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει και, ακόμη λιγότερο, για το μέλλον του πολιτισμού μας. Αν δεν υπάρξει κάποιο σκίρτημα, οδεύουμε προς μια καταστροφή και μπαίνουμε σε μια εποχή βαρβαρότητας». Και προειδοποιούσε: «Το να μάθεις να σκέφτεσαι, να είσαι ακριβής, να ζυγίζεις τις λέξεις σου, να ακούς τον άλλον, σημαίνει να είσαι ικανός να διαλέγεσαι και είναι το μόνο μέσο για να αναχαιτισθεί η τρομακτική βία που αυξάνεται γύρω μας. Ο λόγος είναι ένα φρούριο κατά της κτηνωδίας. Οταν δεν ξέρουμε, όταν δεν μπορούμε να εκφραστούμε, όταν ο λόγος δεν είναι επαρκής, όταν δεν είναι αρκετά επεξεργασμένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής και μπερδεμένη, δεν απομένουν παρά οι γροθιές, τα χτυπήματα, η άξεστη, βλακώδης, τυφλή βία...».

Δεν ήταν, βέβαια, μόνο «δική μας» η Ζακλίν ντε Ρομιγί κι ας πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα το 1995 και χρίστηκε «πρέσβειρα του Ελληνισμού» το 2001. Η διανοήτρια, που κατά το «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» «ξανάβαλε το "ελληνικό θαύμα" στο επίκεντρο της δυτικής σκέψης», εκείνη που επέμενε ότι «για μια χώρα, η χρήση της γλώσσας της σημαίνει και την ανεξαρτησία της», άφησε παγκόσμιο κληροδότημα την πολυάριθμη σημαντικότατη εργογραφία της. Εδωσε έμφαση στη μελέτη του Θουκυδίδη, του θεάτρου του Αισχύλου και του Ευριπίδη, του Ομηρικού Επους και της ελληνικής γλώσσας.
  • Υποκλίνεται και η Γαλλία
Και η ίδια, ενσαρκώνοντας μία από τις όλο και σπανιότερες περιπτώσεις ουμανιστικής αντίληψης για τον πολιτισμό, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα δρώντα πνεύματα της σύγχρονης σκέψης. Ετσι την αποχαιρέτησε και ο Γάλλος υπουργός Πολιτισμού Φρεντερίκ Μιτεράν, επισημαίνοντας ότι «χάθηκε ένα από τα πολύ μεγάλα πνεύματα της εποχής μας». Οσο για τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, επισήμανε ότι η ζωή και το έργο της «μεγάλης ουμανίστριας είναι εμβαπτισμένα στο φως που πηγάζει από έναν πολύ υψηλό πολιτισμό -τον ελληνικό». 

Ισως όμως ακόμα σημαντικότερο ήταν το σχόλιο της Ελέν Καρέρ ντ' Ανκός, ισόβιας γραμματέως της Γαλλικής Ακαδημίας. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο καλύτερος φόρος τιμής για τη Ζακλίν ντε Ρομιγί «θα ήταν να δοθεί εφεξής μεγαλύτερη σημασία στην ελληνική γλώσσα, την οποία υποστήριξε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στη Γαλλία». Αλλωστε σ' αυτό αφιέρωσε τη ζωή και την ακαδημαϊκή της καριέρα: στην καλλιέργεια των κλασικών ελληνικών γραμμάτων, υπέρ της κατάρτισης και της διαμόρφωσης ενός ουμανιστικού πνεύματος, και ως αντίδοτο στη βία και τη βαρβαρότητα. «Της προκαλούσε τεράστιο πόνο το γεγονός ότι έβλεπε να φθίνει η μελέτη της ελληνικής γλώσσας», τόνισε η ντ' Ανκός. 

Η τολμηρή και δρώσα συνείδηση της Ζακλίν ντε Ρομιγί και το ρηξικέλευθο πνεύμα της, της επέτρεψαν να καταλύσει πρώτη, πολλές φορές, ανδροκρατούμενους θεσμούς. Ηταν η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην περίφημη Έcole Normale. Η πρώτη που δίδαξε στο Κολέγιο της Γαλλίας, εγκαινιάζοντας την έδρα «Η Ελλάδα και η διαμόρφωση της ηθικής και πολιτικής σκέψης». Και μόλις η δεύτερη γυναίκα που εξελέγη το 1988, μετά τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, στη Γαλλική Ακαδημία. *
  • Η Εβραιοπούλα που ερωτεύτηκε τον Θουκυδίδη

Η Ζακλίν ντε Ρομιγί γεννήθηκε στη Σαρτρ, στις 26 Μαρτίου του 1913. Ηταν κόρη του Εβραίου καθηγητή της Φιλοσοφίας Μαξίμ Νταβίντ (σκοτώθηκε στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου) και της συγγραφέως Ζαν Μαλβουαζάν. Πήρε το επίθετο «ντε Ρομιγί» το 1940, όταν παντρεύτηκε τον Μισέλ Γουόρμς ντε Ρομιγί από τον οποίο χώρισε το 1973, χωρίς να έχουν αποκτήσει παιδιά.

Αν αναζητούσε κανείς στη ζωή της ένα μοιραίο σημείο εκκίνησης για ό,τι θα γινόταν πάθος και αφοσίωση, θα μπορούσε να σταθεί στην ημέρα που η Ζαν Μαλβουαζάν χάρισε στην έφηβη κόρη της ένα αντίτυπο της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη. Η νεαρή Ζακλίν αφοσιώνεται στην ανάγνωσή του. Σπουδάζει στο παρισινό lycee Moliere από όπου αποφοιτά το 1930, έχοντας αποσπάσει στις γενικές εξετάσεις για αριστούχους της Γαλλίας, αριστείο στα λατινικά και δεύτερο βραβείο στα αρχαία ελληνικά. Γίνεται δεκτή στην Έcole Normale και, μαθητεύοντας δίπλα στον ελληνιστή Πολ Μαζόν, αποφοιτά το 1936 με δίπλωμα Φιλολογίας. Η γερμανική κατοχή και η ναζιστική κυβέρνηση του Βισί αναστέλλουν τις σπουδές της καθώς, ως εβραϊκής καταγωγής, ζει κρυμμένη. Το 1947 πάντως ολοκληρώνει το διδακτορικό της με θέμα «Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός».

Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λιλ κι από το 1957 έως το 1973 στη Σορβόνη και μετά στο Κολέγιο της Γαλλίας. Υπήρξε διδάκτωρ επί τιμή στα Πανεπιστήμια των Οξφόρδης, Αθήνας, Δουβλίνου, Χαϊδελβέργης, Μόντρεαλ, καθώς και στο Γέιλ. Είχε παρασημοφορηθεί πολλές φορές από το γαλλικό κράτος (έλαβε το 2007 το «μεγαλόσταυρο» της Λεγεώνας της Τιμής) και από την Ελλάδα το «Παράσημο του Φοίνικος» (1977). Το 1984 είχε πάρει το Μεγάλο Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. Και το 1995 το Βραβείο Ωνάση. Τότε, μιλώντας στην Πνύκα είχε πει: «Ολος ο κόσμος πρέπει να μάθει ελληνικά. Η ελληνική γλώσσα μάς βοηθάει κατ' αρχήν να καταλάβουμε τη δική μας γλώσσα».

Η αγάπη της για την Ελλάδα υπήρξε πάντα ουσιαστική. Στη μεγάλη πυρκαγιά το 2007, που έφτασε μέχρι την αρχαία Ολυμπία, ήταν εκείνη που είχε προτρέψει τους Γάλλους συμπολίτες της να βοηθήσουν εμπράκτως για την αποκατάσταση των περιοχών που είχαν πληγεί.
Σε μία από τις πρόσφατες συνεντεύξεις της στη «Φιγκαρό», όταν ερωτήθηκε αν έζησε τη ζωή που ήθελε, είπε: «Είναι υπέροχο το να τελειώνω τη ζωή μου μόνη, σχεδόν τυφλή, χωρίς παιδιά και οικογένεια; Κι όμως, η ζωή μου ως καθηγήτρια υπήρξε από την αρχή μέχρι το τέλος αυτό που επιθυμούσα».
  • Εργα της στα ελληνικά

Στα ελληνικά κυκλοφορούν τουλάχιστον 35 μελέτες της Ζακλίν ντε Ρομιγί, από τις εκδόσεις ΜΙΕΤ, «Ερμής», «Αστυ», «Παπαδήμα», «Νέα Σύνορα-Λιβάνη», «Ζαχαρόπουλος» και «Καρδαμίτσα». 

Ενδεικτικά ας αναφέρουμε τα πιο πρόσφατα «Μαθήματα Ελληνικών» και «Το ανθρώπινο μεγαλείο στον αιώνα του Περικλή» (εκδόσεις «Ωκεανίδα», 2010). Και ακόμα: «Πόσο επίκαιρη είναι η αθηναϊκή δημοκρατία σήμερα;» («Ερμής», 2009), «Η Αφήγηση της Ορέστειας του Αισχύλου» (2007, «Ωκεανίδα»), «Λεξικό της ελληνικής λογοτεχνίας Αρχαίας και Νέας» («Ζαχαρόπουλος»-«Δαίδαλος», 2004), «Η αρχαία Ελλάδα σε αναζήτηση της ελευθερίας» («Αστυ», 2001), «Η αρχαία Ελλάδα εναντίον της βίας» («Αστυ», 2001), «Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός» («Παπαδήμας», 2000), «Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας» («Καρδαμίτσα», 1998), «Οι μεγάλοι σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή» («Καρδαμίτσα», 1994), «Αλκιβιάδης» («Αστυ», 1990), «Ιστορία και λόγος στον Θουκυδίδη» (ΜΙΕΤ, 1988) κ.ά. 

* Δηλώσεις για το θάνατό της έκαναν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου και ο πρόεδρος της Ν.Δ. Αντ. Σαμαράς.