O Πολωνός ποιητής Τσέσλαφ Μίλος [Czesław Miłosz] γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1911 στην πόλη Wilno της Λιθουανίας, σε μια αστική οικογένεια πολωνικής καταγωγής. Σημαντικό ρόλο στο έργο του διαδραμάτισε ο γενέθλιος τόπος αλλά και οι περιπέτειες της ξενικής επικυριαρχίας σε αυτόν, ιδιαίτερα η ναζιστική κατοχή και στη συνέχεια η σοβιετική εξάρτηση.
Μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εργάστηκε στο διπλωματικό σώμα, ως μορφωτικός ακόλουθος της κομμουνιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Όμως ο Miłosz ενώ υπηρετούσε στο Παρίσι, το 1951, έσπασε τους ήδη χαλαρούς δεσμούς του με το καθεστώς της χώρας του. Ζήτησε και του έδωσαν πολιτικό άσυλο στη Γαλλία. Το 1953 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο [Prix Littéraire Européen].
Το 1960 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το 1970 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, κι άρχισε να διδάσκει Πολωνική Λογοτεχνία στο Τμήμα Σλαβικών Γλωσσών και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας. Το 1978 έλαβε το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο Neustadt και το 1980 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (δηλ. ένα χρόνο μετά η βράβευση του δικού μας Οδυσσέα Ελύτη). Στη συνέχεια, οι τιμές διαδέχονταν η μια την άλλη.
Μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εργάστηκε στο διπλωματικό σώμα, ως μορφωτικός ακόλουθος της κομμουνιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Όμως ο Miłosz ενώ υπηρετούσε στο Παρίσι, το 1951, έσπασε τους ήδη χαλαρούς δεσμούς του με το καθεστώς της χώρας του. Ζήτησε και του έδωσαν πολιτικό άσυλο στη Γαλλία. Το 1953 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο [Prix Littéraire Européen].
Το 1960 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το 1970 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, κι άρχισε να διδάσκει Πολωνική Λογοτεχνία στο Τμήμα Σλαβικών Γλωσσών και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας. Το 1978 έλαβε το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο Neustadt και το 1980 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (δηλ. ένα χρόνο μετά η βράβευση του δικού μας Οδυσσέα Ελύτη). Στη συνέχεια, οι τιμές διαδέχονταν η μια την άλλη.
Δεδομένου ότι τα έργα του ήσαν απαγορευμένα στην Πολωνία, το Νόμπελ του άνοιξε τις πόρτες και τότε οι περισσότεροι Πολωνοί έμαθαν για την ύπαρξη και το έργο του. Όταν κατέρρευσε το σοσιαλιστικό καθεστώς, ο Miłosz επέστρεψε στην Πολωνία. Το βιβλίο του Αιχμάλωτη σκέψη (The Captive Mind, 1953), που το προλόγισε ο φιλόσοφος Karl Jaspers, θεωρείται μια από τις σπάνιες σοβαρές μελέτες πάνω στην «προδοσία των διανοουμένων» που συμβιβάζονται με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εγκαταλείποντας την κριτική σκέψη. Παρατηρούσε επιπλέον ότι εκείνοι που έγιναν «αποστάτες» δεν ήσαν απαραιτήτως αυτοί με τα ισχυρότερα μυαλά, αλλά μάλλον εκείνοι με τα πιό αδύνατα στομάχια.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κρακοβία, όπου και πέθανε σε ηλικία 93 χρονών, στις 14 Αυγούστου 2004. Παραθέτω ένα δείγμα της ποίησής του, μεταφρασμένο από τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό [Κυρ. Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 3/9/2004]:Κι όμως τα βιβλία
Κι όμως τα βιβλία θα είναι εκεί στα ράφια, ξεχωριστές υπάρξεις, / Που εμφανίστηκαν κάποτε, ακόμη υγρά / Σαν κάστανα που αστράφτουν κάτω απ' ένα δέντρο το φθινόπωρο, / Και μ' ένα άγγιγμα, μ' ένα σιγοβράσιμο, άρχισαν να ζουν / Παρ' όλες τις φωτιές που έκαιγαν στον ορίζοντα, τους πύργους που ανατινάζονταν, / Τις φυλές που προέλαυναν, τους πλανήτες που κινούνταν. / «Υπάρχουμε», έλεγαν, ακόμη και όταν οι σελίδες τους / Σκίζονταν, ή μια βουερή φλόγα / Έγλειφε καταστροφικά τα γράμματά τους. Πόσο πιο ανθεκτικά / Από εμάς, που η αδύναμη θέρμη μας / Ψυχραίνεται από τη μνήμη, σκορπίζει, χάνεται. / Φαντάζομαι τη γη όταν δεν θα υπάρχω πια: / Τίποτα δεν συμβαίνει, καμιά απώλεια, η ίδια η παράξενη παρέλαση, / Γυναικεία φορέματα, δροσοστάλαχτα κρίνα, ένα τραγούδι στην κοιλάδα. / Κι όμως τα βιβλία θα είναι εκεί στα ράφια• κρατούν από καλή γενιά, / Κατάγονται από τους ανθρώπους, αλλά και από τη λάμψη, τα ύψη.
Κι όμως τα βιβλία θα είναι εκεί στα ράφια, ξεχωριστές υπάρξεις, / Που εμφανίστηκαν κάποτε, ακόμη υγρά / Σαν κάστανα που αστράφτουν κάτω απ' ένα δέντρο το φθινόπωρο, / Και μ' ένα άγγιγμα, μ' ένα σιγοβράσιμο, άρχισαν να ζουν / Παρ' όλες τις φωτιές που έκαιγαν στον ορίζοντα, τους πύργους που ανατινάζονταν, / Τις φυλές που προέλαυναν, τους πλανήτες που κινούνταν. / «Υπάρχουμε», έλεγαν, ακόμη και όταν οι σελίδες τους / Σκίζονταν, ή μια βουερή φλόγα / Έγλειφε καταστροφικά τα γράμματά τους. Πόσο πιο ανθεκτικά / Από εμάς, που η αδύναμη θέρμη μας / Ψυχραίνεται από τη μνήμη, σκορπίζει, χάνεται. / Φαντάζομαι τη γη όταν δεν θα υπάρχω πια: / Τίποτα δεν συμβαίνει, καμιά απώλεια, η ίδια η παράξενη παρέλαση, / Γυναικεία φορέματα, δροσοστάλαχτα κρίνα, ένα τραγούδι στην κοιλάδα. / Κι όμως τα βιβλία θα είναι εκεί στα ράφια• κρατούν από καλή γενιά, / Κατάγονται από τους ανθρώπους, αλλά και από τη λάμψη, τα ύψη.