Δημοσιεύτηκε: diastixo Τετάρτη, 10 Ιουνίου 2015
Ο Γιώργος Βέης προσθέτει και την έβδομη ψηφίδα στις άλλες έξι λαμπερές που συνθέτουν το ψηφιδωτό της πεζογραφίας του. Και μάλιστα το πιο παράξενο και φαντασμαγορικό. Αλλά πάλι, τι είναι παράξενο και φαντασμαγορικό στα τόσα και τόσα που έχει δει και έχει καταγράψει; Πάντως, πέρα από κάθε παραθετικό –περισσότερο, πολύ περισσότερο– η Σιγκαπούρη, η πόλη λέων ως λέων γιγαντώνεται, ζει και φέρεται.
Σ’ αυτή την πόλη, και όχι μόνο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, αφιερώνει το καινούριο βιβλίο του ο Βέης. Η γραφή γνωστή, η πληροφορητικότητα του κειμένου στον υπερθετικό βαθμό και η διακειμενική του εξακτίνωση στον πληθυντικό. Με άλλα λόγια, συνθέτει το κείμενο αστραπή με πολλαπλές όψεις. Ο Βέης, άλλωστε, είναι ποιητής και φλερτάρει την πεζογραφία με τα όπλα της ποίησης και την κατακτά ολοκληρωτικά και με κάθε νέο βιβλίο την επανακατακτά. Εμείς, όμως, για να κατακτήσουμε το δικό του κατακτημένο πρέπει να πάρουμε πολλές ανάσες. Ευτυχώς τα κείμενα, δημοσιευμένα, κατά τακτά διαστήματα, μας έχουν ήδη δώσει δείγμα του όλου, του οποίου όλου αποτελούν πύκνωση αλλά και απόσπασμα. Έτσι, σταγόνα σταγόνα, σε δόσεις δηλαδή, έχουμε ρουφήξει τον πλούσιο χυμό τους.
Το θέμα είναι το ταξίδι. Ταξιδιώτης Παντού ο Βέης επαναλαμβάνει το ποιητικό του Βλέπω. Βρίσκεται πίσω από κάθε τι που γράφεται και περιγράφεται, όπως το συλλαμβάνει ο νους του, όπως το βλέπουν τα μάτια του και όπως το εκταμιεύει από τα θησαυροφυλάκια της παγκόσμιας βιβλιογραφίας. Μας παροτρύνει, μάλιστα, να σκύψουμε, για να αφουγκραστούμε καλά τον λόγο που έχουν καταθέσει εκεί οι σοφοί του κόσμου. Να σκύψουμε όπως ένα παιδί μαζεύει κοχύλια στην άμμο ή βότσαλα, λέει. Να σκύψουμε και να ακούσουμε όπως ο κύριος Κίτιν στην ταινία Ο κύκλος των χαμένων ποιητών, καθηγητής λογοτεχνίας, προέτρεπε τους μαθητές του να κάνουν, για να ακούσουν τις φωνές των χαμένων ποιητών. Ποιητής και ο Βέης, της ταξιδιωτικής μανίας de facto και de jure εραστής, στα κείμενα των δυνατών σκύβει επίσης.
Ταξιδεύω, λοιπόν, για να πάω πού; Ερώτηση που θα μπορούσε να έχει υποβάλει ο Νοβάλις· «Πάντα σπίτι», η απάντηση. Ο Σοπενχάουερ, όμως, διαλύοντας τον μύθο του τόπου που νοσταλγούμε να ξαναπάμε, θα πει εκείνο (που ήδη μας είναι γνωστό από τον Γιώργο Σεφέρη στο «Γυρισμό του ξενιτεμένου»): «ο χρόνος μας ξεγελάει, φορώντας τη μάσκα του χώρου. Αν ταξιδέψουμε ως εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας». Ξαναγυρίζουμε να βρούμε τα νιάτα μας και όχι το τοπίο, αλλά όλα έχουν αλλάξει.
Ο Βέης έχει ταξιδέψει Παντού, σε τόπους και βιβλία. Έχει περιηγηθεί ακόμα και την τραγική ουτοπία του Ζήνωνος του Ελεάτη, τις ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε που μιλούν για τη «ματαιότητα των ταξιδιών», τον Πεσσόα που λέει ότι «Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι. Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες...». Κι ακόμα λέει ο Πεσσόα πως «Ποίηση και ταξίδι έχουν την ίδια υπόσταση και το ίδιο αίμα. Και ξαναλέω, μετά τον Βaudelaire, ότι απ’ όλες τις πράξεις τις δυνατές στον άνθρωπο, αυτές είναι οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες». Και χωρίς να χρονοτριβούμε στο τι είπαν οι δυνατοί, οι αναφορές του Βέη αναγνώστη δεν έχουν τέλος, ας πάμε να δούμε τι είδαν τα μάτια του ταξιδευτή.
Αρχίζω από εκείνο το ποίημα-μύθο: «Έχεις ακούσει τον μύθο του γκαριουτενσέι; Εκείνον στον οποίο ο ζωγράφος Τσογιούσου ζωγράφιζε έναν λευκό δράκοντα στους τοίχους ενός ναού; Λοιπόν, όταν του ζωγράφισε και τα μάτια, ο δράκος ζωντάνεψε και πέταξε στα ουράνια» (Χιτόμι Κανεχάρα, Η γλώσσα του φιδιού). Για μας τους Έλληνες η λέξη «δράκος» προέρχεται από το ρήμα «δέρκομαι» που σημαίνει βλέπω, επισκοπώ. Επομένως, καθόλου δεν μας εκπλήσσει ο δράκος που δραπέτευσε από τη φυλακή του τοίχου στα ουράνια, για να δώσει χαρά στα μάτια του, αφού τότε μόνο αποκτούν το νόημά τους· βλέποντας. Και με τα μάτια ενός τέτοιου δράκου ο Βέης βλέπει από ψηλά, πώς αλλιώς, τους ουρανοξύστες υπερ-φωλεές και στην κορυφή τους την πισίνα, δημιούργημα «της απροκάλυπτης τεχνολογικής έπαρσης. Κολυμπάμε διακόσια μέτρα πάνω από τη γη, στον αέρα της ματαιοδοξίας, στο ζεστό κενό της σιγκαπουριανής νύχτας». Το λιοντάρι της Σιγκαπούρης έχει τανυστεί για τα καλά και βρυχάται. Ο Βέης λέει ότι τον κοιτάζει με τα μάτια του για να τον ζαλίσει, και δεν έχει άδικο. Η Σιγκαπούρη, μορφάζοντας σαν λιοντάρι, θέλει να κατασαγηνεύσει, να κατακυριαρχήσει τον κόσμο όλο, να δείξει και να επιβάλει τη δύναμή της. Η Βαβέλ δεν ήταν τίποτα μπροστά στον εκκωφαντικά αναπτυσσόμενο χώρο. «Το γαρ καλόν εν μεγέθει και τάξει εστίν». Τι θα μπορούσε να συνεισφέρει ο αριστοτελικός ορισμός από το Περί Ποιητικής; Αναρωτιέται ο Βέης, απάντηση δεν δίνει, αλλά υπαινίσσεται αυτό που εγώ θέλω.
Από τις ταράτσες με τις πισίνες θα κατεβεί στα φοινικόδενδρα, στα πάρκα της Σιγκαπούρης. «Τόσο οικεία. Η ομολογία του Σελίν “Je me suis trouvé en des circumstances où par hazard la matière à decrire était intéressante”» ήτοι «ο τόπος είναι φύσει και θέσει ένα πρόπλασμα δοκιμίου, ένα δικαίωμα περιγραφής». Όλα γίνονται για να καταλήξουν στη γραφή, όπως λέει και ο Σαίξπηρ στον επίλογο του Άμλετ; Ποιος ξέρει αν έχει δίκιο. Ο Βέης πάντως εμπνέεται Παντού: «είκοσι μόνο όροφοι πιο κάτω. Εκεί με θέλει η διαδικασία της παράθεσης των αντιφατικών σε πρώτη ανάλυση ερεθισμάτων».
Η Σιγκαπούρη είναι ο αναγκαίος σταθμός του, κάθε που φεύγει από την Αθήνα για να πάει στην Τζακάρτα. Και είναι ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα του πλανήτη. Η φράση «πρωτεϊκά συστήματα κοινωνικής συμβίωσης, με πολλαπλά παράλληλα ή παραπληρωματικά επίπεδα ζωής» σημαίνει εκείνο που λέει ο μύθος για τον γέροντα Πρωτέα. Αλλάζει συνέχεια, δεν σταματά σε μια μορφή. Και η μορφή της είναι σύνθεση από ψαράδες, φυγάδες, απόκληρους, ξέμπαρκους σαπισμένων καραβιών, μονοθεϊστές, αλλά και πιστούς φανατικούς του ινδουισμού και του βουδισμού, οι οποίοι με δάσκαλους τους Βρετανούς αποικιοκράτες, αυτόκλητους εκπαιδευτές τους, έγιναν αυτό που είναι και διαμόρφωσαν «ένα ιδιότυπο, καθ’ όλα λειτουργικό modus Vivendi». Μάλιστα. Ο κόσμος πρέπει να ζήσει και η κάθε γενιά ζει στον δικό της κόσμο, αφήνοντας πίσω ό,τι ήξερε ή δεν ήξερε ή ξέχασε. Τα περί ιστορικής μνήμης και άλλα ίσως έχουν σημασία στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, μια τόση δα γωνιά του κόσμου που έχει ένα τεράστιο ύψος στη συνείδησή της για το Γένος της. Τι σημασία έχει, όμως, όταν ο φακός απομακρύνεται και από πολύ μακριά σημαδεύει στον χάρτη αυτό που εμείς θεωρούμε μεγάλο; Ή πώς αντιλαμβάνεται το μεγάλο ένας Σιγκαπουριανός, ας υποθέσουμε, βλέποντας την Ελλάδα στον χάρτη ή επισκεπτόμενος τους «μεγάλους δρόμους» με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους, σήμερα; Φοβερή απογοήτευση η σύγκριση των υλικών μεγεθών. Σοκάρει το ασύγκριτο και ασύλληπτο, είναι αθέμιτη η σύγκριση των μεγεθών. Αλλά με τα όπλα της δικής μας όχθης προσπαθώ να δω αυτό το εκκωφαντικό μεγαλείο. Θυμάμαι τον Σεφέρη: στο «Hampstead»: «θα μου ’φτανε μπροστά στο παράθυρό μου/ ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι/ απλωμένο σαν τη θάλασσα» και «Στα Περίχωρα της Κερύνειας»: «Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα κρόσσια του ονείρου·/ αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου», πράγμα που δείχνει πως ο συντηρητικός Σεφέρης δεν αποδέχεται το άλλο. Ο μοντέρνος Βέης το απολαμβάνει, έστω και αν διαφωνεί μαζί του. Και πιο κάτω θα συναντήσω μια Ελληνίδα, της οποίας τη φράση θα κάνει μότο για να μου ιστορήσει πλαγίως την Ελλάδα που κρύβει μέσα του: Στεκόμαστε μπροστά στο θέαμα που απλώνει στα μάτια μας η Ρέα Γαλανάκη, με τα λόγια της Ελένης που έγινε Κανένας για να γίνει ζωγράφος: «Γύρισε, δες κι από το παράθυρο τούτην εδώ τη θάλασσα. Τη ρόδινη και υγρή. Δεν λέει ψέματα η Ανατολή μου – θαρρώ για να σε υποδεχτεί κρατάει ακόμη το πρωινό ροδάμισμα του κόσμου μου» (Ελένη ή ο Κανένας) ή ο Σεφέρης αλά Γαλανάκη.
Από την άλλη, επικαλούμενος τον Γουάλας Στίβενς, «Υπήρξα ο κόσμος όπου περπάτησα, και όσα αντίκρισα, αφουγκράστηκα, ένιωσα, βγήκαν από μέσα μου», μας δίνει αυτό που η πρωτεϊκή πόλη πρωτεϊκά τον διαμορφώνει και τον αφομοιώνει.
Η συναισθηματική, λογοτεχνική αλληλεγγύη είναι το ισχυρότερο χαρτί μετά την εμπειρία, για να κρατηθεί σ’ αυτόν τον τόπο. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να παραδώσει τη δυνατή του αίσθηση στον αναγνώστη; Πνεύμα πλατύ, δοσμένο στους τόπους και στις αναφορές. Ένα μότο από τον Οδυσσέα Ελύτη μάς εκπλήσσει. Τι θέλει εδώ ο Έλληνας ποιητής του γλαυκού και του μπλε; Ο στίχος του «Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα/ είναι η γη» μπορεί να αποτελεί μια παράπλευρη άποψη της πρωτεϊκής μορφής του Θεού. Μπορεί τα μάτια εκείνα του λιονταριού να είναι τα μάτια του Θεού που κοιτάζουν από τον ουρανό τα έργα των ανθρώπων. Και, σαν από αντίδραση σ’ αυτό το αδηφάγο μάτι που δεν θέλω να με γοητεύσει, αντιστέκομαι από τα αποσπάσματα οικειότητας που μου παρέχουν οι φράσεις του χώρου μου: «Κάνε να φανεί καθαρά η μικρότητα του τόπου – ο σιδερένιος και αδιαπέραστος κύκλος, από τον οποίο είναι ζωσμένος. Έτσι, από τη μικρότητα του τόπου θα βγουν οι Μεγάλες Ουσίες» (Διονύσιος Σολωμός, Στοχασμοί, 9). Γιατί επιλέγει αυτό το μότο ο Βέης; Ποια κρυφή αντίδραση φέρνει στα φανερά της ξένης γης; Επιχειρώντας λεκτικές αλχημείες, θα πάω στη γαλλόφερτη ομπρέλα, το κινεζικό Σαν, ή «Sặn», όπως προσπαθεί να κολπώσει τη λέξη στη στοματική του κοιλότητα, στην ξένη γλώσσα. Και για την ευκολία της ψυχικής επικοινωνίας πιστεύω θα μας ταξιδέψει στον Σαίξπηρ, στην πασίγνωστη λέξη «sun» που στα ελληνικά μας σημαίνει Ήλιος. Σαν ήλιος σε σχήμα Λ, η ομπρέλα για τον ήλιο. Πόσο καλά ταίριαξαν όλα.
Κι έπειτα, είναι η πάλη και ο παλαιστής του σούμο και η «αρμονία του Ντα Βίντσι». Θεοί! Πώς θα μπορούσαν να οικονομηθούν αυτές οι αντιφάσεις; Ο Βέης παρατηρεί: «κατά βάθος πιστεύω τώρα, στη μέση του αγώνα, ότι παρακολουθώ την πολύ εξειδικευμένη χορογραφία του σούμο» τον αγώνα του «Άρη και ενός Ερμή, για να τις κατονομάσω ενδεικτικά, που γράφουν στον διαθέσιμο χώρο ένα χάι κου της ουδέποτε εξαντλούμενης Πληθώρας», λέει. Θα έλεγα πως διαπράττει την ύβριν των ύβρεων, όταν ο «Άρης» κι ο «Ερμής» πιστοί στον Κανόνα του Πολυκλείτου (!) αντιπαραβάλλονται με τους σούμο-παλαιστές. Κι όμως, εκείνος ξέρει γιατί τους έβαλε πλάι πλάι. Και ο νοών νοείτω. Παρότι τρόμαξα, ομολογουμένως, κρατιέμαι απ’ ό,τι μου απέμεινε για να μη χάσω την ισορροπία μου.
Τελευταίο απόσπασμα για την περίσταση: ΠΥΡΓΟΣ, ΣΑΜΟΥ. «Κάθε χρόνο, τα καλοκαίρια αφήναμε πάντα την Αθήνα και πηγαίναμε στο ίδιο μέρος, στο χωριό του πατέρα μου, στον Πύργο. Το ορεινότερο της Σάμου. Απέχει μισή ώρα ποδαρόδρομο από το χωριό του αείμνηστου Δημήτρη Παπαδίτσα, τα Κουμέικα. Μέναμε ως τις αρχές του Οκτωβρίου». Εδώ, στα ελληνικά νερά και μεγέθη, ξαναβρίσκω την αναπνοή μου και ακούω από τον άλλο αιώνα τον Φιλόπατρι Κάλβο: «Χαίρε Αυσονία, χαίρε/ και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν/ τα ένδοξα Παρίσια·/ ωραία και μόνη η Ζάκυνθος/ με κυριεύει». Είναι ωραία τα ταξίδια, αλλά για τη χαρά της επιστροφής. Γιώργο Βέη, μην καθυστερείς το νόστιμον ήμαρ. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με φωτογραφίες, πειστήρια για όσα τα μάτια αποθησαύρισαν και με λόγια κατέγραψαν.
Παντού
Μαρτυρίες, μεταμορφώσεις
Γιώργος Βέης
Κέδρος
352 σελ.
Τιμή € 16,60
Μαρτυρίες, μεταμορφώσεις
Γιώργος Βέης
Κέδρος
352 σελ.
Τιμή € 16,60
No comments:
Post a Comment