ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Φθινόπωρο
Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιὰ
γοργὰ ο πελαργὸς τα πελαγώνει
κι η φλύαρη χελιδονοφωλιὰ
χορτάριασε παντέρημη και μόνη.
Του σπίνου χάθηκ’ η γλυκιὰ λαλιά,
φοβήθηκε ο μελισσουργὸς το χιόνι
κι η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιὰ
δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.
Στης λυγαριάς τ’ ολόξερο κλαδὶ
του φθινοπώρου φτωχικὸ παιδί,
ο καλογιάνος, πρόσχαρος προβάλλει,
με λόγια ταπεινὰ και σιγανά.
Μικρὸς προφήτης, φτερωτὸς
μηνά την Άνοιξη, που θα γυρίση πάλι.
Τα πρωτοβρόχια
Με τα πρωτοβρόχια θα 'ρθουν τα μηνύματα
του χειμώνα: το ποτάμι θα θολώσει,
θα τριζοβολούν ξερά τα πλατανόφυλλα
θα κρυώσει η νύχτα και θα μεγαλώσει.
Θα δροσοσταλάζουν κόκκινα τα κούμαρα,
κυκλαμιὲς θ᾿ ανθούν στὸ χώμα ταίρια ταίρια,
θα καπνίζουν σφαλιστὰ τα χωριατόσπιτα
και θ᾿ αρχίσουν τα σπιτιάτικα νυχτέρια.
Θα σωπάσει ο τζίτζικας κι ετοιμοτάξιδα
γι᾿ άλλων τόπων άνοιξη, μακριὰ απ᾿ τα χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τα μεσούρανα θα χύνονται
μαύροι φτερωτοί σταυροί τα χελιδόνια.
Ω χαρά μας! το χειμώνα θα προσμένομε,
δίχως πάγους και χιονιὲς να φοβηθούμε:
τη ζωή μας το στερνό ταξίδι εκάναμε
και την άνοιξη άλλων τόπων δεν ποθούμε.
("Θα βραδιάζει", 1930)
Το σιδερόχορτο
Σύρε να πης της μάνας σου να μη σε μανταλώνη
με τις διπλές τις κλειδωνιές και τις βαριές αμπάρες,
γιατί θα πάρω τα βουνά, τους κάμπους θα γυρίσω,
να βρω το σιδερόχορτο, ν' ανοίξω να μπω μεσα.
-Και πού το ξέρεις να το βρης και πώς θα το γνωρίσης;
-Θα πα' να βρω σκαντζόχερα με τα μικρά παιδιά του
και θα του πάρω τα παιδιά, στο χώμα θα τα θάψω.
Θε να γυρνά ο σκαντζόχερας τριγύρω στα θαμμένα,
και, σαν ιδή που δεν μπορεί το χώμα να σαλέψη,
θα τρέξη εδώ, θα τρέξη εκεί, θα ψάξη με λαχτάρα,
να βρη το σιδερόχορτο, στο στόμα να το φέρη,
για να τ' αγγίξη στο σωρό, να σκορπιστή το χώμα.
Κι εγώ θα πάρω από τη γη τ' ατίμητο χορτάρι,
π' ανοίγει κάθε κλειδωνιά και ρίχνει κάθε αμπάρα,
π' ανοίγει κάσες με φλουριά, και κάσες με διαμάντια.
Μα γώ δε θέλω τα φλουριά, τα ξένα τα διαμάντια,
μόνο θα 'ρθω στην πόρτα σου, τη διπλοκλειδωμένη,
να της σκορπίσω τα καρφιά και τα σιδερικά της,
ν' ανοίξω, να 'ρθω να σε βρω, να σε γλυκοφιλήσω.
-Σαν θέλης να 'ρθης να με βρης, να με γλυκοφιλήσης,
άφησ' τις τέχνες τις κακές, τα μαγικά βοτάνια,
και σύρε πες του χρυσικού να φτιάξη δακτυλίδια
και στίλε μου και προξενιά, για να με κάνης ταίρι.
("Ειδύλλια")
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ (1859-1951). Γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Μεσολογγίτες. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά προτού τελειώσει μεταγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Το 1885 πήγε στη Γερμανία και σπούδασε ιστορία της τέχνης και ξένες φιλολογίες στη Λειψία. Πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στην αναγέννηση της λογοτεχνίας και στο δημοτικισμό. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας και στη Διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1926 έγινε ακαδημαϊκός. Ως ποιητής είναι ειδυλλιακός με παρνασσικές τάσεις. Τα έργα του, αν και μικρής λυρικής πνοής, χαρακτηρίζονται από ευγένεια και λεπτότητα και βοήθησαν να απαλλαγεί η ποίησή μας από τον κραυγαλέο ρομαντισμό. Έργα του: Ποίηση: Ιστοί αράχνης (1880), Σταλακτίται (1881), Ειδύλλια (1884), Γαλήνη (1902), Φωτερά σκοτάδια (1915), Κλειστά βλέφαρα (1918), Πύρινη ρομφαία (1921), Θα βραδιάζει (1930) κ.ά. Πεζά: Αγροτικαί επιστολαί (1882), Το βοτάνι της αγάπης (1901), Έρση (1922) κ.ά. Το ποιητικό και πεζογραφικό του έργο είναι συγκεντρωμένο σε έξι τόμους (Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων).
«Οι ποιηταί». Πίνακας του 1919 από τον ζωγράφο Γεώργιο Ροϊλό. Εικονίζονται από αριστερά οι: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης, Ιωάννης Πολέμης, Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Σουρής και ο Αριστομένης Προβελέγγιος να διαβάζει ένα ποίημά του στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός»
No comments:
Post a Comment