Eπιμέλεια: Αγγελικη Στουπακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 26 Oκτωβρίου 2008
Ο Μάικλ Μαν αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της ιστορικής κοινωνιολογίας της εποχής μας, συγκρίσιμος για πολλούς με τον Μαξ Βέμπερ. Γεννημένος στο Μάντσεστερ το 1942, είναι σήμερα καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες (UCLA) και επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου McGill του Μόντρεαλ. Το κορυφαίο έργο του, «Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας», χαρακτηρίστηκε «τολμηρό στο βεληνεκές του, φιλόδοξο στους στόχους του, προκλητικό στα συμπεράσματά του», από την Αμερικανική Κοινωνιολογική Ενωση, όταν βράβευσε τον συγγραφέα μετά την έκδοση του πρώτου τόμου της τριλογίας, ο οποίος θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πόλις». Η «Κ», λίγες μέρες πριν από την κυκλοφορία του κορυφαίου αυτού θεωρητικού έργου στα ελληνικά, παρουσιάζει συνοπτικά τα θέματα που θίγει το βιβλίο, και μερικές από τις σκέψεις που απασχολούν τον Μάικλ Μαν για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα του πλανήτη, αλλά και τους δρόμους στους οποίους τον οδήγησε η συγγραφή αυτού του μεγάλου έργου.
Τέσσερις διακριτές μορφές
Στο βιβλίο του ο Μαν συνθέτει μια αφηγηματική ιστορία της εξουσίας από τη νεολιθική εποχή, διαμέσου των πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής, της κλασικής ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και της Μεσαιωνικής Ευρώπης, μέχρι την περίοδο αμέσως πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία. Ο δεύτερος τόμος επεκτείνει την ανάλυση έως το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στόχος του συγγραφέα είναι να προσφέρει στον αναγνώστη τα πληρέστερα αναλυτικά εργαλεία που μπορεί να επιτρέψει η μελέτη της Ιστορίας, χαρτογραφώντας τέσσερις διακριτές μορφές εξουσίας –ιδεολογική, στρατιωτική, οικονομική και πολιτική– τις οποίες θεωρεί ότι λειτουργούν σε ολόκληρο το φάσμα της ιστορικής πορείας. Ο χαρακτηρισμός «μνημειώδες» συναντάται συχνά στις κριτικές που έχουν δημοσιευτεί για το έργο αυτό, το οποίο ορισμένοι έχουν αντιπαραβάλει με το βιβλίο του Μαξ Βέμπερ «Οικονομία και κοινωνία» (1914).
Ωστόσο, η σαρωτική θεώρηση του Μάικλ Μαν στο πεδίο της ιστορικής κοινωνιολογίας δεν καταλήγει σε φόρμουλες για την άνοδο και την πτώση των πολιτισμών. Τα βιβλία του δεν επιδέχονται κανένα συσχετισμό με την «Παρακμή της Δύσης» του Οσβαλντ Πένγκλερ ή τη «Μελέτη της Ιστορίας» του Αρνολντ Τόινμπι. «Κανένας νόμος δεν μπορεί να υπάρξει στην κοινωνιολογία», γράφει στον πρώτο τόμο των «Πηγών της κοινωνικής εξουσίας», «γιατί υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός μεταβλητών που επηρεάζουν το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής συγκυρίας».
Εκείνο που προτείνει είναι μια αναλυτική τάξη στο χάος της ανθρώπινης ιστορίας, διακρίνοντας τέσσερις γενικές κατηγορίες εξουσίας. Η οικονομική εξουσία πηγάζει, όπως το θέτει ο συγγραφέας, «από την ανάγκη του ανθρώπου να αποσπάσει, να μετατρέψει, να διανείμει και να καταναλώσει τους φυσικούς πόρους για να συντηρηθεί».
Είναι διακριτή από την πολιτική εξουσία («τον έλεγχο του κράτους») και την ιδεολογική εξουσία (κατά βάση τους μύθους και τις τελετουργίες που δίνουν στους ανθρώπους τη δυνατότητα πρόσβασης στο θεμελιώδες νόημα). Κάθε μορφή εξουσίας διοχετεύεται μέσα από το δικό της δίκτυο θεσμών.
«Συνομιλώντας» με Βέμπερ και Μαρξ
«Σε συγκεκριμένες φάσεις ή περιόδους», υποστηρίζει ο συγγραφέας, «μια πηγή κοινωνικής εξουσίας μπορεί να πάρει την πρωτοκαθεδρία. Συνολικά όμως, δεν νομίζω ότι μπορούν να καθοριστούν οι γενικές σχέσεις προτεραιότητας. Σ’ αυτό το σημείο, συμφωνώ περισσότερο με τον Βέμπερ παρά με τον Μαρξ». Προχωράει, ωστόσο, ένα βήμα παραπέρα από τον Μαξ Βέμπερ, αμφισβητώντας τον κλασικό ορισμό του Γερμανού θεωρητικού για το κράτος ως τον θεσμό που διαθέτει «το μονοπώλιο της νόμιμης βίας», γιατί διακρίνει τη στρατιωτική δύναμη («την κοινωνική οργάνωση της φυσικής βίας») ως ξεχωριστή εξουσία, με τους δικούς της θεσμούς και κανόνες. «Κατά βάση, όλοι οι καλά οργανωμένοι στρατοί θα μπορούσαν να καταλάβουν την κρατική εξουσία», λέει, «αλλά στην πραγματικότητα πολύ λίγοι το κάνουν».
Το «μνημειώδες» οικοδόμημα των «Πηγών της κοινωνικής εξουσίας» παραμένει ατελές, καθώς ο Μάικλ Μαν δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα τον τρίτο τόμο. Ο 20ός αιώνας αποδείχτηκε ένας εφιαλτικός λαβύρινθος. «Μόλις τελείωσα τον δεύτερο τόμο», λέει, «άρχισα να γράφω τον τρίτο, ο οποίος συνεχίζει την ιστορία από το 1914 μέχρι τη σημερινή εποχή. Για τις ανάγκες του βιβλίου πέρασα μια χρονιά στην Ισπανία και εργάστηκα σ’ ένα ινστιτούτο που διέθετε εκπληκτική βιβλιοθήκη για τον φασισμό. Αρχισα λοιπόν να γράφω ένα κεφάλαιο για τον φασισμό». Το κεφάλαιο αυτό εξελίχθηκε σε αυτόνομο βιβλίο με τίτλο «Fascists», το οποίο κυκλοφόρησε το 2004 από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις του Κέμπριτζ. Είναι μια συγκριτική μελέτη πάνω στο πώς αναπτύχθηκαν τα φασιστικά κινήματα σε ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Η έρευνά του τον οδήγησε επίσης να γράψει για το Ολοκαύτωμα, «εκείνο που έκαναν οι χειρότεροι από τους φασίστες όταν πήραν την εξουσία» – και αυτό με τη σειρά του τον ώθησε να ασχοληθεί με τη γενοκτονία των Αρμενίων καθώς και με άλλα, πιο πρόσφατα, «φονικά πεδία», στην Καμπότζη, στη Ρουάντα και στα Βαλκάνια. Αποτέλεσμα της έρευνας αυτής ήταν μια μελέτη πάνω στο θέμα της γενοκτονίας και της εθνοκάθαρσης, ένα ακόμη ανεξάρτητο βιβλίο με τίτλο «Η σκοτεινή πλευρά της δημοκρατίας: Εξηγώντας την εθνοκάθαρση», έργο που προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
Εθνος – κράτος, δημοκρατία, εθνοκάθαρση
Σε μια εποχή οπότε προβάλλεται ευρύτατα η ιδέα ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει υπονομεύσει το παλιό ιδεώδες της εθνικής κυριαρχίας, ο Μαν προτείνει μια πολύ διαφορετική θεώρηση του κόσμου. Το ιδεώδες του έθνους – κράτους, όπως λέει, έχει αποκρυσταλλωθεί στο πέρασμα αιώνων, έχει ριζώσει παντού και δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σύντομα. Και στη «Σκοτεινή πλευρά της δημοκρατίας» υποστηρίζει μια ιδιαίτερα ανησυχητική θέση: Η επέκταση της δημοκρατίας στον κόσμο φέρει μαζί της τα σπέρματα της εθνοκάθαρσης.
Ενώ συμφωνεί με τη γενική παρατήρηση ότι εγκλήματα εθνοκάθαρσης σπανίως πραγματοποιούνται από εδραιωμένες δημοκρατίες, θεωρεί «επικίνδυνη ζώνη» την περίοδο της μετάβασης από ένα αυταρχικό καθεστώς σ’ ένα δημοκρατικό. Στη διάρκεια αυτού του μεταβατικού σταδίου, οι διαμάχες ανάμεσα σε υπάρχουσες εθνοτικές ομάδες, που είχαν παραμείνει σε χειμερία νάρκη, μπορεί να οδηγήσουν σε συνθήκες που να επιτρέπουν τις εθνικές εκκαθαρίσεις. «Η ιδέα ενός λαού που αυτοκυβερνάται γίνεται δυνητικά προβληματική, όταν περισσότερες από μία εθνικές ομάδες προβάλλουν διεκδικήσεις σε μια κοινή επικράτεια. Η Αφρική, περιοχή κατ’ εξοχήν πολυεθνική, αντιμετωπίζει ήδη με μεγάλη οξύτητα αυτό το πρόβλημα. Και το Ιράκ είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτού που υποστηρίζω. Οταν πρόκειται να γίνουν εκλογές σε μια χώρα με δύο ή τρεις εθνικές ομάδες, όπως είναι το Ιράκ, είναι σίγουρο ότι οι σιίτες θα ψηφίσουν ορισμένα κόμματα και οι σουνίτες και οι Κούρδοι άλλα. Οι ΗΠΑ με την επέμβασή τους εισήγαγαν την εκλογική διαδικασία και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Αυξήθηκε η πόλωση στη χώρα και η εξέλιξη μπορεί να καταλήξει σε εθνοκάθαρση».
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ περιοριστικά τον όρο «γενοκτονία». Πολλοί τον έχουν κατηγορήσει ότι έχει υποτιμήσει τις βαρβαρότητες κομμουνιστικών καθεστώτων, όπως στην περίπτωση της Καμπότζης, επειδή δεν χρησιμοποιεί γι’ αυτές τη λέξη «γενοκτονία». «Με κανένα τρόπο δεν προσπαθώ να ελαχιστοποιήσω τον αριθμό των ανθρώπων που εξοντώθηκαν, απλώς λέω ότι δεν έγιναν στόχος λόγω της εθνικής τους ταυτότητας, όπως στην περίπτωση των Εβραίων και των Αρμενίων» είπε απαντώντας σε σχετική ερώτηση. «Νομίζω ότι ο όρος “γενοκτονία” χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση τα τελευταία χρόνια. Δεν θεωρώ, π.χ., ότι στη Γιουγκοσλαβία διαπράχθηκε γενοκτονία. Χρειάζεται ένας άλλος όρος όταν ο κύριος σκοπός δεν είναι να εξοντωθεί ένας πληθυσμός, αλλά να εκδιωχθεί από μια ορισμένη επικράτεια».
«Παγκοσμιοποιήσεις», ο τρίτος τόμος
Ο Μάικλ Μαν έχει επιστρέψει τώρα στη συγγραφή του τρίτου τόμου των «Πηγών της κοινωνικής εξουσίας». Η μακρά ενασχόλησή του με τον φασισμό και την εθνοκάθαρση έχει επηρεάσει την προσέγγισή του στον 20ό αιώνα. «Συνειδητοποίησα, μετά αυτή τη διαδρομή, ότι δεν μπορούσα να γράψω τον τρίτο τόμο με τον ίδιο λεπτομερειακό, εμπειρικό τρόπο που έγραψα τους πρώτους δύο. Υπάρχει υπερβολικά πολύ υλικό, πάρα πολλές μελέτες».
Ο τρίτος τόμος, όπως λέει, θα προσφέρει ένα «μείγμα ιστορικής αφήγησης και εννοιολογικής ανάλυσης. Υπάρχει ένα τμήμα του βιβλίου για τον ιμπεριαλισμό. Ενα άλλο αναφέρεται στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και στον τρόπο που τον επηρέασαν οι πόλεμοι και οι ιδεολογίες. Το θέμα της παγκοσμιοποίησης πάντα υπήρχε στο φόντο και τώρα έρχεται στο προσκήνιο στο κεφάλαιο για τη μεταπολεμική περίοδο». Ο τρίτος τόμος, άλλωστε, έχει τον υπότιτλο «Globalizations». Ο πληθυντικός δεν είναι τυχαίος – ο Μαν είναι πολύ δύσπιστος απέναντι στην ιδέα ότι υπάρχει ένα μονολιθικό «παγκόσμιο σύστημα» καπιταλιστικής ανάπτυξης. «Η επέκταση της οικονομίας», λέει, «έχει παραλληλιστεί με την εξάπλωση του συστήματος του έθνους – κράτους, των πολέμων και της ιδεολογίας. Όμως αυτά δεν συνδέονται έτσι ώστε να σχηματίσουν ένα παγκόσμιο σύστημα. Οι διαφορετικές μορφές παγκοσμιοποίησης παράγουν ενίοτε μείζονες συγκρούσεις. Και πιο συχνά παράγουν αποσύνδεση, γιατί είναι περισσότερο διαφορετικές μεταξύ τους παρά αντιθετικές».
Ο καθηγητής και το έργο του
Ο Μάικλ Μαν γεννήθηκε το 1942 στο Μάντσεστερ και σπούδασε Ιστορία και Κοινωνιολογία στην Οξφόρδη. Από το 1987 είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCLA), ενώ είναι επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά. Εχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια του πλανήτη (Κέμπριτζ, Μπέλφαστ, Λονδίνο, Μαδρίτη).
Ο πρώτος τόμος του τρίτομου έργου «Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας» με υπότιτλο «Μια ιστορία της εξουσίας από τις αρχές ώς το 1760 μ.Χ.» θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα, επιμέλεια Αλέξανδρου Κιούπκιολη και επίμετρο Μανούσου Μαραγκουδάκη. Ο δεύτερος τόμος, «Η ανάπτυξη των τάξεων και των εθνών – κρατών 1760–1914» θα κυκλοφορήσει πάλι από τις εκδόσεις Πόλις το 2009. Ο τρίτος τόμος γράφεται τώρα από τον συγγραφέα και θα κυκλοφορήσει προσεχώς στα αγγλικά με τίτλο «Globalizations». Στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του «Κράτη, πόλεμος και καπιταλισμός» (εκδ. Κριτική, 2006).