Tuesday, April 8, 2014

Zέιντι Σμιθ: Μπροστά στον καθρέφτη

  •  Η πολυβραβευμένη βρετανή συγγραφέας μιλάει για τη δύναμη της ενσυναίσθησης, για τις ανισότητες στην πρόσβαση της γνώσης και για την ιδιότυπη σχέση της με τον χρόνο
Zέιντι Σμιθ: Μπροστά στον καθρέφτη



«Δύο γυναίκες που συζητούν πολύ δυνατά για κάποιο αμφιλεγόμενο θέμα μέσα σε ένα τρένο ή λεωφορείο. Ολοι τριγύρω τους προσπαθούν να κρύψουν την τέρψη, τη θυμηδία ή τη δυσαρέσκειά τους (αργότερα το ίδιο βράδυ θα μεταφέρουν την ιστορία ως ανέκδοτο σε κάποιον άλλον)». Αυτή είναι η ουσία του Λονδίνου σύμφωνα με την 39χρονη Ζέιντι Σμιθ, γέννημα θρέμμα των δρόμων της μητρόπολης που απλώνονται στο βορειοδυτικό κομμάτι της με ταχυδρομικό κώδικα NW. Εκεί όπου οι μεικτοί γάμοι είναι πολύ συνηθισμένοι (όπως αυτός της τζαμαϊκανής μητέρας και του βρετανού πατέρα της), τα ζαχαροπλαστεία προσφέρουν φθηνά γλυκίσματα και οι σκυθρωπές εργατικές κατοικίες έχουν ονόματα λαμπρών βρετανών λογοτεχνών. Από αυτό το πολύχρωμο μωσαϊκό άντλησε υλικό για το πρώτο βιβλίο της, «Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο», και χρίστηκε το «κορίτσι-θαύμα» της βρετανικής λογοτεχνίας, σε αυτό επανέρχεται στο τελευταίο της, με τίτλο «Στην καρδιά της πόλης», στο οποίο τέσσερις νέοι άνθρωποι προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους και να διαχειριστούν τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν από αυτήν.
  • Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;
 «Στη γειτονιά μου στο Λονδίνο υπήρχαν ορισμένα κορίτσια που πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα. Η ίδια εξαπάτηση κάθε φορά: "Συνέβη κάτι έκτακτο, χρειάζομαι χρήματα". Ακουγα να το περιγράφουν ως απάτη, όμως υπήρχε κάτι το οποίο ξεκάθαρα δεν ήταν απάτη: η απόγνωση. Πρέπει να είσαι πραγματικά απεγνωσμένος για να προσπαθείς κάτι τέτοιο... Ακριβώς στις πόρτες των υπερτιμημένων σπιτιών της φούσκας των ακινήτων! Σε σπίτια που πριν από 15 χρόνια κοστολογούνταν 80.000 στερλίνες, ενώ τώρα στοίχιζαν 800.000 και βάλε. Οπότε σκέφτηκα ότι εξαπατούσαν μεν τον κόσμο, αλλά το έκαναν ευθαρσώς. Βασικά έλεγαν: "Μένω σε αυτή τη γειτονιά και βλέπω το πλασματικό κεφάλαιο που αναλογεί στο σπίτι σου – δώσε μου 30 στερλίνες από αυτό". Ηταν το έναυσμα για να ξεκινήσω το βιβλίο και από εκεί και πέρα άρχισαν να ρέουν ιδέες σχετικά με το ποιον θεωρούμε "φιλοξενούμενο" και πώς τον αντιμετωπίζουμε. Ποιον καλούμε να περάσει το κατώφλι μας και γιατί».

Μια πόλη που αλλάζει και μια κοινωνία που παρέχει πολλές επιλογές, αλλά τελικά επιβάλλει συγκεκριμένες προσταγές στις γυναίκες – οι οποίες έχουν τον κύριο λόγο στο βιβλίο –, να κάνουν παιδί, να έχουν ισχυρή ταυτότητα, κάτι που εν τέλει περιορίζει την ελευθερία την οποία έχουν κατακτήσει.
«Μια μεγάλη αλλαγή ανάμεσα στη γενιά μου και εκείνη των γιαγιάδων μας είναι η αποφασιστική μετατόπιση από την αντιμετώπιση της ζωής ως διαρκούς εξισορρόπησης ανάμεσα σε καθήκοντα και δικαιώματα στην εμμονή με τα δικαιώματά σου και μόνο. Η ηρωίδα μου διαπιστώνει ότι έχει κάποιου είδους καθήκον απέναντι στο κορίτσι στην πόρτα της, αλλά δεν ξέρει πώς να αντιδράσει – πέρα από το να αισθάνεται αμυδρά ενοχή. Κατά κάποιον τρόπο ντρέπεται που αισθάνεται αυτή την αίσθηση του καθήκοντος, γιατί νιώθει ότι είναι πολύ εκτός μόδας. Γιατί να μη συνεχίσει την, επιβεβλημένη από την κοινωνία, αναζήτηση του δικαιώματός της στην ευτυχία;».
  • Υπάρχει και η άλλη επιταγή, πολύ συνηθισμένη στις μέρες μας, ότι η ζωή θα πρέπει να ανθήσει «σε κάτι μεγαλύτερο από την ίδια τη ζωή».
«Αισθάνομαι ότι είναι κρίμα που δεν είμαστε πλέον ικανοί να διανοούμαστε την ανθρώπινη ζωή σε ανθρώπινη κλίμακα. Για παράδειγμα, η ηρωίδα μου είναι ικανοποιημένη που δουλεύει σε μια μικρή εταιρεία που παρέχει νομικές συμβουλές σε προνομιούχους ανθρώπους από την κοινότητά της. Ομως στις ευρύτερες κοινωνικές επαφές της αυτό θεωρείται αποτυχία, οπότε αποφασίζει να τα παρατήσει. Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που έχουν κάνει αντίστοιχες επιλογές. Και μετά φτάνεις στα 50 και αναρωτιέσαι για πόσο καιρό ακόμη θα εξακολουθήσεις να ζεις τη ζωή σου σαν μια παράσταση με στόχο την επιδοκιμασία άλλων ανθρώπων. Ανθρώπων που δεν συμπαθείς καν!».   
  • Τους χαρακτήρες σας, πάντως, φαίνεται ότι τους νοιάζεστε. Είναι αποτέλεσμα ενσυναίσθησης, της ικανότητας να μπαίνετε στη θέση του άλλου, κάτι που τελικά θεωρείται προσόν για έναν συγγραφέα; 
«Εξαρτάται από το τι γράφεις. Ειλικρινά, νομίζω ότι ο κόσμος λέει ένα σωρό βλακείες σχετικά με τη λογοτεχνική ενσυναίσθηση – με πρόθεση κυρίως να παρουσιάσει τον συγγραφέα όσο πιο συμπονετικό γίνεται. Εχω δύο πράγματα να πω σχετικά. Το πρώτο είναι ότι υπάρχει ένα στυλ γραφής, αρκετά διαφορετικό από το δικό μου, παρεκβατικό και δοκιμιακό – πολύ συχνά γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο –, για το οποίο δεν είναι τόσο απαραίτητη η ενσυναίσθηση όσο η ακρίβεια και ένα είδος συναισθηματικής οξύτητας με ενδοσκοπική στόχευση. Οι ποιητές έγραφαν πάντα έτσι, καθώς και μυθιστοριογράφοι όπως ο Καμύ και ο Μπαρτ ή πιο πρόσφατα ο Σέμπαλντ, αλλά και πολλοί νέοι συγγραφείς, όπως ο Μπεν Λέρνερ. Ολοι τους τραγουδούν, τελικά, το τραγούδι του εαυτού. Πρόκειται, όμως, για ένα ευφυές και υπέροχο τραγούδι. Τώρα, συγγραφείς αντιστικτικών μυθιστορημάτων όπως τα δικά μου – στα οποία αντιπαρατίθενται πολλοί άνθρωποι – συνήθως υπαινίσσονται ότι οι συγγραφείς που γράφουν το "τραγούδι του εαυτού" είναι στην ουσία νάρκισσοι, ενώ οι ίδιοι είναι έμπλεοι από την ψευδοουμανιστική αρετή που αποκαλείται "ενσυναίσθηση". Κι εγώ το πίστευα κάποτε. Αλλά επίσης πάντα υποπτευόμουν ότι όλοι οι χαρακτήρες στα βιβλία μου είναι στην πραγματικότητα λεπτά κομμάτια αποκομμένα από τον εαυτό μου, οπότε τελικά πρόκειται για ναρκισσισμό όχι στο τετράγωνο, αλλά στον κύβο!».  
  • Ποιο είναι το δεύτερο;
«Αφορά κάτι που διάβασα πρόσφατα, ένα πολύ ενδιαφέρον επιχείρημα για τη δημιουργική ενσυναίσθηση στο "Μήπως είσαι μάνα μου;" της Αλισον Μπέχντελ – αν και πιστεύω ότι έχει τη ρίζα του στις θεωρίες των παιδοψυχιάτρων Ντόναλντ Γουίνικοτ και Αλις Μίλερ. Οταν ένα παιδί έχει έναν νάρκισσο ή αναξιόπιστο, ή ανακόλουθο γονιό, ιδίως μητέρα, οι διαθέσεις της οποίας αλλάζουν με σπασμωδικό τρόπο, σε βαθμό που να μην είναι το ίδιο άτομο για δύο συνεχείς ημέρες, ε λοιπόν αυτό το παιδί πρέπει να είναι πολύ προσαρμοστικό για να μπορεί να την αντιμετωπίσει.

Γιατί το παιδί δεν μπορεί να ξέρει ποτέ ποια εκδοχή της "μαμάς" θα μπει στο δωμάτιο, σωστά; Οπότε εξασκείται α) στο να μαντεύει τη διάθεσή της, β) στο να προσαρμόζεται στη διάθεσή της και γ) στο να προσπαθεί να κατανοήσει και να δουλέψει με αυτή τη διάθεση. Το παιδί αναπτύσσει πολλαπλές, ρευστές προσωπικότητες, χρήσιμες προκειμένου να αντιμετωπίσει την ασυνέπεια του γονιού. Οσο μεγαλώνει, αυτή η ρευστότητα αρχίζει να ομοιάζει με αυτό που αποκαλούμε ενσυναίσθηση. Και, υπό μία έννοια, είναι πράγματι. Αλλά το γεγονός ότι δημιουργήθηκε αρχικά ως αμυντικός μηχανισμός την καθιστά πιο περίπλοκη».
  • Δηλαδή η ενσυναίσθηση είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης;
«Ακριβώς. Αυτό για το οποίο πολλοί "δημιουργικοί" άνθρωποι (ισχύει εις διπλούν για τους ηθοποιούς) τείνουν να καμαρώνουν – τη μεγάλη, ανθρωπιστική ικανότητα για "ενσυναίσθηση" – αποδεικνύεται ότι είναι ένα σύμπτωμα! Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν στις απλουστευτικές ψυχολογικές θεωρίες, αλλά το βρίσκω πολύ πειστικό όσον αφορά τη δημιουργικότητα. Αν σκεφτεί κανείς τούς συγγραφείς και τη ροπή τους στο ποτό και στα ναρκωτικά, τη σχεδόν καθολική αμφισεξουαλικότητά τους, τις συχνές αυτομεταλλάξεις τους, την κλίση τους για ωμή εξαπάτηση, τις πολλαπλές περσόνες κ.τ.λ...».
  • Τελικά πώς δίνετε σχήμα στους χαρακτήρες σας;
«Κάθε φορά συμβαίνει το ίδιο: προσπαθώ να ακούσω μια φωνή. Συνήθως είναι μια φωνή που άκουσα στον δρόμο ή κάποια από τη δική μου ζωή. Υπάρχει ο χαρακτήρας του Φίλιξ, για τον οποίο όταν έγραφα σκεφτόμουν τον εαυτό μου, αλλά όπως θα ήταν αν θα φορούσα την κουκούλα του Φίλιξ, το τζιν του, αν άκουγα τη μουσική του ή φιλούσα τα κορίτσια του. Οι απόψεις και οι πεποιθήσεις του ακολούθησαν πολύ φυσιολογικά. Είναι πολύ ευχάριστο αυτό το κομμάτι. Να επιτρέπεται να σου αρέσουν έπιπλα που ποτέ δεν θα σου άρεσαν ή ταινίες που στην πραγματικότητα μισείς! Είναι συναρπαστικό. Μπορώ να γίνω ρατσίστρια, συντηρητική, να μου αρέσει το ροζ και να είμαι λάτρης των αυτοκινήτων. Είναι μια αλλαγή. Βαριέμαι τα δικά μου γούστα και τις αξίες μου».
  •  Οπότε πώς θα ορίζατε τη λογοτεχνία;
«Για εμένα είναι ένας τρόπος να ζω μια υποθετική ζωή».
  • Ο χρόνος και η διαφορετική αντίληψή του από τους ανθρώπους είναι άλλη μια θεματική που διατρέχει το βιβλίο. Σας κατατρέχει το παρελθόν ή μήπως σας φοβίζει το μέλλον;
«Εχω μια περίεργη σχέση με τον χρόνο και μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ανακάλυψα – έπειτα από δέκα χρόνια γάμου! – ότι είναι ίδια με του συζύγου μου και ίσως αυτό εξηγεί πώς μπορούμε να ζούμε με μια σχετική αρμονία μαζί: δεν έχουμε γραμμική αντίληψη του χρόνου. Κανένας από τους δυο μας δεν μπορεί να πει τι κάναμε το 2011 ή τον Φεβρουάριο που μας πέρασε. Το ανακαλύπτουμε μέσα από e-mail. Παρ' όλα αυτά, ο άνδρας μου έγραψε ένα ποίημα στο οποίο περιγράφει τα διαφορετικά πατώματα που είχαμε στα διαμερίσματα όπου έχουμε ζήσει μέσα στα χρόνια.

Και τα βιβλία μου είναι γεμάτα αναμνήσεις, αλλά αφορούν πράγματα όπως ο τρόπος με τον οποίο γλίστρησε ένα μολύβι από το τραπέζι όταν ήμουν εννέα ετών ή πώς ήταν το σκουλήκι που πετάχτηκε κάτω από το κούτσουρο που σήκωσε ο πατέρας μου πριν από 30 χρόνια. Εχουμε θεματικές ή μεμονωμένες οπτικές και ακουστικές αναμνήσεις. Είναι πολύ ακριβείς με αυτόν τον εντοπισμένο τρόπο. Αλλά δεν έχουν γραμμική αλληλουχία. Ισως στο μέλλον θα μπορεί να γίνεται μια ακριβής σάρωση στη νευρωνική βάση της μνήμης και να ανακαλύψουμε ότι ορισμένοι άνθρωποι απλώς δεν έχουν την ικανότητα να οργανώνουν τον χρόνο με γραμμικό τρόπο. Μπορώ να θυμηθώ εκατοντάδες στιγμιότυπα από κερασιές που ανθίζουν. Μπορώ να θυμηθώ τη γεύση που έχει ένα μάλλινο γάντι που βάζεις στο στόμα σου. Αλλά όποτε με ρωτήσει κάποιος πόσων χρόνων ήμουν όταν χώρισαν οι γονείς μου ή πότε ακριβώς ξεκίνησα να γράφω το “Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο” – δεν μπορώ να πω ότι δεν απαντάω, αλλά είναι πάντα στα τυφλά. Ακόμη και για να θυμηθώ την ημερομηνία γέννησης του γιου μου χρειάζομαι μια στιγμή για να ανασύρω την ανάμνηση».
  • Εχει ενδιαφέρον ότι οι ήρωές σας πιστεύουν στο αναπόφευκτο της μοίρας ή στην προσωπική θέληση ως συστατικό της επιτυχίας, ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό στάτους τους...
«Ξέρετε, αυτό που μου προκαλεί ενδιαφέρον σε αυτούς που ανήκουν στη μέση και ανώτερη-μέση τάξη είναι η σιγουριά τους ότι η επιτυχία τους είναι αποτέλεσμα των έξυπνων επιλογών και των ιδιαίτερων ταλέντων τους. Αν στείλουν το παιδί τους σε ένα ακριβό σχολείο στο οποίο τα 2/3 των μαθητών πηγαίνουν κατευθείαν στα Πανεπιστήμια του Οξμπριτζ (σ.σ.: Οξφορντ και Κέμπριτζ), και τελικά πάει και το δικό τους παιδί εκεί, αισθάνονται πραγματικά ότι αυτό αποδεικνύει την εξυπνάδα και την καλή αγωγή του. Αλήθεια, όταν σε ένα σχολείο, όπως αυτό που πήγα εγώ, μόλις δύο παιδιά τον χρόνο πάνε στο Οξμπριτζ, εικάζουν ότι είμαστε όλοι ηλίθιοι; Ισως όχι, τουλάχιστον όχι οι πιο ανοιχτόμυαλοι. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει ακόμη αυτή η θλιβερή αίσθηση από λευκούς ανθρώπους της μεσαίας τάξης ότι οι φτωχοί άνθρωποι "εθνικών μειονοτήτων" δεν ενδιαφέρονται για τα παιδιά τους με τον ίδιο τρόπο που ενδιαφέρονται εκείνοι. Μοιάζει να μην περνάει ποτέ από το μυαλό τους ότι ακριβώς όπως η φτώχεια έχει τη μεγάλη ικανότητα να επικαλύπτει το ταλέντο, έτσι ακριβώς τα χρήματα μπορούν να επικαλύψουν τη μετριότητα. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι όλοι όσοι φοιτούν στο Ιτον είναι διάνοιες, όπως ότι όλοι όσοι πήγαν στο σχολείο μου ήταν ηλίθιοι. Πολύ θα μου άρεσε να δω τις ικανότητες των μεν και των δε, αν τους βάζουμε να αναμετρηθούν επί ίσοις όροις».
  • Αλήθεια, υπάρχει κάτι αντίστοιχο με το «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα» στη Βρετανία;
«Μόνο οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι τα πράγματα πρέπει να είναι μεγάλα για να είναι σπουδαία. Η Μύριελ Σπαρκ ήταν μια υπέροχη βρετανή συγγραφέας, αλλά δεν υπήρχε τίποτε το "Great" σε αυτήν με την αμερικανική έννοια. Το ίδιο ισχύει και για τον Μπάλαρντ. Οσον αφορά τους σύγχρονους, είμαι λίγο εκτός εποχής. Δεν έχω χρόνο για πολύ φρέσκο διάβασμα, αυτά συμβαίνουν όταν έχεις δύο παιδιά! Μου αρέσει πολύ ο Μόχσιν Χαμίντ, αλλά δεν έχω κριτήρια διαβατηρίου, αν είναι Βρετανο-Πακιστανός, Αμερικανο-Πακιστανός ή απλώς Πακιστανός. Υπάρχουν πολλοί νέοι συγγραφείς, μπορεί να μην τους παρακολουθώ, αλλά χαίρομαι που κάνουν αυτό που θέλουν. Ιδίως όταν καταφέρνουν να μη γράφουν ιστορικά μυθιστορήματα, από τα οποία βρίθει η Βρετανία – πολλά από αυτά μου αρέσουν πολύ! Ισως, όμως, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε το παρόν. Δεν ψάχνω ωστόσο για μια γενικευμένη ιδέα "μεγαλείου" στα μυθιστορήματα. Αναζητώ ιδιοσυγκρασιακά έργα τέχνης». 
  • Δεδομένου όμως ότι ζείτε και στην Αμερική, έχετε καταφέρει εν τέλει να διακρίνετε σε τι διαφέρουν οι Βρετανοί από τους Αμερικανούς συναδέλφους τους;
«Οι βασικές διαφορές είναι δύο, έχουν πρακτικό χαρακτήρα και βάσει αυτών καταλαβαίνει κανείς και τις υπόλοιπες. Οι αμερικανοί μυθιστοριογράφοι έχουν πρόσβαση σε πολλές πηγές εισοδήματος: τη διδασκαλία, τις διαλέξεις, τις επιχορηγήσεις, τις υποτροφίες, τα βραβεία. Δεν βασίζονται αποκλειστικά στις πωλήσεις των βιβλίων τους. Ως αποτέλεσμα, τα βιβλία τους γίνονται μεγαλύτερα και εμφανίζονται πιο σποραδικά. Επίσης, αυτό εξηγεί ενδεχομένως γιατί είναι περισσότερο διατεθειμένοι να πάρουν ρίσκα ή γιατί είναι πιο “καλομαθημένοι”. Οι Βρετανοί συγγραφείς στη συντριπτική τους πλειονότητα πρέπει να εξοικονομήσουν τα προς το ζην.

Η δεύτερη διαφορά είναι ότι οι αμερικανοί συγγραφείς μπορούν να δημοσιεύουν τα διηγήματά τους ή τα δοκίμιά τους και σε άλλα μέσα πέρα από τις εφημερίδες. Οπότε, η ζωή ενός συγγραφέα στις ΗΠΑ διαθέτει μεγαλύτερη ποικιλία και δεν εξαρτάται από τα καπρίτσια ορισμένων, λιγοστών εκδοτικών οίκων. Μη με παρεξηγήσετε: δεν λέω ότι οι αμερικανοί συγγραφείς δεν αγωνίζονται να επιβιώσουν. Αλλά τουλάχιστον έχουν επιλογές. Στη Βρετανία αισθάνομαι ότι η μόνη επιλογή εάν δεν είσαι “μπεστσελερίστας” – και πρέπει να εξασφαλίσεις το ψωμί σου – είναι η δημοσιογραφία σε εφημερίδες, και μόλις εδραιωθείς στη δημοσιογραφία ο πειρασμός της λογοτεχνίας συνήθως αποδυναμώνεται. Η συνεργασία με λογοτεχνικά περιοδικά στη Βρετανία είναι μια διέξοδος, αλλά πρέπει να αφοσιωθείς σε αυτό και δεν έχουν όλοι οι συγγραφείς ακαδημαϊκό ύφος.

Προσωπικά, διδάσκω ένα μάθημα λογοτεχνίας – δεν περιλαμβάνει workshops ή “δημιουργική γραφή” – και μου ταιριάζει. Ορισμένοι συγγραφείς θα προτιμούσαν να πεθάνουν από το να κάνουν κάτι αντίστοιχο. Θα τρελαινόμουν μόνη μου στο δωμάτιό μου 365 ημέρες τον χρόνο. Χρειάζομαι την ανθρώπινη επαφή. Αντιθέτως, δεν μου ταιριάζει να γράφω για μια εφημερίδα – να έχω μια στήλη ή οτιδήποτε άλλο. Δεν μπορώ να σχηματίζω μια ολοκληρωμένη άποψη για τον φεμινισμό κάθε 2-3 ημέρες. Χρειάζομαι χρόνο για να συνειδητοποιήσω τι αισθάνομαι και τι σκέφτομαι για αυτά τα πράγματα. Εξαρτάται, λοιπόν, τι σου ταιριάζει. Εγώ υπήρξα εξωφρενικά τυχερή. Το “Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο” είναι η απτή αποτύπωση αυτής της τύχης. Κάποιος μου είπε πρόσφατα ότι το βιβλίο μου με τα δοκίμια πούλησε 250 αντίτυπα στον υπέροχο, καλλιεργημένο Καναδά. Εάν είσαι αποφασισμένος να γράφεις αυτά που θέλεις δεν μπορείς να περιμένεις να ζεις αποκλειστικά από τα βιβλία σου».

No comments: