*ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010
- ΒΕΝΕΤΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ, Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, εκδόσεις Πόλις, σελ. 164
Περίπου εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το ενδιαφέρον για τα πολεμικά διατρέξαντα, καθώς και για τη ζωή και το έργο των πολιτικών προσφύγων, όχι μόνο δεν έχει ατονήσει, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς, με την ωριμότητα και τη νηφαλιότητα που επιτρέπει η χρονική απόσταση, χωρίς -ή με ελεγχόμενες- προκαταλήψεις και αναστολές.
Απόδειξη οι σχετικά πρόσφατες εκδόσεις των μυθιστορημάτων του Νίκου Δαββέτα, της Έλενας Χουζούρη, της Μαρλένας Πολιτοπούλου και του παλαιότερου Αλέξη Πάρνη, οι οποίοι αντλούν το υλικό τους από γεγονότα και καταστάσεις του εμφυλίου και η τολμηρή και, εν πολλοίς, αιρετική ιστορική προσέγγιση της επίμαχης περιόδου από τον Νίκο Μαραντζίδη. Και, βέβαια, η ανά χείρας σημαντικότατη μελέτη της Βενετίας Αποστολίδου, όπου επιχειρείται μία εξονυχιστική επισκόπηση της λογοτεχνικής παραγωγής των πολιτικών προσφύγων (της εκδοτικής, αναγνωστικής και συγγραφικής τους δραστηριότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στην Αντίσταση, στον Εμφύλιο, στη ζωή τους στην υπερορία, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, και στον επαναπατρισμό), αλλά και της πεζογραφίας -παλαιότερης και σύγχρονης- που μιλάει γι' αυτούς, με την πρόθεση να συμβάλει στην πληρέστερη κατανόηση της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας και ιστοριογραφίας.
Η πεζογραφία, λοιπόν, που έγραψαν οι πολιτικοί πρόσφυγες από το 1950 ως τις μέρες μας -έργα που μιλούν για την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, την προσφυγιά και τον επαναπατρισμό- αλλά και η πεζογραφία που μιλάει γι' αυτούς, αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης της Βενετίας Αποστολίδου. Εγχείρημα ούτως ή άλλο δύσκολο, που το καθιστά ακόμα δυσκολότερο η πρόθεση της συγγραφέως να υπερβεί τα εσκαμμένα, επισημαίνοντας και ψαύοντας, αναγνωστικά, δύο αντιπαρατιθέμενες και δραματικά συμπλεκόμενες έννοιες: του τραύματος και της τραυματικής μνήμης. Όπου “τραύμα” είναι ο Εμφύλιος, η προσφυγιά και ο επαναπατρισμός, όπως αυτά εγχαράσσονται στη μνήμη, η οποία, με τη σειρά της, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στο πεδίο της λογοτεχνίας, ως αφήγηση, είναι μία μνημονική αφήγηση, που συνέχεται από την ατομική, τη συλλογική και τη θεσμική μνήμη∙ μία αφήγηση που, προστατευόμενη από τη μυθοπλασία, διατηρεί αποστάσεις ασφαλείας από “τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας ιστορίας”.
Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται τα λογοτεχνικά αναγνώσματα και η λογοτεχνική παραγωγή των πολιτικών προσφύγων, των λογοτεχνών της υπερορίας, στο έργο των οποίων διασταυρώνεται, κάποτε δραματικά, “η ελληνική εμπειρία του Εμφυλίου με την ευρωπαϊκή εμπειρία του 'υπαρκτού σοσιαλισμού'”, αφού ζουν και δημιουργούν σε χώρες με καθεστώτα, όπου επικρατούν ιδέες και -υποτίθεται ότι- έχουν πάρει σάρκα και οστά οράματα για τα οποία αγωνίστηκαν. Η συγγραφέας, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα των συνθηκών της διαβίωσης και της λογοτεχνικής τους δραστηριότητας (τον περιορισμένο αναγνωστικό-πνευματικό τους ορίζοντα, την έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης για τα λογοτεχνικά ρεύματα και δρώμενα στην υπόλοιπη Ευρώπη, την αίσθηση αποκοπής από τη πατρίδα, τον φόβο της παρέκκλισης από την κομματική γραμμή, τη σύγκρουση της ανάγκης για επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας με την προγραμματικά επιβαλλόμενη εφαρμογή των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού και τον επίσης επιβαλλόμενο προσανατολισμό προς μια συγκεκριμένη θεματολογία και ιδεολογική τοποθέτηση) εξετάζει το έργο τους, παρακάμπτοντας, διακριτικά είναι αλήθεια, τα ακραιφνώς αισθητικά κριτήρια, αναζητώντας σ' αυτό διαφοροποιήσεις, αντιφάσεις, αλλά και επιτεύγματα. Πράγμα μάλλον ευνόητο, τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με μία λογοτεχνία αυστηρών ιδεολογικών προδιαγραφών, η θεματολογία της οποίας, στην πλειονότητά της, αναφέρεται στην Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τις φυλακές και τις εξορίες των επιζησάντων στην Ελλάδα κομμουνιστών.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με δεδομένα πλέον τα όρια του ερευνητικού πεδίου, με διερευνημένες τις ιστορικές, θεματικές, ιδεολογικές, αλλά και συναισθηματικές, συνιστώσες, το φιλέρευνο ενδιαφέρον της συγγραφέως στρέφεται από τα αντικειμενικώς μετρήσιμα δεδομένα στα τραυματικά ενδότερα. Εκεί όπου, με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργείται, ολοένα και επιτακτικότερη, η ανάγκη των προσφύγων να “διαπραγματευτούν τις συνέπειες των τραυματικών τους εμπειριών και να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους”, χωρίς, ωστόσο να μπορούν -τουλάχιστον προσώρας- να υπερβούν τα όρια που τους θέτει η κοινότητα, ως προς το τι από όσα θυμούνται “δικαιούνται” να εκθέσουν και πώς. Ίσως γιατί βρισκόμαστε ακόμα στο πρώιμο στάδιο, κατά το οποίο καλλιεργείται η λογοτεχνία του τραύματος, με την ενδιάθετη ή την άνωθεν επιβαλλόμενη πρόθεση της διαμόρφωσης μιας συλλογικής αφήγησης και μιας, ως ένα σημείο παραπλανημένης, συλλογικής μνήμης, προκειμένου να προβληθεί μία θετική εικόνα για τους ίδιους και να ενοχοποιηθεί ο αντίπαλος. Ακόμα δεν έχει εμφανιστεί, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, η τάση αμφισβήτησης και κριτικής των αποφάσεων της κομματικής ηγεσίας και, πολύ περισσότερο -μολονότι το δικό τους τραύμα γίνεται ολοένα και οδυνηρότερο- αδυνατούν να αναγνωρίσουν και το τραύμα του άλλου, προφανώς εξαιτίας των πολιτικών περιορισμών που υφίστανται στην υπερορία∙ αυτό θα συμβεί αρκετά αργότερα, στα 1964, με το διήγημα “Ανυπεράσπιστοι” του Δημήτρη Χατζή, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης.
Στο τρίτο κεφάλαιο (“Ανάμεσα στο όραμα και τη διάψευση: Οι πολιτικοί πρόσφυγες γράφουν για την υπερορία και τον επαναπατρισμό), εξετάζονται έργα γραμμένα από συγγραφείς πρόσφυγες, που μιλούν για τη ζωή τους στην υπερορία και τον επαναπατρισμό, ο οποίος, όπως επισημαίνει η Βενετία Αποστολίδου, δεν διαφοροποιείται από την προσφυγιά, τη στιγμή που ο επαναπατριζόμενος δεν αποβάλλει την ιδιότητα και τον ψυχισμό του πρόσφυγα, ακόμα και μετά τον επαναπατρισμό του. Η συγγραφεύς δεν παραλείπει, σ' αυτό το σημείο, να αναφερθεί στο γεγονός ότι οι συγγραφείς που βρίσκονται στο επίκεντρο της μελέτης της αποφεύγουν συστηματικά να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους στην εξορία, αποδίδοντας αυτήν τη στάση τους στην κομματική τους αφοσίωση, στην ευγνωμοσύνη που έτρεφαν προς τους τόπους που τους φιλοξένησαν, καθώς και στην απόφασή τους να μην εκφράσουν ανεπιφύλακτα την απογοήτευση που αισθάνθηκαν, ζώντας σε χώρες όπου εφαρμοζόταν στην πράξη το όραμα εν ονόματι του οποίου θυσίασαν τη ζωή τους. Το γεγονός, μάλιστα, ότι τα έργα που εξετάζει (9 μυθιστορήματα -ανάμεσά τους το Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου και Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη- και 8 διηγήματα) είναι γραμμένα στη διάρκεια μιας πεντηκονταετίας (1959-2009), της παρέχει τη δυνατότητα να επισημάνει, όχι μόνο τα νέα θεματικά δεδομένα, αλλά και τον εμπλουτισμό των αφηγηματικών τρόπων, που οι επαναπατρισθέντες συγγραφείς μετέρχονται, μετουσιώνοντας την προσφυγική τους εμπειρία σε διαφορετικών ειδών έργα.
Στο τέταρτο κεφάλαιο η συγγραφεύς εξετάζει, κατά τρόπο σφαιρικό, την “εικόνα των πολιτικών προσφύγων στη μεταγενέστερη πεζογραφία”∙ προσεγγίζει -αρχίζοντας από το πρώτο, χρονολογικά, μέτριο ωστόσο λογοτεχνικά, μυθιστόρημα του Ζήση Σκάρου Ανοιχτοί ουρανοί (1958) και καταλήγοντας στα πολύ πρόσφατα, Πατρίδα από μπαμπάκι (2009) της Έλενας Χουζούρη και Η μνήμη της πολαρόιντ (2009) της Μαρλένας Πολιτοπούλου- μυθιστορήματα με ήρωες πολιτικούς πρόσφυγες. Για να καταλήξει σε δύο, κυρίως, πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις: Ότι η εικόνα των πολιτικών προσφύγων, στα έργα των νεότερων πεζογράφων, δεν διαφέρει πολύ από την εικόνα που “έδωσαν” οι ίδιοι οι πολιτικοί πρόσφυγες για τους εαυτούς τους, καθώς και στη μια και στην άλλη περίπτωση κυριαρχούν τα συναισθήματα της απογοήτευσης, των ηθικών διλημμάτων, της σπαταλημένης ζωής, της ματαίωσης και των αδιεξόδων και ότι, στα μυθιστορήματα των νεότερων, απουσιάζει, όπως είναι ευνόητο, η συναισθηματική εμπλοκή∙ παρατηρείται μία αποστασιοποίηση και κυριαρχεί ένα κλίμα μετριοπάθειας και συμφιλίωσης.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάζεται, συνδυαστικά, το έργο δύο διαφορετικών, κι όμως παράλληλων, λογοτεχνικών κοινοτήτων: των πολιτικών προσφύγων και αυτών που επέζησαν στην Ελλάδα, με την καίρια επισήμανση-προειδοποίηση, ότι “οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν μια κοινότητα μνήμης και μάλιστα οργανωμένη από νωρίς. Οι άνθρωποι που επέζησαν της εμφύλιας λαίλαπας και παρέμειναν [στην Ελλάδα] είναι διχασμένοι σε νικητές και ηττημένους, άρα συγκροτούν οπωσδήποτε δύο μνημονικές κοινότητες” -και το συνακόλουθο ερώτημα: “Πώς αναπαρίσταται το τραύμα του Εμφυλίου από τους συγγραφείς στην Ελλάδα και σε ποιο βαθμό η αναπαράσταση έχει τις ίδιες δεσπόζουσες με εκείνη των πολιτικών προσφύγων;”. Κύριο μέλημα της συγγραφέως, σ' αυτό το κεφάλαιο, είναι η ουσιαστικότερη και συστηματικότερη προσέγγιση και εξέταση ενός ζητήματος που, από την αρχή κιόλας της μελέτης της, φαινόταν να διαδραματίζει καθοριστικό-καθοδηγητικό ρόλο: Από πότε και σε ποιο βαθμό, η λογοτεχνία που γράφεται στην Ελλάδα, με θέμα τον Εμφύλιο, αναγνωρίζει το εμφυλιακό τραύμα ως διττό τραύμα∙ κινούμενη από τη βεβαιότητα ότι “η αφηγηματική επεξεργασία του τραύματος δεν ολοκληρώνεται χωρίς την αναγνώριση του τραύματος του Άλλου και χωρίς την υπέρβαση του λόγου της θυματοποίησης, του λόγου, δηλαδή, που αποδίδει, άμεσα ή έμμεσα, ευθύνες στον Άλλο”.
Με ορόσημο και απαρχή αυτής υπέρβασης τους Ανυπεράσπιστους του Χατζή και με δεδομένο ότι οι αριστεροί συγγραφείς στην Ελλάδα, δεν έχουν, την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, τα περιθώρια και τη δυνατότητα της επεξεργασίας του τραύματος του Άλλου, στρέφει το ερευνητικό της ενδιαφέρον σε έργα “συντηρητικών” και φιλελεύθερων συγγραφέων, όπως είναι Ο άλλος Αλέξανδρος (1950) της Μαργαρίτας, η Πυραμίδα 67 (1950) του Ρένου Αποστολίδη, η Πολιορκία (1953) του Αλέξανδρου Κοτζιά, Τα δόντια της μυλόπετρας (1955) του Νίκου Κάσδαγλη κ.ά. Στα λογοτεχνικά σημαντικότερα απ' αυτά, του Αποστολίδη, του Κοτζιά και του Κάσδαγλη, μπορεί να μην εντοπίζει αυτό που πρωτίστως επιζητεί, στοιχεία, δηλαδή, ενδεικτικά της επεξεργασίας του τραύματος του Άλλου, αναγνωρίζει, ωστόσο, τον πρώιμο προβληματισμό τους για την “παγίδευση των ατόμων στον φαύλο κύκλο της βίας”, καθώς και υπαρξιακής υφής αγωνία, ιδίως στον Κοτζιά, κάτι που θεωρεί μεγάλης σημασίας, για την περαιτέρω ανάπτυξη μιας αμφίπλευρης προσέγγισης του τραύματος του Άλλου.
Η Βενετία Αποστολίδου παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη διαμόρφωση των συνθηκών, κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε ένα σημαντικό τμήμα της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, κινούμενη από τη βεβαιότητα ότι η κατανόηση των πολλαπλών, στην πλειονότητά τους τραυματικών, συνεπειών του Εμφυλίου, όπως αυτές εγγράφονται-κατατίθενται, αμέσως ή εμμέσως, στο πεδίο της αφήγησης, αποτελεί μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις για μιαν ουσιαστικότερη κατανόηση, τόσο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, όσο και πολλών φαινομένων της πολιτισμικής μας ζωής εν γένει. Στην επίπονο αυτό ερευνητικό της εγχείρημα, ωστόσο, επιδόθηκε υποκινούμενη και από μία άλλη, όχι και τόσο προφανή, από πρώτη άποψη, πρόθεση, να αποδώσει δικαιοσύνη σε μία λογοτεχνία που, όπως και οι περισσότεροι από τους δημιουργούς της, ελάχιστα προσέχτηκε στην Ελλάδα, θεωρούμενη περιορισμένου θεματικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος ακόμα και από τους κόλπους της Αριστεράς. Στην πρόθεσή της αυτή, η συγγραφεύς, ερεύνησε και μελέτησε εξονυχιστικά όλη την πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, αλλά κι εκείνη των επιζησάντων στην Ελλάδα, αριστερών και συντηρητικών πεζογράφων, παλαιότερων και νεότερων, που η αφήγησή τους σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με την περιπετειώδη ζωή των πρώτων. Με αξιοσημείωτο, εν προκειμένω, το γεγονός, ότι κινούμενη με ιδιαίτερη άνεση σε μία ευρύτατη, εξηκονταετή, έκταση, έχοντας απεμπολήσει το ύφος της ειδήμονος, κατάφερε να προσδώσει στον λόγο της τη θέρμη μιας, ιστορικά δομημένης, αφήγησης, κρατώντας έτσι αμείωτο το φιλολογικό, το ιστορικό αλλά και το λογοτεχνικό ενδιαφέρον του αναγνώστη.
*Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας