Sunday, October 20, 2013

H λογοτεχνία φλερτάρει με τα social media. Νέες φωνές και ταλέντα διεκδικούν θέση στις οθόνες μας.

Του Τάσου Οικονόμου, Η Καθημερινή, 19/10/2013


«Και τώρα τι μένει; Τι γίνεται όταν συστηθείς με τα όνειρά σου, τα αγγίξεις με τα ακροδάχτυλά σου και εξοριστείς από αυτά; Ζεις απ’ την αρχή!». Αβολες λέξεις, φορτισμένες, που ξεπήδησαν από τα κοινωνικά δίκτυα. Μέσα στους γκρίζους δρόμους της πόλης, λίγο πριν από την πλατεία Αμερικής ή μετά το Παγκράτι, το ενοχλητικό φως της οθόνης του κινητού εκπέμπει νοήματα που μετρούνται σε λίγες ίντσες, του κινητού ή της ταμπλέτας.
Στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, στην άβολη θέση του λεωφορείου, συνοδηγός ή επιβάτης, στο μοναχικό σκοτάδι των τούνελ του μετρό, η λογοτεχνία φλερτάρει με τα κοινωνικά δίκτυα, αναζητώντας τη συνύπαρξη. Κάπου εκεί εμφανίζονται και οι αμφιβολίες αν η σφιχτή φόρμα των 140 χαρακτήρων μπορεί να φιλοξενήσει ένα λογοτεχνικό παιχνίδι χαρακτήρων σε πραγματικό χρόνο, αν το πάντρεμα λέξεων και εικόνας στο youtube είναι ένα βήμα προς τα μπροστά ή αν στο κατεβατό από καταχωρίσεις του Facebook μπορεί κάποιος να αισθανθεί την ποίηση, να βιώσει τα νοήματά της ή να βυθιστεί σε έναν μυθιστορηματικό κόσμο αντίστοιχο με αυτόν που χτίζουν οι αράδες στο χαρτί.

Εγκαινιάστηκε η πρώτη ανταλλακτική βιβλιοθήκη στο κέντρο της Αθήνας

Τα πρώτα βιβλία βρίσκονται ήδη στα ράφια, έτοιμα να διαβαστούν από όσους περισσότερους γίνεται, στην υπαίθρια βιβλιοθήκη στο Κολωνάκι που εγκαινιάστηκε σήμερα στη πλατεία Δεξαμενής, με την φιλαρμονική του δήμου Αθηναίων να συνοδεύει με αγαπημένες κλασσικές μελωδίες την εκδήλωση.


«Πάντα φανταζόμουνα ότι ο Παράδεισος θα είναι ένα είδος βιβλιοθήκης», έλεγε ο Αργεντίνος συγγραφέας Χόρχε Λούις Μπόρχες. Έναν μικρό παράδεισο προσπαθούν να κάνουν την Αθήνα, οι νεαροί αρχιτέκτονες η Ειρήνη Αιμιλία Ιωαννίδου και ο Ελευθέριος Αμπατζής, οι οποίοι στηριζόμενοι στην ιδέα ότι τα βιβλία δεν χαίρονται όταν μαζεύουν σκόνη αλλά θέλουν να κυκλοφορούν και να διαβάζονται από όσα περισσότερα άτομα γίνεται, έχουν βάλει στόχο να γεμίσουν την Αθήνα με υπαίθριες ανταλλακτικές βιβλιοθήκες. Η Ανταλλακτική Βιβλιοθήκη, μια ιδέα και πρωτοβουλία των δύο νέων αρχιτεκτόνων, αφού στέριωσε για τα καλά στην Κηφισιά και στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ( η τρίτη βιβλιοθήκη βρίσκεται σε μόνιμη περιοδεία), ήρθε η στιγμή να βρει μόνιμη «στέγη» και στο κέντρο της Αθήνας.

Tuesday, October 15, 2013

Το βραβείο Booker 2013 στην Ελινορ Κάτον. Η 28χρονη συγγραφέας ήταν η νεαρότερη της βραχείας λίστας


Το βραβείο Booker 2013 στην Ελινορ Κάτον


Η γεννημένη στον Καναδά και μεγαλωμένη στη Νέα Ζηλανδία Έλινορ Κάτον με το πολυσέλιδο επικό μυθιστόρημά της «The Luminaries» (Granta) ήταν η νικήτρια του εφετινού 45ου Βραβείου Μπούκερ. Το βραβείο ανακοινώθηκε σε επίσημη τελετή στην οποία μίλησε η δούκισσα της Κορνουάλης Καμίλα το βράδυ της Τρίτης 15 Οκτωβρίου στην κατάμεστη μεσαιωνική αίθουσα Γκίλντχολ του παλαιού δημαρχείου του Λονδίνου.

Ο πρόεδρος της πενταμελούς κριτικής επιτροπής, ο κριτικός λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός καθηγητής Ρόμπερτ ΜακΦάρλαν αναφέρθηκε στην ποσότητα και στη μεγάλη θεματική και ειδολογική ποικιλία των υποψήφιων μυθιστορημάτων και μίλησε για την πεμπτουσία του είδους του μυθιστορήματος, για μια αλήθεια που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να αποκαλύψει, ούτε η μαρτυρία, ούτε η Ιστορία, ούτε η δημοσιογραφία. «Για να επιβιώσει το μυθιστόρημα», είπε, «πρέπει να συνεχίσει να αποκαλύπτει αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να αποκαλύψει».

Thursday, October 10, 2013

Blown Away by Alice Munro

Cathleen Schine
by Alice Munro
The New York Review of Books
January 10, 2013

schine_1-011013.jpg
Derek Shapton  
Alice Munro in her backyard, Clinton, Ontario, circa 2004
Alice Munro is not only revered, she is cherished, her stories handled lovingly, turned over and over, gazed at and studied and breathed in with something approaching awe. She has never, over the years, written the way any of her contemporaries have. Her stories are open, overflowing with life, unlike the curt and obscure minimalist stories so fashionable in the Seventies and Eighties. But no one could accuse her of being traditional, either. With all their fullness of narrative and character, her stories are elegant and sharp, pared down—sometimes shockingly so. Her new collection, Dear Life, is as rich and astonishing as anything she has done before.
Munro’s stories, in this book as in her earlier work, tend to be geographically concentrated, often based in a small town in Huron County, Ontario, or, sometimes, in Vancouver, British Columbia. They can, on the other hand, cover a vast expanse of temporal ground, passing through years, decades, eras, in a paragraph, even in a sentence. There are dramatic events: sudden deaths, disappearances, reappearances, beatings, misunderstandings, and improbable coincidences—but the stories do not often revolve around them.

Alice Munro Wins Nobel Prize in Literature


Ian Willms for The New York Times
Alice Munro at her home in Clinton, Ontario. Canadians expressed pride over her Nobel honor.
Alice Munro, the renowned Canadian short-story writer whose visceral work explores the tangled relationships between men and women, small-town existence and the fallibility of memory, won the 2013 Nobel Prize in Literature on Thursday.
Announcing the award in Stockholm, the Swedish Academy said that Ms. Munro, 82, who has written 14 story collections, was a “master of the contemporary short story.” She is the 13th woman to win the prize.
The selection of Ms. Munro was greeted with an outpouring of enthusiasm in the English-speaking world, a temporary relief from recent years when the Swedish Academy chose winners who were obscure, difficult to comprehend or overtly political.

Alice Munro Puts Down Her Pen to Let the World In

by CHARLES McGRATH The New York Times : July 1, 2013

CLINTON, Ontario — Accepting a literary prize in Toronto last month, Alice Munro, the acclaimed short-story writer — “our Chekhov,” as Cynthia Ozick has called her — winner of the Man Booker International Prize and just about every important North American literary award for which she is eligible, told a newspaper interviewer, “I’m probably not going to write anymore.”
Ian Willms for The New York Times
Alice Munro near her bungalow in Clinton, Ontario, a small town like those in her renowned works of short fiction. 
Ms. Munro, who will turn 82 next week, has talked this way before. In 2006 she told a writer from The Toronto Globe and Mail, “I don’t know if I have the energy to do this anymore.” She then went on to publish yet another story collection, her 14th, called “Dear Life.” It came out last fall, and reviewers, as usual, remarked on her insightful handling of themes like the bleakness of small-town life; the eruptive, transforming power of sex; and the trouble women have making their way in a world run by men.

A Mighty Honor for Munro, a Humble Writer

The New York Times, October 10, 2013
Most of us are lucky to get a gold pen when we retire. Alice Munro got the Nobel Prize.
Alice Munro 
Ian Willms for The New York Times 
Alice Munro
 
The Canadian short-story writer announced this year that she was done writing fiction. “What I feel now is that I don’t have the energy anymore,” she told The Times’s Charles McGrath in July.
Ms. Munro’s notices in The Times started on an inauspicious note. A brief 1973 review by Martin Levin was positive, comparing the stories to “fresh winds from the North,” but the review got the book’s title wrong: It was “Dance of the Happy Shades,” not “Dance of the Happy Hours.”
Writing about the collection “Something I’ve Been Meaning to Tell You” in 1974, Frederick Busch said the stories seemed “formulaic,” their tone “sycophantic.” In 1983, forming a much different opinion of “Moons of Jupiter,” Benjamin De Mott wrote, “The freshness of Ms. Munro’s literary performance has little to do with situation, everything to do with character.” He called those characters “shrewd, amused, self-aware,” “risk takers at heart, plucky, independent, sexually vibrant.”

Master of the Intricacies of the Human Hear. Alice Munro, Nobel Winner, Mines the Inner Lives of Girls and Women

An Appraisal
Alice Munro, named on Thursday as the winner of the 2013 Nobel Prize in Literature, once observed: “The complexity of things — the things within things — just seems to be endless. I mean nothing is easy, nothing is simple.”
Alice Munro earlier this year.
Alice Munro’s home in Clinton, Ontario, Canada. 

That is also a perfect description of Ms. Munro’s quietly radiant short stories — stories that have established her as one of the foremost practitioners of the form. Set largely in small-town and rural Canada and often focused on the lives of girls and women, her tales have the swoop and density of big, intimate novels, mapping the crevices of characters’ hearts with cleareyed Chekhovian empathy and wisdom.
Fluent and deceptively artless on the page, these stories are actually amazingly intricate constructions that move back and forth in time, back and forth between reality and memory, opening out, magically, to disclose the long panoramic vistas in these people’s lives (the starts, stops and reversals that stand out as hinge moments in their personal histories) and the homely details of their day-to-day routines: the dull coping with “food and mess and houses” that can take up so much of their heroines’ time.

Από την κόρη της έμαθε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας η Αλις Μονρό

  • Είναι από τις πιο γνωστές και σημαντικές διηγηματογράφους παγκοσμίως. 
AFP

Η Καναδή συγγραφέας Άλις Μονρό είναι η νικήτρια της φετινής απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας. Eίναι μάλιστα η πρώτη πολίτης του Καναδά και η δέκατη τρίτη γυναίκα που τιμάται με το βραβείο αυτό. Τα στοιχήματα στη Βρετανία έδιναν κι έπαιρναν μέχρι τελευταία στιγμή που θα ανακοινώνονταν οι νικητές, ενώ η απονομή διέψευσε τα προγνωστικά που ήθελαν για φαβορί τον Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι. «Μερικοί κριτικοί την θεωρούν ένα Καναδέζο Τσέχοφ», αναφέρει η Σουηδική Ακαδημία στη δήλωση στον ιστότοπό της με την οποία ανακοίνωσε τη νικήτρια του βραβείου, το οποίο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 8 εκατ. κορωνών (916.000 ευρώ).

Wednesday, October 9, 2013

Τόλης Νικηφόρου- ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα

cebdceb9cebaceb7cf86cebfcf81cebfcf85ceb8ceb5cf83cf83ceb1cebbcebfcebdceb9cebaceb7Θεσσαλονίκη, μητρόπολη της μνήμης και της ψυχής
…καθώς κάτω απ’ τον ουρανό απλώνεται
μεθυστική η σειρά τα φώτα
από το Καλοχώρι ως τα Μικρό Καραμπουρνάκι
καθώς το χέρι σου χαϊδεύει τα μαλλιά της
κι είναι τα μάτια σου μες στα δικά της μάτια
καθώς απέναντι η ρουτίνα της ζωής
γίνεται όνειρο νυχτερινό μέσα στη λάμψη
ξαναγυρίζετε στα δεκαοχτώ σας χρόνια
(και πάλι στα δεκαοχτώ ένα βράδυ)

Με σταθερή παρουσία από το 1966 στα λογοτεχνικά πράγματα της πόλης, όπου και εξέδωσε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ο Τόλης Νικηφόρου επιλέγει 32 ποιήματα από το ξεκίνημα μέχρι σήμερα, απ’ τη μακρόχρονη δηλαδή «περιπέτεια της ψυχής» του –που εξακολουθεί παλλόμενη και εξόχως δημιουργική– για να συνομιλήσει όχι απλώς με τους οικείους του –στους οποίους και αφιερώνει τον τόμο– αλλά και με τους συμπολίτες της γενέθλιας Θεσσαλονίκης, και μέσω αυτών με ολόκληρη την Ελλάδα.
«[…] Αυτός ήταν ο τόπος μου, αυτή η θάλασσά μου,
αυτή η γλώσσα μου και η γραμμή του αίματός μου χιλιάδες χρόνια τώρα απ’ τα παράλια της Ιωνίας και της Μαύρης Θάλασσας ως τη μεγάλη πόλη των προσφύγων. Εδώ ήμουν προορισμένος να ζήσω, να γράψω τα βιβλία μου και να πεθάνω», γράφει μεταξύ άλλων στο εκ βαθέων προλογικό του σημείωμα που θα μπορούσε να αποτελέσει και το 33ο ποίημά του.

Χαρά Ναούμ- άγρυπνες αντιλόπες

αγρυπνες αντιλοπες
Η μελαγχολία του ακέφαλου διαβάτη
Η νύχτα είναι μια συμφωνία
σιωπηλών διαλόγων που ανταλλάσεις με το βλέμμα
καρφωμένο σ’ ένα πρόσωπο κατακερματισμένο
που κοιμάται πλάι σου Τι σημασία έχει ποιος κοιμάται
πλάι σου
(Προορισμένοι ή Το Λεωφορείο) 

Παριστάνει ότι ξέρει πως όταν μεγαλώσει
τα πλατάνια θα κλωτσούν τα τοιχώματα της μήτρας της
τις μέρες της ωορρηξίας
Γυναίκα από μάνα και πατέρα
Ξεσκονίζει φτερά
Ζευγαρώνει μ’ άνδρες αερικά
Γερνά Σαπίζει

Να το θυμάστε όταν μυρίζετε ευκάλυπτο ή γιασεμί
(Σκονισμένη Τριστέσα)
Ένας επώδυνος αχαρτογράφητος τόπος (Οι ώμοι μου/ πλωτές γέφυρες// πέρασμα ακρωτηριασμένων) η πρώτη ποιητική συλλογή της Χαράς Ναούμ «Άγρυπνες Αντιλόπες», όπου με ώριμο τρόπο και ακριβοδίκαια οικονομία εκφραστικών μέσων, ξετυλίγεται η ανάσα της ποιήτριας: Εξεγείρομαι μαζί μ’ αστερισμούς/ Τρέχω σε νεφελώματα διαμαρτυρίας/ καταπίνοντας σημαίες συνθήματα φωτιές/ Για να μπορώ κάποτε να ανασαίνω μαζί σας/ τις χαριτωμένες φωτοσκιάσεις των πουλιών// Το μπλε ή το κόκκινο καλώδιο;/ Το κοντοκουρεμένο μου κεφάλι/ –φτέρωμα ερωδιού κάποτε–/ σκάει στη φούστα μου/ αρυτίδωτο.

Χρήστος Χαρτοματσίδης- Προς το Παρόν

(διάλογος με τον Μιχαήλ Καλάσνικοφ* για την Γαλλική επανάσταση)

Αγαπητέ,  Μιχαήλ Τιμοφέεβιτς,
Κάποιες φορές τα λέγαμε μαζί σας,
αν και ποτέ δεν συμφωνούσαμε.
Θυμάστε, τις  πωλήτριες,
στην  ψαραγορά του Παρισιού:
(βρομούσανε ψαρίλα
και κάτω απ’ τις φούστες τους)
και κάποιο  ξεχασμένο λέπι
φεγγοβολούσε  στα μαλλιά τους.
Με βλέμμα θολερό από την οργή,
ουρλιάζανε δαιμονισμένες:
«Πεινάνε τα παιδιά μας!
Είναι άδικο!»
Κι όντως ήταν άδικο!
Μαστουρωμένες απ’ το μίσος
τραβούσαν την πριγκίπισσα Λαμπάλ,
(την θεωρούσαν ερωμένη της βασίλισσας)
κι αφού την είχανε ξεσκίσει,
καρφώσανε
τα στήθη της σ’ ακόντια…

Ελευθερία Κυρίτση- Χειρόγραφη Πόλη

02
Σε διηγούμαι από κείνο το γιατί/ που εξερευνούσε τον κόσμο/ τον έσκαβε τον πλάταινε/ τον φύτευε μέσα μας…
(Lullaby, σελ. 36-37)
…Και διαβάζω ονόματα κήπων:/ Ομόνοια, Βικτώρια, Βάθη/ (Πιάνουν από σφαγιασμένες σκιές της πλατείας/ Μέχρι την απόκρημνη γεωμετρία/ Σφαιρικών εννοιών)/ Αιωρούμαι πάνω απ’ το σώμα της μακρόστενης λεωφόρου/ Και βλέπω να περνούν τα γιασεμιά:/ Φυλής, Αιόλου, Αχιλλέως/ Τυλιγμένα στο μπουκέτο της τρελής Ουρανίας…  
(Ciudad – Εύκρατη πόλη, σελ 9)
Πλάι στο φωταγωγό, απ’ τη μέσα μεριά του τοίχου/ Μεγαλώνει από καιρό ένα πιάνο/ Έχει μηδενίσει πολλές φορές τις σκάλες της οκτάβας του….
(Η σκακιέρα του Αλεξάντρ Σκριάμπιν)
Η Ελευθερία Κυρίτση ξεκινά με την πρώτη της ποιητική συλλογή να διηγηθεί τις πολλαπλές, πολυπρισματικές, τεθλασμένες, υπολανθάνουσες, πτυχές της πόλης, που ουσιαστικά σημαίνει τις ζωές των ανθρώπων της. Τις αθόρυβες επισκέψεις, τον ήχο του πιάνου στο φωταγωγό, «τα κεραμίδια της νοσταλγίας», «την ισχνή ηλιακή βλάστηση», τις «σκιές που κρέμονται προσθετικά στο τίποτα», τη «μεγάλη σάλα/ της γιαγιάς Ελευθερίας που/ ονομαζόταν τότε οικοδέσποινα», εν ολίγοις η Κυρίτση εκθέτει «καθετί που πάντα μας διαφεύγει», ανάμεσα στα ψίχουλα της πραγματικότητας/ και την οχλαγωγία των δευτερολέπτων.

Μαρία Τρανού- Ο τροπαιούχος ζογκλέρ

tropaiouxos zogler Είμαστε δυο λάστιχα γυμναστικής νομίζεις/ τυλιγμένα με τη συσκευασία τους/ οι διπλανοί του κουτιού σε βιτρίνα/ θα κρατηθούν ακλόνητοι χωρίς αναπνοή/ από φόβο για την ταλάντωση δε θα συναντηθούν/ ποτέ τα μαλλιά μας σε κυματισμούς/ δε θα φτάσουν ως τον υπέρτατο ουρανό/
στα χερουβείμ την ώρα δοξαστικών τραγουδιών.// Ούτε σκύλος ούτε πετραδάκια ακούγονται/ δεν ήρθες από γεροδεμένο φόβο για το σμήγμα/ μαρτυριάρικο εξαπολύεται να μας προδώσει/ μόνος σήμερα ο απέναντι ψάλλει δυνατά ξόρκια/ στο ξημέρωμα τρομάζει τα κακά πνεύματα/ εύκολη απόφαση να κινηθούμε στα λόγια/ οι δρόμοι από παράδοση υπόσχονται σωτηρίες.//


Αφού δεν πιάνουν το γείτονα ακόμα/ αλήθεια μπορούμε να τραγουδάμε/ ασφαλώς αόρατοι κάτω από τη συχνότητα/ έτσι τα καταφέρνουν φάλαινες κι ελέφαντες.
(ελπίζουμε να γλυτώσουμε αφού τα θηλαστικά είναι τόσο πολύπλοκα, σελ.16)
Ο μουσικός στον πρώτο παίζει τύμπανα/ κοιμάται το παιδί σου κι αντί να λες δόξα σοι/ δεν είναι στο δρόμο κάπου να κινδυνεύει/ τυραννία πού θα βρεθεί, όλο καταστροφές/ μήπως πάει εκεί, μήπως εκεί, θα μου πει κανείς/ τότε τι θα παρακαλέσω θα έχω τίποτα στο χέρι/ μικρός θα πω καλό παιδί παρασύρθηκε. //Τι να του πω να μην κάνει να μη βγει/ να μη μιλήσει να μην παίξει ποτέ/ αφόρετο αγόρι της ηλικίας του/ δε θα έχει κανένα κορίτσι.// Το μανίκι σα δελτίο στραβό κι ανάποδο / ευτυχώς που συννέφιασε ο αντίθεος/ όποτε έχει ήλιο φοβάμαι περισσότερο.// Το πολύ-πολύ ας τη φοράει για πρόχειρη/ προσεύχομαι να μας λυπηθεί ο θεός.
(να σταματήσουν οι σπουδές να ησυχάσουμε, σελ. 17)
Δεύτερη ποιητική συλλογή της Μαρίας Τρανού που ξετυλίγει μεθοδικά και σε αυστηρή σειρά διαδοχικής ανάγνωσης από σελίδα σε σελίδα ένα συνθετικό πολυπρόσωπο ποίημα που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως σπονδυλωτό θεατρικό αφήγημα. Ένα είδος ιονεσκικής «ποίησης παραλόγου» όπου οι πρωταγωνιστές διατηρούν απ’ αρχής το ρόλο τους μέσα στην όλη πλοκή. Διόλου τυχαία η πρόταξη των περιεχομένων που εισάγουν τον αναγνώστη-θεατή στις αλληλοδιάδοχες φωνές που θα ακολουθήσουν να εκφωνούν τους στίχους και να υποδύονται τις στροφές των ποιημάτων. Ας μην αναζητηθεί η συνήθης ποιητική φόρμα, η μουσικότητα, το μέτρο, όλα έχουν αποδομηθεί συνειδητά για να ξαναχτιστούν στο ποίημα-διαμαρτυρία της Μαρίας Τρανού.

Ευτέρπη Κωσταρέλη “ΒΕΡΝΤΑΝΤΙ”, ποιήματα

Eκδ. «Mανδραγόρας», Αθήνα 2013  Έργο Εξωφύλλου: Χρήστος Αλαβέρας
Οἱ διαδρομὲς τῆς μοίρας
Τὴν Εὐτέρπη Κωσταρέλη δὲν τὴ γνώριζα. Οὔτε καὶ τώρα τὴ γνωρίζω. Ὅ,τι γνωρίζω εἶναι ἡ ἀγωνία της, ὅπως αὐτὴ ἀποκαλύπτεται στὰ ποιήματά της. Γιατί, τί ἄλλο ἀπὸ ἀγωνία μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ποίηση; Ὡστόσο, ἂν ἡ ποίηση ἀποκαλύπτει τὴν ἀγωνία, ἡ ἴδια ἡ ἀγωνία τί ἄλλο φανερώνει πέρα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας μπροστὰ στὰ ἀναπάντητα ἐρωτήματα τῆς ποίησης; Ἡ ποίηση δὲν δίνει ἀπαντήσεις. Αὐτὸ τὸ ξέρουμε. Δὲν δίνει κὰν τὴν ἱκανοποίηση ἑνὸς ὁλοκληρωμένου ἐρωτήματος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ συχνὰ μᾶς διαφεύγει εἶναι, πὼς ἀκόμη καὶ ἕνα ποίημα κατάφασης μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα λανθάνον ἐρώτημα.
EΞΩΦKΩΣTAP
Μιλώντας γιὰ ἕνα ποιητικὸ βιβλίο, σημαίνει ὅτι ἐπιχειρεῖς λίγο πολὺ νὰ ἑρμηνεύσεις τὴν ἐμπειρία τῆς ἀνάγνωσης· ὄχι τὰ μαῦρα σημάδια στὸ χαρτί. Ἐπιχειρηματολογία δομημένη δὲν εἶναι δυνατὸν
 νὰ ὑπάρξει. Τὰ περιθώρια ποὺ ἔχεις εἶναι νὰ δοκιμάσεις ἴσα-ἴσα νὰ ἐπεκτείνεις τὰ ἐρωτήματά του. Νὰ προσπαθήσεις νὰ μεγεθύνεις τὸν χωρικὸ καὶ τὸν χρονικό του ὁρίζοντα, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσεις νὰ ξεδιακρίνεις τὸ ποῦ καὶ τὸ πότε τῶν νοημάτων του, μιὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ νοήματα δὲν εἶναι παρὰ ἡ ταλάντωση τῆς γλώσσας ἀνάμεσα στὶς προθέσεις της καὶ στὶς ἀναφορές της.