- ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος 05/3/2010
Τρεις περιπτώσεις: Μπίλλυ Μπαντ του Χέρμαν Μέλβιλ, Αντιγόνη του Σοφοκλή και Η γυναίκα με τα μαύρα του Γ. Νίκα
- ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Πολλοί, πλην των ειδικών, θα αναρωτηθούν τι σχέση μπορεί να έχει το Δίκαιο με τη Λογοτεχνία, αν και αυτή καλύπτει με τον ιδιαίτερο τρόπο της πολλές επιστήμες, όπως η Ιστορία, η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά, η Εγκληματολογία (το αστυνομικό είδος), αλλά και το Δίκαιο, κυρίως αυτό. Γιατί σε πάρα πολλά έργα, στα οποία παρουσιάζονται ακραίες καταστάσεις των ηρώων, όταν αυτοί συγκρούονται με το «κακό», το Δίκαιο καλείται να δώσει λύση, να απονείμει δικαιοσύνη. Αλλά και όταν οι ήρωες, εκείνοι που δέχονται την αδικία, προβαίνουν σε βίαιες πράξεις και ανταποδίδουν τα ίσα, ακόμη και τότε, όπως είναι αυτονόητο, τον λόγο τον έχει η δικαιοσύνη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το μνημειώδες έργο του Ντοστογέφσκι Οι αδελφοί Καραμαζώφ και Η Δίκη του Κάφκα. Το πώς ο συγγραφέας χειρίζεται τα θέματα αυτά είναι στην ευχέρειά του, που καθορίζεται είτε από τις νομικές του γνώσεις, είτε από την ευαισθησία του για ζητήματα ανθρωπιστικά, ή και από τα δύο. Τώρα δεν θα μας απασχολήσουν βιβλία που έχουν ως θέματα αστυνομικές ιστορίες ή δικαστικές υποθέσεις, όπως αυτές τις είδαμε ιδιαιτέρως σε μυθιστορήματα του Σκοτ Τάροου. Γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι το παιχνίδι μόνο των νομικών επιχειρημάτων, κάτι που παρακολουθεί κανείς σε δικαστικά θρίλερ, αλλά η επίδραση του νόμου στην ανθρώπινη συνείδηση, η ταλάντευση ανάμεσα στο δίκαιο, στο νόμιμο και στο παράνομο, η αμφιβολία για τη δίκαιη ή όχι απόφαση, στοιχεία που μας δίνουν πολλά λογοτεχνικά έργα, τα οποία δεν κατατάσσονται σε ξεχωριστό είδος: αστυνομικό ή δικαστικό.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ (ΗΠΑ, 1819-1891), γνωστός κυρίως από το μυθιστόρημά του Μόμπυ Ντικ, έγραψε πολλές νουβέλες και διηγήματα, όπως εκείνη με τον τίτλο Μπίλλυ Μπαντ, η οποία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1962, αν και το χειρόγραφο είχε βρεθεί το 1924. Σε αυτήν εξετάζεται η δίκη ενός άτυχου άνδρα, τα διλήμματα των δικαστών, η στάση του κατηγορουμένου, η τελεσίδικη απόφαση και οι επιπτώσεις της. Ο νεαρός ναύτης Μπίλλυ Μπαντ, που υπηρετεί στο βασιλικό ναυτικό της Μ. Βρετανίας, σκοτώνει κατά λάθος τον οπλονόμο του πλοίου, ο οποίος τον κατηγόρησε άδικα στον πλοίαρχο για ανταρσία σε μια εποχή όπου οι ανταρσίες ήταν πολύ συχνές στα πληρώματα των πολεμικών πλοίων. Λόγω του φόβου που κυριαρχούσε για πιθανή εξέγερση, οι αξιωματικοί του πλοίου, κατόπιν της επιρροής και της αποφασιστικής στάσης του πλοιάρχου καταδίκασαν σε θάνατο διά του απαγχονισμού τον κατηγορούμενο. Ο Μπίλλυ οδηγήθηκε στην κρεμάλα αδιαμαρτύρητα, ενώ οι συνάδελφοι, αλλά και οι αξιωματικοί που τον δίκασαν ήταν μουδιασμένοι. Μάλιστα, ακόμη και ο πλοίαρχος που είχε πάρει την απόφαση να καταδικαστεί ο νεαρός ναύτης σε θάνατο φαίνεται στην τελευταία σκηνή του έργου ότι δεν είχε απαλλαγεί από τις τύψεις και τις ενοχές, καθώς ψιθυρίζει στο νεκροκρέβατο το όνομα του άτυχου νέου.
Ο συγγραφέας αναλύει με λεπτομερείς περιγραφές τους δύο εντελώς αντίθετους, διαφορετικούς χαρακτήρες, αυτόν του Μπίλλυ και του οπλονόμου, ενώ κατά βάθος τα δύο αυτά πρόσωπα εκπροσωπούν το καλό και το κακό και τη σύγκρουσή τους, στην οποία άλλωστε πίστευε ο Μέλβιλ, μια σύγκρουση που επανέρχεται σε όλα του τα έργα και ιδιαιτέρως στο εμβληματικό μυθιστόρημά του Μόμπυ Ντικ. Ο Μέλβιλ ωστόσο προσεγγίζει το θέμα του με ψυχραιμία και ευαισθησία, αναγνωρίζει πτυχές της προσωπικότητας των ηρώων του και βάσει αυτών των δεδομένων, αλλά και της εποχής και των αναγκών της, κρίνει τις πράξεις τους και τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους. Ετσι, στο έκτακτο ναυτοδικείο που στήνεται οι αξιωματικοί δεν επιθυμούν να καταδικαστεί σε θάνατο ο ναύτης γιατί γνωρίζουν πόσο καλός και αφελής είναι ο Μπίλλυ, ο οποίος άθελά του σκότωσε τον οπλονόμο, ενώ ο πλοίαρχος παρ’ όλο τον πόνο που αισθάνεται για την απόφασή του προτείνει τη θανατική ποινή, καθώς αυτή πρόκειται να λειτουργήσει και ως παραδειγματισμός για να συνετιστούν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και να μην προβούν σε ανταρσία. Ο πλοίαρχος Βήαρ, ο δικαστής, βυθομετρά τον μάρτυρα, παρακολουθεί και αξιολογεί ακόμη και από το ύφος του την πληροφορία που δίνει. Ετσι, προσέχει και δεν του ξεφεύγει το «συγκρατημένο και επιδεικτικό ύφος του οπλονόμου», το οποίο του έφερε στον νου την περίπτωση ενός ψευδομάρτυρα σε δίκη στην οποία συμμετείχε. Ο δικαστής λοιπόν δεν πρέπει να περιορίζεται στις νομικές γνώσεις, αλλά να είναι παρατηρητικός και να γνωρίζει από ψυχολογία. Ο λόγος, αυτά που υπονοούνται με τις λέξεις, και η στάση του μάρτυρα ορίζουν και την αξιοπιστία του. Δεν αρκεί μόνο το τι λέει, αλλά και πώς το λέει.
Η στάση του πλοιάρχου Βήαρ, ο οποίος αποφασίζει να συνέλθει έκτακτο ναυτοδικείο – αν και ήταν «αντιπολιτική» απόφαση, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά –, δείχνει ότι πάντα σε ανάλογες καταστάσεις – περίοδο πολέμου, ανταρσιών –, εκτός από την ευφυΐα, την ευαισθησία που πρέπει να διαθέτει ο εκάστοτε δικαστής, ρόλο παίζουν στον χαρακτήρα της απόφασης και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, είτε ήταν αυτό προμελετημένο είτε όχι. Ιδού πώς θέτει ο συγγραφέας τον ρόλο του δικαστή στην εν λόγω υπόθεση: «Από νομική άποψη, το φαινομενικό θύμα της τραγωδίας ήταν αυτός που είχε προσπαθήσει να ενοχοποιήσει έναν αθώο, και η αναμφισβήτητη πράξη του τελευταίου, από ναυτική σκοπιά, αποτελούσε το πιο απαίσιο από τα στρατιωτικά εγκλήματα. Και ακόμα περισσότερο. Το ουσιαστικό δίκαιο ή άδικο σ’ αυτή την υπόθεση, όσο πιο καθαρά και αν παρουσιαζόταν τόσο περισσότερο μεγάλωνε τις ευθύνες του κυβερνήτη που έπρεπε να κρίνει κάτω από τη βασική και τυπική αρχή του νόμου. Δεν είναι λοιπόν ν’ απορεί κανείς πώς ο πλοίαρχος του “Αδάμαστου” – άνθρωπος σκληρών γενικά αποφάσεων – βρήκε ότι όχι μόνο η ετοιμότητα μα και η περίσκεψη ήταν στοιχεία απαραίτητα γι’ αυτή την περίπτωση» ( Μπίλλυ Μπαντ και άλλες ιστορίες, μετάφραση Νινίλα Παπαγιάννη, Εστία 1993, σελ. 218-219). Και λίγο παρακάτω ο αφηγητής αναφέρεται στο στρατιωτικό και ηθικό καθήκον του πλοιάρχου: «Μα ένας πραγματικός στρατιωτικός μοιάζει πολύ κατά κάποιο τρόπο με έναν αυστηρό ιερομόναχο. Γιατί όχι με περισσότερη αυταπάρνηση ο τελευταίος θα κρατήσει τον όρκο της μοναστικής υπακοής απ’ ό,τι ο πρώτος τον όρκο της υποταγής του στο στρατιωτικό καθήκον. Παραμερίζοντας κάθε άλλη σκέψη, ο πλοίαρχος Βήαρ συνειδητοποίησε την επείγουσα ανάγκη της άμεσης δράσης στην υπόθεση του αρμενιστή, γιατί ένιωθε καλά πως την πρώτη στιγμή που το θέμα θα γινόταν γνωστό στο πλήρωμα, μοιραία θα ξυπνούσαν ανάμεσα στους άντρες του ορισμένες αποκοιμισμένες επιθυμίες μέσα από τις στάχτες της πολύ πρόσφατης ακόμα ανάμνησης της ανταρσίας. Μα παρ’ όλο που ήταν τόσο ευσυνείδητος και πιστός στο καθήκον, δεν ήταν λάτρης της εξουσίας για χάρη της εξουσίας και μόνο» (σελ. 219-220).Φωτογραφία από την παράσταση της «Αντιγόνης», 2000, Getty Center, Λος Αντζελες, σε μετάφραση του Ζαν Ανουίγ και σκηνοθεσία τού Shishir Κurup
Αυτή η αναφορά στην εξουσία φέρνει στον νου την τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη, στην οποία ο βασιλιάς Κρέων, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής του με την Αντιγόνη, επιμένει στην απόφασή του να μην ταφεί ο Πολυνείκης από αλαζονεία, εγωισμό και επειδή είναι γοητευμένος από την εξουσία. Ταυτίζει τον εαυτό του με την κρατική δύναμη και ως εκ τούτου με τον νόμο. Η Αντιγόνη αντιθέτως εμμένει στην απόφασή της να θάψει τον αδελφό της, γιατί υπακούει, όπως υποστηρίζει, στους κανόνες της φύσης, στους άγραφους νόμους, που πιθανόν να μοιάζουν με τα θρησκευτικά συναισθήματα. Σίγουρα, πάντως, αυτοί δεν έχουν κανένα κοινό με την εξουσία του Κρέοντα, τους νόμους ή τις εντολές που θέσπισαν οι άνθρωποι: «ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν» (στ. 523). Αλλωστε ο Κρέων πιστεύει ότι η εξουσία ή οι αναγκαιότητες της στιγμής που εξυπηρετούν τις αποφάσεις του ηγέτη είναι δυνατόν να αγνοήσουν τις υποχρεώσεις που έχει το άτομο απέναντι στους θεούς ή στις πατροπαράδοτες παραδόσεις. Αν γίνουν κάποιες αναγωγές στην υπόθεση της νουβέλας Μπίλλυ Μπαντ, μπορούν τότε να εξομοιωθούν οι θεοί της τραγωδίας με τη συνείδηση του πλοιάρχου, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά την ποιότητα του χαρακτήρα του ναύτη του, καθώς και το πώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Παραβλέπει ωστόσο αυτή την παράμετρο ο δικαστής, ο κυβερνήτης του πλοίου, και αποφασίζει βάσει του νόμου και των αναγκών της εποχής. Γι’ αυτό εξάλλου δεν δείχνει να αμφιταλαντεύεται για την καταδικαστική απόφαση που έλαβε για τον άμοιρο νεαρό, καθώς το σκεπτικό του στηρίζεται στον νόμο και μόνο σ’ αυτόν, μολονότι κατανοεί τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς των άλλων δικαστών. Εξάλλου και ο ίδιος νιώθει κατά βάθος ότι η απόφασή του είναι άδικη, αλλά επειδή πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του τις δυσχέρειες της κατάστασης γίνεται σκληρός και άτεγκτος στην εισήγησή του και στην καταληκτική του αγόρευση. Τα επιχειρήματά του είναι πειστικά και αφορούν τη σχέση του ανθρώπουόχι μόνο με τον νόμο, αλλά και με τη συνείδηση. Η ομιλία του είναι εξαιρετική, καθώς, ενώ έχει ο ίδιος πάρει την απόφασή του, ερευνά και αναλύει την υπόθεση σε κάθε επίπεδο, νομικό και ηθικό. Ιδού πώς τεκμηριώνει τον συλλογισμό του:«... Πώς εμείς θα μπορούσαμε να καταδικάσουμε σε θάνατο – άδικο θάνατο – έναν συνάνθρωπό μας αθώο και άσπιλο στα μάτια του Θεού και που εμείς έτσι τον παραδεχόμαστε; Είναι τίμιο; Είναι σωστό; Συμμερίζομαι την άρνησή σας, γιατί κι εγώ νιώθω βαθύτατα το συγκλονιστικό αυτό ερώτημα που αναδεύεται από τα κατάβαθα του είναι μου. Είναι η ίδια μας η Φύση που μιλεί. Ομως τα κουμπιά αυτά που φοράμε μαρτυρούν πως χρωστάμε υποταγή στον βασιλιά και όχι στη Φύση. Και ο ωκεανός, αδιάφθορη και αρχέγονη μορφή της Φύσης, που πάνω σ’ αυτόν ζούμε και σ’ αυτόν χρωστάμε την υπόστασή μας ως ναυτικοί, θα μπορούσε τώρα να μας επηρεάσει να ξεχάσουμε το καθήκον μας ως αξιωματικών της Μεγαλειότητάς του, το καθήκον που πηγάζει από μια ανάλογη αλλά άσχετη δύναμη; Τόσο πολύ δεμένοι είμαστε σ’ αυτή τη δύναμη ώστε όταν ξεκινάμε για μια σοβαρή αποστολή παύουμε να ενεργούμε και να σκεπτόμαστε ως άτομα – άτομα ελεύθερα. Οταν κηρύσσεται ο πόλεμος, εμείς οι ταγμένοι μαχητές έχουμε ποτέ ρωτηθεί ή έχει ποτέ κανείς ενδιαφερθεί για τη γνώμη μας; Πολεμούμε σύμφωνα με τις διαταγές που παίρνουμε... Ετσι, αν αυτή την κρίσιμη στιγμή καταδικάσουμε, δεν θα είναι σαν να ενεργεί μέσα από τα βάθη της υπόστασής μας η δύναμη του στρατιωτικού νόμου; Και για τον νόμο αυτόν και τη σκληρότητά του εμείς δεν είμαστε υπεύθυνοι. Η ευθύνη μας, η ευθύνη που πήραμε όταν δώσαμε τον όρκο, είναι αυτή: Πως οσοδήποτε σκληρός και ανελέητος είναι αυτός ο νόμος εμείς θα πρέπει να συμμορφωθούμε μ’ αυτόν... Η ατομική μας συνείδηση δεν θα έπρεπε να υποχωρήσει μπροστά στην άλλη, αυτήν που υπαγορεύεται από τον νόμο και που σύμφωνα μ’ αυτόν μόνο θα πρέπει να ενεργήσουμε;» (σελ. 227-228).
Για να επανέλθουμε στην αρχαία ελληνική τραγωδία και στις αναλογίες της με τη νουβέλα του Μέλβιλ, αρκεί να θυμηθούμε την αφοσίωση των Αθηναίων στους νόμους, για την οποία μας δίνει πληροφορίες ο Θουκυδίδης. Αλλά και ο C. Μ. Βowra στο βιβλίο του Οι τραγωδίες του Σοφοκλή Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος (μετάφραση Αικ. Τσοτάκου-Καρβέλη, εκδ. Κώδικας, χ.χ.) υποστηρίζει ότι, αντίθετα με την κυριαρχούσα άποψη, η Αντιγόνη αψηφά τις «καθιερωμένες αντιλήψεις, βάζει τον εαυτό της πάνω από τον νόμο του Κρέοντα και ισχυρίζεται ότι ξέρει καλύτερα τι είναι δίκαιο» (σελ. 37). Πάντως, η πίστη στους νόμους κατά την αρχαιότητα φαίνεται και από τον μύθο του Πρωταγόρα στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας στέλνει τον Ερμή για να δώσει στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό, και τον διατάσσει: «Και δώσε νόμο από μένα να σκοτώνουν σα συμφορά για την πόλη τον άνθρωπο που δεν συμμετέχει στον σεβασμό και τη δικαιοσύνη...» (Πλάτων, Πρωταγόρας , 322 c-d). Αλλωστε οι κοινωνίες αποκτούν συνοχή και προοδεύουν όταν λειτουργούν οι νόμοι, καθώς αυτοί σε αγαστή συνεργασία με τον πολιτισμό δημιουργούν τις ηθικές αξίες, που είναι οι αρμοί κάθε πολιτείας.
Κάτι ανάλογο εκφράζει ο Χορός στην Αντιγόνη: «Κι ενώ έχει σοφία να μηχανεύεται / τέχνες π’ ούτε μπορούσε να ελπίσει κανείς, / πότε γυρνάει στο κακό / και στο καλό πότε πάλι / μα όποιος τους νόμους τιμά / της χώρας του και την ορκόδετη / των θεών δίκη, δοξάζει την πόλη του, / κι είναι χαμός της εκείνος, που / ξεδρομίζει απ’ την ίδια στράτα / χάρη στο θράσος του» (Σοφοκλέους, Αντιγόνη, στ. 365-371). Πιθανόν, όμως, ο Σοφοκλής με τη στάση της Αντιγόνης να υπαινίσσεται ότι οι νόμοι δεν είναι το παν, ότι όλοι οι νόμοι δεν είναι αναγκαστικά σωστοί και ότι ίσως η διαταγή του Κρέοντα να μην είναι νόμος. Για να επανέλθουμε ωστόσο στη νουβέλα του Μέλβιλ, πρέπει να προσέξουμε ότι ο πλοίαρχος, για να πείσει τα άλλα μέλη του έκτακτου ναυτοδικείου και να καταδικαστεί σε θάνατο ο κατηγορούμενος, χρησιμοποιεί ως κύριο επιχείρημα την ιδέα ότι δεν πρέπει να επιτρέψουν στην ατομική τους συνείδηση να παραβλέψει τον νόμο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.Μπίλι Μπαντ, καρτ ποστάλ του James Dodds
Μια παρόμοια ιστορία που διαδραματί- ζεται κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα μάς αφηγείται ο Γ. Νίκας στο διήγημά του Η γυναίκα με τα μαύρα (ανήκει στη συλλογή Οne Μillion Dollars, εκδ. Νεφέλη 2005), το οποίο αναφέρεται έμμεσα σε ένα αληθινό γεγονός: Την άνοιξη του 1948 έγινε στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών η δίκη αξιωματικών του Ναυτικού, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία – παροχή απορρήτων πληροφοριών στον ΕΛΑΣ. Οσοι καταδικάστηκαν σε θάνατο παμψηφεί ή με ψήφους 4 προς 1 εκτελέστηκαν.
Ο Γ. Νίκας προσδίδοντας στην ιστορία του μυστήριο και έκπληξη προσθέτει το αίσθημα της εκδίκησης, το οποίο καθοδηγεί έναν ήρωά του σε ακραία πράξη. Στις δύσκολες εκείνες ημέρες του πολέμου το Στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία ορισμένους αξιωματικούς σύμφωνα με τους νόμους. Αυτή η καταδίκη άλλωστε θα δρούσε και ως παραδειγματισμός για τους υπολοίπους, που δεν θα τολμούσαν να διανοηθούν κάποια παρέκκλιση από τον νόμο. Ο συγγραφέας, όμως, χωρίς να εξετάζει αν ήταν δίκαιη ή άδικη η απόφαση, εφόσον αυτή στηρίχθηκε στη νομοθεσία, δημιουργεί ένα πρόσωπο, την αδελφή ενός από τους καταδικασθέντες αξιωματικούς, η οποία απονέμει με τον δικό της τρόπο δικαιοσύνη σκοτώνοντας έναν από τους πρωτεργάτες της δίκης μετά την πάροδο πολλών ετών. Γι’ αυτήν ήταν άδικη η απόφαση, καθώς θα μπορούσε ο φίλος της, ο Καλλέργης, που έτυχε να είναι ένας από τους δικαστές του αδελφού της, να τους προειδοποιήσει και έτσι εκείνος να φύγει από τη χώρα και να γλιτώσει τον θάνατο.
Ιδού όμως πώς περιγράφεται η αμφιταλάντευση του αξιωματικού Καλλέργη όταν μαθαίνει τα γεγονότα και τη δική του συμμετοχή σε αυτά: «Οταν από τον φάκελο της ανάκρισης έμαθε την ανάμειξη του Δερμούτσου σε μια υπόθεση που σχεδόν με βεβαιότητα θα οδηγούσε τους ενόχους στο εκτελεστικό απόσπασμα, η πρώτη του αντίδραση ήταν να την ενημερώσει με κάποιον τρόπο, έστω μ’ ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, ώστε να τον ειδοποιήσει να μη γυρίσει στην Ελλάδα. Αμα το σκέφτηκε όμως ωριμότερα, είδε πως κάτι τέτοιο αποκλειόταν. Οχι μόνο για τη διακινδύνευση, που θα ήταν μεγάλη (ελάχιστοι είχαν γνώση της δικογραφίας), αλλά και, κυρίως, από μια ηθική αναστολή. Δεν ήταν ικανός για μια πράξη που, όπως κι αν προσπαθούσε να τη δικαιολογήσει, θα ’ταν προδοσία. Κι ούτε είχε την παραμικρή συμπάθεια για ένα κίνημα που μοναδικός του σκοπός ήταν να μετατρέψει τη χώρα σε Λαϊκή Δημοκρατία, με όλα τα επακόλουθα. Ετσι έριξε μιαν αυλαία, οριστική, στο θέμα...» (σελ. 233-234).
Και να πώς έβλεπε ο κατηγορούμενος τη δίκη: «Μεθαύριο αρχίζει η δίκη. Παρωδία δίκης, δηλαδή, με την απόφαση παρμένη από πριν. Σε μια στιγμή που βρισκόμουνα μόνος με τον ανακριτή – τα βασανιστήρια γίνονταν πριν, ίσως για να ’χει η ανάκριση μια επίφαση νομιμότητας – του το ’πα...» (σελ. 223).
Η λογοτεχνία δίνει τη δυνατότητα να ανοίξουν πολλοί κόσμοι, ορατοί αλλά και αόρατοι, ενώ μέσω των ηρώων και των ιστοριών θέτονται πολλά ζητήματα από τα πεδία άλλων επιστημών και εγείρονται ερωτήματα, δίνονται απαντήσεις, περιγράφονται αμφιταλαντεύσεις, αντίθετες τοποθετήσεις σε φλέγοντα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο.
Το Δίκαιο, επειδή καθορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων και των κοινωνιών, δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από τον χώρο της Λογοτεχνίας. Κάθε άλλο. Οι αναλογίες είναι πολλές ανάμεσά τους, με πρώτη και κύρια το εργαλείο που χρησιμοποιούν, τον λόγο δηλαδή, αλλά και την επίδραση που έχει ο νόμος με τη δυναμική του στον άνθρωπο και στην κοινωνία, αντικείμενα που εξετάζονται διαρκώς από τους συγγραφείς.
Wednesday, March 31, 2010
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Οι μετανάστες ποιητές δεν είναι ποτέ «ξένοι»
- Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ,
- Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010
Τρεις ξένοι ποιητές, που ζουν μόνιμα στην Ελλάδα, εμφανίστηκαν σε εκδήλωση της Εταιρείας Συγγραφέων με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Είναι η Βουλγάρα Γιάννα Μπούκοβα, ο Ισραηλινός Ράμι Σαάρι και ο Αλβανός Ρομέο Τσολάκου.
* Η 42χρονη Βουλγάρα ποιήτρια Γιάννα Μπούκοβα βρίσκεται ανάμεσά μας από το 1994. «Ομολογώ ότι εδώ και καιρό ούτε καν έχω σκεφτεί να χρησιμοποιήσω τον όρο "ξένη ποιήτρια στην Ελλάδα". Σβήστηκε από το προσωπικό μου λεξιλόγιο μετά την έκδοση της ποιητικής συλλογής μου "Ο ελάχιστος κήπος", το 2006» παραδέχεται. Η έκδοση ενός βιβλίου στα ελληνικά είναι για αυτήν «το μόνο αληθινό δελτίο ταυτότητας που θα μπορούσε να έχει ένας ποιητής σε μιαν άλλη χώρα. Δηλώνει την ύπαρξή μας, περιέχει όλα τα σημαντικά στοιχεία του προσώπου μας. Είχα την τύχη να έχω έναν εμπνευσμένο μεταφραστή, τον Δημήτρη Αλλο, την εμπιστοσύνη και τη στήριξη του εκδοτικού οίκου "Ικαρος", να συναντήσω γενναιοδωρία και συντροφικότητα από τους Ελληνες ποιητές. Η λέξη που με εκφράζει είναι "ανήκω"».
Επομένως, ουδέν πρόβλημα με τη διγλωσσία της. «Το να βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο γλώσσες αποδείχτηκε ένα από τα πιο πολύτιμα πράγματα που έχω. Ασχολούμαι δέκα χρόνια με τη μετάφραση Ελλήνων ποιητών στα βουλγαρικά και κάθε φορά νιώθω τις δύο γλώσσες να δοκιμάζονται, να εξαντλούν τα όριά τους και να αποκαλύπτουν καινούργιο πλούτο. Σε κάθε δυσκολία της μετάφρασης μαθαίνω νέα πράγματα τόσο για τα ελληνικά όσο και για τη γλώσσα μου» εξηγεί.
Η νέα πατρίδα δεν επηρεάζει την ποίησή της με άμεσο τρόπο. «Τα ποιήματά μου περιγράφουν εσωτερικά γεγονότα από την καθημερινότητα. Με αυτή την έννοια δεν θα μπορούσα να πω ότι το γεγονός ότι ζω στην Ελλάδα επηρεάζει κατά κάποιο τρόπο τη γραφή μου. Ούτε η καθημερινότητα της Βουλγαρίας με επηρέαζε. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά είναι ότι ένα από τα πράγματα που με έχουν καθορίσει είναι η ελληνική ποίηση». Η Γιάννα Μπούκοβα έχει μεταφράσει δέκα βιβλία Ελλήνων ποιητών. Πρόσφατα τύπωσε τα «100+1» της Σαπφούς και «Απαντα τα ποιήματα» του Κάτουλλου. Εχει εκδώσει ακόμη μία ποιητική συλλογή, μία συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα.
Μεταφράζει τη γενιά του '30
**Ο 37χρονος Αλβανός ποιητής Ρομέο Τσολάκου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1999. «Διάβαζα ελληνική ποίηση πολλά χρόνια προτού έρθω στην Ελλάδα. Μετέφραζα στα αλβανικά τους μεγάλους ποιητές της γενιάς του '30, οι οποίοι είχαν γίνει ήδη οι δάσκαλοί μου», μας λέει, «όταν σπούδαζα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Αργυρόκαστρου». Ηταν ένας από τους λόγους που επέλεξε να ζήσει στην Ελλάδα: «Ηθελα να βελτιώσω τα ελληνικά μου. Μόνο έτσι θα μπορούσα να κατανοήσω πιο βαθιά την ποίησή σας. Διότι έτσι συμβαίνει με την ποίηση· είναι στενά δεμένη με τη γλώσσα στην οποία γράφεται, με την ιδιοσυγκρασία του λαού που τη γράφει. Οι στίχοι του Ελύτη, "Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο και Ικαριά/Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα" φαίνονται απλοί μόνο για κάποιον ξένο αναγνώστη, που δεν είχε ποτέ την τύχη να έρθει καλοκαίρι στις ακτές του Αιγαίου».
Νιώθει ξένος, καθώς άλλαξε πατρίδα και ζει πλέον ανάμεσα σε δύο γλώσσες; Επικαλείται μια ρήση του Τσεσλάβ Μίλος: «Ενας μετανάστης ποιητής δεν είναι ξένος στο κατάστρωμα ενός πλοίου». Και συνεχίζει: «Ετσι συμβαίνει πράγματι με τους ποιητές. Αν το πλοίο τους όμως έπλεε ανάμεσα από τα ελληνικά νησιά, θα αισθάνονταν ότι ανήκουν σ' αυτά. Το γενεαλογικό δέντρο όλων των ποιητών έχει τις ρίζες τους σ' αυτά τα ακρογιάλια». Τα δώδεκα χρόνια που ζει στην Ελλάδα, αισθάνεται ότι είναι ένας από εμάς. «Δεν νιώθω ξένος. Ούτε στην Ελλάδα ούτε στην ελληνική γλώσσα. Πράγμα που το ήξερα από τότε που πρωτοδιάβαζα στην πατρίδα μου τον Σεφέρη και τους άλλους Ελληνες ποιητές. Ερχόμενος εδώ γνώρισα και τους νεότερους. Αν θα γυρίσω κάποια στιγμή στην πατρίδα μου, θα γυρίσω πλουσιότερος».
Η Ελλάδα ήταν το ζεστό φως
**Ο 47χρονος Ισραηλινός ποιητής Ράμι Σαάρι ζει από το 2002 στην Αθήνα. Την επισκεπτόταν ήδη από τη δεκαετία του '90. «Το ενδιαφέρον μου για την Ελλάδα και τα ελληνικά γράμματα ξεκίνησε πριν από είκοσι δύο χρόνια, όταν σπούδαζα σημιτικές και ουραλικές γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι» θυμάται. «Το να ασχολούμαι τότε με τα ελληνικά μού χάριζε στον κρύο και σκοτεινό Βορρά μια ακτίνα ζεστού φωτός και μου έδινε την ευκαιρία να γνωρίσω μια χώρα κι έναν πολιτισμό που έχουν πλούσιο, συναρπαστικό παρελθόν και εξαιρετικά ενδιαφέρον παρόν» λέει.
Η μόνιμη εγκατάστασή του στη χώρα μας τον βοήθησε, όπως εξομολογείται, «να αποκτήσω ακόμα πιο βαθιά γνώση της γλώσσας και του πολιτισμού. Χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να μεταφράσω στα εβραϊκά μερικά καταπληκτικά έργα όπως τη "Ρωμιοσύνη" του Γιάννη Ρίτσου, το "Για ένα φιλότιμο" του Γιώργου Ιωάννου και το "Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά" της Ρέας Γαλανάκη». Εχει μεταφράσει και ποίηση: Σεφέρη, Ελύτη, Καρυωτάκη, Καββαδία, Σαχτούρη, Ασλάνογλου, Δημουλά, Μέσκο, Μαστοράκη, Υφαντή, Βλαβιανό. Εχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Το 1996 και το 2003 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Ισραήλ και το 2006 το Βραβείο Τσερνιχόβσκι γιά τις μεταφράσεις. Πολύγλωσσος, έχει μεταφράσει στα εβραϊκά πάνω από σαράντα βιβλία από αλβανικά, ισπανικά, εσθονικά, πορτογαλικά, ουγγρικά και φινλανδικά. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η ανθολογία της ποίησής του «Κάτω από τις πατούσες της βροχής». Είναι αρχισυντάκτης του διαδικτυκού τόπου http://israel.poetryinternational.org.
Στον Καβάφη και στον Καζαντζάκη έχουμε σταθμεύσει!
Chinua Achebe, Kingsley Amis, Margaret Atwood, Donald Barthelme, William Blake, Vera Brittain, Mikhail Bulgakov, Albert Camus, Truman Capote, Giacomo Casanova, Geoffrey Chaucer, NoAl Coward, Roald Dahl, Dante, Charles Dickens, Fyodor Dostoevsky, Marguerite Duras, Umberto Eco, T.S. Eliot, Bret Easton Ellis, Erasmus, Sebastian Faulks, Ian Fleming, Dario Fo, Max Frisch, Elizabeth Gaskell, Andre Gide, Robert Graves, Graham Greene, Dashiell Hammett, Thomas Hardy, Seamus Heaney, Patricia Highsmith, Homer, Victor Hugo, Kazua Ishiguro, Erica Jong, James Joyce, Ismail Kadare, Franz Kafka, Rudyard Kipling, Hanif Kureishi, Philip Larkin, Harper Lee, Primo Levi, Doris Lessing, Mario Vargas Llosa, Guy de Maupassant, Arthur Miller, Toni Morrison, Iris Murdoch, Vladimir Nabakov, George Orwell, Marcel Pagnol, Samuel Pepys, Harold Pinter, Sylvia Plath, Edgar Allan Poe, Arthur Ransome, Christina Rosetti, J.K. Rowling, Salman Rushdie, Jean-Paul Sartre, Siegfried Sassoon, William Shakespeare, Carol Shields, Sophocles, Bram Stoker, Dylan Thomas, Ivan Turgenev, John Updike, Jules Verne, Voltaire, Sarah Waters, Irvine Welsh, Oscar Wilde, Tennessee Williams, Virginia Woolf, William Wordsworth, Marguerite Yourcenar, Amile Zola...
Αυτά είναι μερικά από τα 501 ονόματα των "γιγάντων" της λογοτεχνίας που περιλαμβάνονται στον τόμο "501 Great Writers. A comprehensive guide to the giants of literature", τον οποίο προσφάτως προμηθεύτηκα και με αγωνία αναζήτησα ονόματα ελλήνων! Ανάμεσα στα ονόματα, λοιπόν, διάβασα: Ομηρος, Σαπφώ, Αισχύλος, Πινδαρος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Πλάτων... Και μετά; Καβάφης και Καζαντζάκης!
Είμαστε φοβεροί και τρομεροί. Δεν θα μπω στην ουσία της επιλογής των λογοτεχνών απ' όλο τον κόσμο. Νομίζω ότι γενικώς είναι μια σωστή επιλογή. Αλλά, αναρωτιέμαι, πού είναι τα ονόματα των συμπατριωτών μας που νομίζουν ότι αυτοί είναι κι άλλοι δεν είναι; Και να οι μεταφράσεις στ' αγγλικά ή τα γαλλικά, και να οι επισκέψεις στα Παρίσια, τις Φραγκφούρτες και τα Λονδίνα, και να οι συνεντεύξεις στα ελληνικά έντυπα και στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και να οι φωτογραφίες, ανφάς και προφίλ... Και να που ο καθένας νομίζει ότι ο ίσκιος του είναι δυο νομάτοι!
Και να τα κλειστά κυκλώματα που κρατάνε το μετερίζι τους στα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά και στις γνωστές πολιτιστικές σελίδες των γνωστών εφημερίδων, και να οι μακροσκελείς "κριτικές" όλων αυτών των περιώνυμων και περισπούδαστων κριτικών με τα "σεντόνια" τους που γράφουν λες και μας πλασάρουν τους "γίγαντες" της παγκόσμιας λογοτεχνίας... Κι ακόμα, παραφυλάνε μη τυχόν και παρεισφρύσει κανείς και τους χαλάσει τη νιρβάνα.
ΟΛΑ, δυστυχώς, για εγχώρια κατανάλωση.
Monday, March 29, 2010
Η περιπέτεια ενός φιλελευθέρου στην Ελλάδα του 19ου αιώνα
Ποιος ήταν ο πολιτικός και νομομαθής Παύλος Καλλιγάς που έμεινε στη μνήμη περισσότερο ως συγγραφέας του μυθιστορήματος «Θάνος Βλέκας»
Ο Παύλος Καλλιγάς ήταν από τις μεγάλες μορφές του ελληνικού 19ου αιώνα. Συντάκτης θεμελιωδών νομικών κωδίκων της χώρας, καθηγητής του Διεθνούς και του Ρωμαϊκού Δικαίου, δικηγόρος, εισαγγελέας, υπουργός Δικαιοσύνης, ιστοριογράφος, που στο έργο του περιλαμβάνονται δημοσιεύσεις όπως οι Μελέτες βυζαντινής ιστορίας από της πρώτης μέχρι της τελευταίας αλώσεως, συγγραφέας ενός από τα προδρομικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, του Θάνου Βλέκα, βουλευτής, πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, πρόεδρος της Αθηναϊκής Λέσχης, υπουργός Εξωτερικών του Χαρίλαου Τρικούπη, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και ιδρυτής της Εθνικής Ασφαλιστικής υπήρξαν μερικά μόνο από τα έργα και τις ιδιότητες του ανθρώπου που πέθανε λίγο πριν από την κατάρρευση της νέας Ελλάδας στον «Ατυχή πόλεμο» του 1897. Πίσω του άφησε μια παράξενη σκιά: ακόμη και σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, σχεδόν όλοι γνωρί ζουν το όνομά του αλλά σχεδόν κανείς δεν ξέρει το γιατί.
Ο Καλλιγάς γεννήθηκε στη Σμύρνη επτά χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821 και ήταν γόνος της οικογενείας Μαυρογορδάτου, που οι ρίζες της φτάνουν στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο πατέρας του Παναγής Καλλιγάς, πλοίαρχος σκάφους με ρωσική σημαία, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη μαζί με την οικογένειά του για να εγκατασταθούν στην Τεργέστη, εκδιωγμένος από τους Οθωμανούς που κατέστειλαν τον ξεσηκωμό των ραγιάδων. Στην αυστριακή τότε Τεργέστη μεγάλωνε ο Παύλος λαμβάνοντας γαλλική παιδεία, εμποτισμένη όμως από το όραμα της νέας Ελλάδας που γεννιόταν. Ακολούθησαν η Βενετία και η Γενεύη ως τα χρόνια των νομικών σπουδών του στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Στα 1837 εγκαθίσταται στην Αθήνα κουβαλώντας πλέον μια βαθιά ευρωπαϊκή παιδεία και γεμάτος από το πάθος να την αξιοποιήσει στον σχηματισμό της νεαρής ελληνικής πατρίδας με την αρχέγονη συνείδηση που επιχειρούσε να βρει οδό προς το φως.
Οταν έφθασε στην Ελλάδα ήταν 23 χρόνων. Από εκείνη τη στιγμή ως και τον θάνατό του, στα 1896, ο Καλλιγάς συνέδεσε ενεργά τη ζωή του με την προσπάθεια χτισίματος ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους της εποχής του, τόσο μέσα από την πολιτική και νομική του δράση όσο και μέσα από τη θεσμική του διαμόρφωση. Ο Καλλιγάς πέθανε μόλις έναν χρόνο πριν από τον «Ατυχή πόλεμο», όταν η Ελλάδα λίγο έλειψε να εξαφανιστεί από τον χάρτη και διασώθηκε από την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
«Εύχομαι ο έλληνας αναγνώστης να συγχωρέσει σε μια Γαλλίδα, που από την πιο τρυφερή της νεότητα μελετάει με πάθος τις περιπέτειες του Ελληνισμού, την τόλμη της να αγγίξει έναν συγγραφέα του οποίου το έργο έχει μείνει ως τώρα απρόσιτο και αναξιοποίητο και την προσπάθειά της να προσεγγίσει το δύσκολο θέμα της ελληνικής ταυτότητας» γράφει η Βενκούρ στον πρόλογό της στην ελληνική έκδοση του βιβλίου της για τον Καλλιγά, που βλέπει το φως 12 χρόνια μετά τη γαλλική έκδοση του έργου. Η συγγραφέας, η οποία έχει την ευγένεια να «απολογείται» για εκείνο που της οφείλουμε, ζει και εργάζεται στο Μονπελιέ. Αγαπά παθιασμένα την Ελλάδα με τον συγκινητικό τρόπο μιας άλλης εποχής και έχει αφιερώσει τη ζωή της στη μελέτη και στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας και στην αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας. Από το 1970 διδάσκει Αρχαία και Νέα Ελληνική Φιλολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, ιδρύει και διευθύνει κέντρα ελληνικών ερευνών και τμήματα ελληνικών σπουδών στη χώρα της και συντονίζει τις επαφές και τις συνεκδόσεις με ελληνικά πανεπιστήμια.
Το 1855 ο Καλλιγάς, ο οποίος μόλις έχει αποχωρήσει από τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης, αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες στο περιοδικό Πανδώρα ένα μυθιστόρημα.
Ο τίτλος του: Θάνος Βλέκας.
Το θέμα του, επίκαιρο ακόμη και σήμερα. Δύο αδέλφια, γιοι παλιού αγωνιστή του 1821, έχουν εγκατασταθεί στα περίχωρα της Λαμίας. Ο ένας, ο Θάνος, είναι αγρότης και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα καλλιεργώντας ένα μικρό κτήμα αλλά είναι σχεδόν αδύνατον. Οι φόροι και το ενοίκιο της γης είναι αβάσταχτα, ενώ την ίδια στιγμή οι ομάδες των συμμοριών κατακλέβουν ό,τι του έχει απομείνει. Ο άλλος, ο Τάσος, είναι στρατιωτικός. Αλλά επειδή και εκείνος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, λιποτακτεί και ξανασμίγει με τους ληστές από τους οποίους προέρχεται.
Η κατάσταση είναι απελπιστική για τα δύο αδέλφια. Η μητέρα τους, Βασιλική, ζει μεν από τον Θάνο και τη δουλειά του αλλά εκτιμά τον Τάσο, τον ληστή, και πιστεύει ότι προορισμός του είναι να δοξαστεί μια μέρα. Τελικά ο Θάνος καταλαμβάνεται από απόλυτη απογοήτευση. Και παίρνει την απόφαση: θα φύγει. Θα πάει στη Θεσσαλία. Αυτός, ο γιος του αγωνιστή της επανάστασης, αλλά και ο αδελφός και η μητέρα του προτιμούν να ζήσουν ξανά σκλαβωμένοι στον οθωμανικό ζυγό παρά στην αναρχούμενη ελεύθερη Ελλάδα...
Ο συναρπαστικός Θάνος Βλέκας δεν ήταν ένα κοινό μυθιστόρημα. Δομημένος με στοιχεία που απλώνονται από την ηθογραφία ως το ρεπορτάζ αλλά και ένα είδος πρώιμης ερασιτεχνικής εθνικής ψυχανάλυσης με πολύ βαθιά και οξυδερκή παρατήρηση, αποτελεί την επιτομή της σκέψης του Καλλιγά για μια Ελλάδα που, παρά τις προσπάθειες, δεν μπορούσε να βρει τον βηματισμό της. Στις σελίδες του συμπυκνώνεται όλη του η αγωνία γι΄ αυτόν τον τόπο και το μέλλον του, όλη η σύγκρουση ανάμεσα στις ανατολίτικες καταβολές και στο ευρωπαϊκό μέλλον ενός τόπου που πάλευε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί. Στην ουσία, είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες «ακτινογραφίες» της ελληνικής ταυτότητας τις ώρες της διαμόρφωσής της.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=322711&dt=28/03/2010#ixzz0jbAQJYN2
Ο μεσίτης από το Νιου Τζέρσεϊ
Ο συγγραφέας Ρίτσαρντ Φορντ μεταποιεί την αμερικανική καθημερινότητα με ήρωα ένα πρόσωπο της κτηματαγοράς. Χιούμορ και διαβρωτική ατμόσφαιρα
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
Τα τέσσερα ως τώρα μυθιστορήματα του Ρίτσαρντ Φορντ που κυκλοφόρησαν μεταφρασμένα στη γλώσσα μας είχαν μέτρια επιτυχία. Ο συγγραφέας αυτός ωστόσο είναι από τους καλύτερους της γενιάς του. Και το τελευταίο του μυθιστόρημα Η χώρα όπως είναισυνιστά επίτευγμα που δεν θα δυσκόλευε ακόμη και τον πιο δύσπιστο να το κατατάξει στα καλύτερα μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας. Είναι ογκωδέστατο και απαιτεί υπομονή αλλά, όπως όλα τα πεζογραφήματα πρώτης γραμμής, έχει μια τέτοια διαβρωτική ατμόσφαιρα που άπαξ και βυθιστείς στις πρώτες 50 σελίδες δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου και εδώ, όπως και στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα του Φορντ, είναι ο Φρανκ Μπάσκομπ, μεσίτης ακινήτων στο Νιου Τζέρσι. Είναι επαγγελματικά επιτυχημένος, μεσήλικος πλέον (55 ετών), πράγμα που, όπως σχολιάζει σαρδόνια, του επιτρέπει να χαρεί αυτή τη«μόνιμη περίοδο»της ζωής του, ένα παρατεταμένο φθινόπωρο από μικρές και μεγάλες χαρές, ασφάλεια, ηρεμία και ευμάρεια. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά- και κάθε άλλο παρά ευχάριστα. Εχει προβλήματα υγείας (πάσχει από καρκίνο του προστάτη που τον αναγκάζει να τρέχει κάθε λίγο και λιγάκι στην τουαλέτα), ενώ και η συναισθηματική του ζωή δεν πάει καλύτερα. Η δεύτερη σύζυγός του τον εγκαταλείπει και επιστρέφει στον πρώτο της σύζυγο, που ήταν για χρόνια χαμένος και εθεωρείτο νεκρός.
Η πλοκή και εδώ εκτυλίσσεται γύρω από μια γιορτή. Στο προηγούμενο μυθιστόρημά του ήταν η Ημέρα της ανεξαρτησίας, η 4η Ιουλίου, τώρα είναι η Ημέρα των Ευχαριστιών (Τhanksgiving). Αυτή την ημέρα, η Κλαρίσα, η 25χρονη κόρη του Φρανκ, πρώην λεσβία, γυρίζει στο πατρικό σπίτι. Το ίδιο κι ο γιος του Πολ. Ο Φρανκ ετοιμάζεται να παρακολουθήσει μια κηδεία, συνεργάζεται με τον συνεταίρο του (έναν φανατικό αμερικανό Ρεπουμπλικανό), συναντά την πρώτη του σύζυγο με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά και αυτά είναι λίγο-πολύ όλα όσα συμβαίνουν.
Αλλά η δύναμη τούτης της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που είναι μια οδύσσεια της καθημερινότητας, δεν βασίζεται στην υπόθεση βέβαια. Ο Φρανκ αγοράζει και πουλάει γη και κτίσματα και αυτό τον συνδέει ψυχικά, συναισθηματικά και κοινωνικά με τη χώρα του που μεταμορφώθηκε ριζικά επί Ρίγκαν και με την οποία αισθάνεται βαθύτατα αποξενωμένος. Αυτός ο ήρωας της καθημερινότητας ζει τη δική του americana στις λεπτομέρειες, οι οποίες αποκτούν διαστάσεις μεγάλων γεγονότων χάρη στην έξοχη ποιητική των τόπων, των λεπτομερειών και του κοινωνικού περιγύρου. Ο τίτλος στο πρωτότυπο (Τhe Lay of the Land) έχει τόσες σημασίες- όσα και τα επίπεδα του μυθιστορήματος- που δεν μπορούν να αποδοθούν στα ελληνικά. Ετσι ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψη του πως εδώ δεν έχουμε μόνο «τη χώρα όπως είναι» αλλά και τη χώρα όπως παρουσιάζεται στα μάτια ενός και μόνο ανθρώπου.
Κάθε βιβλίο έχει την αυτονομία του αλλά το Η χώρα όπως είναι αποτελεί το τρίτο μυθιστόρημα με τους ίδιους κεντρικούς χαρακτήρες. Ετσι ο απαιτητικός αναγνώστης χρειάζεται να έχει διαβάσει και τα προηγούμενα δύο, δηλαδή τον Αθλητικογράφο και την Ημέρα της ανεξαρτησίας. Το τελευταίο ωστόσο δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά, αν και παραμένει το σημαντικότερο βιβλίο του Φορντ.Από τους κορυφαίους του «βρώμικου ρεαλισμού»Ο 66ΧΡΟΝΟΣ Φορντ εξέδωσε τo πρώτο του μυθιστόρημα Α Ρiece of my Ηeart το 1976 και πέντε χρόνια αργότερα τo Τhe Ultimate Good Luck. Μολονότι τα βιβλία έτυχαν καλής υποδοχής από την κριτική, υπήρξαν εμπορικές αποτυχίες. Τότε ο Φορντ παράτησε τη λογοτεχνία και έγινε αθλητικογράφος στο περιοδικό «Ιnside Sports». To 1982 το περιοδικό έκλεισε, ο ίδιος επέστρεψε στη λογοτεχνία και έγραψε τον (εν μέρει αυτοβιογραφικό) Αθλητικογράφο, όπου πρωταγωνιστής είναι ένας αποτυχημένος συγγραφέας που γίνεται αθλητικογράφος. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1986 και υπήρξε το πρώτο σημαντικό επίτευγμα του Φορντ. Τα επόμενα βιβλία του ήταν διηγήματα στα οποία αποδείχθηκε πραγματικός μάστορας του είδους. Αυτά τον κατέταξαν στη χορεία των συγγραφέων του λεγόμενου «βρώμικου ρεαλισμού» μαζί με τον Ρέιμοντ Κάρβερ και τον Τομπάιας Γουλφ. Το σημαντικότερο μέχρι στιγμής μυθιστόρημά του, η Ημέρα της ανεξαρτησίας, εκδόθηκε το 1995 και τιμήθηκε με δύο από τα κορυφαία αμερικανικά λογοτεχνικά βραβεία: το Ρenn/Faulkner και το Ρulitzer.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=321451&dt=21/03/2010#ixzz0jb7Q13aC
Το μυστήριο Σάλιντζερ
TIME magazine cover featuring J. D. Salinger from September 15, 1961.
Time Life Pictures/Time Magazine/Getty Images«Το να εκδίδω (βιβλία) είναι μια τρομερή παραβίαση της ιδιωτικής μου ζωής. Μου αρέσει να γράφω. Το λατρεύω. Γράφω όμως μόνο για τον εαυτό μου και για την προσωπική μου ευχαρίστηση» είχε πει το 1975 ο αμερικανός συγγραφέας που πέθανε την περασμένη εβδομάδα
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010
Υποθέτει κανείς ότι με τον θάνατο του Τζερόμ Ντ. Σάλιντζερ στα 91 του χρόνια θα λυθεί και το μυστήριο γύρω από τη ζωή του και κυρίως το ερώτημα που απασχολεί τα εκατομμύρια των θαυμαστών του: υπάρχουν άραγε στο σπίτι του συγγραφέα κείμενα ή και ολόκληρα βιβλία εφάμιλλα του αριστουργήματός τουO φύλακας στη σίκαλη;Οι φήμες που κυκλοφορούν εδώ και χρόνια πολλαπλασιάζονται. Κάποιοι λένε πως θα διαψευστούν, όπως συνέβη αντίστοιχα με την ελπίδα ότι υπήρχε και δεύτερος τόμος τωνΠεθαμένων ψυχών του Γκόγκολ. Οι περισσότεροι, όμως, πιστεύουν πως στο σπίτι του συγγραφέα στο Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ κρύβεται ένας θησαυρός. Η πρώην ερωμένη του Τζόις Μέιναρντ είχε πει παλαιότερα πως ο Σάλιντζερ έγραφε κάθε μέρα και ότι υπάρχουν στο αρχείο του τουλάχιστον δύο πλήρη μυθιστορήματα. Ο διαβόητος Γκόρντον Λις, επιμελητής και «σφάχτης» των χειρογράφων του Ρέιμοντ Κάρβερ, λέει ότι είναι βέβαιος πως υπάρχει σημαντικό ανέκδοτο υλικό. Η κόρη του συγγραφέα Μάργκαρετ στο βιβλίο των αναμνήσεών της, που κυκλοφόρησε το 2000, γράφει ότι ο πατέρας της είχε ταξινομημένα σχολαστικά σε φακέλους τα χειρόγραφά του με παρατηρήσεις αν θα πρέπει να τυπωθούν ως έχουν ή να υποστούν επεξεργασία. Στην περίπτωση που έχει δίκιο, όπως σφόδρα πιθανολογείται, τότε αυτό θα είναι το μεγάλο εκδοτικό γεγονός για τις ΗΠΑ και ως έναν βαθμό για τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο.
Τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια τον Σάλιντζερ δεν μπορούσε να τον δει κανείς εκτός από τα μέλη του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος και ελάχιστους άλλους. Αυτό, όμως, δεν ίσχυε για τους 1.758 κατοίκους του Κόρνις οι οποίοι σεβάστηκαν απόλυτακαι στον βαθμό που τους αναλογούσε προστάτευσαν- τον συγγραφέα και την επιθυμία του να μην παραβεί κανείς την ιδιωτική του ζωή- ακόμη κι ο γκαραζιέρης του, ο οποίος ουδέποτε αποκάλυψε οτιδήποτε αφορούσε τον συγγραφέα ή την οικογένειά του. Το ίδιο κάνουν και σήμερα, αρνούμενοι να δώσουν οποιαδήποτε ουσιαστική πληροφορία στους δημοσιογράφους οι οποίοι έχουν συρρεύσει στην περιοχή.«Ολοι στην πόλη ξέραμε πού ζούσε»λέει ο 42χρονος Μάικ Ακερμαν ο οποίος τον είχε συναντήσει αρκετές φορές τον καιρό που εργαζόταν στην εταιρεία UΒS και μετέφερε δέματα στο σπίτι του. Και συμπληρώνει: «Το αστείο είναι πως αν αυτοί που τον έψαχναν συμπεριφέρονταν αγενώς,τους στέλναμε σε ένα τρόπον τινά κυνήγι αγριόχηνας. Ποτέ, όμως, δεν είπαμε σε κανέναν πού ζούσε στ΄ αλήθεια».«Τον βλέπαμε συχνά να οδηγεί το Τογιότα του αλλά δεν θέλαμε κανείς να μάθει οτιδήποτε αφορούσε την προσωπική του ζωή. Ούτε ψάχναμε ούτε τον ρωτούσαμε για οτιδήποτε, εκτός αν το αποκάλυπτε ο ίδιος»λέει η 48χρονη Μισέλ Μπέικερ, η οικογένεια του συζύγου της οποίας είχε φιλικές σχέσεις με τον Σάλιντζερ. Ο ίδιος ο συγγραφέας, στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε στουςΝew Υork Τimesτο 1975, είχε πει ανάμεσα στα άλλα: «Το να εκδίδω (βιβλία) είναι μια τρομερή παραβίαση της ιδιωτικής μου ζωής. Μου αρέσει να γράφω. Το λατρεύω. Γράφω όμως μόνο για τον εαυτό μου και για την προσωπική μου ευχαρίστηση». Αυτό και μόνο είναι αρκετό ώστε να περιμένει κανείς ότι στους φακέλους που άφησε πίσω του ο Σάλιντζερ θα βρίσκεται πράγματι ένας θησαυρός και ενδεχομένως κάποιο μυθιστόρημα εφάμιλλο του Φύλακα στη σίκαλη. Χαράς ευαγγέλια τότε για τον εκδότη του- και τους κληρονόμους φυσικά.
- Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artid=312708&dt=31/01/2010#ixzz0jb6LYZSe
Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ | Κυριακή 28 Μαρτίου 2010
Είναι το μοναδικό ελληνικό επιστημονικό-ερευνητικό κέντρο που λειτουργεί στο εξωτερικό. Εχει συμπληρώσει 57 χρόνια ζωής και στο ενεργητικό του υπάρχει πλουσιότατο έργο. Οχι μόνο ερευνητικό, εκδοτικό και αρχειακό, αλλά και αναστηλωτικό-αρχιτεκτονικό και φιλανθρωπικό. Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας ιδρύθηκε το 1953 ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου χάρη στη δωρεά της περιουσίας της ελληνικής κοινότητας Βενετίας, από τις πλουσιότερες και λαμπρότερες κοινότητες της ελληνικής Διασποράς. Στη σχετικά μακρά ζωή του το Ελληνικό Ινστιτούτο γνώρισε περιόδους κρίσης αλλά και απειλές. Δεν θα περίμενε όμως κανείς ότι τις μεγαλύτερες απειλές θα τις είχε δεχθεί από τον πολιτικό του επόπτη και προϊστάμενο, το υπουργείο Εξωτερικών. Είχε συμβεί παλαιότερα, όταν υπουργός Εξωτερικών ήταν ο κ. Κάρολος Παπούλιας (τότε το Ινστιτούτο είχε μείνει ακέφαλο για εφτά χρόνια), συμβαίνει και τώρα. Μάλιστα μία από τις σπάνιες δηλώσεις τού κατά τα άλλα αθέατου υφυπουργού Εξωτερικών κ. Κουβέλη είχε σχέση με το Ινστιτούτο της Βενετίας. Το παράδοξο είναι ότι κάποιοι στο υπουργείο, όπου πολλοί καλοβλέπουν να χάνει το ίδρυμα τον επιστημονικό-ερευνητικό χαρακτήρα του και να γίνεται γενικώς πολιτιστικό κέντρο όπου θα περνούν χαρούμενες διακοπές με κοκτέιλ Μπελίνι, δείχνοντας καμιά έκθεση, φροντίζουν να διαμορφώσουν κλίμα έντασης. Με διαρροές για οικονομικές ατασθαλίες. Αλλά αν έχουν κάτι το χειροπιαστό, πρέπει να το ανακοινώσουν επισήμως και όχι να λειτουργούν σαν μικροπολιτικοί διαδρομιστές και λομπίστες.
Προς το παρόν ξέρουμε τι έχει κάνει το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που διευθύνεται από την ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρύσα Μαλτέζου. Ενα από τα μεγαλύτερα έργα του- εθνικής και υπερεθνικής εμβέλειας- είναι η συντήρηση και η αναστήλωση του συγκροτήματος του Campo dei Greci, της Πλατείας των Ελλήνων, μεταξύ των οποίων η Φλαγγίνειος Σχολή, το Μουσείο των Εικόνων, το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου. Αν δεν γινόταν αυτή η συντήρηση, είναι σίγουρο ότι το μνημειακό συγκρότημα θα είχε σωριαστεί σε ερείπια. Και η συντήρηση έγινε χάρη σε χορηγία 2,5 εκατομμυρίων ευρώ που εξασφάλισε το Ινστιτούτο. Ο ίδιος ο κ. Λεβέντης, του φερώνυμου ιδρύματος, τον οποίο είχα συναντήσει στα εγκαίνια της έκθεσης «Βυζάντιο» στο Λονδίνο, μου είχε μιλήσει για το λαμπρό έργο συντήρησης του Ινστιτούτου, που έγινε και με δική του χορηγία. Και ενώ οι κρατικοί πόροι του Ινστιτούτου μειώνονται, τον περασμένο χρόνο το ίδρυμα είχε σημαντικό αποθεματικό που του εξασφαλίζει βιωσιμότητα, παρά τις περικοπές. Αλλωστε τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει πολύ τα έσοδά του από μισθώματα, που φθάνουν, το 2008, τις 865.000 ευρώ. (Αναρωτιέμαι μήπως κάποιοι στο υπουργείο θέλουν να βάλουν στο χέρι αυτά τα εισοδήματα.) Το Ινστιτούτο χορηγεί υποτροφίες σε νέους έλληνες επιστήμονες που προετοιμάζουν τη διδακτορική τους διατριβή, ενώ φιλοξενεί διακεκριμένους ξένους επιστήμονες που εργάζονται στον τομέα των σχέσεων Ελληνισμού και Δύσης. Περισσότεροι από πεντακόσιοι έλληνες και ξένοι επιστήμονες έχουν υπογράψει το κείμενο υποστήριξης του έργου του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας. Είναι σχεδόν όλη η ελληνική ιστορική κοινότητα, αλλά και ορισμένοι σταρ της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, όπως ο Λουτσιάνο Κάνφορα και η Σεσίλ Μορισόν.
Οταν το 2005 είχε παρουσιαστεί στην Αθήνα ο εποπτικός και αισθητικός κατάλογος για τα πενήντα χρόνια της επιστημονικής διαδρομής του Ινστιτούτου, είχαμε πειστεί ότι το μέλλον του ιδρύματος δεν θα απειληθεί.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=61&artid=322715&dt=28/03/2010#ixzz0jb5xxL76
ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ: «Παντού οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο»
Ξεκίνησε γράφοντας ποίηση. Πέρασε στο πεζό όταν ο πρώτος της άντρας τής χάρισε μια γραφομηχανή. Η ίδια είναι αντισυμβατική, αλλά η ηρωίδα του καινούργιου μυθιστορήματός της ζει μια συμβατική ζωή, η οποία όμως ανατρέπεται. Εξηγήσεις μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας
- ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | Κυριακή 28 Μαρτίου 2010
Η Ερση Σωτηροπούλου είναι σε διαρκή μετακίνηση, με τη βαλίτσα της πάντοτε έτοιμη για ταξίδι. Σε ένα από τα λίγα εικοσιτετράωρά της στην Αθήνα τη συναντήσαμε στο σπίτι της στην Πλάκα και μιλήσαμε με αφορμή το τελευταίο της μυθιστόρημα Εύα, για τη λογοτεχνία, τη ζωή, τις σχέσεις και το Ιnternet.
- Η Εύα, μια γυναίκα με συμβατική ζωή, ύστερα από χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν σε κλαμπ και ένα παθιασμένο φιλί με έναν άγνωστο στην τουαλέτα, καθώς επιστρέφει στο σπίτι της, περιπλανιέται σε άγνωστες γειτονιές της Αθήνας και γνωρίζεται με μια πόρνη, έναν κλέφτη και τον κόσμο του περιθωρίου, την ύπαρξη του οποίου ως τότε αγνοούσε. Και αυτή η εμπειρία την κάνει να δει από άλλη προοπτική τη δική της ζωή. Τι την έκανε να εισέλθει σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο;
«Ολους μας έλκει λίγο ως πολύ η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων και το όριο ανάμεσα στην “κανονική” ζωή και στη σκοτεινή πλευρά της είναι πολύ λεπτό, σχεδόν αδιόρατο. Συμβαίνει όμως τις περισσότερες φορές να μην το δρασκελίζουμε γιατί ζούμε απωθώντας αυτό που μας είναι ξένο. Μετά το φιλί στην τουαλέτα η Εύα επιθυμεί να παρατείνει τη βραδιά με την ελπίδα μιας νέας ερωτικής ιστορίας και, φορτισμένη κιόλας από την ατμόσφαιρα και την υπόσχεση ευτυχίας των γιορτών, καθυστερεί την επιστροφή στο σπίτι, που της είναι πολύ δυσάρεστη. Ηταν όμως και θέμα συμπτώσεων. Αν βγαίνοντας από το κλαμπ την περίμενε ένας φίλος της και την πήγαινε στο σπίτι, θα άλλαζε η πορεία των πραγμάτων».
- Από τύχη γνωρίζουμε τους κόσμους που κινούνται παράλληλα με τον δικό μας;
«Η δυναμική του τυχαίου υπάρχει πάντα στη ζωή μας. Το αν θα υποκύψουμε ή θα αντισταθούμε σε αυτό είναι θέμα της προσωπικότητας και του ψυχισμού του καθενός και των συνθηκών κάθε φορά».
- Μπορεί να ζει κανείς πηγαινοερχόμενος σε διαφορετικούς κόσμους;
«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν διπλή ζωή. Αλλά αυτό είναι ρίσκο, γιατί ο “κανονικός” κόσμος απαιτεί ομοιομορφία και υποταγή».
- Η Εύα επισκέπτεται μία φορά έναν ψυχαναλυτή για να αντιμετωπίσει την επίμονη έλξη που της ασκεί το περιθώριο, ένας κλέφτης,αλλά χωρίς συνέχεια. Η ψυχανάλυση δεν δίνει λύση στα αδιέξοδά μας;
«Υπάρχουν φάσεις στη ζωή του ανθρώπου που είναι απαραίτητη και άλλες φορές που είναι περιττή».
- Εχετε κάποια προσωπική εμπειρία;
«Ναι, με αφορμή το γράψιμο της Εύας. Κάποια στιγμή είχα μπλοκάρει και επισκέφθηκα έναν ψυχαναλυτή. Ηταν ευφυής, δεν νομίζω όμως ότι με βοήθησε».
- Στα βιβλία σας υπάρχουν συχνά σκηνές σε νοσοκομεία, που φαίνεται ότι σας ελκύουν. Πώς προέκυψε αυτό;
«Εχω βρεθεί άρρωστη στο νοσοκομείο και με έχει μαγέψει ο μικρόκοσμός του με τους δικούς του κώδικες. Δεν είναι όλα μαύρα εκεί μέσα, υπάρχει χαρά πλάι στη λύπη, έχει τη δική του ισορροπία, φλερτάρουν. Μου αρέσουν ακόμη και τα φαγητά του νοσοκομείου, μου αρέσει να γνωρίζω διαφορετικούς ανθρώπους. Πέρυσι, για παράδειγμα, ήμουν στη Ρόδο και χρειάστηκε να μπω στο νοσοκομείο. Βρέθηκα σε έναν θάλαμο με άλλες τέσσερις γυναίκες, απίθανες».
- Οσο περνούν τα χρόνια, σας φοβίζουν τα γηρατειά, η αρρώστια, η ανημπόρια;
«Θα έπρεπε να φοβάμαι, αλλά δεν φοβάμαι ακόμη. Περισσότερο ανησυχώ για τα παιδιά μου και τους γονείς μου».
- Η Εύα σκέφτεται ότι δεν «γνωρίζει» τον πατέρα της. Η δική σας σχέση με τους γονείς σας ποια είναι;
«Με τη μητέρα μου πολύ έντονη, έχει περάσει από όλα τα στάδια. Με τον πατέρα μου πιο ουδέτερη, όπως με όλους τους πατεράδες της παλιότερης γενιάς, που ήταν συνήθως απόντες από το σπίτι και δεν ήταν εκδηλωτικοί».
- Πώς αισθάνονται διαβάζοντας τα βιβλία σας;
«Πέρασαν ένα σοκ με το βιβλίο μου Διακοπές χωρίς πτώμα το 1982. Νομίζω ότι πλέον δεν τους πειράζει τίποτε».
- Στην «Εύα» μπλέκεται με την αφηγηματική γραφή και η ποιητική και η θεατρική σε κάποιο κεφάλαιο. Διαφορετικά γράφει ένας ποιητής από έναν πεζογράφο;
«Ξεκίνησα γράφοντας ποίηση και ακόμη λειτουργώ σαν να γράφω ποίηση, γράφω, σβήνω, πετάω και ξαναγράφω. Για μένα δεν υπάρχει διαφορά στον τρόπο γραφής. Αρχισα να γράφω πεζογραφία εντελώς τυχαία, όταν μου χάρισε ο πρώτος μου άντρας μια γραφομηχανή. Και αισθάνθηκα, πράγμα που ίσως είναι μια ψευδαίσθηση, ότι, επειδή το γράψιμο ενός μυθιστορήματος κρατάει πολύ περισσότερο χρόνο από ό,τι ενός ποιήματος, θα μπορούσε να με προστατεύσει για μεγαλύτερο διάστημα. Να δώσει σχήμα καισκοπό στη ζωή μου».
- Η συγγραφή είναι επάγγελμα;
«Κανονικά θα έπρεπε να μπορεί κανείς να ζει από αυτήν».
- Εσείς ζείτε από τα βιβλία σας;
«Οχι, νομίζω ότι πολύ λίγοι συγγραφείς στην Ελλάδα μπορούν να ζήσουν από τα βιβλία τους».
- Χρειάζεται πειθαρχία το γράψιμο;
«Εγώ χρειάζομαι πειθαρχία. Ξεκινώ να γράφω γύρω στις τέσσερις το πρωί και κοιμάμαι λίγο. Ολα τα βιβλία μου έχουν γραφτεί πολλές φορές, αλλά το σημαντικό είναι αυτή η δουλειά που υπάρχει από πίσω να μη φαίνεται και στο τελικό αποτέλεσμα να μην υπάρχει επιτήδευση».
- Υπάρχουν πολλές μουσικές αναφορές στα έργα σας. Ακούτε μουσική όταν γράφετε;
«Ναι, αλλά λειτουργεί σαν ήχος σιωπής, σαν ένα τείχος που με προστατεύει από τους θορύβους».
- Στο τέλος του βιβλίου ευχαριστείτε πολλούς που σας φιλοξένησαν όσο το γράφατε. Φαίνεται ότι είστε σε διαρκή μετακίνηση, ειδικά όταν γράφετε. Είναι ανάγκη αυτό;
«Εγινε ανάγκη. Αφενός είναι πολύ δύσκολο στην Αθήνα, στο σπίτι μου, να είμαι απερίσπαστη. Αφετέρου, μου αρέσει πολύ να φεύγω, να μένω σε ξενοδοχεία, σε ξένα σπίτια. Είναι πάντα σαν μια καινούργια αρχή».
- Διαβάζουν οι Ελληνες;
«Οι γυναίκες περισσότερο. Παντού οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο».
- Εχετε κάποιο κοινό που διαπιστώνετε ότι σας παρακολουθεί συστηματικά;
«Ναι, αλλά και νεότερους που με ανακαλύπτουν διαβάζοντας κάποιο βιβλίο μου και μου γράφουν. Δεν έχω μπλογκ ή κάτι τέτοιο».
- Ποια είναι η σχέση σας με το Ιnternet; Είστε στο Facebook ή σε άλλους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης;
«Το Ιnternet το χρησιμοποιώ για email, για μεταφράσεις κτλ. Στο Facebook δεν είμαι. Δεν μου πάει αυτή η αδιάκοπη επικοινωνία, το αράδιασμα φίλων και γνωστών όπου όποιος έχει περισσότερους είναι καλύτερος. Σαν να είμαστε σε ένα συνεχές πάρτι, πάρτι όμως δεν υπάρχει. Και από την άλλη, τρώει πολύ χρόνο, μπαίνεις σε μια μαύρη τρύπα και δεν ξεκολλάς».
- Ποια ήταν η πιο συγκινητική κουβέντα που σας έχει πει κάποιος αναγνώστης;
«Μακάρι να μπορούσα να σου πάρω ένα ταξί».
- Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artId=322709&dt=28/03/2010#ixzz0jb4IFTi8