Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, ο ηγέτης της περουβιανής μαοϊκής οργάνωσης «Φωτεινό Μονοπάτι», είναι στο κέντρο του βιβλίου του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο [Santiago Roncagliolo]. Η τέταρτη ρομφαία δεν είναι όμως η βιογραφία του Γκουσμάν, του αποκαλούμενου «τέταρτου ξίφους του μαρξισμού» (τα υπόλοιπα τρία «ξίφη» είναι ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Μάο, ενώ η λέξη ρομφαία, μετάφραση της ισπανικής espada, εδώ παραπέμπει στον εξολοθρευτή της Αποκάλυψης του Ιωάννη). Είναι ένα αφήγημα για τον Γκουσμάν που βασίστηκε στις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών του «Μονοπατιού».
Το βιβλίο αποτελείται από μία εισαγωγή και τρία μέρη που τιτλοφορούνται, αντιστοίχως, «Το σχολείο του τρόμου», «Ο πόλεμος» και «Η φυλακή». Κλείνει με έναν επίλογο, έναν χάρτη με τα κύρια θέατρα των επιχειρήσεων του «Φωτεινού Μονοπατιού», ένα χρονολόγιο (1934-2006) και σχετική βιβλιογραφία. Στην εισαγωγή του ο Ρονκαλιόλο υπογραμμίζει ότι η φυλακή στην οποία κρατείται ο Γκουσμάν χτίστηκε ειδικά γι΄ αυτόν και θεωρείται η ασφαλέστερη στον κόσμο, σημειώνει πως, αν ρωτήσεις τους περαστικούς στους δρόμους της Λίμα, απαντούν χωρίς δισταγμό ότι ο Γκουσμάν είναι ένα «τέρας», ένας «ψυχοπαθής», ένας «ασυνείδητος δολοφόνος», και καταλήγει: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;». Στη συνέχεια μιλάει για την πρώτη ανάμνηση που διατηρεί από την πατρίδα του, το Περού: είναι η εικόνα πολλών νεκρών σκύλων, κρεμασμένων από τους στύλους του ηλεκτρικού στο κέντρο της Λίμα που έφεραν ταμπέλες με μια ακατανόητη και απειλητική επιγραφή: «Τενγκ Χσιαοπίνγκ, γιε σκύλας». Ηταν 26 Δεκεμβρίου 1980, όταν το «Φωτεινό Μονοπάτι» εμφανίστηκε δημοσίως στην πρωτεύουσα με αυτό τον αποκρουστικό τρόπο. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς η οργάνωση είχε αρχίσει τον ένοπλο αγώνα.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επιστρέφει στη Λίμα για να κάνει ένα ρεπορτάζ για λογαριασμό της εφημερίδας «Εl Ρais», σχετικό με τον άνθρωπο που αιματοκύλισε τη χώρα.
Μη μπορώντας να πάρει συνέντευξη από τον ίδιο τον Γκουσμάν, συναντιέται με δημοσιογράφους, δικηγόρους, την ετεροθαλή αδελφή του Σουσάνα, έναν αδελφό του, αρκετούς συντρόφους του και φίλους από τα παλιά, αλλά και τη δεύτερη γυναίκα του, την Ελένα Ιπαραγίρε, φυλακισμένη και αυτή, οι οποίοι του μιλούν για τον έγκλειστο ηγέτη.
Ο Γκουσμάν γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1934 στο Μολιέντο της Αρεκίπα. Οι γονείς του δεν ήταν παντρεμένοι και καταχωρίστηκε ως νόθο τέκνο τους. Ο πατέρας του, συντηρητικός διαχειριστής αγροτικών εκτάσεων, τον έστειλε σε ιδιωτικό σχολείο, όπου επικρατούσε θρησκευτική πειθαρχία. Ηταν άριστος μαθητής και βιβλιοφάγος, του άρεσε ο Σαίξπηρ και από τα έργα του προτιμούσε το Ιούλιος Καίσαρ και το Μάκβεθ. Πέρασε δεύτερος στο Πανεπιστήμιο και όταν επιχείρησε να μπει στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού τον απέρριψαν επειδή δεν ήταν γιος εργατών. Ερωτεύτηκε μια κόρη εκπαιδευτικών, αλλά οι γονείς της τον απέρριψαν ως εξώγαμο παιδί. Εκείνη η κοπέλα, σύμφωνα με την αδελφή του, έκρινε τη σύγχρονη ιστορία του Περού, διότι ο Αμπιμαέλ έχασε το ενδιαφέρον του για τη ζωή και, αντί να γίνει δικηγόρος, έκανε μία διατριβή στη Φιλοσοφία και μία στο Δίκαιο, όπως ο Καρλ Μαρξ. Το 1962 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αγιακούτσο και μυήθηκε στις αρχές του Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι, του ιδρυτή του Κομμουνιστικού Κόμματος του Περού, ο οποίος έγραψε τη φράση «Ο μαρξισμός-λενινισμός είναι το φωτεινό μονοπάτι του μέλλοντος». Πιστεύοντας ότι η επανάσταση στην πατρίδα του δεν θα ήταν εργατική αλλά αγροτική, τοποθετήθηκε πιο αριστερά από τον Ερνέστο Γκεβάρα και χαρακτήρισε την Κούβα του Κάστρο «προηγμένο αστικό κράτος». Το 1964 παντρεύτηκε την Αουγούστα Λα Τόρε, η οποία είχε φοιτήσει σε καθολικό σχολείο, αλλά δεν παρέλειπε να γοητεύει τις αριστερές φοιτήτριές του. Τότε αποφάσισε τη δημιουργία της ένοπλης οργάνωσης που έπρεπε να στηρίζεται στην πειθαρχία και στην ενδογαμία ώστε να εξασφαλιστεί η θωράκισή της από τον κίνδυνο διεισδύσεων. Ηταν φανατικός υπέρμαχος της οικογένειας, αλλά δεν κατάφερε να κάνει παιδιά. Θαυμαστής του Στάλιν και του Μάο («ερωτεύτηκε τη σκέψη του Μάο», γράφει ο Ρονκαλιόλο), εχθρός του Χρουστσόφ, το 1969 ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού-«Φωτεινό Μονοπάτι», παίρνοντας το όνομα «Γκονσάλο». Αποκαλούσε τον εαυτό του «πρόεδρο Γκονσάλο», κατά το «πρόεδρος Μάο». Οι σύντροφοί του τότε ήταν μόνο 12 άνθρωποι. Και ύστερα άρχισε ο ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος που διήρκεσε 12 χρόνια και στοίχισε 70.000 νεκρούς. Το τέλος του πολέμου ήρθε με τη σύλληψή του, τον Σεπτέμβριο του 1992, επί προεδρίας του Αλμπέρτο Φουχιμόρι, χάρη στις προσπάθειες του αρχηγού μιας ειδικής ομάδας πληροφοριών, του αστυνόμου Μπενεδίκτο Χιμένες. Συνελήφθη επίσης και η δεύτερη γυναίκα του, η Ελένα Ιπαραγίρε (η πρώτη πέθανε μυστηριωδώς και ίσως δολοφονήθηκε από αυτήν), εκπαιδευτικός, κόρη συνταγματάρχη της χωροφυλακής, η οποία είχε φοιτήσει σε σχολή καλογραιών και είχε κάνει σπουδές στο Παρίσι.
Ο κ.Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.
ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
No comments:
Post a Comment