- Γιάννης Δάλλας: Ολίγο θα τον ξαναγγίξω. Υστερα καβαφολογικά, εκδόσεις Ηριδανός, σ. 160, ευρώ 16,80
Φιλόλογος, κριτικός, αλλά, πρωτίστως, ποιητής, ο Γιάννης Δάλλας επιχειρεί μιαν επαναπροσέγγιση της καβαφικής ποίησης· καλύτερα, επιχειρεί ένα «ξανάγγιγμα» του σώματος κάποιων καβαφικών ποιημάτων, πρόσφορων για την επισήμανση των σταδίων της «κατασκευής» τους, από τη στιγμή της σύλληψής τους ώς τις τελευταίες διορθωτικές επεμβάσεις του δημιουργού τους. Ποιημάτων περισσότερο επιδεκτικών στην ψαύση της ύλης τους και στον εντοπισμό των επιμέρους εργαστηριακών διαδικασιών που μεσολάβησαν, ώσπου να ενταχθούν στην προκαθορισμένη, καθιερωμένη, από τον ποιητή, ως οριστική μορφή. Στην προσπάθειά του αυτή, προκειμένου να καταλήξει σε καίρια συμπεράσματα επί προειλημμένων αποφάσεων-αποφάνσεών του, ταξινομεί το υλικό του σε τέσσερις ενότητες: Στην πρώτη ενότητα παρακολουθεί, εκ του σύνεγγυς, τον Καβάφη να επανεπεξεργάζεται και να αναθεωρεί πολλά ποιήματά του από τα Αποκηρυγμένα και τα Ανέκδοτα· στη δεύτερη καταπιάνεται με κάποια ποιήματα του αλεξανδρινού από τα Ατελή. Ποιήματα που, δικαίως, θεωρεί κλειδιά για την είσοδό του στο καβαφικό ποιητικό εργαστήριο και άκρως διαφωτιστικά του τρόπου παγίωσης του καβαφικού ποιητικού κανόνα. Στην τρίτη ενότητα, χωρίς να εγκαταλείπει τα φορμαλιστικά ζητήματα, περνά σε άλλα, που σχετίζονται με την ποιητική και την ιδεολογία, ενώ στην τέταρτη στρέφει την οπτική του γωνία από τα μέσα προς τα έξω, εξετάζοντας την προσέγγιση του φαινομένου της καβαφικής δημιουργίας από σύγχρονους ομοτέχνους του και, συγκεκριμένα, από τον Εγγονόπουλο και τον Αγρα.
Προτού προχωρήσει στη μεθοδικά προετοιμασμένη επανάγνωση των ποιημάτων που θεωρεί χαρακτηριστικές περιπτώσεις, διαφωτιστικές του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης επεξεργαζόταν τα ποιήματά του έως ότου αυτά ενταχθούν στην καθιερωμένη, από τον ίδιο, οριστική μορφή, εντοπίζει, εν συντομία, τα στοιχεία που στοιχειοθετούν την ιδιαιτερότητα, δικαιολογούν την οικουμενικότητά του και τον αντιδιαστέλλουν από τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτοπορίες. Κυρίως, δίνει έμφαση στη γλωσσική υπέρβαση, καθώς και στην υπέρβαση των τεχνοτροπιών από τις οποίες ξεκίνησε: του ρομαντισμού, του παρνασσισμού και του συμβολισμού. Για να σταθεί, εν συνεχεία, σε δύο, πρωτίστως, κατηγορίες ποιημάτων του: στα Ανέκδοτα και στα Ατελή· αντιμετωπίζοντας τα πρώτα (που ποτέ δεν αξιώθηκαν -ούτε διεκδίκησαν- την ένταξή τους στα προς δημοσίευση), ως αψευδείς μάρτυρες της αδιάλειπτης ποιητικής εγρήγορσης του δημιουργού τους, καρπούς ενός ακατάπαυστου ποιητικού γίγνεσθαι, και τα δεύτερα ως ενδεικτικά της «εργαστηριακής προσήλωσης» του ποιητή σε κείμενα «ώριμα και αποφασισμένα», προσηλωμένα στη «διαδικασία της δημιουργίας του ποιήματος» και, γι' αυτό, περισσότερο ανταποκρινόμενα στην πρόθεσή του να διεισδύσει στο ποιητικό εργαστήριο του Καβάφη. Να τον παρακολουθήσει με μεγεθυντικό φακό -επιστρατεύοντας την προσωπική ποιητική του πείρα, τη φιλολογική του γνώση και ευαισθησία και τη θαυμαστική αγάπη του στο αντικείμενο της φιλολογικής του έρευνας-, στις καίριες φάσεις της ολικής ή μερικής ανακατασκευής των ποιημάτων του, ως λαξευτή και περιποιητή των «σωμάτων» τους. Συνεπικουρούμενος, σ' αυτό του το εγχείρημα, από ένα πλήθος κριτικών σχολίων του ίδιου του ποιητή, ποικίλου περιεχομένου -γλωσσικού, αισθητικού, ιστορικού, πολιτισμικού κλπ.,- ενδεικτικών, εκτός των άλλων, και του σημαντικού ιστορικού και φιλολογικού του οπλοστασίου. Μάλιστα, προς επίρρωση των ισχυρισμών του, βασισμένος στην ποιητική του ιδιότητα και διαίσθηση, επιχειρεί την επανάγνωση δύο Ατελών καβαφικών ποιημάτων, ενός ερωτικού («Η είδησις της εφημερίδος») και ενός ιστορικού («Περί τα των ξυστών άλση»), επανασυνδέοντας τις ενότητές τους και «συνομιλώντας», φιλολογικά, με την επιμελήτρια των «Ατελών ποιημάτων» Renata Lavagnini.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εξάλλου, παρουσιάζουν τα, δοκιμιακής υφής, κείμενα της τρίτης ενότητας, με τα οποία ο μελετητής, με νησίδες ασφαλείας τα ποιήματα, προχωρεί στα ενδότερα, προκειμένου να καταπιαστεί με τον δημιουργό τους· εντοπίζοντας σ' αυτόν δύο, δημιουργικά διαπλεκόμενες, μεταξύ τους, ιδιότητες: του σοφιστή και του αισθητή· όπου αισθητής είναι «ο αισθησιακός, ο ευαίσθητος (φιλόκαλος), ο αισθητικός και στη δημόσια ζωή του ήρωας του αλεξανδρινού Καβάφη» και σοφιστής «είναι ο νέος εκφραστής του βίου και της ιστορίας». Ιδιότητες που η εμπλοκή τους γίνεται πυκνότερη και προφανέστερη στα ποιήματα της μέσης και της τελευταίας καβαφικής περιόδου, ενώ στα Ατελή ποιήματα -που, όπως επισημάνθηκε, ο μελετητής βρίσκει περισσότερο πρόσφορα για την υλοποίηση των προειλημμένων αποφάσεών του- «διακρίνεται ανοιχτή η διαδικασία του συνδυασμού του ερωτικού και του ιστορικού στοιχείου, καθώς και της αισθητικής και της σοφιστικής», τουλάχιστον ώς τη στιγμή της αλλαγής του σκηνικού τοπίου και της σκηνοθετικής μεθόδου του Καβάφη -πράγμα που συμβαίνει μετά την επικράτηση της ρεαλιστικής και κριτικής γραφής, από το 1911 και εντεύθεν-, οπότε «τα επίπεδα δράσης αισθητή και σοφιστή διαφοροποιούνται».
Ο τόμος τελειώνει με δύο επισημάνσεις, σχετικά με τον τρόπο που δύο μεταγενέστεροι ποιητές, αλλά υπό διαφορετική ιδιότητα ο καθένας, την ποιητική ο Νίκος Εγγονόπουλος και αυτήν του κριτικού ο Τέλλος Αγρας, «ξαναγγίζουν» τον Αλεξανδρινό, «συνομιλώντας» μαζί του, κινητοποιούμενοι από το μονίμως, δημιουργικά ή κριτικά ερεθιστικό, αίσθημα διαχρονίας που αποπνέει η ποίησή του. Εν πρώτοις εξετάζεται, σε όλες τις πτυχές του, προφανείς ή τεκμαιρόμενες, το ποίημα «Σύντομος βιογραφία του Κωνσταντίνου Καβάφη» του Εγγονόπουλου, με την πρόθεση να αποδειχτεί ότι η ποίηση μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να ενεργοποιείται ως γόνιμος διάλογος μεταξύ ομοτέχνων· ότι τα ποιήματα μπορεί να λειτουργήσουν «ως λαβές και αντιλαβές» με άλλα ποιήματα, στο προσδιορίσιμο, παρά το ασαφές των ορίων του, πεδίο της γλώσσας. Στη συνέχεια, εξετάζεται το πώς ξαναγγίζει τον Καβάφη και πώς συνομιλεί μαζί του ένας άλλος ποιητής (ο Τέλλος Αγρας), όχι με την ιδιότητα του ποιητή, αλλά με αυτήν του κριτικού, «από την ηλικία του μαθητευόμενου στο κλίμα του παρνασσισμού ώς την ανδρική του, κατά την οποία, διά μέσου του συμβολισμού συνθέτει την ποιητική του», για να αποκαλυφθεί ένα διαφορετικό εργαστήριο. Ενα εργαστήριο στη μοναξιά του οποίου οι συντελούμενες διεργασίες δεν αποσκοπούν τόσο στη δημιουργία ποίησης όσο στην παγίωση της ποιητικής· διεργασίες αποκαλυπτικές της «μεθόδου που ακολουθεί [ο Αγρας] ως διανοητής στην προσέγγιση ενός αντικειμένου». Κάτι που κάνει, εν προκειμένω, και ο Γιάννης Δάλλας, «δρώντας», για ακόμη μια φορά, ως διανοητής, διατηρώντας, ωστόσο, άγρυπνη την, οφειλόμενη στην ποιητική του ιδιότητα, «ευαίσθητη οξυδέρκεια» στις προσεγγίσεις που επιχειρεί στα πρόσωπα και στο έργο τους.
No comments:
Post a Comment