- Της Βενετίας Καντσά και του Ευθύμιου Παπαταξιάρχη*Η ΑΥΓΗ: 13/06/2010
Ένας συγκριτικός ελληνικός απολογισμός
Ο συλλογικός τόμος Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα (επιμ.: Βενετία Καντσά, Βασιλική Μουτάφη, Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, κείμενα: Έφη Αβδελά, Χρυσή Ιγγλέση, Εύη Κλαδούχου, Αναστασία-Σάσα Λαδά, Μαριάνθη Μακρή-Τσιπλάκου, Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, Μάρω Παντελίδου Μαλούτα, Ξανθή Πετρονώτη), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, επιχειρεί έναν συνολικό απολογισμό της επίδρασης της φεμινιστικής σκέψης στις κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα την περίοδο της μεταπολίτευσης, σε σχέση και με τις αντίστοιχες διεργασίες διεθνώς.
Όπως σημειώνεται στον Πρόλογο, «η φεμινιστική σκέψη δεν περιορίζεται στην κριτική για την υποτελή θέση των γυναικών στις σύγχρονες κοινωνίες και την ιδεολογική της νομιμοποίηση», αλλά «εκτείνεται στους τρόπους με τους οποίους γνωρίζουμε συστηματικά τους κόσμους που μας περιβάλλουν», ακουμπώντας έτσι «τον πυρήνα των επιστημών του ανθρώπου και της κοινωνίας». Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από την Εισαγωγής, που μας δίνουν το στίγμα της σημαντικής αυτής συλλογικής προσπάθειας. Για τις ανάγκες της παρούσας δημοσίευσης, έχουν απαλειφθεί οι υποσημειώσεις.
"Ε"
Πέρα από τις κανονιστικές εξαρτήσεις, οι εργασίες του τόμου καταγράφουν μια πληθώρα άλλων παραγόντων που φαίνεται να επηρεάζουν τη διαφοροποιημένη επίδραση του φύλου στους κλάδους των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα. Από τους παράγοντες αυτούς --λόγου χάρη, τις ποικίλες μορφές ριζοσπαστικοποίησης των κοινωνικών επιστημόνων και τις αντίστοιχες ρήξεις με τα μετεμφυλιακά σχήματα σκέψης που αυτή επέφερε κατά κλάδο ή τους ποικίλους βαθμούς θεσμοθέτησης των διαφορετικών κλάδων-- θα ξεχωρίζαμε έναν: τη διάθλαση κλάδων που διεθνώς πρωτοστατούν στην ανάπτυξη της προβληματικής του φύλου από την ειδική «θέση» που λαμβάνουν στο ελληνικό πλαίσιο. Έτσι, ενώ στη Βρετανία, τη Γαλλία ή τις ΗΠΑ τόσο η ιστορία όσο και ανθρωπολογία πρωτοστατούν στην αξιοποίηση του φύλου ως αναλυτικού εργαλείου, στην Ελλάδα δεν παρατηρείται κάτι ανάλογο. Στην ελληνική ιστοριογραφία, με τις βαριές θεσμικές και ιδεολογικές παρακαταθήκες, παρόμοιες ανανεωτικές προσπάθειες εμφανίζονται περισσότερο «μουδιασμένες», ανίκανες να κλονίσουν τις κυρίαρχες επιστημολογικές θέσεις και μεθοδολογίες του κλάδου, με αποτέλεσμα ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο πεδίο του φύλου να αποδίδεται στην ανθρωπολογία, που ως «νέα» επιστήμη μπορεί να τον αναλάβει.
Από την άλλη πλευρά, στις επιστήμες εκείνες όπου η αποδοχή του φύλου στην Ελλάδα συναντά μεγαλύτερη αντίσταση, η συγκυριακή συνάντηση ερευνητριών με κοινά ενδιαφέροντα στον ίδιο ακαδημαϊκό χώρο δημιουργεί ένα ευνοϊκό κλίμα που επιτρέπει τη συνομιλία με εξελίξεις στο εξωτερικό, ακόμα και αν πρόκειται για μεμονωμένες προσπάθειες (γλωσσολογία, επιστήμες του χώρου). Οι επιπτώσεις της απουσίας ενός έστω και υποτυπωδώς δεκτικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος καταγράφονται στην περίπτωση της ψυχολογίας, όπου η αργοπορημένη θεσμοθέτηση του κλάδου πολλαπλασίασε τις αρνητικές συνέπειες από την απουσία φεμινιστικού κινήματος ως χώρου ανταλλαγής ιδεών και απόψεων. Τέλος, στα πεδία της εκπαίδευσης, της οικονομίας και της πολιτικής οι έρευνες που επηρεάζονται με τρόπο περισσότερο παραγωγικό από το φύλο αποτελούν προϊόντα της συνάντησης με άλλους επιστημονικούς κλάδους, και κυρίως με την ιστορία (της εκπαίδευσης, της εργασίας, των πολιτικών δικαιωμάτων). […]
Η σύγκριση ελληνικής κοινωνιολογίας και ελληνικής ανθρωπολογίας με αναφορά στο φύλο είναι πολύ διαφωτιστική, ιδιαίτερα στο βαθμό που δείχνει πόσο μια «απουσία» μπορεί να είναι εξίσου διδακτική με μια «παρουσία». Όπως είδαμε, και παρά τις εξαιρέσεις που αναφέραμε (κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, της απασχόλησης ή της οικογένειας), το mainstream της ελληνικής κοινωνιολογίας παρουσιάζει μια «καθυστέρηση» στον θεωρητικό προβληματισμό γύρω από το «γυναικείο ζήτημα», η σημασία της οποίας είναι διττή: όσο συναρτάται με κάποια διακριτικά γνωρίσματα του κλάδου, άλλο τόσο μας παραπέμπει συνολικότερα σε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνικής σκέψης την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Υπό μία στενή, κλαδική έννοια, η σχετική δυστοκία της ελληνικής κοινωνιολογίας να υποδεχθεί και να αξιοποιήσει την προβληματική για το φύλο φαίνεται να οφείλεται στις μεθοδολογικές στρατηγικές και τις θεωρητικές τάσεις που κυριάρχησαν μεταπολιτευτικά φέρνοντας στο ελληνικό προσκήνιο, και μάλιστα σε προνομιακή θέση, τη μαρξιστική ιστορική μακρο-κοινωνιολογία. Η μακροκοινωνική διερεύνηση του «κοινωνικού ζητήματος» με αναφορά στις οικονομικές δομές («τρόπους παραγωγής») και στις σχέσεις της κοινωνίας των μικροϊδιοκτητών με το κράτος αποτέλεσε βασική ερευνητική μέριμνα του κλάδου, που υπ’ αυτές τις συνθήκες κατέλαβε ηγεμονική θέση στο ανερχόμενο κοινωνιοκεντρικό παράδειγμα, συμβάλλοντας σε μια ευρύτερη ανανέωση.
Στο πλαίσιο αυτών των μεταπολιτευτικών διεργασιών, πραγματοποιήθηκε η ανάμειξη παλιών με νέα στοιχεία. Για παράδειγμα, η εκλεκτική συγγένεια της ελληνικής κοινωνιολογίας με τον γερμανικής καταγωγής νομικό ιδεαλισμό, συνάφεια που ανάγεται στο Μεσοπόλεμο, όχι μόνο συνέβαλε έμμεσα στη μεθοδολογική προτίμηση για τις «από τα πάνω» μακροκοινωνιολογικές θεωρήσεις της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ευνόησε ιδεολογικούς ανταγωνισμούς κορυφής, κυρίως ανάμεσα στο «μαρξισμό» και τον «ιδεαλισμό»: αυτοί, σε κάποιες περιπτώσεις, αποθάρρυναν (και προσωρινά ανέστειλαν) την ανάπτυξη ενός συστηματικού εμπειρικού προσανατολισμού (προέκριναν, αντίθετα, έναν γενικόλογο φορμαλισμό), ενώ, σε κάποιες άλλες, «χρωμάτισαν» την εμπειρική κοινωνιολογική έρευνα στρέφοντάς τη σε προνομιακά αντικείμενα μελέτης όπως οι τρόποι παραγωγής ή η σχέση κοινωνίας και κράτους. Το κυρίαρχο πρόσωπο της μεταπολιτευτικής κοινωνιολογίας, η ιστορική μακροκοινωνιολογία του κράτους και των κοινωνικοοικονομικών δομών, παρά το γεγονός ότι εμπνεόταν από το μαρξισμό και τη σύγχρονη προβληματική της κοινωνικής τάξης, δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια για μια συνομιλία με το φεμινισμό, την ίδια στιγμή που περιθωριοποιούσε μικροκοινωνιολογικές θεωρήσεις.
Ωστόσο, η κοινωνιολογική δυστοκία απέναντι στο φύλο έχει διαστάσεις που ξεπερνούν τα όρια του κλάδου. Υπό μία ευρύτερη έννοια, μας παραπέμπει στο ειδικό βάρος που έχει η δέσμευση της ελληνικής κοινωνικής σκέψης (και της κοινωνιολογίας ως πρωτεύουσας επιστημονικής αιχμής της) σε μια ουσιοκρατική κατηγορία του «κοινωνικού», μια κοινωνική οντολογία που σταδιακά αποκτά ως βασικό της έρεισμα την «αριστερή», ριζοσπαστική εκδοχή του έθνους και στη συνακόλουθη δυσκολία της να παρακολουθήσει εγχειρήματα, τα οποία, δίνοντας αναλυτικό βάρος στην έννοια του «πολιτισμού» και με βασικό εργαλείο την έννοια της κατασκευής, επιδιώκουν την αποδόμηση ορισμένων εννοιολογικών σταθερών.
Η σύμμειξη του προβληματισμού για το «κοινωνικό ζήτημα» με την «αριστερή» εκδοχή του έθνους μπορεί να ξεκίνησε στο τέλος του Μεσοπολέμου και να ωρίμασε ως κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ωστόσο επικράτησε ως πρωτεύουσα ιδεολογική συνιστώσα του ηγεμονικού επιστημονικού παραδείγματος στις κοινωνικές επιστήμες στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Την περίοδο που η κονστρουκτιβιστική προσέγγιση του φύλου συνέβαλε στην πολιτισμική στροφή της ελληνικής κοινωνικής σκέψης και στην αμφισβήτηση του κοινωνιοκεντρικού παραδείγματος από εκείνες ακριβώς τις επιστήμες που υπήρξαν περισσότερο δεκτικές στο φύλο, δηλαδή την ανθρωπολογία και την ιστοριογραφία, την ίδια περίοδο, δηλαδή τη δεκαετία του ’90, η κοινωνιολογία χρεώθηκε την υπεράσπιση του κοινωνιοκεντρισμού (με όρους ομογενοποίησης και αντίθεσης στην πολλαπλότητα), ανέλαβε δηλαδή ένα ρόλο που αύξησε την ανελαστικότητα προς τις σύγχρονες προσεγγίσεις του φύλου.
Ακόμη παραπέρα, η διαβρωτική δύναμη του φύλου δεν ήταν ανεκτή στο κοινωνιοκεντρικό παράδειγμα για έναν επιπλέον λόγο. Σε μια συγκυρία όπου αυτό αποκτούσε την πρωτοκαθεδρία (με καθυστέρηση μισού αιώνα ως προς άλλες χώρες της μητροπολιτικής Ευρώπης) και ανέπτυσσε προνομιακούς δεσμούς με την κεντρική εξουσία προσφέροντας την επιστημονική νομιμοποίηση στον επιχειρούμενο «εκσυγχρονισμό» της χώρας, ο κριτικός, αποδομητικός προσανατολισμός που τροφοδοτούσε η προβληματική του φύλου αντέφασκε με την παραγωγή στέρεων κανονιστικών τόπων, στην οποία είχαν αφιερωθεί πολλοί από τους κοινωνιολόγους της μεταπολίτευσης. […]
Οι αποκλίνουσες πορείες της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας ως προς το φύλο στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν αποτελούν, βέβαια, τον κανόνα. Όπως δείχνουν κάποιες από τις συμβολές στον τόμο αυτό, το φύλο έχει συχνά επιτρέψει, και ενδεχομένως διευκολύνει, διεπιστημονικές συναντήσεις στο εσωτερικό του επιστημολογικού παραδείγματος με το οποίο ταυτίζεται […]
Είναι σαφές ότι η τάση αυτή διάχυσης των κλαδικών ορίων στην οποία μας προσκαλεί το φύλο διαπερνά και τις «φυσικές» επιστήμες, οδηγώντας σε αναθεωρήσεις που αφορούν την ίδια τη διάκριση «φυσικό»-«κοινωνικό». Στο ζήτημα αυτό έχει ενδιαφέρον να λάβουμε υπόψη μας την προτροπή της Braidotti να υιοθετήσουμε έναν «εγκάρσιο» (transversal) τρόπο σκέψης που εστιάζει σε «σημεία συνάντησης διαφορετικών πεδίων» και προσεγγίζει τον κόσμο «με όρους διαδικασιών και συσχετίσεων». Από μια τέτοια θεωρητική σκοπιά, η αξία του φύλου στο επίπεδο της ανάλυσης συνίσταται στην ικανότητά του να κινείται πέρα από διχοτομικές αντιθέσεις όπως «επιστήμη»/«πολιτισμός», «ουσία»/«κατασκευή», «φυσικές»/«κοινωνικές επιστήμες». Φαίνεται ότι το φύλο τότε μόνο είναι «τόπος συνάντησης των επιστημών», όταν βρίσκεται σε διαδικασία διαρκούς επανακαθορισμού των συντεταγμένων του. Όταν βρίσκεται μόνιμα «εκτός τόπου».
*Η Βενετία Καντσά και ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης διδάσκουν κοινωνική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.Φρανσουά Γκρομαίρ, «Γυμνό με κολιέ», 1962
No comments:
Post a Comment