«Ένοικοι γραφής» επιγράφεται το εγχείρημα των εκδόσεων Πατάκη, που εδώ και πέντε χρόνια δίνει βήμα σε νέους πεζογράφους, ανακαλώντας και εξελίσσοντας την παλαιά εκείνη παράδοση των λογοτεχνικών διαγωνισμών. Ήδη έχουν εκδοθεί, κατά σειρά, οι τόμοι που περιέχουν τα κάθε χρονιά επικρατέστερα διηγήματα, που γράφονται επί ενός συγκεκριμένου θέματος, το οποίο αποτυπώνει όψεις, ρεύματα και διαθέσεις της εποχής: «Με τον Γ.Μ. Βιζυηνό, αλλά και χωρίς αυτόν», «Είμαστε όλοι μετανάστες», «Χαμένοι στο διαδίκτυο», «Ζωολογία, του πάνω και το κάτω κόσμου». Ας δούμε λοιπόν αυτό το εγχείρημα, μέσα από τη ματιά ενός από τους βασικούς συντελεστές του, του πεζογράφου Μισέλ Φάις.
- Κ.Β., Η ΑΥΓΗ, 13/06/2010
* Κύριε Φάις, διευθύνοντας τη σειρά «Hotel, Ένοικοι γραφής», έχετε το πλεονέκτημα μιας μεγάλης εποπτείας στο αχανές τοπίο των εκκολαπτόμενων πεζογράφων. Δώστε μας μια πρώτη εικόνα αυτού του τοπίου, ένα γενικό πλάνο.
Θα πρόσθετα και την εμπειρία των σεμιναρίων Δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ, καθώς και την ανάγνωση υπό έκδοση χειρογράφων στον Πατάκη. Με την τριπλή λοιπόν εμπειρία θα σημείωνα, ότι στον τοπίο της υπό κρίσιν γραφής κυριαρχεί η γραφομανία και μειοψηφεί η αναζήτηση λογοτεχνικού προσώπου -κάτι που, φυσικά, ισχύει και στη δόκιμη γραφή, απλώς εκεί συμβαίνει με όρους πιο επαγγελματικούς, δηλαδή καλυμμένης στρατηγικής των προθέσεων.
* Ποια είναι η αναγνωστική πρόσληψη της διαδρομής της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας από τους επίδοξους πεζογράφους;
Οι περισσότεροι διαβάζουν στα τυφλά, σκόρπια τσιμπολογήματα, υποτιμούν τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ενώ διαβάζουν, ατάκτως, αξιόλογους ξένους συγγραφείς και σκουπίδια. Κουράζομαι να λέω στους μαθητευόμενους συγγραφείς στο ΕΚΕΒΙ ότι, εφόσον η ζωή δεν ζει και η αφήγηση δεν αφηγείται, όλοι σε μια καλύτερη αφηγημένη ζωή προσβλέπουμε...
* Πώς προσλαμβάνουν τη σύγχρονη λογοτεχνία;
Μέσα από το Διαδίκτυο, τις λίστες των ευπώλητων, το γούστο της τρέχουσας επικαιρότητας. Με το φανάρι ψάχνεις να βρεις νέους ανθρώπους που να διαβάζουν συγγραφείς κι όχι βιβλία, που να παθιάζονται με την ανομολόγητη ζωή μιας γραφής. Ξέρετε, η λογική του λογοτεχνικού μπουφέ (κι όχι του νηφάλιου πάθους μιας αρχιτεκτονημένης βιβλιοθήκης) είναι ο δονζουανισμός του ανίκανου αναγνώστη.
* Πώς τοποθετούνται απέναντι στα κυρίαρχα ιδεολογικά και πολιτισμικά στερεότυπα της εποχής;
Όπως όλοι μας όταν ήμασταν νέοι. Στα χνάρια της «αντισυμβατικότητας», της «εικονοκλαστικότητας», της «ρήξης». Τελικά, μάλλον πρέπει να σαρανταρίσεις αναγνωστικά για να αρχίζεις να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις αυτά που σε σφράγισαν βαθιά, αυτά που κάποτε σε εξόρισαν από το κλίμα του καιρού σου.
* Κατά πόσο τους απασχολούν τα σύγχρονα θεωρητικά ρεύματα; Ορίζονται σε σχέση με αυτά;
Υπάρχει μια άκριτη θεωρητικολογία ή, στον αντίποδα, ένας φανατισμός του βιώματος. Όταν τους λέω ότι μας ενδιαφέρει πρωτίστως η λογοτεχνική αλήθεια, κι όχι η ατομική τους περιπέτεια ή η δογματική θέση κάποιου θεωρητικού μέτρ, κάποιοι χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους (και αρχίζουν να ψάχνουν αλλιώς τα κείμενα) κι άλλοι απογοητεύονται (και ψάχνονται, λες και τους αποκάλυψα πως είναι υιοθετημένοι).
* Μπορούν να επισημανθούν κάποια διακριτά χαρακτηριστικά της γραφής τους;
Σεξουαλικότητα, μετανάστευση, βία. Και εδώ παρεισφρύει μια άλλη βεβαιότητα, που προσπαθούμε να κλονίσουμε: στην τέχνη της λευκής σελίδας δεν υπάρχει θέμα παρά μόνο βλέμμα.
* Θα πρέπει να αισιοδοξούμε για την επόμενη μέρα της πεζογραφίας μας;
Νομίζω ότι από τη στιγμή που διαλύθηκαν οι λογοτεχνικές συντροφιές, το ρόλο αυτής της κυψέλης, της ζύμωσης ιδεών και ψυχών ανέλαβε εξ ολοκλήρου η αγορά. Κάποτε όλοι ήθελαν γίνουν ποιητές, τώρα όλοι θέλουν να γίνουν μπεστελερίστες ή, ακριβέστερα (κάτι που έχω ξαναπεί παλιότερα από αυτόν εδώ τον χώρο), «να γράφουν σαν τον Ντοστογιέφκσι και να πουλάνε σαν τον Κινγκ».
No comments:
Post a Comment