- Πώς και γιατί η Κική Δημουλά είναι στρατευμένη δημιουργός. Ανάγνωση της τελευταίας ποιητικής συλλογής της, που χαρακτηρίζεται από το ξάφνιασμα και το απροσδόκητο. Μια κατασκευαστική αφροσύνη που παράγει γοητεία
- ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ | Κυριακή 20 Ιουνίου 2010
Στον Φιλοπαίγμονα Μύθο, ένα προσεκτικό και εύγλωττο συνάμα κείμενο (παρά την προσποιητή αμηχανία του) που η Κική Δημουλά διάβασε κατά την τελετή της υποδοχής της στην Ακαδημία Αθηνών (2003), η ποιήτρια απάντησε σε δύο κρίσιμα ερωτήματα που έθεσε η ίδια στον εαυτό της: ποια είναι η «πρόθεση της σύγχρονης ποίησης» και ποια η ωφέλεια που προκύπτει από την ποίηση. Τα ερωτήματα έχουν τεθεί πολλές φορές και οι εκάστοτε απόπειρες των ίδιων των δημιουργών να απαντήσουν δείχνουν σε μεγάλο βαθμό και τις προθέσεις τους και τη σημασία που αποδίδουν στο έργο τους. Σύμφωνα με τη Δημουλά, η «πρόθεση» της σύγχρονης ποίησης (που έχει ήδη αρχίσει να παλιώνει) «είναι να προσθέσει το λιθαράκι της σε ό,τι κληρονόμησε φτιάχνοντας το ιδιωτικό μητρώο της εποχής της (υπογράμμιση δική μου), συμπληρώνοντας το γενεαλογικό δέντρο των ονείρων που τη γεννούν και την υποστηρίζουν». Η παράδοση είναι ένας αενάως κινούμενος συρμός «στον οποίο κάθε τόσο προσαρτάται ένα έκτακτο, φρεσκοβαμμένο βαγόνι, γεμάτο με νέες, υπερεπείγουσες ανησυχίες του ανθρώπου και με τον ίδιο πάντα προορισμό: την αυθεντική έκφρασή τους» (υπογράμμιση δική μου).
Οσον αφορά την ωφέλεια της ποίησης στον «μικρόψυχο καιρό» μας, η Κική Δημουλά είναι σαφής: η ποίηση ωφελεί πολλαπλώς. Πέρα από τη μαγεία που παρέχει σε όσους την εμπιστεύονται (δυστυχώς αυτή η παράμετρος δεν θα μας απασχολήσει εδώ), ωφελεί πρωτίστως εκείνον που την ασκεί επειδή τον «βγάζει από το σώμα του» και «τον σταθεροποιεί σε μια αιώρηση απ΄ όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο της μικρότητάς του». Ωφελεί τη γλώσσα και, τέλος, «ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Κοντολογίς, η Δημουλά προσδίδει ρητά διπλή, ας πούμε, χρησιμότητα στην ποίηση: οδηγεί στη συνείδηση της ύπαρξης (διά του καθημερινού, προσωρινού θανάτου) και λυτρώνει μέσα από τις μαγγανείες της.
Πριν από μερικές δεκαετίες (αλλά ίσως και σήμερα) κάποιοι θα μυκτήριζαν την ποιήτρια για τη δήθεν «απολιτική» στάση της να αναφέρεται σε ένα ασαφές «ιδιωτικό» μητρώο της εποχής μας και στις αδιευκρίνιστες «υπερεπείγουσες ανησυχίες του ανθρώπου». Την ίδια στιγμή άλλοι, προφανώς για να δείξουν ότι κατάλαβαν τις προθέσεις της, την έχουν ήδη χαρακτηρίσει «αστράτευτη», επαναφέροντας σε χρήση έναν παλιομοδίτικο όσο και «ανόητο» τρόπο κριτικής. Αλλά ποιος από μας μπορεί να αρνηθεί την ένταξή του κάπου; Ολοι στρατευμένοι είμαστε. Σημασία έχει ποιο μπαϊράκι ακολουθεί ο καθένας και πόσο σεμνύνεται γι΄ αυτό. Με αυτή τη λογική το παρόν σημείωμα με αφορμή το 16ο (αν μετρώ σωστά) ποιητικό βιβλίο της Δημουλά, Τα εύρετρα, έχει ως κύριο σκοπό να αποδείξει (στο μέτρο του δυνατού) ότι και εκείνη, όπως και όλοι οι ποιητές μας, είναι ένας δημιουργός που, πέραν των άλλων, πολιτεύεται, δηλαδή ασκεί κοινωνική και πολιτική καθοδήγηση με τον δικό της τρόπο.
Ο καθείς και τα όπλα του. Μπορεί η Δημουλά να φαίνεται ότι πολιτεύεται εν οίκω, αλλά όταν εκφωνεί εν δήμω στίχους όπως «δεν βλέπαμε τίποτε/ καθότανε μπροστά μας/ εκείνη η νταρντάνα η αλλαγή/ φέτος το καλοκαίρι» («Αμπωτις»)ακόμη και ως μέρος ενός φαινομενικά «αθώου» ποιήματος-, τότε ας μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Πιστεύω πως η ποιητική/ιδεολογική πρόθεση της Δημουλά όσο «αθωότερη» προβάλλεται τόσο και πιο διαβρωτική είναι. Η Δημουλά είναι κατά την άποψή μου «πανούργος» ποιήτρια (κι ας με συγχωρέσει η χάρη της) καθώς ένα από τα κυριότερα τεχνικά χαρακτηριστικά της είναι η φιλοπαίγμων αλλά εν τέλει καταλυτική υπονόμευση όχι τόσο των καλώς κειμένων αλλά του ίδιου του κειμένου της. Βασική τεχνική της ρητορικής της είναι το ξάφνιασμα και το απροσδόκητο, μετεξέλιξη του παλαιού υπερρεαλιστικού τρόπου να παράγεται σπινθήρας με τη συνεκφορά των αντιθέτων, είτε σε λεκτικό ή σε σημασιολογικό επίπεδο. Αυτό ήδη σημαίνει πολλά και υποθέτω πως αυτή η κατασκευαστική αφροσύνη (όχι αφροντισιά) παράγει από μόνη της γοητεία. Ακόμη κι αν αυτή η ποιητική αποκοτιά δεν εννοείται σε βάθος, δεν παύει να θέλγει και ίσως είναι αυτός ο λόγος που η ποιήτρια είναι τόσο δημοφιλής. «Καταζητούμαι/ Διέρρηξα τον βίο μου./ Τι να έκανα;/ Μόνο με τα ξένα δεν τα έβγαζα πέρα/ είχα βλέπεις να τρέφω/ εκείνο το ρεμάλι τον ψυχισμό» («Το ρεμάλι»). Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, όσο κι αν η επαναφορά τους και η εναγώνια ανακύκλωσή τους τα κάνει, όπως στη νεότευκτη συλλογή, να φαίνονται γνώριμα. Και αυτό για έναν συγκεκριμένο λόγο, που πολλές φορές η ποιήτρια δηλώνει ως αντίμαχό της. Τα πράγματα περιπλέκονται από την Ανάγκη, δηλαδή από το αναγκαίον, είτε εννοούμενο ως κάτι επιβεβλημένο άνωθεν (όπως στο πρώτο ποίημα της συλλογής) είτε ως αναγκαία συνειδητή πράξη. Από τη μια, λοιπόν, η πρωτογενής, καταχθόνια και τυφλή Ανάγκη, από την άλλη το κοινωνικώς «ευρύ αναγκαίον», η «ευρέως αναγκαία γενναιότης», το «εναλλακτικό αναγκαίον» για να πάει ο βίος μπροστά, όσο μπορεί. Ανάμεσα σε αυτές τις μυλόπετρες του υπερκόσμιου και αναπότρεπτου και του κοσμικού και αναζητήσιμου θρύβονται οι μέρες και οι νύχτες της ποιήτριας. Ποιήματα-θρύμματα, λοιπόν.
Ο φιλέρευνος αναγνώστης δεν έχει παρά να διαβάσει δύο από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής που μοιραίως/τυχαίως(;) βρίσκονται αντικριστά (σελ. 20-21) «Η ομορφιά του απογοητευτικού» και «Ασπρες πασχαλιές φιλούν έφηβο» και θα εννοήσει αυτή τη διπλή αναγκαιότητα του βίου: το αναποτρέπτως αναγκαίον και την κοινωνικώς και πολιτικώς αναγκαιότητά μας να του ξεφύγουμε. Αυτά είναι τα αληθινά εύρετρα (ένα άλλο εύρημά τι Μοισάν ) που η Κική Δημουλά μάς προσφέρει ως ανταπόδοση της καθημερινής συναλλαγής μας με την ανάγκη: «Υποκριτή, γραμμή δε διάβασες/ αλλιώς θα το ΄βλεπες/ το γράφω εδώ μέσα πρώτο πρώτο// τα εύρετρα είναι/ εσύ μου τα έδωσες/ επειδή σε βρήκα// σε μέτρησα και ήσουνα πολλά/ ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς/ το άφησα να είσαι κι απ΄ τα δύο/ δε σου αφαίρεσα ούτε μία/ απ΄ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες/ ούτε μισή απ΄ τις πολύτιμες ασκήμιες σου/ κόσμε».
Οσον αφορά την ωφέλεια της ποίησης στον «μικρόψυχο καιρό» μας, η Κική Δημουλά είναι σαφής: η ποίηση ωφελεί πολλαπλώς. Πέρα από τη μαγεία που παρέχει σε όσους την εμπιστεύονται (δυστυχώς αυτή η παράμετρος δεν θα μας απασχολήσει εδώ), ωφελεί πρωτίστως εκείνον που την ασκεί επειδή τον «βγάζει από το σώμα του» και «τον σταθεροποιεί σε μια αιώρηση απ΄ όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο της μικρότητάς του». Ωφελεί τη γλώσσα και, τέλος, «ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Κοντολογίς, η Δημουλά προσδίδει ρητά διπλή, ας πούμε, χρησιμότητα στην ποίηση: οδηγεί στη συνείδηση της ύπαρξης (διά του καθημερινού, προσωρινού θανάτου) και λυτρώνει μέσα από τις μαγγανείες της.
Πριν από μερικές δεκαετίες (αλλά ίσως και σήμερα) κάποιοι θα μυκτήριζαν την ποιήτρια για τη δήθεν «απολιτική» στάση της να αναφέρεται σε ένα ασαφές «ιδιωτικό» μητρώο της εποχής μας και στις αδιευκρίνιστες «υπερεπείγουσες ανησυχίες του ανθρώπου». Την ίδια στιγμή άλλοι, προφανώς για να δείξουν ότι κατάλαβαν τις προθέσεις της, την έχουν ήδη χαρακτηρίσει «αστράτευτη», επαναφέροντας σε χρήση έναν παλιομοδίτικο όσο και «ανόητο» τρόπο κριτικής. Αλλά ποιος από μας μπορεί να αρνηθεί την ένταξή του κάπου; Ολοι στρατευμένοι είμαστε. Σημασία έχει ποιο μπαϊράκι ακολουθεί ο καθένας και πόσο σεμνύνεται γι΄ αυτό. Με αυτή τη λογική το παρόν σημείωμα με αφορμή το 16ο (αν μετρώ σωστά) ποιητικό βιβλίο της Δημουλά, Τα εύρετρα, έχει ως κύριο σκοπό να αποδείξει (στο μέτρο του δυνατού) ότι και εκείνη, όπως και όλοι οι ποιητές μας, είναι ένας δημιουργός που, πέραν των άλλων, πολιτεύεται, δηλαδή ασκεί κοινωνική και πολιτική καθοδήγηση με τον δικό της τρόπο.
Ο καθείς και τα όπλα του. Μπορεί η Δημουλά να φαίνεται ότι πολιτεύεται εν οίκω, αλλά όταν εκφωνεί εν δήμω στίχους όπως «δεν βλέπαμε τίποτε/ καθότανε μπροστά μας/ εκείνη η νταρντάνα η αλλαγή/ φέτος το καλοκαίρι» («Αμπωτις»)ακόμη και ως μέρος ενός φαινομενικά «αθώου» ποιήματος-, τότε ας μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Πιστεύω πως η ποιητική/ιδεολογική πρόθεση της Δημουλά όσο «αθωότερη» προβάλλεται τόσο και πιο διαβρωτική είναι. Η Δημουλά είναι κατά την άποψή μου «πανούργος» ποιήτρια (κι ας με συγχωρέσει η χάρη της) καθώς ένα από τα κυριότερα τεχνικά χαρακτηριστικά της είναι η φιλοπαίγμων αλλά εν τέλει καταλυτική υπονόμευση όχι τόσο των καλώς κειμένων αλλά του ίδιου του κειμένου της. Βασική τεχνική της ρητορικής της είναι το ξάφνιασμα και το απροσδόκητο, μετεξέλιξη του παλαιού υπερρεαλιστικού τρόπου να παράγεται σπινθήρας με τη συνεκφορά των αντιθέτων, είτε σε λεκτικό ή σε σημασιολογικό επίπεδο. Αυτό ήδη σημαίνει πολλά και υποθέτω πως αυτή η κατασκευαστική αφροσύνη (όχι αφροντισιά) παράγει από μόνη της γοητεία. Ακόμη κι αν αυτή η ποιητική αποκοτιά δεν εννοείται σε βάθος, δεν παύει να θέλγει και ίσως είναι αυτός ο λόγος που η ποιήτρια είναι τόσο δημοφιλής. «Καταζητούμαι/ Διέρρηξα τον βίο μου./ Τι να έκανα;/ Μόνο με τα ξένα δεν τα έβγαζα πέρα/ είχα βλέπεις να τρέφω/ εκείνο το ρεμάλι τον ψυχισμό» («Το ρεμάλι»). Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, όσο κι αν η επαναφορά τους και η εναγώνια ανακύκλωσή τους τα κάνει, όπως στη νεότευκτη συλλογή, να φαίνονται γνώριμα. Και αυτό για έναν συγκεκριμένο λόγο, που πολλές φορές η ποιήτρια δηλώνει ως αντίμαχό της. Τα πράγματα περιπλέκονται από την Ανάγκη, δηλαδή από το αναγκαίον, είτε εννοούμενο ως κάτι επιβεβλημένο άνωθεν (όπως στο πρώτο ποίημα της συλλογής) είτε ως αναγκαία συνειδητή πράξη. Από τη μια, λοιπόν, η πρωτογενής, καταχθόνια και τυφλή Ανάγκη, από την άλλη το κοινωνικώς «ευρύ αναγκαίον», η «ευρέως αναγκαία γενναιότης», το «εναλλακτικό αναγκαίον» για να πάει ο βίος μπροστά, όσο μπορεί. Ανάμεσα σε αυτές τις μυλόπετρες του υπερκόσμιου και αναπότρεπτου και του κοσμικού και αναζητήσιμου θρύβονται οι μέρες και οι νύχτες της ποιήτριας. Ποιήματα-θρύμματα, λοιπόν.
Ο φιλέρευνος αναγνώστης δεν έχει παρά να διαβάσει δύο από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής που μοιραίως/τυχαίως(;) βρίσκονται αντικριστά (σελ. 20-21) «Η ομορφιά του απογοητευτικού» και «Ασπρες πασχαλιές φιλούν έφηβο» και θα εννοήσει αυτή τη διπλή αναγκαιότητα του βίου: το αναποτρέπτως αναγκαίον και την κοινωνικώς και πολιτικώς αναγκαιότητά μας να του ξεφύγουμε. Αυτά είναι τα αληθινά εύρετρα (ένα άλλο εύρημά τι Μοισάν ) που η Κική Δημουλά μάς προσφέρει ως ανταπόδοση της καθημερινής συναλλαγής μας με την ανάγκη: «Υποκριτή, γραμμή δε διάβασες/ αλλιώς θα το ΄βλεπες/ το γράφω εδώ μέσα πρώτο πρώτο// τα εύρετρα είναι/ εσύ μου τα έδωσες/ επειδή σε βρήκα// σε μέτρησα και ήσουνα πολλά/ ξαναμετρώ κι ήσουν αλλιώς/ το άφησα να είσαι κι απ΄ τα δύο/ δε σου αφαίρεσα ούτε μία/ απ΄ τις χιλιάδες ωραιότητες που είχες/ ούτε μισή απ΄ τις πολύτιμες ασκήμιες σου/ κόσμε».
- ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ
Η Κική Δημουλά, κατά την άποψή μου αλλά και στηριζόμενος στις ομολογημένες προθέσεις της ποιήτριας και στην απήχηση του έργου της, έχει «στρατευθεί», τώρα και περίπου 60 χρόνια, σε μια υπόθεση που αφορά όλους μας, είτε περιφερόμαστε στην αγορά φωνασκούντες είτε όχι. Δεν έγραψε «πολιτικά» ποιήματα, όπως λ.χ. η «Κίχλη», ο «Μπολιβάρ», το «Αξιον Εστί»ή η «Ελένη» του Ρίτσου. Η πηγαία, όμως, η συνεχής και ως εκ τούτου επίπονη παραγωγή ποιητικής ύλης σχετικά με το καθημερινό, το προσωρινό, άρα το επαναλαμβανόμενο γεγονός της ύπαρξής μας και των συμπτωμάτων της δημιούργησε ήδη έναν προσωπικό δρόμο ποιητικής, με σαφείς οδοδείκτες κοινωνικής και πολιτικής τάξεως. Η φωνή της, ευδιάκριτη και αναγνωρίσιμη, πέρα από τη «μαγεία» ή ίσως διά της «μαγείας», καθοδηγεί συνειδήσεις ανθρώπων, συμμεριζόμενη τις υπερεπείγουσες ανησυχίες τους και εξορκίζοντας μαζί τους το κακό.
- Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.
- Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artId=338766&dt=20/06/2010#ixzz0rnepzYvh
No comments:
Post a Comment